Μία μόνον λέξις. Λέξις ὅμως τρομερά. Δὲν τὴν εἶπεν ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος εἶναι ἐνδεχόμενον νὰ κάμῃ λάθος εἰς τὴν ἐκτίμησιν τῶν γεγονότων, ἤ νὰ πλανηθῇ ἀπὸ ἄλλους παράγοντας. Τὴν εἶπεν ὁ Θεὸς. Εἶναι, συνεπῶς, ἀλήθεια. Καὶ ἀναφέρεται εἰς τὸ τέλος τῆς ζωῆς τοῦ ἄφρονος πλουσίου. Νὰ κοπιάσῃς μίαν ὁλόκληρον ζωῆν, νὰ ξενυχτᾷς ἀπὸ τὶς φροντίδες, νὰ ὑποβληθῇς εἰς ποικίλας θυσίας, νὰ ὑποχρεωθῇς εἰς τόσους συμβιβασμούς· νὰ περνοῦν τὰ χρόνια μὲ τὸ ὅραμα ἑνὸς εὐτυχισμένου τέλους. Καὶ ὅταν ἐπὶ τέλους ἐγγίζῃ ἡ τελευταία ὥρα τῆς ζωῆς σου καὶ περιμένῃς τὴν εὐτυχῆ ἐπισφράγισιν τῶν τόσων κόπων, νὰ ἀκούῃς μὲ αἴσθημα ἀπεράντου ὀδύνης τὴν λέξιν: «Ἄφρον» ! Αἴ, αὐτὸ εἶναι κτύπημα φοβερόν…. Ἀνόητε! Δὲν ἔκαμες τίποτε εἰς τὸν βίον σου. Ὅλα εἶναι χαμένα, ὅσα ἐπόθησες, ὅσα ἐπέτυχες, ὅσα ἐκέρδισες. Τὸ ἀποτέλεσμα ὅλων τῶν κόπων σου εἶναι ἄχυρα. Μόνον ἄχυρα…
Ἄφρον ! Δὲν ὑπῆρξε ὅμως μόνον ὁ πλούσιος τοῦ Εὑαγγελίου ἄφρων καὶ ἀνόητος. Διὰ πολλούς, δυστυχῶς, θὰ εἴπῃ ὁ Κύριος τὴν ἰδίαν λέξιν. Διότι πολλοὶ ἀντιγράφουν τὸν ἄφρονα πλούσιον εἰς τὴν ζωήν των. Θὰ εἶναι διὰ τοῦτο χρήσιμον, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα, νὰ μελετήσωμεν μὲ προσοχὴν τὸ θέμα αὐτό.
Οἱ θάλασσες εἶναι γεμᾶτες ἀπὸ ψάρια, ἀπὸ κήτη μεγάλα, ἀπὸ ζωήν. Ψυχὴν ὅμως δὲν ἔχουν. Μόνον εἰς σέ, τὸν ἄνθρωπον, ἔδωσα αὐτὴν τὴν ἀτίμητον πνοήν. Καὶ σοῦ εἶπα νὰ τὴν προσέξῃς, διότι «τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» (Ματθ. 16,26).
Καὶ σὺ τὴν διέφθειρες· τὴν ἐξεφύλισες· τῆς ἀφῄρεσες τὸ κάλλος· τὴν ἔκαμες ὕλην, χῶμα. Τὴν ἐβύθισες μέσα εἰς τὸ χρυσάφι, στὶς ἀποθῆκες…. Ὅλο κτίζεις καὶ δὲν ἱκανοποιεῖσαι, σὰν τὴ θάλσσα, ποὺ δὲν χορταίνει ποτὲ ἀπὸ νερό. Δὲν σοῦ ἀπηγόρευσα τὴν χρῆσιν τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Δι’ αὐτό, ἄλλως τε, σοῦ τὰ ἔδωσα. Ἀλλὰ σὺ ἔθαψες μέσα στὴν ὕλη τὸ πνεῦμα, τὴν ψυχὴν. Καὶ ἔπαθεν ἀσφυξίαν.
Διότι τὸν πλοῦτον σοῦ τὸν ἔδωσα διὰ νὰ ἀναδειχθῇς κοινωνικὸς παράγων, διὰ νὰ μιμηθῇς ἐμέ, ποὺ σκορπίζω παντοῦ τὴν ἀγάπην. Ποῦ εἶναι, λοιπόν, τὰ ἔργα σου; Ἔκλεισες τὰ χρήματά σου εἰς τὰ χρηματοκιβώτια, ἤ τὰ ἐσκόρπισες σὲ ἄσκοπες δαπάνες. Μποροῦσες νὰ κάμῃς πηγὴν εὐλογίας τὸ χρῆμα, κτίζοντας Ἐκκλησίες, Σχολεῖα, Νοσοκομεῖα, ἰδρύματα ἀγάπης στὴν κοινωνία.
Διότι, ἄν ἀξίζῃ ἡ ζωή, ἀξίζει, μόνον ὅταν ὁ ἄνθρωπος τὴν χρησιμοποιεῖ, διὰ νὰ σκορπίζῃ γύρω του τὸ ἄρωμα τῆς καλωσύνης καὶ τὸ φῶς τῆς δημιουργίας. Ἐσὺ ἀποδείχθης στεῖρος καὶ ἅγονος. Ἐθησαύρισες διὰ τοὺς κληρονόμους σου, οἱ ὁποῖοι, διότι δὲν ἐκουράσθηκαν νὰ τὰ ἀποκτήσουν, θὰ τὰ σκορπίσουν αὔριον ἀσκόπως καὶ ματαίως.
Ἀπεδείχθης ἀνίκανος νὰ ἰδῇς πὲραν ἀπὸ τὸν ἑαυτόν σου. Ἦσαν φτωχὸς μέσα στὰ πλούτη σου. Δὲν ἠγάπησες, δὲν ἐπόνεσες στὸν πόνο τοῦ ἄλλου. Ἔμεινες κολώνα παγερή, χωρὶς καρδιὰ καὶ αἷμα. Τώρα θὰ ἀποθάνῃς. Ὁ Ἀριστείδῃς πεθαίνοντας ἄφησε τὴν μνήμην τοῦ δικαίου ἀνθρώπου. Οἱ μεγάλοι εὐεργέται ἐκέρδισαν τὴν εὐγνωμοσύνην τῶν πονεμένων.
Οἱ ἅγιοι ἐτιμήθησαν μὲ τὸ στεφάνι τῆς ἀρετῆς. Ἐσὺ θὰ ταφῇς καὶ οὔτε ἀγριόχορτα δὲν θὰ φυτρώσουν στὸ μνῆμά σου. Τί λόγον θὰ δώσῃς ἐνώπιον τοῦ φρικτοῦ Δικαστηρίου μου; Ἄφρον! Τί λόγον θά δώσῃς;
Καὶ πιστεύεις, ὅτι μὲ τὸ νὰ ἐξυπηρετῇς τοὺς ἰδκούς σου, τοὺς «ἡμετέρους», τοὺς κομίζοντας «συστατικὰς ἐπιστολὰς» ἰσχυρῶν, ὅτι ἐξεπλήρωσες εὐόρκως τὸ καθῆκόν σου;
Καὶ τὸ κλάμα τοῦ ἀδικηθέντος; Καὶ ἡ κραυγὴ τῆς χήρας; Καὶ τὸ παράπονο τοῦ ὀρφανοῦ; Καὶ ἡ φθορά, ποὺ ἔγινε στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὰ λάθη σου καὶ τὴν κακὴν συμπεριφοράν σου;
Πῶς θὰ ἀπαλλαγοῦν οἱ ψυχὲς ἀπὸ τὸν σκανδαλισμόν, ποὺ ἐδημιούργησεν ἡ κακὴ διαχείρισις τοῦ ἀξιώματός σου; Φωτιὰ καὶ θειάφι, ταλαίπωρε, θὰ γίνουν.
Θὰ πέσῃς κάποτε. Καὶ θὰ εἶναι ἡ πτῶσις μεγάλη. Καὶ τώρα, ποὺ θὰ πεθάνῃς, -αὔριον ἔστω, δὲν ἔχει σημασίαν- τὶ θὰ παρουσιάσῃς μπροστὰ μου, στὸ βῆμα μου; Ἀφροὺς καὶ φρύγανα; Ἄφρον! Τί θὰ παρουσίασῃς;
Πῶς ἐλησμόνησες, ὅτι κάποτε ὅλα αὐτὰ τὰ σκορπίζει ὁ θάνατος; Δὲν ἔβλεπες γύρω σου τὸ ἀδυσώπητο κράτος του; Δὲν ἀντελήφθης, ὅτι ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μιὰ ἀτμίδα; Ἐτυφλώθηκες τόσον; Ταλαίπωρε! Τὸ πιὸ βέβαιο πρᾶγμα τὸ παρεθεώρησες. Καὶ ἔτρεχες καὶ ἐκοπίαζες καὶ κατέστρωσες σχέδια, ὡσὰν νὰ ἐπρόκειτο νὰ μείνῃς στὴ γῆ αἰωνίως. Τί μωρία καὶ τύφλωσις !
Καὶ τώρα ὁ θάνατος σὲ εὑρίσκει, ἀποτόμως, ἀνέτοιμον, πλούσιον μὲν εἰς ὑλικὰ ἀγαθά, πτωχὸν ὅμως εἰς ἀρετήν. Ἄλλοι θὰ τὰ χαροῦν. Καὶ σὺ τρέμων θὰ παρουσιασθῇς ἀπόψε, «ταύτῃ τῇ νυκτί», ἑνώπιον τοῦ Κριτοῦ. Ἄφρον!
Κάποτε ὅμως ἔρχεται ἡ ὥρα. Τότε τελειώνουν ὅλα. Καὶ ἡ ἀσέβεια. Καὶ ἡ ἁμαρτία. Καὶ ἡ κακία τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ αἱ ἀδικίαι. Καὶ αἰ συκοφαντίαι. Καὶ αἱ δολοπλοκίαι. Καὶ τὸ κακό, ποὺ ἔκαμεν ὁ καθεὶς μὲ τὸν Α ἤ Β τρόπον.
Ἔτσι γίνεται καὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ χτίζουν τὴν ζωὴν των ἀφρόνως, χωρὶς Θεὸν. Διαλύονται γιὰ πάντα… Τρομερόν!
Προχωρεῖ ἔπειτα ἕως τὸ ἄκρον. Σκύβει, κοιτάζει κάτω τὸν δρόμον, ἄφοβος, ὡσὰν νὰ εὑρίσκεται εἰς τὸ δωμάτιόν του. Αἴφνης ! Θεέ μου ! Ἀπὸ τὸ ἀντικρυνὸ παράθυρον λάμπει αἰφνιδίως ἕνα φῶς. Ὁ ὑπνοβάτης θαμβώνεται ἀπὸ τὸ φῶς καὶ ξυπνᾷ. Βγάζει μιὰ κραυγὴ τρόμου καὶ πέφτει ἀπὸ τὴν στέγη.
Γίνετε συνοδοιπόροι μας στην γνώση και την ενημέρωση. Στείλτε στο [email protected] άρθρα, φωτογραφίες, βίντεο ή κάτι που πιστεύετε ότι αξίζει να μοιραστείτε τόσο με εμάς όσο και με τους αναγνώστες μας.