† Μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Μάρκου, ἐπισκόπου Ἀρεθουσίων.
Ὁ Ἅγιος Μάρκος ἤκμασε κατά τούς χρόνους τοῦ βασιλέως Κωνσταντίου (337-361 μ.Χ.) καί τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361-363 μ.Χ.). Ἦταν Ἐπίσκοπος Ἀρεθουσίων1. Τό ἔτος 341 μ.Χ. συμμετεῖχε στή Σύνοδο τῆς Ἀντιόχειας. Στά Πρακτικά μάλιστα αὐτῆς διασώζεται «Ἔκθεσις Πίστεως Μάρκου Ἀρεθουσίων». Τό ἑπόμενο ἔτος συμμετεῖχε στήν ἀντιπροσωπεία Ἐπισκόπων, ἡ ὁποία μετέβη στά Τρέβηρα, γιά νά συναντήσει τόν αὐτοκράτορα Κώνστα-ντα. Τό ἔτος 343 μ.Χ. ἔλαβε μέρος στή Σύνοδο τῆς Φιλιππουπόλεως καί τό ἔτος 351 μ.Χ. στή Σύνοδο τοῦ Σιρμίου, ἡ ὁποία κατεδίκασε τόν Φωτεινό, Ἐπίσκοπο Σιρμίου, ὡς ὀπαδό τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκό-που Ἀγκύρας Μαρκέλλου. Τόν συναντᾶμε, ἐπίσης, στή Σύνοδο τῆς Σελευκείας τῆς Ἰσαυρίας, τό ἔτος 358 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Μάρκος ἀναδείχθηκε μεγάλος διώκτης τῆς εἰδωλο-λατρίας καί ὁδήγησε μέ τό φιλόθεο βίο καί τό εὐαγγελικό κήρυγμά του πολλούς Ἐθνικούς στήν ἀληθινή πίστη. Μέ τήν προτροπή του δέ οἱ Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι προέρχονταν ἀπό τόν κόσμο τῶν Ἐθνικῶν, ἐγκρέμισαν εἰδωλολατρικό ναό. Ὁ αὐτοκράτορας Ἰου-λιανός ὁ Παραβάτης ἀπαιτοῦσε ἀπό τόν Ἅγιο ἤ νά δώσει ἀπο-ζημίωση γιά τόν κατεστραμμένο ναό ἤ νά τόν καναοικοδομήσει. Γι’ αὐτό, ὅταν ἐπληροφορήθηκε τή σύλληψη πολλῶν Χριστιανῶν γιά τό γεγονός αὐτό, ἐπαρουσιάσθηκε μόνος του σίς ἀρχές πού τόν κατεδίωκαν τό 363 μ.Χ.
Τό μαρτύριο καί τά βασανιστήρια, τά ὁποῖα ὑπέστη ὁ Ἅγιος Μάρκος, χαρακτηρίζονται ἀπό τόν Θεοδώρητο Κύρου ὡς πραγμα-τική τραγωδία2. Νά πῶς περιγράφει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τό μαρτύριο τοῦ Ἁγίου: «Ὁδηγοῦσαν τό γέροντα Ἐπίσκοπο, τόν ἐθελοντή ἀθλητή, διά μέσου τῆς πόλεως καί σέ ὅλους ἦταν σεβαστός γιά τήν πολιτεία του πλήν τῶν διωκτῶν καί τυράννων, πού ἀγωνίζονταν πῶς νά ὑπερβάλλουν ὁ ἕνας τόν ἄλλον στή θρασύτητα κατά τοῦ πρεσβύτου. Τόν ἔσυραν διά μέσου πλατειῶν, τόν ὠθοῦσαν πρός ὑπονόμους, τόν ἔσυραν ἀπό τά μαλλιά καί τά γένεια. Δέν ὑπῆρχε μέλος τοῦ σώματός του πού νά μήν ὑπέστη μαζί μέ τίς κακώσεις καί ταπείνωση. Τόν ὕψωναν μετέωρο ἀπό τά πόδια καί μέ τίς μυτερές γραφίδες ἐκαναν παιχνίδι τους τήν τραγωδία. Τοῦ ἐτρυποῦσαν τά αὐτιά…Τόν ἐκρέμασαν ψηλά μέσα σέ δίχτυ, καί τόν ἄλειψαν μέ μέλι καί ἁλάτι. Οἱ σφίγγες καί οἱ μέλισσες τόν ἐκεντοῦσαν, ἐνῶ τό καταμεσήμερο ὁ ἥλιος μέ τίς καυστικές του ἀκτίνες αὔξανε τή φλόγωση »3.
Ὁ Ἅγιος Μάρκος τά ὑπέμεινε ὅλα μέ καρτερία καί ἀνεξικα-κία. Εὐχαριστοῦσε καί ἐδοξολογοῦσε τό Ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Ὁ ὕπαρχος τῆς πόλεως Ἀρεθούσης ἐθαύμασε τήν γενναιότητα καί τήν πνευματική ἀνδρεία τοῦ Ἁγίου Μάρκου καί ἐξέφρασε τήν ἔντονη δυσαρέσκειά του πρός τόν αὐτοκράτορα Ἰουλιανό γιά τό διωγμό τοῦ Ἁγίου. Ἐζήτησε δέ μάλιστα τήν ἀπελευθέρωσή του. Ὁ Ἅγιος ὄχι μόνο ἐλευθερώθηκε, ἀλλά μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ ἐβάπτισε Χριστιανούς καί τούς διῶκτες του.
Ὁ Ἅγιος Μάρκος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῆ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Κυρίλλου διακόνου, ἐν Φοινίκῃ μαρτυρήσαντος, καί ἑτέρων πολλῶν ἀνδρῶν καί γυναικῶν μαρτύρων, ἐν Ἀσκάλωνι καί Γάζῃ μαρτυρησάντων.
Παρόμοια καί στή Φοινίκη, ἐπί αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου, ὁ διάκονος Κύριλλος, ὅπως ὁ Ἅγιος Μάρκος, ἐγκρέ-μισε εἰδωλολατρικούς ναούς καί ἔκαψε τά ξόανα τῶν ψεύτικων θεῶν. Γιά τό λόγο αὐτό συνελήφθη ἀπό τούς εἰδωλολάτρες καί ἐθα-νατώθηκε μέ ἀπάνθρωπο τρόπο: ἄνοιξαν τήν κοιλία αὐτοῦ καί τοῦ ἔβγαλαν τά σπλάγχνα καί τό συκώτι.
Μέ τόν ἴδιο ἀπάνθρωπο τρόπο ἐμαρτύρησαν στήν Ἀσκάλω-να4 καί τή Γάζα, τό ἔτος 363 μ.Χ., ἄνδρες καί γυναῖκες, ἱερεῖς καί μοναχές, τῶν ὁποίων ἀφαίρεσαν τά σπλάγχνα καί ἔρριψαν ἐντός τῆς κοιλίας αὐτῶν κριθάρι, γιά νά τό φᾶνε οἱ χοῖροι.
Ἔτσι οἱ Ἅγιοι αὐτοί Μάρτυρες καί Ὁμολογητές τῆς πίστεως ἔμαρτύρησαν καί ἔλαβαν τόν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας τοῦ Κυρίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Ἰωνᾶ, Βαραχησίου, Ἀβίβου, Ζανιθᾶ, Ἠλία, Λαζάρου, Μάρη, Μαρουθᾶ, Ναρσῆ, Σάββα καί Σιμιάθου.
Οἱ Ἅγιοι αὐτοί Μάρτυρες ἔζησαν κατά τούς χρόνους τοῦ βασιλέως τῶν Περσῶν Σαβωρίου καίαὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου.
Οἱ Ἅγιοι Ἰωνᾶς καί Βαραχήσιος, ὄντας μοναχοί, ἀνεχώρησαν γιά τήν Περσία καί ἀφοῦ εὑρῆκαν στήν πόλη Μαρβιαβώχ τούς Ἁγίους Μάρτυρες Ἄβιβο, Ζανιθᾶ, Ἠλία, Λάζαρο, Μάρη, Μαρουθᾶ, Ναρσῆ, Σάββα καί Σιμιάθη, ἔγκλειστους στή φυλακή, τούς ἐνεθάρρυναν γιά τούς ἀγῶνες. Ἀφοῦ συνελήφθησαν, ὁδηγήθηκαν στούς ἄρχοντες τῶν Περσῶν Μασδράδ, Σιρώ καί Μαρμισῆ, οἱ ὁποῖοι τούς συνεβούλευσαν νά ἀρνηθοῦν τόν Χριστό καί νά προσκυνήσουν τή φωτιά, τό νερό καί τόν ἥλιο. Ἐπειδή δέν ὑπάκουσαν, τούς ἔδεσαν καί ἄρχισαν νά τούς κτυποῦν ἀλύπητα. Ἀφοῦ τούς ἐκτύπησαν, τούς ἔσερναν μέ τραχιά ραβδιά καί τούς ἄφησαν ἔξω στήν παγωνιά ὅλη τή νύκτα.
Στή συνέχεια ἔκοψαν τά δάκτυλα τῶν χεριῶν καί τῶν ποδιῶν τοῦ Ἁγίου Ἰωνᾶ καί τόν ἔδεσαν σφιχτά σέ δένδρο. Ἐκεῖ τόν ἐπριόνισαν στή μέση καί τόν ἔρριψαν σέ λάκκο. Ὁ Ἅγιος Βαραχήσιος, ἀφοῦ ἐσύρθηκε γυμνός στά ἀγκάθια, ἐρρίφθη σέ λάκκο καί ὅταν ἐχύθηκε πίσσα πού ἔβραζε ἐπάνω στό φάρυγγα, ἐτελειώθηκε ὁ βίος του.
Τό ἴδιο σκληρά ἐβασανίσθηκαν καί οἱ ἄλλοι Ἅγιοι Μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι ἐθανατώθησαν μέ πικρότατο θάνατο. Τά ἱερά λείψανα αὐτῶν ἀγοράσθηκαν ἀπό κάποιο εὐσεβῆ Χριστιανό, ὁ ὁποῖος τά ἐνταφίασε μέ εὐλάβεια.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἠμῶν Εὐσταθίου, ἐπισκόπου Κίου τῆς Βιθυνίας, τοῦ Ὁμολογητοῦ.
Ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος ἔζησε κατά τούς χρόνους τῆς εἰκονομαχίας. Ἀπό τή μικρή του ἡλικία ἀγάπησε τό μοναχικό βίο, γι’ αὐτό καί ἔκάρη μοναχός. Διακρινόμενος γιά τήν εὐσέβεια καί τήν πίστη του ἐχειροτονήθηκε προεσβύτερος καί ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Κίου τῆς Βιθυνίας5. Καταδιώχθηκε ἀπό τούς εἰκονομάχους γιά τήν ἐμμονή του στίς Ἀποστολικές Παραδόσεις καί μή δεχόμενος νά γίνει κοινωνός τῆς πλάνης, ἐξορίσθηκε καί ἀπέθανε στήν ἐξορία, ἀφοῦ ὑπέστη πολλές θλίψεις καί κακουχίες.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Διαδόχου, ἐπισκόπου Φωτικῆς τῆς Παλαιᾶς Ἠπείρου.
Ὁ Ἅγιος Διάδοχος, Ἐπίσκοπος Φωτικῆς6, εἶναι μιά μεγάλη πατερική καί μοναχική φυσιογνωμία τοῦ 5ου αἰῶνος μ.Χ. Τό ἔτος 458 μ.Χ., ὑπογράφει, ὡς Ἐπίσκοπος Φωτικῆς, μαζί μέ ἄλλους Ἠπειρῶτες Ἐπισκόπους ἐπιστολή πρός τόν αὐτοκράτορα Λέοντα τόν Α΄ περί τοῦ θανάτου τοῦ Προτερίου Ἀλεξανδρείας, τήν ὁποία πιθανῶς συνέταξε ὁ ἴδιος. Ὡς ἐκ τούτου εἶναι προφανές, ὅτι ὁ Ἅγιος Διάδοχος ἀναδείχθηκε σέ Ἐπίσκοπο Φωτικῆς μεταξύ τῶν ἐτῶν 451-458 μ.Χ.
Ὁ ἱερός Φώτιος διασώζει πληροφορία τῆς συνοδικῆς Ἐπιστολῆς τοῦ Σωφρονίου Ἱεροσολύμων, κατά τήν ὁποία μεταξύ τῶν κυριωτέρων ἀντιπάλων τῶν Μονοφυσιτῶν ἦταν καί ὁ Ἅγιος Διάδοχος, ἄν καί ἡ ἀρχιερατεία του συμπίπτει στή μεταχαλκηδο-νική ἐποχή. Ὁ Ἐπίσκοπος Βίτης Βίκτωρ, κατά τό ἔτος 486 μ.Χ., στήν Ἱστορία τοῦ διωγμοῦ τῆς Ἀφρικανικῆς Ἐπαρχίας χαρακτη-ρίζει τόν Ἅγιο «ὡς ἄξιο παντός εἴδους ἐπαίνου, διότι σώζονται πολυάριθμα μνημεῖα λόγου του ὑπέρ τοῦ καθολικοῦ δόγματος»7. Ἀπό αὐτό ὑποθέτουμε, ὅτι ὁ Ἅγιος Διάδοχος πρέπει νά ἐκοιμήθηκε πρό τοῦ 486 μ.Χ., ἔτους συγγραφῆς τῆς Ἱστορίας τοῦ Βίκτωρος.
Ὁ Ἅγιος Διάδοχος εἶναι κατ’ ἐξοχήν ἀσκητικός συγγραφέας, ἀλλά πλαισιώνει τήν ἀσκητική του μέ τή θεολογία, ἐνῶ δέ παρου-σιάζει τόν ἰδικό του πρωτότυπο τρόπο ἐκφράσεως, δέν ἀπομακρύ-νεται ἀπό τά παραδεδεγμένα. Διακρίνεται γιά τή λεπτότητα, τήν ἀκρίβεια καί τή θέρμη στή θεολογική ἔκφραση. Εἶναι ἄγνωστος ὁ ἀριθμός τῶν ἔργων τοῦ Ἁγίου Διαδόχου, ἀλλά ἔχουν διασωθεῖ τρία: «Ὅρασις», «Λόγος εἰς τήν Ἀνάληψιν τοῦ Κυρίου» καί «Λόγος ἀσκητικός γνώσεως πρακτικῆς καί διακρίσεως πνευματικῆς».
Τό βιβλίο μέ τίτλο «Τά ἑκατόν γνωστικά κεφάλαια» εἶναι τό σπουδαιότερο βιβλίο τοῦ Ἁγίου Διαδόχου Φωτικῆς. Ὅπως πολύ εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος8, στό βιβλίο αὐτό γίνεται λόγος γιά τή γνώση τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ὑπαρξιακή καί ὄχι ἐγκεφαλική-στοχαστική.
Ὁ Ἅγιος Διάδοχος στό προῒμιο τοῦ βιβλίου αὐτοῦ ἐκθέτει τούς «δέκα ὅρους» πού εἶναι τρόπον τινα τά κύρια σημεῖα τοῦ βιβλίου καί θά μπορούσαμε κατ’ ἐπέκταση νά ἰσχυρισθοῦμε ὅτι εἶναι οἱ δέκα ὅροι τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Συγκεκριμένα γράφει:
–Πρῶτος ὅρος τῆς πίστεως: ἔννοια περί Θεοῦ ἀπαθής. Ἡ πίστη εἶναι ἡ ἀπαθής ἔννοια περί Θεοῦ.
-Δεύτερος ὅρος τῆς ἐλπίδος: ἐκδημία τοῦ νοῦ ἐν ἀγάπῃ πρός τά ἐλπιζόμενα. Μετά τήν πίστη ἀπαραίτητη προϋπόθεση τῆς πνευ-ματικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἐλπίδα. Τά ἐλπιζόμενα εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
-Τρίτος ὅρος τῆς ὑπομονῆς: τόν ἀόρατον ὡς ὁρατόν ὁρῶντα τοῖς τῆς διανοίας ὀφθαλμοῖς ἀδιαλείπτως καρτερεῖν. Ἡ ὑπομονή εἶναι ἀπαραίτητος ὅρος γιά τήν πνευματική ζωή, γιατί ἡ πορεία αὐτή συνεπάγεται πολλές μεταβολές καί ἀλλοιώσεις.
-Τέταρτος ὁρος τῆς ἀφιλαργυρίας: οὕτω θέλειν τό μή ἔχειν ὡς θέλειν τις τό ἔχειν. Ἡ πορεία πρός τόν Θεό πρέπει νά γίνεται μέ ἀπαθῆ τρόπο. Μέσα σ’ αὐτή τήν προοπτική τίθεται καί ἡ ἀφιλαργυ-ρία-ἀκτημοσύνη.
-Πέμπτος ὅρος τῆς ἐπιγνώσεως: ἀγνοεῖν ἑαυτόν ἐν τῷ ἐκστῆ-ναι τόν Θεόν. Ἡ ἐπίγνωση τῶν ἁμαρτημάτων μας εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση τῆς πορείας τῆς ἀναγεννήσεως τοῦ ἀθρώπου.
-Ἕκτος ὅρος τῆς ταπεινοφροσύνης: λήθη τῶν κατορθουμένων προσεχής. Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἀπαραίτητος ὅρος τῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου πρός τήν ἕνωσή του μέ τόν Θεό.
-Ἕβδομος ὅρος τῆς ἀοργησίας: ἐπιθυμία πολλή τοῦ μή ὀργί-ζεσθαι. Ἡ πνευματική πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό εἶναι πορεία ἀγάπης καί πρός τήν ἀγάπη, ὁπότε δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρχει κατάσταση ὀργῆς, ὡς παρά φύση ἐνέργεια τοῦ θυμικοῦ τῆς ψυχῆς.
-Ὄγδοος ὅρος τῆς ἁγνείας: αἴσθησις ἀεί κεκολλημένη Θεῷ. Ὅταν μεταμορφώνονται οἱ ψυχικές καί σωματικές δυνάμεις ἀπό τή Θεία Χάρη, τότε ὁ ἄνθρωπος διακρίνεται γιά τήν ἁγνότητα, τήν καθαρότητα, καί αἰσθάνεται ὁλοκληωτικά παραδομένος στόν Θεό.
-Ἔνατος ὅρος τῆς ἀγάπης: αὔξησις φιλίας πρός τούς ὑβρίζο-ντας. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἐνδυνάμωση τῆς φιλίας πρός αὐτούς πού μᾶς ὑβρίζουν.
-Δέκατος ὅρος τῆς τελείας ἀλλοιώσεως: ἐν τρυφῇ Θεοῦ χαράν ἡγεῖσθαι τό στυγνόν τοῦ θανάτου. Ὁ τελευταῖος ὅρος τῆς πνευμα-τικῆς ζωῆς καί τῆς προσωπικῆς ἀναγεννήσεως τοῦ ἀνθρώπου συνδέ-εται στενώτατα μέ τήν τελεία ἀλλοίωση. Ἡ ἀλλοίωση εἶναι ἡ μετα-μόρφωση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀπαλλαγή του ἀπό τίς μεταπτωτικές ἐνέργειες καί ἡ πλήρωσή του ἀπό τήν ἐνέργεια τοῦ Παναγίου Πνεύματος.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἡσυχίου τοῦ Σιναῒτου.
Ὁ Ὅσιος Ἡσύχιος ἔζησε τόν 7ο αἰώνα μ.Χ. καί διετέλεσε ἡγούμενος τῆς μονῆς Σινᾶ. Ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ὁσίων πατέρων ἡμῶν Μάρκου, Ἰωνᾶ καί Βάσσου, τῶν ἐν τῇ Λαύρᾳ τοῦ Πσκώφ ἀσκησαμένων.
Οἱ Ὅσιοι Πατέρες Μᾶρκος, Ἰωνᾶς καί Βᾶσσος ἔζησαν καί ἀσκήτεψαν στή Λαύρα τοῦ Πσκώφ τῆς Ρωσίας κατά τόν 14ο καί 15ο αἰώνα μ.Χ. Ἐκοιμήθησαν ὁσίως μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἐφραίμ, ἀρχιεπισκόπου Ροστώβ τῆς Ρωσίας.
Ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ ἐκόσμησε τόν ἀρχιερατικό θρόνο τοῦ Ροστώβ ἀπό τό ἔτος 1427 μέχρι τό 1454. Ἐχειροτονήθηκε Ἐπίσκο-πος ἀπό τόν Μητροπολίτη Φώτιο στίς 13 Ἀπριλίου 1427. Σύμφωνα μέ τά τοπικά Χρονικά ἄρχισε ἀμέσως τήν ἀνοικοδόμηση τῆς μονῆς Βαρινίσκϊυ τοῦ Πσκώφ, στόν τόπο ὅπου εὑρισκόταν ἡ οἰκία τοῦ εὐγενοῦς Κυρίλλου, πατέρα τοῦ Ἁγίου Σεργίου τοῦ Ραντονέζ.
Ὁ Ἐπίσκοπος Ἐφραίμ ὑπῆρξε φίλος καί προστάτης τῶν μοναχῶν καί συναντιλήπτορας τοῦ Ἁγίου ἀσκητοῦ Γρηγορίου τῆς Πάλμα.
Ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1454.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!