Aρχιμ. Αλεξίου Ιστρατόγλου Ανχη (ΣΙ)
Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Κάθε ένα έγγραφο που φυλλομετρούμε, έχει να μας αποκαλύψει τη δική του ιστορία και να καταθέσει τον προσωπικό προβληματισμό ή οποιοδήποτε θέμα απασχολούσε κάθε Στρατιωτικό Ιερέα της περιόδου που παρουσιάζουμε. Μπορεί κάποιες φορές η επανάληψη της ίδιας θεματολογίας να κουράζει ή να γίνεται ανιαρή, παρά ταύτα εμείς, θα συνεχίσουμε να αποκαλύπτουμε στοιχεία, που αποτελούν κρίκους μιας αλυσίδας. Χρειάζεται να ανακαλύψουμε και να μελετήσουμε αυτούς τους κρίκους, που δεν είναι απομονωμένοι και ανεξάρτητοι μεταξύ τους, αλλά αποτελούν μια συνέχεια. Αυτή η αλυσίδα με τη συνέχεια που έχει, μας οδηγεί από το παρελθόν στο παρόν και στη συνέχεια φτάνουμε στο μέλλον, χτίζοντας πάνω σε γερές βάσεις και σε θεμέλια, που σφυρηλατήθηκαν με την πίστη και την αγάπη απλών Ιερέων, όπου με αφοσίωση και πίστη στο καθήκον και στην αποστολή τους, μα πάνω από όλα πίστη στο Θεό, έχτισαν το οικοδόμημα εκείνο, που απολαμβάνουμε εμείς σήμερα και καλούμαστε να το καλλιεργήσουμε ως Στρατιωτικοί Ιερείς, μέσα στις προκλήσεις του σήμερα.
Ο Ιερέας Νικόλαος Αθανασίου, που τον έχουμε συναντήσει αρκετές φορές στο παρελθόν, αποστέλλει στις 11 Δεκεμβρίου 1853, μια αναφορά προς την Διοίκησή του, Ξεκινώντας ως εξής ꞉ «Ο παρά τω 4ω Τάγματι της Οροφυλακής προσκολλημένος Ιερεύς του ΙΙΙ Νικόλαος Αθανασίου…». Στην αναφορά του αυτή, ζητά ο Νικόλαος, να παραμείνει στο Τάγμα το οποίο είχε προσκολληθεί, διότι είχε πολυμελή οικογένεια και πλέον ήταν ηλικιωμένος. Ζητά επομένως από την υπηρεσία του να τον εξυπηρετήσει, με βάσει τα οικογενειακά του κριτήρια και τις προσωπικές του ανάγκες, χωρίς βεβαίως αυτό να σημαίνει ότι δεν ήταν σημαντικό το έργο το οποίο επιτελούσε στο Τάγμα εκείνο που βρισκόταν, έστω και αν δεν ήταν στην κανονική του οργανική θέση. Άλλωστε η υπηρεσία δεν θα ενέκρινε την προσκόλληση του στο εν λόγω Τάγμα, εάν δεν ήταν αναγκαία η παρουσία του και δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις εκείνες που είχαν τεθεί για τον διορισμό Ιερέως σε κάθε Τάγμα ή Σχηματισμό.
Το Τάγμα λαμβάνοντας την αναφορά αυτή, αυθημερόν την αποστέλλει στο Υπουργείο, συνηγορώντας σε όλα εκείνα τα οποία είχε γράψει ο Ιερέας, ζητώντας την ικανοποίηση του αιτήματός του. Το Υπουργείο λαμβάνοντας την αναφορά, αφού την αξιολόγησε, απήντησε στις 17 Δεκεμβρίου 1853. Εγκρίνει, να παραμείνει ο Αθανασίου στο 3ο Τάγμα της Οροφυλακής, μέχρι νεωτέρας διαταγής.
Το επόμενο έγγραφο που συναντούμε, προέρχεται από το 1ο Τάγμα της Οροφυλακής που βρίσκεται στο Καρπενήσι, στις 18 Δεκεμβρίου 1853 και ζητά να χορηγηθεί στον Ιερέα Παπαγιάννη, το ποσό των δώδεκα δραχμών, για την διακονία που προσέφερε όταν του ζητήθηκε, αφού δεν υπήρχε εκεί τοποθετημένος Στρατιωτικός Ιερέας. Το Υπουργείο απαντά στο αίτημα αυτό, στις 22 Δεκεμβρίου 1853 και διατάσει να χορηγηθεί το παραπάνω ποσό στον δικαιούχο Ιερέα για την προσφερθείσα διακονία και υπηρεσία του.
Η Ιερά Σύνοδος του Βασιλείου της Ελλάδας, στις 16 Δεκεμβρίου 1853, αποστέλλει έγγραφο προς το Υπουργείο των Εκκλησιαστικών και απαντά στο θέμα για το οποίο είχε κληθεί να γνωματεύσει, σχετικά με την πλήρωση της κενής θέσης του βοηθού Ιερέα στο Ναύπλιο. Είχαμε δει στην προηγούμενη αναφορά μας, μετά το θάνατο του Ιερέως της Φρουράς του Ναυπλίου, την θέση του, την κατέλαβε ο μέχρι πρότινος βοηθός Ιερέας της Φρουράς. Το Φρουραρχείο, αλλά και ο Ιερέας, απέστειλαν αναφορές προς το Υπουργείο, με τις οποίες ζητούσαν να καλυφθεί η κενή θέση του βοηθού, προτείνοντας και πρόσωπα, τα οποία έκριναν ως κατάλληλα για την κάλυψη της θέσεως αυτής. Το Υπουργείο Στρατιωτικών με τη σειρά του, αυτή την αλληλογραφία την παρέπεμψε στο Υπουργείο των Εκκλησιαστικών, ως το αρμόδιο Υπουργείο, για να προωθήσει το θέμα στην Ιερά Σύνοδο.
Η Ιερά Σύνοδος, αφού μελέτησε το θέμα όπως είχε τεθεί και προβληθεί και από τα δύο Υπουργεία, καταθέτει την δική γνώμη και πρόταση, η οποία και αυτή στη συνέχεια εφαρμόστηκε. Στο έγγραφό της η Ιερά Σύνοδος αναφέρει, ότι δεν εγκρίνει τον διορισμό του Ιερέως Δημητρίου Κουμαριανού, διότι και ο ίδιος, δεν δέχτηκε την εν λόγω θέση που του προτάθηκε με το δικαιολογητικό ότι ꞉ «έχων πολυάριθμον και αδύνατον οικογένειαν δεν δύναται να εξοικονομεί αυτήν εκ της 40 δραχμές μισθοδοσίας του βοηθού». Η Σύνοδος επιφυλάσσεται στο μέλλον, σε περίπτωση που κενωθεί άλλη εφημερειακή θέση στρατιωτική, να προτείνει τον εν λόγω άξιο πρεσβύτερο. Επομένως η ένστασή της, δεν έγκειτο στο ότι ο Ιερέας Δημήτριος, δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις εκείνες που απαιτούνταν, προκειμένου να προσληφθεί ως βοηθός αρχικά και στη συνέχεια ως κανονικός Στρατιωτικός Ιερέας, αλλά διότι ό ίδιος δεν επιθυμούσε τη συγκεκριμένη θέση.
Αυτό που πρέπει να σημειώσουμε στην περίπτωση αυτή, είναι ότι το ανώτατο εκκλησιαστικό όργανο της Εκκλησίας, επιφυλάσσεται στο μέλλον για τον συγκεκριμένο κληρικό να τον αξιοποιήσει σε κάποια νευραλγική θέση μέσα στο χώρο του στρατού, χωρίς να τον απορρίπτει, όπως είχε κάνει στο παρελθόν σε άλλες περιπτώσεις, πιστεύοντας ότι έχει να προσφέρει πάρα πολλά, αφού πρόκειται για έναν άξιο κληρικό όπως η ίδια αναφέρει στο έγγραφό της. Στη θέση του βοηθού Ιερέα της Φρουράς του Ναυπλίου, η Ιερά Σύνοδος εγκρίνει τον διορισμό του Ιερέως Οικονόμου Δημητρίου Αθανασίου, εκ Ναυπλίου. Το Συνοδικό αυτό έγγραφο, το υπογράφουν ο Αθηνών Νεόφυτος πρόεδρος, ο Σύρου και Τήνου Δανιήλ, ο Πατρών Μισαήλ, ένας Μητροπολίτης του οποίου είναι δυσανάγνωστη η υπογραφή και μόνο το όνομα διακρίνεται και είναι Θεόφιλος και ο Ύδρας Νεόφυτος.
Το έγγραφο αυτό, με το που το παρέλαβε το Υπουργείο των Εκκλησιαστικών, στις 22 Δεκεμβρίου 1853, το αποστέλλει στο Υπουργείο των Στρατιωτικών, προκειμένου να λάβει γνώση της Συνοδικής αποφάσεως για το συγκεκριμένο θέμα και στη συνέχεια να προβεί στις απαιτούμενες ενέργειες, προκειμένου ο Ιερέας που εγκρίθηκε από την Εκκλησία, τώρα και από την πολιτεία και δη από το αρμόδιο Υπουργείο, να καταλάβει την νέα του οργανική θέση και να ξεκινήσει την ποιμαντική του διακονία, μέσα στο χώρο του Στρατού, ως αναπόσπαστο μέλος του, με την ιδιότητα πλέον του βοηθού Ιερέα.
Ο Ιερέας του 4ου Τάγματος της Οροφυλακής, Βησσαρίων Λάσκαρης, με αναφορά του, στις 18 Οκτωβρίου 1853, καταθέτει προς την Διοίκησή του, ένα προσωπικό του πρόβλημα, για το οποίο ζητά από την Διοίκησή του αρχικά και στη συνέχεια από την Υπηρεσία, να ενσκήψει πάνω σε αυτό και να τον βοηθήσει, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και για αυτόν, αλλά και για την θέση την οποία κατέχει και διακονεί.
Στην αναφορά του αυτή ο Λάσκαρης γράφει, ότι δεν θα ενοχλούσε τις ανωτέρω αρχές, αν δεν τον ανάγκαζαν λόγοι που δυσχεραίνουν την θέση και το έργο του. Πρωταρχικό του μέλημα ήταν το έργο του, όπου σε καμία περίπτωση και για τον οποιοδήποτε λόγο, δεν έπρεπε να περιοριστεί, να υποτιμηθεί ή να χάσει τον δυναμισμό τον οποίο είχε, εξαιτίας προσωπικών δυσκολιών ή άλλων παραγόντων, που δυσχέραιναν την προσφορά του μέσα στον χώρο της ποιμαντικής του διακονίας. Πάντοτε σε όλη του την σταδιοδρομία και πορεία, μέσα στο χώρο του Στρατού, έκανε ότι τον διέτασσε η υπηρεσία. Τοποθετήθηκε όπου έκρινε η προϊσταμένη του αρχή, ότι έπρεπε να μετατεθεί, χωρίς να φέρει καμία αντίσταση ή να αρνηθεί τον οποιοδήποτε διορισμό και κάνοντας από εκεί και πέρα όπου και αν βρέθηκε με τον καλύτερο τρόπο το έργο που του ανατέθηκε, τιμώντας την θέση και το σχήμα το οποίο έφερε.
Στη συνέχεια της αναφοράς όπως την διαβάζουμε, κάνει λόγο για τις μεταθέσεις τις οποίες πήρε, από την αρχή της πορείας του, μέχρι εκείνη την στιγμή που κατέθετε την αναφορά του. Μετατέθηκε από την Τρίπολη στο Νεόκαστρο και από εκεί πάλι στην Τρίπολη. Στη συνέχεια τοποθετήθηκε στην Πάτρα, μετά στο Μεσολόγγι και από εκεί στην Λαμία. Τέλος, αυτό το οποίο ζητά, είναι να μετατεθεί στο Ναύπλιο, προκειμένου να βρίσκεται μαζί με την οικογένειά του και δη με την μητέρα του, που ήταν ηλικιωμένη και στηριζόταν σε αυτόν, ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή, αδυνατούσε να της παράσχει κάθε βοήθεια, εξαιτίας του ότι βρισκόταν μακριά και αυτό ήταν αδύνατο να υλοποιηθεί.
Στην αναφορά του αυτή, ο Ιερέας μας αναφέρει, ότι μια τέτοια μετάθεση θα είχε ευεργετική επίδραση όχι μόνο στον ίδιο και στην οικογένειά του, αλλά και στο έργο το οποίο επιτελούσε, συνεχίζοντας με την ίδια υπευθυνότητα, αφοσίωση και ακρίβεια, χωρίς να έχει καμία άλλη μέριμνα και σκέψη που θα τον βασάνιζε την διακονία του Λόγου του Θεού και της χάριτός Του, σε όλους εκείνους που είχε υπό την πνευματική του ευθύνη. Τονίζει για μια ακόμα φορά, ότι ποτέ στο παρελθόν δεν ενόχλησε την υπηρεσία για παρόμοια θέματα και τώρα το κάνει διότι υπάρχει μεγάλη ανάγκη και πρέπει να εξετασθεί το συγκεκριμένο θέμα, με ιδιαίτερη ευαισθησία και διάκριση.
Το Τάγμα ως όφειλε, λαμβάνοντας την συγκεκριμένη αναφορά την προώθησε στο Αρχηγείο της Χωροφυλακής και αυτό με τη σειρά του, στις 25 Δεκεμβρίου 1853, στο Υπουργείο των Στρατιωτικών, προκειμένου να πράξει τα δέοντα. Με την αναφορά αυτή, ολοκληρώσαμε την παρουσίαση του φακέλου 224 των Στρατιωτικών Ιερέων του Υπουργείου των Στρατιωτικών, της περιόδου του Όθωνος, χωρίς όμως να βρούμε κάποια απάντηση στο ανωτέρω θέμα που τέθηκε από το Ιερέα του 4ου Τάγματος, σχετικά με την μετάθεσή του.
Στην επόμενη παρουσίαση μας, ξεκινώντας την μελέτη και παρουσίαση του 225ου φακέλου της ίδιας περιόδου με την ίδια θεματολογία, θα περιμένουμε μήπως και συναντήσουμε κάποια απάντηση από το Υπουργείο είτε θετική είτε αρνητική, πάνω στο συγκεκριμένο θέμα και έτσι να δούμε πως η υπηρεσία αξιολόγησε το αίτημα αυτό και αν υπήρξε κάποια άλλη αντίδραση από το ενδιαφερόμενο Ιερέα.
Συνεχίζεται {59}