† Μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Σαβίνου, τοῦ ἐν Αἰγύπτῳ.
Ὁ Ἅγιος Σαβίνος ἤ Σαβινιανός ἐγεννήθηκε στήν Ἑρμούπολη τῆς Αἰγύπτου ἀπό εὔπορους καί εὐγενεῖς γονεῖς. Διακρίθηκε γιά τόν ἱερό του ζῆλο καί τήν εὐσέβειά του.
Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Διοκλητιανός (284-305 μ.Χ.) διέταξε διωγμό κατά τῶν Χριστιανῶν, ὁ ἔπαρχος Ἀρειανός ἀνεζήτησε τόν Ἅγιο μέ σκοπό νά τόν συλλάβει, διότι ἐκήρυττε μέ παρρησία τόν Χριστό. Ὅμως οἱ Χριστιανοί της περιοχῆς, οἱ ὁποῖοι τόν ἐθεωροῦσαν στήριγμα καί παραμυθία τους, τόν ἔπεισαν νά προφυλάξει τή ζωή του πρός ὄφελος τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἅγιος, μαζί μέ ἄλλους εὐσεβεῖς Χριστιανούς, ἔφυγε ἔξω ἀπό τήν πόλη καί ἐκρύφθηκε σέ κάποιο οἴκημα μακρυά ἀπό τήν Ἑρμούπολη. Ὅμως οἱ στρατιῶτες τοῦ ἐπάρχου τόν ἀνεκάλυψαν, τόν συνέλαβαν καί τόν ὁδήγησαν στόν Ἀρειανό[1], ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὁ Ἅγιος ὁμολόγησε τόν Χριστό. Τότε τόν ἐκρέμασαν ἐπί ξύλου, τοῦ ἔξυσαν τίς σάρκες καί, τέλος, τόν ἔρριψαν Νεῖλο, ὅπου εὑρῆκε μαρτυρικό θάνατο, τό ἔτος 287 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Πάπα, τοῦ ἐν Λυκαονίᾳ ἀσκήσαντος.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Πάπας ἄθλησε στή Λυκαονία βιαζόμενος νά τρέχει μέ σιδερένια ὑποδήματα κάτω ἀπό ἕνα δένδρο ἄκαρπο.
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Πάπα ἀναφέρεται καί στίς 10 Νοεμβρίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων δέκα μαρτύρων, τῶν ἐν Φοινίκῃ μαρτυρησάντων.
Οἱ Ἅγιοι αὐτοί Μάρτυρες ἐμαρτύρησαν διά ξίφους.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Ἰουλιανοῦ, τοῦ ἐξ Ἀναζαρβοῦ τῆς Κιλικίας.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἰουλιανός ἔζησε κατά τόν 3ο αἰώνα μ.Χ. καί καταγόταν ἀπό τήν πόλη Ἀνάζαρβα, τῆς δευτέρας ἐπαρχίας τῶν Κιλίκων. Ἦταν υἱός κάποιου Ἕλληνος βουλευτοῦ καί εἶχε μητέρα Χριστιανή, ἡ ὁποία καί τοῦ δίδαξε τά ἱερά γράμματα. Ὅταν ὁ Ἅγιος ἔφθασε στήν ἡλικία τῶν δέκα ὀκτώ χρόνων, συνελήγθη ἀπό τούς εἰδωλολάτρες καί ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος τῆς πόλε-ως Μαρκιανό. Ἐπειδή ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος ὁμολόγησε μέ πνευματική ἀνδρεία τόν Χριστό καί ἀρνήθηκε νά θυσιάσει στά εἴδωλα, οἱ δήμιοι ἄνοιξαν μέ βία τό στόμα του καί τοῦ τοῦ ἔρριψξαν μέσα κρασί καί κρέας, πού ἀπόμεινε ἀπό τίς θυσίες τῶν εἰδώλων. Στή συνέχεια τόν ἔκλεισαν στή φυλακή καί ὁδήγησαν ἐκεῖ τή μητέρα του. Ἐκείνη παρεκάλεσε νά μείνει μαζί μέ τόν υἱό της γιά τρεῖς ἡμέρες, γιά νά ἀποφασίσει μαζί του. Καί ἀφοῦ ἔγινε αὐτό, τούς ὁδήγησαν πάλι σέ ἀνάκριση. Ἐκεῖνοι ὁμολόγησαν τήν πίστη τους στήν πατρώα εὐσέβεια. Ὁ ἡγεμόνας ἔδωσε ἐντολή νά κόψουν στή μέση τίς φτέρνες τῆς μητέρας τοῦ Μάρτυρος καί νά τήν ἀφήσουν. Τόν Ἅγιο Ἰουλιανό, ἀφοῦ τόν ἔρριψαν σέ σάκκο γεμάτο μέ δηλητηριώδη ἑρπετά καί ἄμμο, τόν ἐπέταξαν στή θάλασσα. Τό ἱερό λείψανό του εὑρέθηκε στήν Ἀλεξάνδρεια καί ἐνταφιάσθηκε ἀπό κάποια εὐλαβή χήρα γυναίκα.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ρωμανοῦ, τοῦ ἐν τῶ Παρίῳ.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ρωμανός ἦταν διάκονος στήν Ἐκκλησία τῆς Παλαιστίνης, στήν Καισάρεια, καί ἐδίδασκε στό λαό τήν πίστη στόν Χριστό. Γι’ αὐτό συνελήφθηκε καί ἀφοῦ ἐβασανίσθηκε πολύ, ἐμαρτύρησε διά ξίφους.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἀλεξάνδρου, πάπα Ρώμης.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀλέξανδρος[2] ἔζησε τόν 2ο αἰώνα μ.Χ. καί ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ρώμης τό ἔτος 105 μ.Χ.[3]
Ὁ ἱστορικός Εὐσέβιος, διασκευάζοντας μιά πληροφορία τοῦ Ἁγίου Εἰρηναίου, Ἐπισκόπου Λουγδούνων († 23 Αὐγούστου), ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὑπῆρξε πέμπτος κατά σειράν Ἐπίσκοπος Ρώμης. Ἐμαρτύρησε ἐπί αὐτοκράτορος Ἀδριανοῦ (117-138 μ.Χ.)[4].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων ἱερομαρτύρων Ἐβεντίου καί Θεοδούλου.
Οἱ Ἅγιοι Ἱερομάρτυρες Ἐβέντιος καί Θεόδουλος ἦσαν πρε-σβύτεροι στήν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης καί ἐμαρτύρησαν ἐπί αὐτο-κράτορος Ἀδριανοῦ (117-138 μ.Χ.) μαζί μέ τόν Ἐπίσκοπο Ρώμης Ἀλέξανδρο[5].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀνίνου τοῦ Θαυματουργοῦ, τοῦ ἐν τῇ περιοχῇ τοῦ Εὐφράτου ἀσκήσαντος.
Ὁ Ὅσιος Ἀνίνας ἀπό νεαρά ἡλικία ἀγάπησε τήν ἡσυχία καί τήν ἄσκηση. Σέ ἡλικία δέκα πέντε χρόνων ἔχασε τούς γονεῖς του καί ἀποσύρθηκε στήν ἔρημο τῆς Μεσοποταμίας. Ἐκεῖ παρέμεινε κοντά σέ ἕνα μοναχό, ὀνόματι Μαϊουμᾶ, ὁ ὁποῖος διακρινόταν γιά τήν ἁγιότητα τοῦ βίου του, καί ἔμεινε πλησίον του. Ἡ ἄσκησή τους ἦταν πολύ αὐστηρή σέ τέτοιο βαθμό, πού οἱ Ὅσιοι ἔτρωγαν, πολλές φορές, ἀνά σαράντα ἡμέρες. Ὅταν ὁ μοναχός Μαϊουμᾶς ἀνεχώρησε ἀπό τόν τό αὐτό, ὁ Ὅσιος παρέμεινε ἐκεῖ καί ἀσκήτευε ὡς ἐρημίτης καί ἡσυχαστής. Καί ἐπειδή μέ τόν ἀγώνα του ὑπέταξε τά πάθη τῆς σαρκός, ἔλαβε ἀπό τόν Θεό τό χάρισμα τῆς ὑποταγῆς τῶν ἄγριων θηρίων.
Ἡ φήμη τοῦ Ὁσίου ἐξεπέρασε τά ὅρια τοῦ ἀσκητηρίου του καί πλῆθος πιστῶν τόν ἐπισκέπτονταν, γιά νά λάβουν τήν εὐχή του, πνευματικές συμβουλές καί νά θεραπευθοῦν. Ὁ Ὅσιος εἶχε καί τό χάρισμα τῆς θαυματουργίας καί μέ τήν προσευχή του ἐθεράπευε τούς πάσχοντες καί ἀσθενεῖς.
Ἀκόμη καί τό νερό, πού ἐχρειαζόταν ὁ Ὅσιος, τό μετέφερε στό κελλί του ἀπό τόν Εὐφράτη ποταμό. Γιά τό λόγο αὐτό καί τίς ἀνάγκες τῶν προσκυνητῶν ἔκτισε μιά μικρή δεξαμενή. Ὅταν κάποτε τόν ἐπεσκέφθησαν πολλοί, ὁ Ὅσιος διέταξε τόν ὑποτακτικό του νά φέρει νερό, γιά να ξεδιψάσουν οἱ ταξιδιῶτες. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε, ὅτι τό νερό ἦταν ἐλάχιστο καί δέν θά ἀρκοῦσε γιά ὅλους. Ὅ Ἅγιος ἔστρεψε τό βλέμμα του στόν οὐρανό, προσευχήθηκε μέ πίστη καί εἶπε στό διακονητή νά πάει νά ἀντλήσει νερό γιά τούς διψασμέ-νους προσκυνητές. Καί, ὤ τοῦ θαύματος! Ἡ δεξαμενή ἦταν γεμάτη νερό δροσερό καί καθαρό. Καί πάντες ἐξεπλάγησαν καί ἐδόξαζαν τόν Θεό γιά τίς εὐεργεσίες Του.
Τό γεγονός αὐτό, ὅτι δηλαδή ὁ Ὅσιος Ἀνίνας μετέφερε ὁ ἴδιος τό νερό ἀπό τόν ποταμό, τό ἐπληροφορήθηκε ὁ Ἐπίσκοπος Καισαρείας Πατρίκιος καί τοῦ ἐχάρισε ἕνα ἀχθοφόρο ζῶο, ὥστε νά τόν ἀπαλλάξει ἀπό τόν κόπο. Κάποια ἡμέρα ὁμως προσῆλθε στό κελλί τοῦ Ὁσίου ἕνας πτωχός ἄνθρωπος, πού τόν ἐπίεζε ὁ δανειστής του καί τοῦ διηγήθηκε τό πρόβλήμά του. Ὁ Ὅσιος δέν θέλησε νά τόν ἀφήσει νά φύγει μέ ἄδεια χέρια καί τοῦ προσέφερε τό ζῶο, γιά να τό πουλήσει καί νά ξεχρεώσει τό δανειστή του.
Ὁ Ὅσιος Ἀνίνας ἔκανε καί ἄλλα πολλά θαύματα καί διῆλθε τό βίο του εὐεργετώντας τούς ἀνθρώπους καί ἰδιαίτερα τοῦς πάσχοντες καί τούς πτωχούς.
Ἐγκαταβίωσε στό ἀσκητήριό του ἐνενήντα πέντε χρόνια, χωρίς νά μετακινηθεῖ ἀπό τόν τόπο αὐτό. Συνέστησε δέ καί Ἀδελφότητα, τήν ὁποία ἀποτελοῦσαν πολλοί ἀσκητές. Λίγο πρίν τό μακάριο τέλος του συγκέντρωσε τά μέλη τῆς Ἀδελφότητος, ὅρισε τό διάδοχό του καί στή συνέχεια εὐλόγησε τούς μοναχούς. Λίγες ἡμέρες μετά ὁ Ὅσιος Ἀνίνας ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη σέ ἡλικία ἑκατόν δέκα ἐτῶν.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἰωάννου, τοῦ ἐν Ρουφινιαναῖς[6].
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἀσκήτεψε θεοφιλῶς καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Χριστοδούλου, τοῦ ἐν Πάτμῳ.
Ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος, κατά κόσμον Ἰωάννης, ἐγεννήθηκε τό ἔτος 1020 στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς, τόν Θεόδωρο καί τήν Ἄννα. Ἀνατράφηκε ἀπό τά νεανικά του χρόνια στή μοναχική πολιτεία καί ἀσκήτεψε στόν Ὄλυμπο τῆς Βιθυνίας καί στήν Παλαιστίνη. Ἔπειτα ἀπῆλθε στό ὄρος Λάτρον τῆς Καρίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, στή μονή τοῦ Στήλου, ὅπου ἵδρυσε βιβλιοθήκη καί συγκέντρωσε γύρω του πολλούς μοναχούς. Ἐξ αἰτίας τῆς παραμονῆς του στό ὄρος τοῦ Λάτρου ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος προ- σονομάζεται «Λατρηνός». Λόγῳ ὅμως βαρβαρικῶν ἐπιδρομῶν κατέφυγε, τό ἔτος 1079, στήν Πάτμο, ὅπου, διά συνδρομῆς τοῦ αὐτοκράτορος Ἀλεξίου τοῦ Κομνηνοῦ (1081-118) ἀνήγειρε τήν περιώνυμη μονή καί βιβλιοθήκη.
Στή συνέχεια μετέβη στήν Κωνσταντινούπολη γιά ὑποθέσεις τῆς μονῆς καί ἀργότερα ἀφοῦ παραιτήθηκε ἀπό ἡγούμενος, ἦλθε στό Στρόβιλο, πόλη κοντά στήν ἀκτή τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, καί ἀνέλαβε ἐκεῖ τή φροντίδα τῆς μονῆς τοῦ Ἀρσενίου. Ἀπό τό Στρόβιλο μετέβη στή νῆσο Κῶ, ἐκεῖ ἵδρυσε τη μονή τῆς Ἁγνῆς Θεομήτορος, στήν ὁποία κατόπιν ἐνεργειῶν του, ὁ αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου Ἀλέξιος Α΄ ὁ Κομνηνός (1081-1118) ἐδώρησε προά-στια τῆς νήσου Λέρου καί τή νῆσο Λειψώ. Ἀπό τήν Κῶ μετέβη στήν Κωνσταντινούπολη καί ἀφοῦ συνάντησε τόν αὐτοκράτορα Ἀλέξιο Α΄ Κομνηνό, παρακάλεσε αὐτόν νά τοῦ δώσει ἄδεια νά ἱδρύσει μονή στή νῆσο Πάτμο. Ἡ ἄδεια παρασχέθηκε καί ἐπιπλέον παρα-χωρήθηκε ἀπό τόν αὐτοκράτορα καί ὅλη ἡ νῆσος αὐτή σέ αὐτόν τό ἔτος 1088. Ἡ ἀνέγερσις μονῆς στήν Πάτμο, στην ὁποία τιμᾶται τό ὄνομα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ἐξ αἰτίας τῆς συγγραφῆς τῆς Ἀποκαλύψεως ἀπό αὐτόν στό νησί αὐτό, ἄρχισε ἀμέσως ἀπό τόν Ὅσιο Χριστόδουλο, ἀλλά πρίν τελειώσει ἀκόμη τό ἔργο, αὐτός μαζί μέ τούς μοναχούς ἀναγκάσθηκε νά ἐγκαταλείψει τό ἔργο καί τό νησί, λόγῳ τῶν ἐπιδρομῶν τῶν Τούρκων ἐναντίον αὐτῶν.
Ἀπό τήν Πάτμο λοιπόν καταπλέει γιά ἀσφάλεια στόν Εὔριπο (Εὔβοια) κατά τό ἔτος 1092.
Ἡ διαμονή τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου στήν Εὔβοια ἦταν μικρῆς διάρκειας, σύμφωνα μέ ἐπιστημονικές ἔρευνες. Ὑπάρχει ἡ πληροφορία ὅτι εὐσεβής καί πλούσιος κάτοικος τῆς Εὐρίπου πρόσφερε τήν πολυτελή οἰκία του στόν ὅσιο, ὁ ὁποῖος τήν ἀνέδειξε σέ μοναστήρι, ἄν καί οἱ φροντίδες τοῦ Ὁσίου ἐξ αἰτίας τῆς μεγάλης περιουσίας τοῦ μοναστηριοῦ στήν Πάτμο ἀπαιτοῦσαν τήν παραμο-νή του ὄχι στήν ἔρημο, ἀλλά κοντά στόν κόσμο. Ἐξ ἄλλου, στήν Εὔβοια ἀνέκαθεν ὑπῆρχε παράδοση σύμφωνα μέ τήν ὁποία ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος παρέμεινε ἀσκητεύοντας στό σπήλαιο στό δυτικό ἄκρο τῆς κωμόπολης Λίμνη (Ἐλύμνιον).
Ὁ Ὅσιος κατά τή διαμονή του στόν Εὔριπο συνέταξε τήν Διαθήκη καί τόν Κωδίκελλό του (Μάρτιος 1093). Τή Διαθήκη αὐτή, γιά νά ἔχει ἰσχύ, τήν ὑπογράφουν ἑπτά ἀξιωματοῦχοι τῆς ἐπισκο-πικῆς ἀρχῆς καί τῆς πόλεως Εὐρίπου (Χαλκίδος), ἤτοι Λέων πρε-σβύτερος καί σακελλάριος τῆς πόλεως Εὐρίπου, Ἰωάννης πρεσβύ-τερος καί νοτάριος τῆς καθέδρας Εὐρίπου, Μιχαήλ… τῆς καθέδρας Εὐρίπου, Βασίλειος ὁ εὐτελής διάκονος… καί νοτάριος Εὐρίπου κ.λπ.
Εἰδικότερα ὁ μητροπολίτης Ρόδου Ἰωάννης, στό ἔργο του «Βίος καί πολιτεία τοῦ Ὁσίου πατρός ἡμῶν Χριστοδούλου» ἐξιστορεῖ τήν διαμονή καί τήν κοίμηση τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου στόν Εὔριπο, πού συνέβη τό ἔτος 1093, ὅπως καί τήν ἀνακομιδή τοῦ ἱεροῦ λειψάνου του καί τή μεταφορά του στήν Πάτμο, ἀναγρά-φοντας τά ἑξῆς: «Καί φθάνουν ἐκεῖ ὁ Ὅσιος μαζί μέ τήν ἀδελφό-τητα, ἐκεῖ ὅπου τό νερό τῆς θάλασσας εἰσρέει πρός τά ἔξω καί πάλι ὀπισθοχωρώντας δημιουργεῖ κάποιο στενό θαλάσσης, πού οἱ ἀρχαῖοι τό ὀνόμασαν πορθμό τοῦ Εὐρίπου. Καί ἐκεῖ λοιπόν ἀφοῦ ἔγινε τό ἀντικείμενο τοῦ θαυμασμοῦ ὅλων καί ἀφοῦ ἀξιώθηκε τήν πρέπουσα τιμή, σάν νά ἦταν Ἄγγελος σέ θνητό σῶμα, ἐνουθετοῦσε τό ποίμνιό του, γιά νά μή δυσφορεῖ στίς συχνές μετακινήσεις οὔτε νά ἀντιστέκεται ἀνόητα στίς βουλές τοῦ Θεοῦ, πού οἰκονομεῖ τά πάντα ἐν σοφίᾳ. Ἀλλά ἕνας ἀπό τούς μοναχούς, ἐπειδή δέν ὑπέμενε τίς κακουχίες οὔτε τό στρυφνό καί τό ἐπίπονο τῆς ἀρετῆς, ὅπως ὁ Ἰούδας ἀπό τούς δώδεκα, ἔτσι καί αὐτός ἀναχωρεῖ ἀπό τήν ὁμήγυρη τῶν ἀδελφῶν καί τήν πνευματική ἐκείνη συγκέντρωση τήν ἀντικατέστησε μέ κῆπο, πού νοίκιασε. Καί, καθώς ὁ διάβολος εἰσῆλθε στόν Ἰούδα καί τόν ὤθησε στήν προδοσία, μέ τόν ἴδιο τρόπο καί πονηρό δαιμόνιο ἐβασάνιζε τόν μοναχό πού εἶχε ἀποσπασθεῖ ἀπό τήν ἀδελφότητα, καί ἀνακοινώνεται στόν πατέρα ἡ ἀσθένεια τοῦ μικρόψυχου ἀδελφοῦ. Ἐκεῖνος, πρᾶος και ἀνεξίκα-κος, δίνοντας τόπο στήν ὀργή, ἀφοῦ πῆρε τό ἱερό Εὐαγγέλιο, ἔρχεται τό βράδυ πρός τόν μαινόμενο καί παράφρονα, διαβάζει τά λόγια τοῦ ἁγίου Πνεύματος γιά ἀσθενή, καί ἀμέσως βελτιώνεται ἡ θέση τοῦ ἀρρώστου καί δέν ἐπιθυμοῦσε πλέον νά ἀσχολεῖται μέ τή φύτευση δέντρων καί τήν ἄρδευση κήπων, ἀλλά προθυμοποιεῖται γιά τήν καλλιέργεια τῆς γῆς τῆς ἀρετῆς, ἐπανερχόμενος μέ αὐτό τόν τρόπο καί πάλι στήν ποίμνη, ἀπό τήν ὁποία κακῶς προηγουμένως εἶχε ἀποκοπεῖ. Μετά τήν πάροδο μικροῦ χρονικοῦ διαστήματος, προφητεύει σέ ὅσους τόν ἀκολουθοῦσαν ὅτι θά ἀποδημήσει πρός τόν Κύριο, ὅτι οἱ Ἀγαρηνοί δέ θά κατοικήσουν μέχρι τέλους στά νησιά, καί ὅτι ὁ ἐπιστήθιος φίλος του δέ θά ἀδιαφορήσει γιά αὐτούς ἀλλά ὅτι μόλις καταπαύσει ἡ θαλασσοταραχή, θά ἐπανέλ-θουν καί πάλι στό πνευματικό μαντρί. Παρακαλεῖ λοιπόν να παρα-λάβουν μαζί τους τό νεκρό σῶμα του ἀπό τήν ξένη αὐτή γῆ καί νά τό τοποθετήσουν στό ναό, γιά τόν ὁποῖο ἐμόχθησε πολύ. Αὐτά ἀφοῦ προεῖπε σέ ὅσους συναναστρεφόταν καί καθαγίασε τούς παρόντες μέ ἀποχαιρετιστήρια λόγια, παρέδωσε το πνεῦμα του στό Θεό , τήν 16η Μαρτίου. Ταυτόχρονα μέ τήν ἐκπλήρωση τῆς προφη-τείας καί τήν ἐξαφάνιση τῶν πειρατῶν ἀπό τή θάλασσα μέ τή δύναμη τοῦ ἄρχοντος, οἱ καλοί μαθητές του θυμόντουσαν τήν προφητεία τοῦ ἐνάρετου ποιμένος και ἑτοιμάζονταν νά ἀπο-πλεύσουν. Ἐπειδή ὅσοι κατοικοῦσαν τή χώρα ἐκείνη ἄκουσαν ὅτι θα ἐστεροῦντο το τίμιο ἐκεῖνο σῶμα, ἀφοῦ συγκεντρώθηκαν ἀπό τά γύρω μέρη, ἔλεγαν ἀπροκάλυπτα ὅτι μέ κανένα λόγο δέ θά τό ἐπέ-τρεπαν αὐτό. Γιατί νόμιζαν ὅτι θά ἦταν ἀνόητο καί ἐξ ὁλοκλήρου ἀσύνετο, να ἐπιτρέψουν σέ ἄλλους νά τό μετακομίσουν ὅπου ἤθελαν, ἐπειδή (ὁ Ὅσιος) ἦταν γι’ αὐτούς σωτήρας, ἰατρός καί θεραπευτής κάθε ἀρρώστιας. Γι’ αὐτό μέ αὐστηρότητα ἐφρου-ροῦσαν τόν νεκρό. Ἀλλά δέν ἔπρεπε νά διαψευσθεῖ ἡ προφητεία τοῦ μάκαρος. Γι’ αὐτό καί ἀφοῦ πλέον εἶχε προχωρήσει ἡ νύκτα, ξεφεύγοντας ἀπό τήν προσοχή τῶν φρουρῶν, μεταφέροντας τόν νεκρό στούς ὤμους, τόν ἐπιβιβάζουν σέ πλοῖο, καί ἀφοῦ ἔτυχαν νηνεμίας, φθάνουν στό νησί, ἀποβιβάζουν μέ μεγαλοπρεπή πομπή τό ἱερό σκῆνος ὑμνολογώντας τόν Θεό καί εὐωδιάζοντας τόν ἀέρα μέ ἀρώματα. Καί τώρα ἄρτιο καί σῶο κεῖται τό σκήνωμα στό ναό τοῦ Ἀποστόλου, ἀναβλύζει πηγές θαυμάτων καί ὅσοι μέ πίστη τό ἀγγίζουν αἰσθάνονται κάποια ὀσμή μύρου καί μέ μόνη τήν ἁφή καθαγιάζονται καί ἀπελευθερώνονται ἀπό κάθε σωματική βλάβη».
Ἀπό τόν Ὅσιο Χριστόδουλο διασώθηκαν, ἡ «Ὑποτύπωσις ἤτοι διάταξις γενομένη πρός τούς ἑαυτοῦ μαθητάς ἐν τῇ ἐν Πάτμῳ ἰδίᾳ αὐτοῦ μονῇ», ἀφ’ ἑτέρου ἡ προαναφερθεῖσα «Διαθήκη» καί ὁ «Κωδίκελλος».
Ἡ μνήμη τῆς ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου Χρι-στοδούλου ἑορτάζεται στίς 21 Ὀκτωβρίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου, τοῦ ἐκ Γεωργίας.
Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος (Μέσχι) ἔζησε κατά τόν 13ο αἰώνα στή Γεωργία στά χρόνια τοῦ ἡγεμόνος Δημητρίου τοῦ Β΄ (1271-1289). Ἐργάσθηκε ἱεραποστολικά καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ποιμένος, τοῦ διά Χριστόν σαλοῦ, τοῦ ἐκ Γεωργίας.
Ὁ Ὅσιος Ποιμήν ἔζησε στή Γεωργία κατά τόν 13ο αἰώνα μ.Χ. Ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!