† Μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀλεξίου, τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος ἐγεννήθηκε στή Ρώμη κατά τούς χρόνους τῶν αὐτοκρατόρων Ἀρκαδίου (395-408 μ.Χ.)[1] καί Ὀνωρίου (395-423 μ.Χ.)[2] ἀπό εὐσεβεῖς καί εὔπορους γονεῖς. Ὁ πατέρας του Εὐφημιανός ἦταν συγκλητικός φιλόπτωχος καί συμπαθής, ὥστε καθημερινά τρεῖς τράπεζες παρέθετε στό σπίτι του γιά τά ὀρφανά, τίς χῆρες καί τούς ξένους πού ἦταν πτωχοί. Ἡ γυναίκα του ὀνομαζόταν Ἀγλαΐς καί ἦταν ἄτεκνη. Στή δέησή της νά ἀποκτήσουν παιδί, ὁ Θεός τήν εἰσάκουσε. Καί τούς ἐχάρισε υἱό. Ἀφοῦ τό παιδί ἐμεγάλωσε καί ἔλαβε τήν κατάλληλη παιδεία, ἔγινε σοφώτατος καί θεοδίδακτος. Ὅταν ἔφθασε στή νόμιμη ἡλικία, τόν ἐστεφάνωσαν μέ θυγα-τέρα ἀπό βασιλική καί εὐγενική γενιά. Τό βράδυ ὅμως στό συζυγικό δωμάτιο ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ πῆρε τό χρυσό δακτυλίδι καί τή ζώνη, τά ἐπέστρεψε στή σύζυγό του καί ἐγκατέλειψε τόν κοιτῶνα. Παίρνοντας ἀρκετά χρήματα ἀπό τά πλούτη του ἔφυγε μέ πλοῖο περιφρονώντας τή ματαιότητα τῆς ἐπίγειας δόξας. Καταφθάνει στή Λαοδικεία τῆς Συρίας καί ἀπό ἐκεῖ στήν Ἔδεσσα τῆς Μεσοποταμίας. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος ἐμοίρασε τά χρήματα στούς πτωχούς, ἀκόμα καί τά ἱμάτιά του, καί ἀφοῦ ἐνδύθηκε μέ κουρελιασμένα καί χιλιομπαλωμένα ροῦχα ἐκάθισε στό νάρθηκα τοῦ ναοῦ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ὡς ἕνας ἀπό τούς πτωχούς. Προτίμησε ἔτσι νά ζεῖ μέ νηστεία ὅλη τήν ἑβδομάδα καί νά μεταλαμβάνει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων κάθε Κυριακή, ἐνῶ μόνο τότε ἔτρωγε λίγο ἄρτο καί ἔπινε λίγο νερό.
Οἱ γονεῖς του ὅμως τόν ἀναζητοῦσαν παντοῦ καί ἔστειλαν τούς ὑπηρέτες τους νά τόν εὕρουν. Στήν ἀναζήτησή τους ἔφθασαν μέχρι καί στό ναό τῆς Ἔδεσσας χωρίς νά τόν ἀναγνωρίσουν. Οἱ δοῦλοι ἐπέστρεψαν ἄπρακτοι στή Ρώμη, ἐνῶ ἡ μητέρα τοῦ Ἀλέξιου μέ ὀδύνη φορώντας πτωχά ἐνδύματα καθόταν σέ μιά θύρα τοῦ σπιτιοῦ πενθώντας νύχτα καί ἡμέρα. Τό ἴδιο καί ἡ νύφη πού ἐφόρεσε τρίχινο σάκκο καί παρέμενε κοντά στήν πεθερά της.
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος γιά δεκαεπτά χρόνια παρέμεινε στό νάρθη-κα τῆς Θεοτόκου εὐαρεστώντας τόν Θεό. Καί μιά νύκτα ἡ Θεοτόκος παρουσιάσθηκε στόν προσμονάριο τοῦ ναοῦ σέ ὄνειρο καί τοῦ ἐζήτησε νά τοῦ φέρει μέσα στό ναό τόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Τότε ὁ προσμονάριος, ἀφοῦ βγῆκε ἀπό τό ναό καί δέν εὑρῆκε κανένα, παρά μόνο τόν Ἀλέξιο, ἐδεήθηκε στή Θεοτόκο νά τοῦ ὑποδείξει τόν ἄνθρωπο, ὅπως καί ἔγινε. Τότε πῆρε ἀπό τό χέρι τόν Ὅσιο Ἀλέξιο καί τόν εἰσήγαγε στό ναό μέ κάθε τιμή καί μεγαλοπρέπεια.
Μόλις ὁ Ὅσιος κατάλαβε ὅτι ἔγινε γνωστός ἐκεῖ, ἔφυγε κρυφά καί ἐσκέφθηκε νά πάει στήν Ταρσό, στό ναό τοῦ Ἁγίου Παύλου τοῦ Ἀποστόλου, ὅπου ἦταν ἄγνωστος. Ἄλλα ὅμως ἐσχεδίασε ἡ Θεία Πρόνοια. Γιατί βίαιος ἄνεμος ἅρπαξε τό πλοῖο καί τό μετέφερε στή Ρώμη. Βγαίνοντας ἀπό τό πλοῖο κατάλαβε ὅτι ὁ Κύριος ἤθελε νά ἐπανέλθει σπίτι του.
Ὅταν συνάντησε τόν πατέρα του πού δέν ἀναγνώρισε τό υἱό του, τοῦ ἐζήτησε νά τόν ἐλεήσει καί νά τόν ἀφήσει νά τρώει ἀπό τά περισσεύματα τῆς τράπεζάς του. Μέ μεγάλη προθυμία ὁ πατέρας του ἐδέχθηκε νά τόν ἐλεήσει καί μάλιστα τοῦ ἔδωσε κάποιο ὑπηρέ-τη γιά νά τόν βοηθάει. Κάποιοι ἀπό τούς δούλους τῆς οἰκίας βέβαια τόν ἐπείραζαν καί τόν ἐκορόϊδευαν, ὅμως αὐτό δέν τόν ἔνοιαζε. Ἔδινε τήν τροφή του σέ ἄλλους, παραμένοντας ὅλη τήν ἑβδομάδα χωρίς τροφή καί νερό, καί μόνο μετά τήν Κοινωνία τῶν Θείων καί Ἀχράντων Μυστηρίων ἐδεχόταν λίγο ἄρτο καί νερό.
Ἔμεινε λοιπόν γιά δέκα ἑπτά χρόνια στόν πατρικό οἶκο χωρίς νά τόν γνωρίζει κανένας. Ὅταν ἔφθασε ὁ καιρός τῆς κοιμή-σεώς του, τότε ἐκάθισε καί ἔγραψε σέ χαρτί ὅλο τό βίο του, τούς τόπους πού ἐπέρασε, ἀλλά καί κάποια ἀπό τά μυστήρια πού ἐγνώριζαν μόνο οἱ γονεῖς του. Κάποια Κυριακή, ὅταν ὁ Ἀρχιεπί-σκοπος Ἰννοκέντιος ἐτελοῦσε τή Θεία Λειτουργία, ἀκούσθηκε φωνή ἀπό τό ἅγιο Θυσιαστήριο πού τούς ἐκαλοῦσε νά ἀναζητήσουν τόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Τήν Παρασκευή ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος παρέδωσε τό πνεῦμα του στά χέρια τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ τό ἀπόγευμα τῆς ἴδιας ἡμέρας οἱ πιστοί βασιλεῖς καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος προσῆλθαν στό ναό γιά νά δεηθοῦν στόν Θεό νά τούς ἀποκαλύψει τόν ἅγιο ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Τότε φωνή τούς κατηύθυνε στό σπίτι τοῦ Εὐφημιανοῦ. Οἱ βασιλεῖς τότε ἐρώτησαν τόν Εὐφημιανό. Ὅμως ἐκεῖνος, ἀφοῦ πρῶτα ἐρώτησε τούς ὑπηρέτες, ἀποκρίθηκε ὅτι δέν γνώριζε τίποτα. Τότε οἱ βασιλεῖς μαζί μέ τόν Ἀρχιεπίσκοπο ἔφθασαν στό σπίτι τοῦ Εὐφη-μιανοῦ προξενώντας μάλιστα τήν ἀπορία τῆς γυναίκας καί τῆς νύ-φης γιά τήν παρουσία τους ἐκεῖ. Στή συνέχεια ὁ ὑπηρέτης πού ἐφρό-ντιζε τόν Ὅσιο Ἀλέξιο, παρακινούμενος ἀπό θεία δύναμη, ἀνέφερε τόν τρόπο ζωῆς τοῦ πτωχοῦ πού ἐξυπηρετοῦσε. Τότε ὁ Εὐφημιανός χωρίς νά γνωρίζει ὅτι ὁ Ὅσιος εἶναι ἤδη νεκρός, ἀπεκάλυψε τό πρόσωπό του πού ἔλαμπε ὡς ἀγγέλου. Στό χέρι τοῦ Ἁγίου μάλιστα εἶδε χαρτί πού δέν μπόρεσε νά ἀποσπάσει. Στή συνέχεια ἀνέφερε στούς ἐπισκέπτες του ὅτι εὑρέθηκε ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Οἱ βασιλεῖς καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τότε ἐδεήθησαν στόν Ἅγιο νά τούς ἐπιτρέψει νά δοῦν τό χαρτί πού εἶχε στό χέρι του. Μόλις ὁ ἀρχειοφύλακας ἐπῆρε στό χέρι του τό χαρτί καί ἀντιλήφθηκε ὁ Εὐφημιανός ὅτι ἐπρόκειτο γιά τόν υἱό πού ἀναζητοῦσε χρόνια τώρα, μεγάλο πένθος ἔπεσε στήν οἰκογένειά του. Θρῆνος μεγάλος καί ἀπό τή γυναίκα του καί τή νύφη του.
Ὁ βασιλεύς Ὀνώριος καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος μετέφεραν τό τίμιο λείψανο στό μέσο τῆς πόλεως καί ἐκάλεσαν ὅλο τό λαό, γιά νά ἔλθει νά προσκυνήσει καί νά λάβει εὐλογία. Ὅσοι προσέρχονταν καί ἀσπάζονταν τό τίμιο λείψανο, ἄλαλοι, κουφοί, τυφλοί, λεπροί, δαιμονισμένοι, ὅλοι ἐθεραπεύονταν. Βλέποντας αὐτά οἱ πιστοί ἐδόξαζαν τό Θεό. Ἦταν τόσος ὁ κόσμος πού προσερχόταν γιά νά δεῖ τό τίμιο λείψανο πού δέν μποροῦσαν νά τό μεταφέρουν στό ναό τοῦ Ἁγίου Βονιφατίου γιά νά τό ἐνταφιάσουν. Ἔρριξαν ἀκόμη καί χρυσό καί ἄργυρο στόν κόσμο γιά νά τοῦ ἀποσπάσουν τήν προσοχή, ἀλλά μάταια. Ὅταν πιά μεταφέρθηκε τό τίμιο λείψανο στό ναό γιά ἑπτά ἡμέρες ἑόρταζαν πανηγυρικά καί στή ἑοορτή συμμετεῖχαν οἱ γονεῖς καί ἡ νύφη. Στή συνέχεια ἐτοποθετήθηκε σέ θήκη φτιαγμένη ἀπό χρυσό, ἄργυρο καί πολύτιμους λίθους. Ἀμέσως τό τίμιο λείψανο ἄρχισε νά εὐωδιάζει καί νά ἀναβλύζει μύρο, τό ὁποῖο καί ἔγινε ἴαμα καί θεραπεία γιά ὅλους.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου καί δικαίου Λαζάρου, φίλου τοῦ Χριστοῦ.
Στό Συναξάριον τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τό Λαυρεωτι-κό Κώδικα[3] γίνεται μνεία τῆς ἀναστάσεως τοῦ Ἁγίου καί Δικαίου Λαζάρου, τοῦ φίλου τοῦ Χριστοῦ (βλ. † Σάββατον τοῦ Λαζάρου καί † 17 Ὀκτωβρίου).
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη ἁγίου μάρτυρος Μαρίνου.
Στούς Συναξαριστές ἀναφέρεται ὅτι ὁ Ἅγιος Μάρτυς Μαρίνος ἦταν ζηλωτής Χριστιανός καί βλέποντας τούς Ἐθνικούς νά προσφέρουν θυσίες στούς ψεύτικους θεούς, κατέστρεψε τό βωμό καί κατεπάτησε τά εἰδωλόθυτα ὁμολογώντας ὅτι εἶναι Χριστιανός. Γιά τό λόγο αὐτό τόν συνέλαβαν καί τόν ἐκακοποίησαν μέ πέτρες καί ρόπαλα. Τοῦ συνέτριψαν τά δόντια καί τόν ἔσυραν διά τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς. Στό τέλος τόν παρέδωσαν δεμένο στόν ἄρχοντα τοῦ τόπου, ὁ ὁποῖος, μετά ἀπό βασάνους, ἀπέκοψε τήν τιμία κεφαλή τοῦ Ἁγίου Μαρίνου.
† Tῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Πατρικίου, Ἀποστόλου τῆς Ἰρλανδίας.
Ὁ Ἅγιος Πατρίκιος ἐγεννήθηκε στήν πόλη Γκλέβουμ τῆς Σκωτίας, κοντά στήν ἐκβολή τῶν ποταμῶν Σέβερν καί Ἄβον περί τό 380 μ.Χ. Καταγόταν ἀπό βρεττανορω-μαϊκή οἰκογένεια. Ὁ πατέρας του ἦταν διάκονος καί δεκουρίονας[4] καί ὀνομαζόταν Καλφου-ρῖνος καί ὁ παπποῦς του ἱερέας καί ὀνομαζόταν Πότιτος. Τό ὄνομα τῆς μητέρας του ἦταν Κονκέσσα. Σέ ἡλικία 16 ἐτῶν συνελήφθη αἰχμάλωτος καί μεταφέρθηκε στήν Ἰρλανδία, ὅπου καί παρέμεινε γιά ἕξι χρόνια. Οἱ ὧρες τῆς μοναξιᾶς, ὅταν ἔβοσκε τό κοπάδι του, ὡς σκλάβος, ἐπερνοῦσαν μέ προσευχή στόν Θεό πού μέσα στή δοκιμασία του εἶχε ἀνακαλύψει. Θά εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος πού μέσα στόν ὕπνο του θά τοῦ πεῖ νά γυρίσει στήν πατρίδα μ’ ἕνα πλοῖο πού ἦταν ἕτοιμο γι’ αὐτόν. Αὐτή ἡ πρώτη φορά πού τοῦ ὁμίλησε ὁ Κύριος δέν θά εἶναι καί ἡ τελευταῖα. Θά ἀκολουθήσει μιά σειρά ἀπό καθοριστικές ἐμφανίσεις τοῦ Κυρίου στή ζωή του. Οἱ ἐμφανίσεις αὐτές καθώς καί οἱ προτροπές τοῦ Κυρίου εἶναι ἕνα στοιχεῖο πού τονίζεται ἰδιαίτερα στά γραπτά τοῦ Ἁγίου.
Ὁ Ἅγιος ἀπέδρασε ἀπό ἐκεῖ, ὅπως τοῦ προεῖπε ὁ Θεός, τό 402 μ.Χ., ἀλλά ἡ τρικυμία ὁδήγησε τό πλοῖο στίς βορειοδυτικές ἀκτές τῆς Γαλατίας, στήν Ἀρμορική. Τό πλοῖο ἐφθασε στή Γαλατία, ἀλλά τό πλήρωμά του δέν στάθηκε δυνατό νά βροῦν τροφή. Τότε ὁ καπετάνιος παρεκάλεσε τόν Ἅγιο νά προσευχηθεῖ στόν Θεό, γιά νά τούς βοηθήσει. Ὁ Ἅγιος τούς ὁμίλησε γιά τήν παντοδυναμία καί τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ καλώντας τους νά μεταστραφοῦν στόν Κύριο καί νά μετανοήσουν καί τούς διαβεβαίωσε ὁτι τήν ἴδια κιόλας ἡμέρα θά βροῦν τροφή. Πράγματι, ἔτσι καί ἔγινε. Ἡ περιπλάνηση τοῦ Ἁγίου συνεχίζεται στά νησιά τοῦ Τυρρηνικοῦ πε-λάγους. Τελικά ἐπιστρέφει στή Βρεττανία, ἀλλά ἕνα ὅραμα πού εἶδε τόν ἐκάλεσε νά ἐπιστρέψει στήν Ἰρλανδία, γιά νά βοηθήσει τούς Χριστιανούς. Ἀμέσως μετά μετέβη στή Γαλλία, στήν πόλη τῆς Ὠξέρρης, ὅπου παρέμεινε ἐπί πολλά ἔτη προετοιμαζόμενος γιά τήν ἱερωσύνη. Λέγεται ὅτι ἐγνώρισε τόν Ἅγιο Μαρτίνο καί τόν Ἅγιο Γερμανό, ὁ ὁποῖος τόν ἀπέστειλε στήν Ἰρλανδία τό 432 μ.Χ. ὡς Ἐπίσκοπο.
Τό κήρυγμά του ἐκεῖ εἶχε μεγάλη ἀπήχηση στό λαό. Ἐβάπτισε χιλιάδες πιστῶν, ἐχειροτόνησε πολλούς ἱερεῖς, ἀνήγειρε ναούς καί ἐπισκοπή. Ἐνεθάρρυνε τό μοναχισμό, ὁ ὁποῖος μέχρι τότε εἶχε κέλ-τικο χαρακτήρα. Κατά τή διάρκεια τῶν ἱεραποστολικῶν περιοδειῶν του, ὁ Ἅγιος ἐσυνήθιζε νά μήν ταξιδεύει ἀπό τό βράδυ τοῦ Σαββά-του ἕως τό πρωῒ τῆς Δευτέρας. Προετοιμαζόταν γιά τή Θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς καί ἀφιέρωνε τό χρόνο αὐτό στόν Κύριο.
Ὁ λαός τῆς Ἰρλανδίας τόν ἀγάπησε πολύ καί ἑορτάζει τή μνήμη του μέ λαμπρότητα. Ὁ Ἅγιος Πατρίκιος ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη, τό ἔτος 461 μ.Χ., στό Σάουτ τῆς Οὐλδίας[5].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Θεοστηρίκτου, τοῦ Ὁμολογητοῦ.
Ὁ Ὅσιος Θεοστήρικτος, ὁ Ὁμολογητῆς, ἦταν ἡγούμενος τῆς μονῆς Πελεκητῆς. Ἐβλήθη στή φυλακή ἀπό τόν αὐτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε΄ τόν Κοπρώνυμο (741-775 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος κατέστρε-ψε τή μονή καί κατεδίκασε τούς τριάντα ὀκτώ μοναχούς αὐτῆς στόν δι’ ἀσφυξίας θάνατο, ἐντός λουτροῦ στήν Ἔφεσο.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ἁγίου ὁσιομάρτυρος Παύλου τοῦ Κρητός.
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Παῦλος καταγόταν ἀπό τήν Κρήτη καί ἐμαρτύρησε ἐπί τοῦ ἀρχισατράπου τῆς νήσου Κρήτης Θεοφάνους Λαρδοτύρου, ὁπως πληροφορούμεθα ἀπό τό βίο τοῦ Ἁγίου Στεφά-νου τοῦ Νέου, τοῦ ὁποίου τή μνήμη τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία στίς 28 Νοεμ-βρίου.
Ὁ Στέφανος ἦταν μοναχός στό ὄρος Αὐξεντίου τῆς Βιθυνίας, συνελήφθη ὡς εἰκονόφιλος καί φυλακίσθηκε στήν Κωνσταντινού-πολη ἐπί αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου Ε´ τοῦ Κοπρώνυμου (740-775 μ.Χ.). Στή φυλακή μέσα εὑρῆκε γιά τόν ἴδιο λόγο δεσμῶτες 342 μοναχούς, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ἕνα μοναχό ἀπό τήν Κρήτη, μέ τό ὄνομα Ἀντώνιος, πού ἄρχισε νά διηγεῖται στούς ἄλλους φυλακισμέ-νους μοναχούς περί τῆς ἀγριότητος τῶν διωγμῶν στήν Κρήτη καί περί τοῦ μαρτυρίου τοῦ ἀββᾶ Παύλου.
Ὁ ἀρχισατράπης Θεοφάνης, ἀφοῦ ὁδήγησε τόν Ἅγιο Παῦλο στό Πραιτώριο τοῦ Ἡρακλείου, τόν ἐκβίαζε ἤ νά ποδοπατήσει τήν εἰκόνα τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος σταυρώθηκε γιά τόν ἄνθρωπο, ἤ νά ἀκολουθήσει τήν ὁδό τῶν βασανιστηρίων. Ὁ Ἅγιος ὄχι μόνο ἀρνή-θηκε νά τό πράξει, ἀλλά ἔσυχε πρός τή γῆ καί ἀσπάσθηκε τήν εἰκό-να. Ἐξαγριωμένος ὁ ἀρχισατράπης ἔδωσε ἐντολή νά ἀπεκδύσουν τόν Ἅγιο καί νά τόν δέσουν μέ σίδερα. Κατόπιν ἀφοῦ τόν ἐκρέμα-σε, τόν ἔκαψε ζωντανό. Τό μαρτύριό του τοποθετεῖται περί τό 765 ἤ τό 766 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς μετά φιλανθρωπίας ἐπενεχθείσης φοβερᾶς ἀπειλῆς τοῦ σεισμοῦ, ἐκ τῆς ὁποίας ἐλυτρώσατο ὁ φιλάνθρωπος Κύριος. Γέγονε δέ ἐπί Κωνσταντίνου βασιλέως τοῦ Πορφυρογεννήτου.
Ὁ σεισμός ἔγινε τό ἔτος 790 μ.Χ., ἐπί αὐτοκράτρος Κωνστα-ντίνου τοῦ ΣΤ΄, τοῦ Πορφυρογέννητου (780-798 μ.Χ.), υἱοῦ τῆς Εἰρήνης τῆς Ἀθηναίας.
Ὅπως ἀναφέρεται στό Λαυρεωτικό Κώδικα[6], ὅλη ἡ γῆ ἐκλονιζόταν ἐπί πολλές ἠμέρες. Τότε κατέπεσε πολύ μέρος τῶν τειχῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐρράγησαν ναοί καί κατέπεσαν οἰκίες. Ὁ βασιλεύς μαζί μέ τόν Πατριάρχη καί τό λαό ἔκαναν λιτανεῖες μέ τόν Τίμιο Σταυρό, τά ἅγια λείψανα καί τίς ἱερές εἰκόνες καί προσεύονταν μέ δάκρυα ξκαί νηστεία νά τούς ἐλεήσει ὁ Θεός καί νά ἀποστρέψει τήν ὀργή Του. Ὁ Κύριος ἔγινε ἐλπίδα γιά ὅλους καί κατέπαυσε τόν τρόμο τῆς γῆς.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ὁσιομάρτυρος Παύλου, ὑπερασπιστοῦ τῶν εἰκόνων καί ἐν Κύπρῳ ἀθλήσαντος.
Εἶναι ἄγνωστο ποῦ καί πότε ἐμαρτύρησε ἐπί τῶν εἰκονο-μάχων ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Παῦλος, ὁ ὁποῖος ἐτελειώθηκε διά πυ-ρός.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Μακαρίου, ἡγουμένου τῆς μονῆς Κολγιαζίν τῆς Ρωσίας.
Ὁ Ὅσιος Μακάριος, κατά κόσμον Ματθαῖος, ἐγεννήθηκε, τό ἔτος 1402, στό χωριό Κοζίνο τῆς Ρωσίας κοντά στήν πόλη Καζίν. Ὁ πατέρας του, Βασίλειος Κόζα, ἦταν στρατωτικός στήν ὑπηρεσία τοῦ πρίγκιπος Βασιλείου Β΄ τοῦ Ὀσκούρου.
Κατόπιν ἐπιμονῆς τῶν γονέων του, καί παρά τή μοναχική του κλίση, ἐνυμφεύθηκε τήν Ἑλένη Γιαχόντοβα. Τά ἑπόμενα τρία χρόνια ἀπέθαναν οἱ γονεῖς του καί ἡ σύζυγός του. Ἔτσι ὁ Ὅσιος εἰσῆλθε στή μονή τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Κολμπούκωφ, ὅπου ἐκάρη μοναχός. Μέ τήν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου ἄφησε τή μονή καί ἀσκή-τευε σέ ἐρημική περιοχή κοντά σέ δύο λίμνες τῆς περιοχῆς τοῦ Καζίν.
Ἀργότερα ἔγινε ἡγούμενος τῆς μονῆς Κολγιαζίν. Ἐδῶ συνέχι-σε τόν πνευματικό του ἀγώνα. Ἦταν ἁπλός καί πολλές φορές ἀποσυρόταν στήν ἔρημο, γιά νά ζήσει ἡσυχαστικά. Μέσα στό δάσος συνομιλοῦσε μέ τἀ ἄγρια θηρία, τά ὁποῖα ἔπαιρναν τήν τροφή τους ἀπό τό χέρι τοῦ Ἁγίου.
Ὁ Ὅσιος Μακάριος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1483.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσιομάρτυρος Γαβριήλ τοῦ Μικροῦ, τοῦ ἐκ Γεωργίας.
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Γαβριήλ, ὁ ἐπονομαζόμενος Μικρός, ἔζησε στή Γεωργία κατά τό δεύτερο ἥμισυ τοῦ 18ου καί τίς ἀρχές τοῦ 19ου αἰῶνος μ.Χ. Ἦταν ἐκκλησιαστικός γραμματεύς καί καλλι-γράφος. Ἐμαρτύρησε τό ἔτος 1802 ἀπό τούς Μουσουλμάνους.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἱερομάρτυρος Θεοδούλου τοῦ Σιναῒτου.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Θεόδουλος ἦταν ἀδελφός τῆς μονῆς Σινᾶ καί διακονοῦσε στό μετόχι τῆς μονῆς, στόν Ἅγιο Γεώργιο Πυργώτου τῆς Κύπρου καί ἐτελειώθηκε μαρτυρικά ἀπό τούς Τούρκους τό ἔτος 1822[7].
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!