Aρχιμ. Αλεξίου Ιστρατόγλου Ανχη (ΣΙ)
Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Συνεχίζοντας την ιστορική μας διαδρομή γνωρίζοντας τους Στρατιωτικούς Ιερείς της περιόδου του Όθωνα, κατά τα έτη 1848-1853, είχαμε αναφερθεί στην προηγούμενη αναφορά μας, στο θάνατο του Ιερέως της Φρουράς της Χαλκίδας, του Αρχιμ. Διονυσίου Κοροβίνη. Το Φρουραρχείο, ενημέρωσε το Υπουργείο των Στρατιωτικών για την εκδημία του ανωτέρω Ιερέως και παράλληλα ζητούσε, να προβούν στις απαραίτητες ενέργειες, προκειμένου να καλυφθεί η θέση, προτείνοντας και τον Ιερέα εκείνον, ο οποίος πληρούσε τις προϋποθέσεις και ήταν ο καταλληλότερος για την χρονική εκείνη περίοδο, σύμφωνα με τα κριτήρια του Φρουραρχείου, αλλά και της κοινής γνώμης.
Το Φρουραρχείο επανέρχεται στο θέμα αυτό, αφού δεν υπήρξε κάποια ουσιαστική πρόοδος, στις 20 Αυγούστου 1849, ζητώντας και πάλι από το Υπουργείο των Στρατιωτικών, τον διορισμό του Ιερομονάχου Θεοκλήτου, κάνοντας γνωστό, ότι από τότε που απεβίωσε ο Ιερέας της Φρουράς, αναγκάζονται να καλούν Ιερέα από την ευρύτερη περιοχή, προκειμένου να καλύψει τις πνευματικές ανάγκες που υπήρχαν.
Το Υπουργείο απαντά στις 30 Αυγούστου 1849, καλώντας το Φρουραρχείο να ερωτήσει τον εν λόγω Ιερέα εάν επιθυμεί, να εκτελεί την υπηρεσία την εκκλησιαστική στη Φρουρά ως Στρατιωτικός Ιερέας, με κάποιο επιμίσθιο. Εάν δεν επιθυμεί, τότε να προβούν στην αναζήτηση άλλου προσώπου. Ακολουθεί στη συνέχεια η σχετική αλληλογραφία, όπου ο Λόχος των Οπλιτών, αναφέρει στη Διοίκηση του Τάγματος, ότι ο Ιερομόναχος Θεόκλητος, πνευματικός, μουσικός καλός και θεωρητικός, δέχεται την υπηρεσία αυτή, με τον μηνιαίο μισθό που πρότεινε το Φρουραρχείο στο Υπουργείο.
Το Φρουραρχείο της Χαλκίδας στις 8 Σεπτεμβρίου 1849, αναφέρει με τη σειρά του στο Υπουργείο των Στρατιωτικών, ότι ο προτεινόμενος Ιερέας δέχεται τη θέση και τον μηνιαίο μισθό των είκοσι δραχμών. Μετά από όλα αυτά, στις 13 Σεπτεμβρίου 1849, το Υπουργείο επικυρώνει και εγκρίνει τον διορισμό του Θεοκλήτου στη Φρουρά της Χαλκίδας, προκειμένου να εκτελεί τα θρησκευτικά καθήκοντα του στο χώρο πλέον τον στρατιωτικό, με τη νέα του ιδιότητα, χωρίς βεβαίως αυτό να αλλάζει το έργο και την προσφορά του, αφού και σε αυτόν τον χώρο καλείται να μεταδώσει αγάπη και Λόγο Θεού, με έναν αν θέλετε ιδιαίτερο τρόπο και κάτω από διαφορετικές συνθήκες και προϋποθέσεις, από αυτές που ισχύουν γενικότερα σε μια ενορία ή στην ευρύτερη κοινωνία.
Βεβαίως αυτός ο διορισμός στον οποίο προέβη το Υπουργείο των Στρατιωτικών, δεν έγινε εύκολα αποδεκτός από όλες τις πλευρές, όσο και αν έχαιρε της αποδοχής του στρατιωτικού κόσμου, διότι υπήρξαν αντιδράσεις και αρνήσεις, από την πλευρά της Εκκλησίας. Το Φρουραρχείο της Χαλκίδας με έγγραφό του στις 19 Οκτωβρίου 1849, προς το Υπουργείο των Στρατιωτικών, αναφέρει ότι ο Αρχιεπίσκοπος Ευβοίας, δεν επιτρέπει στον Ιερομόναχο Θεόκλητο να εκτελέσει τα ιερατικά του καθήκοντα στη Φρουρά, διότι δεν είχε ζητηθεί η γνώμη της Ιεράς Συνόδου όπως απαιτείτο σε αυτές τις περιπτώσεις.
Βλέπουμε ότι ο διορισμός του Ιερέως στη Φρουρά αυτή, δεν ήταν και τόσο εύκολο θέμα, διότι η εμπλοκή του τοπικού Επισκόπου, στην τοποθέτηση αυτή, έθεσε το θέμα αυτό στην εκκλησιολογική του βάση, αλλά και την νομική υπόσταση που είχε μέσα από την εφαρμογή του Νόμου, από την πλευρά της πολιτείας. Βεβαίως μεταξύ των δύο αυτών θεσμών, Εκκλησίας και Πολιτείας, βρίσκεται χωρίς να φταίει ο Ιερέας, ο οποίος καλείται πρωτίστως, να εφαρμόσει αυτά τα οποία ορίζει η Εκκλησία, αφού η ιδιότητα του ως Ιερέα, είναι ανώτερη και μονιμότερη των πάντων.
Ο Ιερομόναχος Θεόκλητος κλήθηκε να υπηρετήσει στον στρατιωτικό χώρο, πρόσωπα και εικόνες Χριστού, πλασμένες και προορισμένες για την κατάκτηση της Βασιλείας του Θεού. Κλήθηκε με υψηλό το αίσθημα της ιερατικής του ιδιότητας, να καλλιεργήσει στις ψυχές των υπηρετούντων τον Λόγο του Θεού. Κλήθηκε να είναι φως, μέσα σε χώρους που μπορεί να υπήρχε σκοτάδι. Πορεύτηκε σε έναν δρόμο που έπρεπε να υπηρετήσει διδάσκοντας την αλήθεια του Ευαγγελίου, μέσα σε έναν κόσμο που έψαχνε και αναζητούσε την όντως αλήθεια, μέσα σε έναν κόσμο που πλανάται εκτός από την αλήθεια και το ψέμα και κάποιες φορές κυριαρχεί. Όλη του η πορεία η ιερατική, ήταν μέσα στο χώρο της Εκκλησίας, για την Εκκλησία, απευθυνόμενος προς τους ανθρώπους εκείνους που ανήκαν στην Εκκλησία, ως μέλη αυτής. Αυτή η πορεία του, δεν ήταν αποκομμένη από την Εκκλησία και από τον Επίσκοπο, ο οποίος βρίσκεται «εις τύπον και τόπον Χριστού».
Έτσι βρέθηκε μπροστά σε ένα πνευματικό αδιέξοδο, που του προκαλούσε δυσκολία στην άσκηση της ποιμαντικής του διακονίας. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, αν δεν είχε την άδεια και την ευλογία του Επισκόπου του, του Αρχιερέως εκείνου του οποίου το όνομα μνημόνευε σε κάθε ιεροπραξία. Αυτή του η εκκλησιαστική αναφορά, δεν ήταν τυπική, αλλά ουσιαστική. Δεν αποτελούσε ένα σχήμα λόγου, αλλά ήταν μια στάση ζωής. Γι’ αυτό πιστεύω, όταν διαπίστωσε ότι αυτή η κατάσταση δεν οδηγούσε πουθενά, απεναντίας μεγάλωναν τα προβλήματα, η ρήξη δεν θα μπορούσε να αποφευχθεί και βεβαίως ο σκανδαλισμός που θα ερχόταν στο πλήρωμα της Εκκλησίας, θα ήταν μεγάλος, θα εξήγησε στην Διοίκηση στην οποία ανήκε, το πρόβλημα το οποίο υπήρχε και θα έπρεπε πλέον οι αρμόδιοι, με νόμιμο και ειρηνικό τρόπο να το λύσουν, προκειμένου να επέλθει ξανά η ειρήνη, η ησυχία και η τάξη.
Μετά την τροπή που πήραν τα πράγματα σχετικά με τον διορισμό του Ιερέως στη Φρουρά της Χαλκίδας, το Υπουργείο των Στρατιωτικών, απευθυνόμενο προς το Υπουργείο των Εκκλησιαστικών στις 19 Οκτωβρίου 1849, αναφέρει ότι «παρουσιαζομένης απολύτου ανάγκης Ιερέως στη Φρουρά της Χαλκίδος», το καλεί να ενεργήσει τα δέοντα, για τον διορισμό του Ιερομονάχου Θεοκλήτου ή αν δεν τον θεωρούν κατάλληλο να προτείνουν κάποιον άλλον, με μισθό είκοσι δραχμών. Το Υπουργείο των Εκκλησιαστικών απαντά και αναφέρει, ότι χρειάζονται περισσότερες πληροφορίες για το θέμα αυτό, καθ’ όσον έγινε αλλαγή υπουργού.
Στις 25 Δεκεμβρίου 1849,προς το Υπουργείο των Εκκλησιαστικών, το Υπουργείο των Στρατιωτικών, στην προσπάθειά του να καταθέσει περισσότερα στοιχεία που του είχε ζητηθεί και να δοθεί λύση στο πρόβλημα που είχε ανακύψει, μεταξύ των δύο αυτών Υπουργείων, αλλά και με την Εκκλησία, προσπαθεί να εξηγήσει την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί και οδήγησαν στον διορισμό δύο Στρατιωτικών Ιερέων, του Νικολάου Αθανασίου και του Θεοκλήτου. Το Υπουργείο ζητά εκ νέου ή καλύτερα εξ’ αρχής, τον διορισμό των δύο παραπάνω προσώπων, για την κάλυψη των κενών οργανικών θέσεων, αν θα μπορούσαμε έτσι να χαρακτηρίσουμε τις θέσεις που κάλυπταν οι Ιερείς με τον διορισμό τους, την χρονική περίοδο που εξετάζουμε.
Ζητά από το Υπουργείο των Εκκλησιαστικών, ως αρμόδιο Υπουργείο, να προωθήσει προς την Ιερά Σύνοδο το θέμα του διορισμού των δύο ανωτέρω Ιερέων, διότι ότι έγινε από την πλευρά τους, δεν έγινε κακοπροαίρετα και σε καμία περίπτωση δεν έκρυβε δόλο ή κάποια σκοπιμότητα. Ότι έγινε ήταν αποτέλεσμα έκτακτων και επιτακτικών υπηρεσιακών αναγκών, που είχε σαν σκοπό να λύσει προβλήματα και όχι να δημιουργήσει νέα και μεγαλύτερα. Τελειώνοντας το Υπουργείο αναφέρει ως καλή ένδειξη για να εξομαλυνθούν οι οποιεσδήποτε εντάσεις και να λυθεί το θέμα που είχε δημιουργηθεί χωρίς λόγο, ότι δεν δυσκολεύονται να τους απολύσουν από τις υποχρεώσεις τους, τους ήδη υπάρχοντες Ιερείς και να προτείνουν κάποιους άλλους, που στη συνέχεια θα τύχουν και της εγκρίσεως της Ιεράς Συνόδου.
Μέσα στην αναφορά του Υπουργείου των Στρατιωτικών, για τον διορισμό του Ιερομονάχου Θεοκλήτου, βλέπουμε και ένα άλλο όνομα Ιερέως, το οποίο το έχουμε συναντήσει και στο παρελθόν και θα το συναντήσουμε και στη συνέχεια. Στην περίπτωση του διορισμού του Ιερέως Νικολάου Αθανασίου, μέχρι στιγμής έχουμε δει και θα το δούμε και στη συνέχεια, ότι η Ιερά Σύνοδος επιμένει στην απόφασή της να μην τον εγκρίνει, παρ’ όλες τις συστάσεις και πιέσεις που ασκούνταν από διάφορες πλευρές και θα αναφέρουμε στη συνέχεια.
Συνεχίζεται {38}