Τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Χίου, Ψαρῶν καί Οἰνουσσῶν κ. Μάρκου
«Ψυχαῖς καθαραῖς καί ἀρρυπώτοις χείλεσιν» ὀφείλουμε νά προσέλθουμε σήμερα στούς Ἱερούς Ναούς καί στά Μοναστήρια μας, στίς πολυάνθρωπες πόλεις καί τά ἐρημωμένα χωριά τῆς εὐλογημένης Πατρίδος μας, στά βουνά «τά ὑψηλά ταῖς ἐλάφοις» καί στίς νησιώτικες ἀκρογιαλιές, γιά νά προσκυνήσουμε τά Πάθη τά Σεπτά τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τά ὁποῖα «ὡς φῶτα σωστικά ἀνατέλλει τῷ κόσμῳ».
Σ’ αὐτό μας τό προσκύνημα ἀντικρύζουμε τόν Ἐσταυρωμένο Λυτρωτή μας νά ὑπομένει «δι’ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν ἐμπτυσμούς καί μάστιγας καί κολαφισμούς καί ῥαπίσματα καί Σταυρόν καί θάνατον». Κάθε ἕνα ἀπό τά βασανιστήρια, κάθε μιά ἀπό τίς ταπεινώσεις πού ὑπέστη ὁ Κύριός μας, ὁ Ὁποῖος «ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν οὐδέ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι Αὐτοῦ», ἐθεράπευσαν ἀντίστοιχα δικά μας ἀσθενήματα, δικά μας ἁμαρτήματα, δικά μας παραπτώματα, γιά τά ὁποῖα ἐμεῖς εἴμεθα ὑπεύθυνοι.
Μέ ὀρθόδοξη εὐλάβεια, τήν ὁποία συνιστοῦν ἡ μυστηριακή ζωή, ἡ πίστη, ὁ φόβος Θεοῦ, ἡ ἀγάπη, ἡ ταπείνωση, ἡ ἀρετή καί ἡ νηστεία, ὅπλα ἰσχυρά στόν ἀόρατο πόλεμο κατά τοῦ πονηροῦ, καί μέ ὁδηγούς τούς θεοφόρους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἄς δοῦμε κάποια ἀπ’ τά σωτηριώδη Πάθη τοῦ Χριστοῦ μας:
Ὁ Χριστός μας ἐδέχθη στό κεφάλι Του τό ἀκάνθινο στεφάνι, γιά νά θεραπεύσει τούς ἀνθρώπους ἀπό τούς ἀνόμους καί πονηρούς λογισμούς. Ἐπίσης, μέ τήν παρακοή καί τήν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων, ἡ γῆ ἄρχισε νά φυτρώνει «ἀκάνθας καί τριβόλους», ἐνῶ μέ τό ἀκάνθινο στεφάνι Του ὁ Κύριός μας ἦλθε νά καταργήσει αὐτό τό γεγονός τῆς φύσεως, ἡ ὁποία ἐδημιουργήθη γιά νά διηγεῖται «δόξαν Θεοῦ».
Δέχθηκε ὁ Χριστός μας, στήν δίψα Του, νά ποτισθεῖ μέ ξύδι καί χολή, ὅταν Τοῦ «προσήνεγκον σπόγγον ὄξους ὑσσώπῳ περιθέντες», γιά νά ἐξαλείψει τίς συνέπειες, πού ὑπέστη τό ἀνθρώπινο γένος, ὅταν ἐπεδίωξε νά γευθεῖ τήν γλυκειά γεύση τοῦ καρποῦ ἀπό τό δένδρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ στόν Παράδεισο, κάτι πού εἶχε ἀπαγορεύσει ὁ Δημιουργός.
Ἅπλωσε ὁ Χριστός μας, ὁ νέος Ἀδάμ, τά χέρια Του πάνω στό ξύλο τοῦ Σταυροῦ, «ἥπλωσας τάς παλάμας καί ἥνωσας τά τό πρίν διεστῶτα», γιά νά φέρει στούς ἀνθρώπους τήν «καταλλαγή», τήν συμφιλίωση μέ τόν Θεό, ἡ ὁποία, ἐξ αἰτίας τοῦ ἀνθρώπου, διεταράχθη, ὅταν ὁ Ἀδάμ ἅπλωσε τά χέρια στό ξύλο τοῦ δένδρου τῆς παρακοῆς καί ἔχασε τόν Παράδεισο.
Περιεβλήθη ὁ Χριστός μας «χλαμύδα κοκκίνην», γιατί, ἐξ αἰτίας τῆς παρακοῆς τοῦ θείου θελήματος, ὁ Πρωτόπλαστος ἔσχισε τόν θεοΰφαντο χιτῶνα τῆς ἀθανασίας καί, βλέποντας τή γυμνότητά του, ἐνεδύθη τούς δερμάτινους χιτῶνες τῆς πτώσεως, τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου.
Ἔλαβε ὁ Χριστός μας «ὁ πάντων χρεωλύτης ἀνθρώπων», στά τίμια χέρια Του, τῶν ὁποίων, «ἔργα εἰσίν οἱ οὐρανοί», τό περιπαιχτικό καλάμι, ὥστε ἔχοντας αὐτό ὡς «κάλαμον γραμματέως ὀξυγράφου» νά ὑπογράψει καί ἐξοφλήσει τό χρεώγραφον τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ἐπίσης, ἐπειδή μέ τό καλάμι διώχνουν οἱ ἄνθρωποι τά φίδια ἀπό τά χωράφια, ὁ Χριστός μας τό ἐκράτησεν, γιά νά διώξει μ’ αὐτό τόν «ἀρχέκακον ὄφιν» ἀπό τόν ἀγρόν τοῦ Κυρίου.
Ὁ Χριστός μας, ὁ νέος Ἀδάμ, κατεδέχθη νά λογχευθεῖ στήν πλευρά Του, ἀπό τήν ὁποία ἔτρεξε «αἷμα καί ὕδωρ» δηλώνοντας τόν θεοσύστατον θεσμό τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά διορθώσει τό γεγονός, ὅτι ἀπό τήν πλευρά τοῦ Ἀδάμ ἐπλάσθη ἡ Εὔα, πού ὑπῆρξε πρόξενος τῆς παρακοῆς, τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου γιά τό ἀνθρώπινο γένος.
Ἀδελφοί μου! Μ’ αὐτά τά Πάθη τοῦ Χριστοῦ μας θεραπευθήκαμε ἀπό τίς ἁμαρτίες μας, ἐνικήθη ὁ θάνατος, μᾶς ἐδόθη ἡ ζωή. Καί «αὕτη ἐστίν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί Σε τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν καί ὅν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν». Γι’ αὐτό καί ἐμεῖς: «προσκυνοῦμεν Σου τά Πάθη, Χριστέ, δεῖξον ἡμῖν καί τήν ἔνδοξόν Σου Ἀνάστασιν» ΑΜΗΝ!