Κωνσταντίνου Σβολόπουλου, Constantinopla. 550 anos de su caida Κωνσταντινούπολη. 550 χρόνια από την άλωση, Γρανάδα 2006, σελ. 9-13
Η μετάβαση από τον Μεσαίωνα στους Νεώτερους Χρόνους στον ιστορικό χώρο που σφραγίζεται από τη διαχρονική παρουσία του Ελληνισμού, συνέπεσε με ένα φαινόμενο βαρύνουσας σημασίας: την μετάλλαξη της θέσης και του προσώπου όσων συναπάρτιζαν το Γένος των Ελλήνων. Η ’λωση της Πόλης -πριν από 550 χρόνια- αποτελεί καθεαυτή γεγονός καταλυτικής βαρύτητας με την ιστορία της Ευρώπης και γενικότερα, της ανθρωπότητας. Σηματοδοτεί όμως, και ειδικότερα, συμβατικά και ουσιαστικά, τη διαδικασία του μεταβολισμού ανανεωμένων κυττάρων στο σώμα του Ελληνισμού, ζωντανό και μετά την υποταγή της ιστορικής Βασιλεύουσας σε αλλότριους δυνάστες. Ο πυρήνας της βαθειάς αυτής ζύμωσης θα εντοπιστεί εκ νέου στο χώρο της Κωνσταντινούπολης. Τα ειδικότερα ερωτήματα που εύλογα ανακύπτουν επικεντρώνονται στη διευκρίνηση κατά κύριο λόγο των όρων και των περιστάσεων υπό τις οποίες συντελέστηκε η μετάλλαξη της πρωτεύουσας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας σε πρωτεύουσα του υπόδουλου Γένους.
• Ερώτημα θεμελιακό, συνυφασμένο με ένα μείζον πρόβλημα: πότε, αναδύονται μέσα από τον ασθενή κορμό της βυζαντινής επικράτειας τα ακμαία γονίδια του νέου Ελληνισμού;
Ανεπίδεκτη αμφισβήτησης είναι η διαπίστωση ότι η ’λωση επισφράγισε το 1453 την ήδη προγενέστερη αποψίλωση της κραταιάς Βασιλεύουσας από κάθε έρεισμα ισχύος. Η άλλοτε περικλεής πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας εξέτεινε πλέον την κυριαρχία της σε ακτίνα ολίγων μόλις χιλιομέτρων, περιεκλείοντας στους κόλπους της ένα αριθμητικά ανίσχυρο ανθρώπινο δυναμικό. Πέρα από την γλισχρότητα των υλικών μέσων, έκδηλη ήταν η πενία της και σε έμψυχο υλικό, τα σήμαντρα της φθοράς του [ημετέρου] Γένους -κατά μία έκφραση της εποχής- προάγγελαν την επικείμενη καταστροφή.
Ποιά δύναμη προσφερόταν για να αποδώσει στο Γένος το σφρίγος και την αλκή που είχε έκδηλα απωλέσει; Ορισμένοι είχαν στρέψει το βλέμμα στις νοτιότερες εσχατιές της φθίνουσας αυτοκρατορικής επικράτειας, στην επαρχία του Μορέως -ειδικότερα στο Μυστρά όπου είχε αναφανεί μία σπίθα ευρωστίας, πολιτικής και πνευματικής. Ο Γεώργιος Γεμιστός, ηθικός προφήτης του Γένους κατά τον Π. Κανελλόπουλο, είχε -όπως είναι γνωστό- καταρτίσει και σχέδιο ριζικής μεταρρύθμισης -οικονομικής, στρατιωτικής και κοινωνικής-, αποβλέποντας στην ανατροπή του μεσαιωνικού καθεστώτος και στον αναπροσανατολισμό των Ελλήνων εντός του εκκολαπτόμενου νέου κόσμου. Περισσότερο πραγματιστική, χωρίς όμως τελικώς ούτε αυτή να αποδώσει άμεσα καρπούς, υπήρξε η προσπάθεια του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ως Δεσπότου του Μορέως, να αναζωπυρώσει τα ζωντανά κύτταρα του Γένους στην τελευταία αυτή ελεύθερη εσχατιά της καταρρέουσας αυτοκρατορίας: Δια να συγκροτηθεί κράτος -γράφει με αναφορά στην απόπειρα αυτή ο Κ. Παπαρρηγόπουλος- απαιτούνται προπάντων αποχρώντα εθνικά στοιχεία· ματην δε αι δημιουργικαί του ανδρός εκείνου χείρες εζήτησαν κατ’ εκείνου του χρόνου την απαραίτητον ταύτην πλαστουργικήν ύλην. Η ανεπάρκεια, εντούτοις, των αναγκαίων προϋποθέσεων -δικαιούμαστε να προσθέσουμε- δεν αναιρεί το γεγονός ότι ο προορισμένος ως τελευταίος Βυζαντινός Αυτοκράτορας είχε τραπεί στην αναζήτηση μιας αδιόρατης ακόμη σε πρώτη όψη δυναμικής. Δεινός μαχητής, κατά την ρήση του Βησσαρίωνα, θα μεταφέρει το ίδιο μήνυμα στην αγωνιώσα Βασιλεύουσα και, πίπτοντας στις επάλξεις της, θα την μεταλαμπαδεύσει στις επερχόμενες γενεές των Ελλήνων.
Πώς όμως, άραγε, ο ίδιος αυτός που δεν κατόρθωσε εν ζωή να αναχαιτίσει την πορεία προς την πτώση κατέληξε, μετά τον αφανισμό του, να εκφράζει την ελπίδα στην αναστήλωση – την ανάσταση του Γένους; Ίσως, οι λόγοι που είχε εκφέρει, ή η δράση που είχε αναπτύξει να μην είχαν, μόνοι, αρκέσει για να επιτευχθεί αυτό το αποτέλεσμα όπως, μόνοι, ούτε η αυταπάρνηση και, τελικά, ούτε αυτός ο θάνατός του θα αρκούσαν. Απαιτήθηκε η σύναψη όλων αυτών των πραγματικών γεγονότων για να γεννηθεί και να επιβιώσει η παράδοση για τον μαρμαρωμένο Βασιλιά, από εθνικής απόψεως… η πολυτιμοτάτη πασών -κατά τον Ν. Πολίτη- διότι εις ταύτην αποκορυφούνται οι πόθοι και αι ελπίδες του δουλωθέντος Γένους περί ελευθερίας και ανορθώσεως. Ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος -επισημαίνει εύστοχα ο Π. Κανελλόπουλος ήξερε καλά ότι, κι’ αν όλοι τους πέθαιναν, δεν θα πέθαινε το Γένος ενώ, αν, υιοθετώντας τις προτάσεις του σουλτάνου, δεχόταν να σώσει τον εαυτό του και όλους τους άρχοντες, το Γένος θα χανόταν… Το πεδίο της ύστατης αντιπαράθεσης, η Πόλη μαχόμενη, θα αναχθεί, και αυτή, σε σύμβολο του Γένους εν εγρηγόρσει. Παραστατική είναι η εικόνα του Σπυρίδωνος Ζαμπελίου: Υπεράνω και Τούρκων πολιορκητών και Ρωμαίων πολιορκημένων εφίπταται, και το στερέωμα εν είδει φλογεράς ρομφαίας περιαυγάζει, το πνεύμα της επαγγελλομένης Αναγεννήσεως. Ο εντοπισμός -έως τη στιγμή αυτή- της αναφοράς στο πρόσωπο που διεδραμάτισαν κυρίως οι πρωταγωνιστές, δεν συνεπάγεται ασφαλώς την παραγνώριση της καθοριστικής συμβολής στη ροή των εξελίξεων, παραγόντων συλλογικών και δυνάμεων βαθύτερων. Ο Ζαμπέλιος είχε πρώιμα διακρίνει την αυτοδύναμη παρουσία ενός συγκεκριμένου Λαού, ο οποίος, εκφράζοντας το ενεστώς και το μέλλον της κοινωνίας, ενδύεται την Νεοελληνικήν στολήν του και συγκροτεί την τέταρτη αρχή πέραν των τριών εξ αυθεντίων παραδοσίμων ορμωμένων και εις απώτατον του παρελθόντος ορίζοντα εγκεκειμένων, ήτοι της Πολιτείας (Ρωμαϊκής), της Εκκλησίας (Συνοδικής Ορθοδόξου) και της λόγιας κοινότητας των Αττικιστών: Δεν είναι [ο Λαός αυτός] μεν Ρωμαίος, διότι ησπάσατο της ελληνικής ονομασίας, δεν είναι δε δούλος του αρχιερατικού συλλόγου, διότι εξουσίαν έχει του ακυρώσαι Συνόδους Φλωρεντινάς και αυτοκρατορικά μονοκονδύλια· αλλ’ ούτε θιασώτης είναι των Αττικιστών λογίων, διότι αντί της γλώσσης του παρελθόντος, λαλεί την ζώσαν διάλεκτον των προσεχών αγωνισμάτων του. Η πρώτη εμφάνισή του στο ιστορικό προσκήνιο εντοπιζόταν από τον σκαπανέα αυτόν της ιστορικής επιστήμης στα 1204, έτος της άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους. Ο Απόστολος Βακαλόπουλος, τεκμηριώνοντας, πρόσφατα, την ίδια αυτή άποψη, αναζητεί την πρώτη σφριγηλή παρουσία του Νέου Ελληνισμού στα κράτη που είχαν αναδυθεί από τα ερείπια της κατακερματισμένης βυζαντινής αυτοκρατορίας – στη Νίκαια, στην Τραπεζούντα, στα Ιωάννινα και, αργότερα, στο Δεσποτάτο του Μορέως, έξω από την επίδραση της Κωνσταντινουπόλεως με την παλιά επίσημη ρωμαϊκή παράδοση. Η συναφομοίωση -κατά τον όρο του Ζαμπελίου- Ορθοδοξίας, Μοναρχίας και Αττικού λογιοτατισμού θα συντελεστεί ακριβώς μεταξύ των δύο Αλώσεων, Φραγκικής και Οθωμανικής. Τότε και ο Λαός, ως αυθύπαρκτη οντότητα συμπληρώνει το πολυδύναμο αυτό σχήμα και υποστασιοποιεί την έννοια του Γένους· τότε προφέρεται και από επισήμων χειλέων, του Ιωάννη Γ. Δούκα-Βατάτση, ο όρος ημέτερον Γένος, Γένος των Ελλήνων κατά μία διατύπωση που είχε υιοθετηθεί στη διάρκεια ήδη του ΙΓ’ και του ΙΔ’ αιώνα.
• Στο σημείο αυτό είναι εύλογο να τεθεί ένα δεύτερο ερώτημα: ποιά στοιχεία συνέθεταν, στη θεμελιακή της υπόσταση, μια συγκεκριμένη ιδιοπροσωπία του Νέου Ελληνισμού; και, συμπληρωματικά, σε αμεσότερη συνάρτηση με το θέμα της παρούσας εισήγησης: εστιαζόταν, πράγματι, η παρουσία του, ουσιαστικά ή ενδεχομένως συμβολικά, στο χώρο της Βασιλεύουσας – πριν ή μετά την ’λωση; Η γενική αναφορά στους όρους υπό τους οποίους αναδύθηκε το πρόσωπο του Νέου Ελληνισμού συνυφάνθηκε ήδη με την επισήμανση εν δυνάμει των στοιχείων αυτών κατά τις ώρες της ύστατης δοκιμασίας της Πόλεως των πόλεων. Η πληρέστερη, εντούτοις, επεξεργασία και η οριστική μορφοποίησή τους θα συντελεστεί κατά την σκοτεινή περίοδο που θα ακολουθήσει την ’λωση. Τότε επέτειλε -κατά τη χαρακτηριστική έκφραση του Παπαρρηγόπουλου- η γλώσσα, πρώτον, του Νέου Ελληνισμού, αφού είχε, μετά την δωδέκατη εκατονταετηρίδα, πέρα ήδη από κοινώς λαλουμένη, αποτυπωθεί σε αξιόλογα μνημεία του πεζού και του έμμετρου λόγου. Τι έστιν Ελληνισμός; – είχε διερωτηθεί κατά τον πρυτανικό λόγο του, το έτος 1872, για να απαντήσει: ελληνική γλώσσα, τι δε ελληνική γλώσσα; – Ελληνισμός. Θεμελιακό στοιχείο, δεύτερο, επάλληλο με τη γλώσσα, η Παιδεία, έμελλε, και αυτή, να συμβάλει στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας του Νέου Ελληνισμού. Η οθωμανική κατάκτηση έμελλε να επιφέρει την καθίζηση της εκπαίδευσης και, αυτονόητα, να αναστείλει την άμεση επικοινωνία με την κλασσική αρχαιότητα που είχε αποκατασταθεί κατά τους παλαιολόγειους χρόνους. Ο μεταβολισμός όμως ζωογόνων συστατικών της στο σώμα της υπό διαμόρφωση εθνικής κοινότητας είχε ήδη συντελεστεί· ενωρίς, εξ άλλου, την επαύριον της ’λωσης, η ελπιδοφόρα ενατένιση προς το μέλλον ήταν για ορισμένους -πρώτος ο Λαόνικος Χαλκονδύλης- αναπόσπαστη από αυτό το όραμα της κλασικής Ελλάδας. Ο ησυχαστής πατριάρχης Γεννάδιος Β’, ο ίδιος που είχε ρίψει στην πυρά τους Νόμους, μέσω των οποίων προσέβλεπε ο Πλήθων στην αναμόρφωση του καταρρέοντος βυζαντινού κόσμου, ίδρυσε την επαύριον της ’λωσης, την Μεγάλη Πατριαρχική Σχολή, όπου έμελλε να ανθήσει εκ νέου η διδασκαλία των ελληνικών γραμμάτων. Το γεγονός αυτό, πέρα από πράξη συστατική του εκπαιδευτικού κλάδου, υποδηλώνει την τάση συλλειτουργίας της εκκλησιαστικής και της, ολοένα έκτοτε αναπτυσσόμενης, θύραθεν παιδείας. Δεν είναι τυχαία η επιγραμματική ρήση του Στήβεν Ράνσιμαν ότι η Ορθοδοξία διατήρησε τον Ελληνισμό μέσα από τους σκοτεινούς αιώνες· αλλά και ότι χωρίς την ηθική δύναμη του Ελληνισμού και αυτή η Ορθοδοξία θα είχε απισχναθεί. Την στιγμή, πράγματι, που είχε το βυζαντινό Κράτος απωλέσει την αυτοτέλεια και την αυτοδυναμία του, η Μεγάλη Εκκλησία, πέρα από την πνευματική, έδινε υπόσταση κοινωνική και πολιτική σε μια νέα σφριγηλή, εν δυνάμει εθνική κοινότητα. Η διαπίστωση αυτή οδηγεί στην επαλήθευση του θεμελιακού σχήματος που είχε, κατά την αυγή της νεοελληνικής ιστοριογραφίας, προτείνει ο Ζαμπέλιος: ο Πατριάρχης των Ρωμαίων -κατά την προσωνυμία της οσμανικής κυβέρνησης- δεν προσωποποιούσε, πράγματι, την συναφομοίωση Μοναρχίας, Ορθοδοξίας και Αττικής λογιοσύνης, η οποία και προσέδωσε στο υπόδουλο Γένος την ιδιαίτερη φυσιογνωμία του;
• Η Κωνσταντινούπολη του Γένους: η υιοθέτηση του όρου υποδηλώνει ότι ο πυρήνας της βαθειάς αυτής ζύμωσης που συντελέστηκε στους κόλπους του ελληνισμού εντοπίζεται στο χώρο της υπό δουλείαν πρωτευούσης του. Οι αναμνήσεις του παρελθόντος και οι παρακαταθήκες της παράδοσης δεν θα αρκούσαν για να ερμηνεύσουν το ιστορικό αυτό φαινόμενο. Περισσότερο καθοριστικό υπήρξε το γεγονός ότι οι παράγοντες που είχαν επενεργήσει στη γένεσή του, οι ίδιοι που έμελλαν κατά βάση να καθορίσουν και την περαιτέρω ανάπτυξή του, συναρμόζονταν δυναμικά στο χώρο, ακριβώς, της Κωνσταντινούπολης. Θα ήταν -οπωσδήποτε- αδιανόητο να ερμηνευτεί η διαδικασία ενδυνάμωσης του Ελληνισμού χωρίς να προσμετρηθούν όσοι παράγοντες συνέχονταν με την οικονομική ανάκαμψη, την κοινοτική οργάνωση, την πνευματική άνθηση: το πεδίο απόδοσης των προσπαθειών στους συγκεκριμένους αυτούς τομείς εκτεινόταν στην ευρύτερη γεωγραφική κλίμακα που οι Έλληνες επικάλυπταν με την παρουσία τους. Οι θετικές όμως αυτές επιδόσεις συνυφάνθηκαν με τη δυνατότητα διατήρησης της εθνικής ιδιοπροσωπίας και την αξιοποίηση δυνατοτήτων που τους προσφέρθηκαν στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης ιστορικής συγκυρίας. Ο Ελληνισμός, στην υποστασιακή του έκφανση προτού η έννοια του έθνους αποκτήσει ολοκληρωμένο δογματικό περιεχόμενο, διεσπαρμένος κατά τους τελευταίους βυζαντινούς αιώνες σε εδάφη υπό διαφορετική ή μεταλλασσόμενη κυριαρχία, συναρθρωνόταν μετά την ’λωση, βαθμιαία στο σύνολό του, υπό ενιαία υπερκείμενη αρχή, εκείνη της οθωμανικής εξουσίας, αλλά και, ταυτόχρονα, της πνευματικής δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο και μόνον -κατά τον Παπαρρηγόπουλο- εξεπροσώπει εν μέρει την διοικητικήν του ελληνικού έθνους ενότητα· ο Οικουμενικός Πατριάρχης, Εθνάρχης κατά την προσωνυμία της Πύλης, αναγόταν στη συνείδηση των Ελλήνων σε αυθέντη και Βασιλέα.
Ιδού η δυναμική που, με επίκεντρο την Κωνσταντινούπολη, χαρακτηρίζει και προσδιορίζει την λειτουργία του ελληνικού Γένους κατά τους σκοτεινούς αιώνες της Οθωμανικής κυριαρχίας· και στηρίζει, ακόμη, την ιθύνουσα παρουσία του στον ευρύτερο χώρο της καθ’ ημάς Ανατολής. Ο Δ. Ζακυθηνός αναφέρεται στην ηγεμονική πρωτοβουλία του Ελληνικού Γένους· και επεκτείνεται, επισημαίνοντας ειδικότερα τη δημιουργία ορθόδοξου εκκλησιαστικού Κράτους του Ελληνικού Έθνους, ως παρακρατικού οργανισμού στο πλαίσιο της οθωμανικής αυτοκρατορίας: ολόκληρον δίκτυον μητροπόλεων, αρχιεπισκοπών, επισκοπών, χωρεπισκοπών, μοναστηριακών κοινοτήτων εκάλυψεν το υπό τουρκικήν κυριαρχίαν έδαφος, ήτο δε το δίκτυον τούτο πυκνότερον και πληρέστερον του κρατικού, όπερ εστηρίζετο επί των διαλυτικών θεσμών του τιμαριωτισμού. Στο πλαίσιο αυτό απελευθερώθηκαν, ολοένα και περισσότερο με την πάροδο του χρόνου, οι ζωογόνες δυνάμεις που ενέκλειε η ελληνική γλώσσα και η ελληνική κλασική παιδεία. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι, τέσσερις αιώνες αργότερα, στον ίδιο αυτό χώρο της Κωνσταντινούπολης θα αποδώσει ο Νεολόγος στην ελληνική κοινότητα τον χαρακτηρισμό της κολυμβήθρας δια την αναγέννησιν της Ανατολής. Τότε ακριβώς θα προφερθεί από υπεύθυνα χείλη και η χαρακτηριστική φράση: Η Κωνσταντινούπολις υπό το αχανές δάσος των μιναρέδων και των κυπαρίσσων αυτής κρύπτει τα ερείσματα δύο αυτοκρατοριών και τα σπέρματα μιας άλλης.
Οι ιστορικές ανακατατάξεις που συντελέστηκαν κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα μετέβαλαν ριζικά τη λειτουργία αυτή. Η πλήρης αρχικά, αποτυχία των Μεταρρυθμίσεων στο πολιτικό πεδίο, η ανάδυση, στη συνέχεια, του ξενόφοβου τουρκικού εθνικισμού, η αποτυχία της μικρασιατικής εκστρατείας και η ελληνοτουρκική συμφωνία για την ανταλλαγή των πληθυσμών, η δημιουργία ενός συμπαγούς και ισχυρού τουρκικού κράτους, ο ριζικός, τέλος, αναπροσανατολισμός της ελληνικής διπλωματικής στρατηγικής, συνέβαλαν ώστε η αναφορά της Κωνσταντινούπολης, έως και σήμερα, ως κοιτίδας του Γένους να υποδηλώνει τη συντήρηση μιας ανεκτίμητης πολιτιστικής παρακαταθήκης και να ενεργοποιεί τη συλλογική μας ιστορική μνήμη ως Ελλήνων και ως Ευρωπαίων.