Ἰδοὺ δὴ τι καλὸν ἤ τι τερπνόν, ἄλλ’ ἢ τὸ κατοικεῖν ἀδελφοὺς ἐπὶ τῷ αὐτῷ».
Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ ψαλμωδοῦ ὑποδέχθηκε τὸ Γ΄ Μοναστικὸ Συνέδριο, ποὺ συνῆλθε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Φανερωμένης Λευκάδος ἀπὸ 21-23 Σεπτεμβρίου τοῦ 2018, ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Λευκάδος καὶ Ἰθάκης κ. Θεόφιλος.
Καὶ αὐτὸ τὸ Συνέδριο, κάτω ἀπὸ τὴν εὐλογία καὶ τὴ γενικὴ συμπαράσταση τοῦ Σεβασμιωτάτου ποιμενάρχη μας, συνέλαβε καὶ ἐφερε σὲ αἴσιο πέρας ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φανερωμένης Λευκάδος Ἀρχιμανδρίτης π. Νικηφόρος. Τὸ Συνέδριο διεξήχθη μὲ τὴ συνεργασία τῆς Περιφεριακῆς Ἑνότητας Λευκάδος καὶ τοῦ Δήμου Λευκάδος, μὲ τὴ ἀμέριστη σύμπραξη τῆς συνοδείας του καὶ τὴν ἄοκνη ἀνταπόκριση τῶν πιστῶν .
Σ’ αὐτὸ παρέστη ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Αἰτωλίας και Ἀκαρνανίας κ. Κοσμᾶς, ὡς ἐκπρόσωπος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὁ ὁποῖος ἀνέγνωσε τὸ μήνυμα τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερωνύμου καὶ ἐξέφρασε καὶ τὶς προσωπικές του εὐχὲς γιὰ τὴν ἐπιτυχία του.
Συμμετεῖχαν οἱ Σεβ. Μητροπολίτες Λεμεσοῦ κ. Ἀθανάσιος, Ἐδέσσης καί Πέλλης κ. Ἰωήλ, Πρεβέζης κ. Χρυσόστομος, Προικοννήσων κ. Ἰωσήφ, Ἄρτης κ. Καλλίνικος, Νέας Κρήνης καὶ Καλαμαριᾶς κ. Ἰουστῖνος, Κεφαλληνίας κ. Δημήτριος, ὁ Θεοφ. ἐπίσκοπος Κερνίτσης κ. Χρύσανθος καὶ ὁ πρώην Μητροπολίτης Ἄρτης κ. Ἰγνάτιος.
Ἐπίσης ἔλαβαν μέρος Ὁσιολογιώτατοι Καθηγούμενοι καὶ μοναχοὶ Ὁσιολογιώτατες Γερόντισσες καὶ Μοναχές ἀπὸ πολλὲς μονὲς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ τοῦ ἐξωτερικοῦ, πολλοὶ ἱερεῖς, οἱ Ἀρχὲς τοῦ τόπου, οἱ ὁποῖοι καὶ χαιρέτησαν τὸ Συνέδριο, Καθηγητὲς Πανεπιστημίου, διάφοροι ἐκλεκτοὶ προσκεκλημένοι καὶ πλῆθος πιστῶν.
Τὴν ἔναρξη τῶν ἐργασιῶν τοῦ Συνεδρίου κήρυξε ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Λευκάδος καὶ Ἰθάκης κ. Θεόφιλος, ὁ ὁποῖος καὶ παρέστη, ὅπως καὶ οἱ λοιποὶ Μητροπολίτες, σὲ ὅλες τὶς Συνεδρίες.
Γενικὸ θέμα τοῦ Συνεδρίου ἦταν : Ὁ Ὀρθόδοξος Μοναχισμὸς καὶ σύγχρονες μορφὲς Μοναχικῆς Πολιτείας. Τὸ Συνέδριο ἦταν ἀφιερωμένο στοὺς ἀείμνηστους Μητροπολίτες: Λευκάδος καὶ Ἰθάκης κυρὸν Νικηφόρον καὶ Κερκύρας καὶ Παξῶν κυρὸν Πολύκαρπον.
Τὸν κύκλο τῶν εἰσηγήσεων ἄνοιξε ὁ Πανιερώτατος Μητροπολίτης Λεμεσοῦ Ἀθανάσιος μὲ τὸ εἰσαγωγικὸ θέμα : «Ὁ Ὀρθόδοξος μοναχισμὸς καὶ σύγχρονες μορφὲς τῆς Μοναχικῆς Πολιτείας». Ὁ Πανιερώτατος ἔθεσε ὡς βάση τῆς εἰσήγησής του τὸ ἀφετηριακὸ ἀλλὰ καὶ καθοριστικὸ γεγονός τῆς θείας ἐνανθρώπησης τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου. Ἀκολούθως ἐπικέντωσε τὴν προσοχή του στὸ γεγονὸς ὅτι «ἀληθὴς μοναχὸς ἐστίν, ὁ μηδέν ἔχων ἐν τῶ παρόντι βίω, εἰ μὴ τὸν Ἰησοῦν μόνον». Παράλληλα ἔδωσε μεγάλη σημασία στὸ μοναστικὸ πρόγραμμα, διευκρινίζοντας ὅτι, στὴν ἀρχὴ ἡ σωματικὴ γυμνασία εἶναι εὔκολη, στὴ συνέχεια ὅμως, κατὰ τὴν ὥρα τῶν πειρασμῶν, ἡ ζωὴ τοῦ μοναχοῦ ἀγγίζει τὶς πύλες τοῦ Ἄδη. Στὴν κατάσταση αὐτὴ χρειάζεται ἔντονη προσευχή, σὰν ἐκείνη τοῦ Ἰωνᾶ εὑρισκομένου, μόνου μὲ τὸν μόνο, στὴν κοιλία τοῦ κοίτους καὶ τῶν ἄλλων προφητῶν, οἱ ὁποῖοι ἐβίωναν τὴν Θεοεγκατάλειψη καὶ ταυτόχρονα δέχονταν πλούσια τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ τοὺς ἐπισκέπτεται καὶ νὰ τοὺς ἐξάγει ἐκ λάκκου κατωτάτου.
Στὴ συνέχεια παρουσίασε τὴν εἰσαγωγική του ἐπίσης εἰσήγηση ὁ Πρωτ. Καθηγητὴς Ἰωάννης Σκιαδαρέσης, μὲ θέμα «Ἑρμηνευτική προσέγγιση τοῦ Ματθαίου 19,11-12: οὐ πάντες χωροῦσιν τὸν λόγον τοῦτον ἀλλ’οἶς δέδοται… ὁ δυνάμενος χωρεῖν χωρείτω». Ὁ εἰσηγητής παρουσίασε ἀρχικά, ἐν ὀλίγοις, τὴ σύγχρονη (Καθολικὴ καὶ Προτεστάντικη) προβληματικὴ τῶν δύο αὐτῶν στίχων καὶ ἀκολούθως, κάνοντας χρήση τῆς Ὀρθόδοξης ἑρμηνευτικῆς, τόνισε ὅτι μὲ τὰ λόγια αὐτά, ἀναφερόμενα στὴν παρθενικὴ ζωή, ὁ Χριστὸς δὲν ἀποκηρύσσει «τὴν παραμυθία» τοῦ κόσμου τούτου, τὸν γάμο, ἀλλὰ «προτίθησιν» (= βάζει πρώτη) τὴν παρθενία, τὸν ὑπέρ τὴν φύση χαρισματικὸ τρόπο ζωῆς, ποὺ εἶναι δωρεὰ τοῦ Θεοῦ. Ἡ παρθενία λογίζεται καὶ πρέπει νὰ εἶναι ἐπιστροφή τοῦ ἀνθρώπου στὴν προπτωτική, παραδείσια ζωή, στὴν ἀπουσία τοῦ ἡδονικοῦ καὶ τοῦ ἐγωπαθοῦς. Υἱοθέτηση καὶ λαχτάρα γιὰ τὴ ζωὴ τῶν ἀγγέλων, «οἱ ὁποῖοι χιλιάδες καὶ μυριάδες ὄντες …οὐδεὶς τούτων ἐκ διαδοχῆς γέγονεν καὶ τόκων …». Ὁ εἰσηγητὴς ὲπεσήμανε ὅτι ἡ παρθενία δὲν εἶναι ὀρθολογισμὸς ἀλλι δύναμη Θεοῦ, δὲν ἑπαρκεῖ ὅμως. Ἀναγκαῖα εἶναι καὶ ἡ ἀνθρώπινη συνέργεια. Ἐπιβάλλεται ἀπαραιτήτως νὰ συνοδεύεται ἀπὸ τὸ μεγάλο χορό τῶν ἀρετῶν, ποὺ δέον νὰ κοσμοῦν τὴν παρθενία στὴν ἐνθαδικὴ ζωή τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Προικοννήσου κ. Ἰωσὴφ ἀνέπτυξε τὴν εἰσήγηση μὲ θέμα: « Ὁ Μητροπολίτης Λευκάδος καὶ Ἰθάκης κυρὸς Νικηφόρος, ὅπως τὸν ἔζησα». Σ’αὐτὴν παρουσίασε, μὲ πολὺ ἐπιτυχία, τὸν ἄριστο ἱεροκήρυκα καὶ ἁπλὸν λειτουργό π. Νικηφόρο. Ὑπενθύμισε συγκλονιστικὰ στιγμιότυπα ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ μακαριστοῦ καὶ μετέφερε τὶς, ἐπὶ διετίαν καὶ πλέον, ἐμπειρίες ποὺ ἀπεκόμησε ὅταν, ὡς ἱεροκήρυξ, συνεργάστηκε λίαν ἀγαστῶς μαζί του. Ὁ Σεβ. μνημόνευσε ἐκτενῶς τήν ὑποδειγματικὴ ἀνιδιοτέλεια καὶ τὴ συγχωρητικότητα τοῦ χαρακτήρα του, τὴν αὐστηρὴ ἐγκράτεια τοῦ ἀσκητικοῦ του βίου καὶ τὴν ἀμέριστη πατρικὴ ἀγάπη πρὸς τὸ ποίμνιο του. Ὁ μακαριστὸς διακρινόταν γιὰ τὴν ἀποστολική ἁπλότητα, τὴ λιτότητα τοῦ βίου του, τὴν ἱεροπρέπεια καὶ τὴ βαθειὰ συμπόνια του γιὰ κάθε πονεμένο ἄνθρωπο. Κυρίως οἱ ἀσθενεῖς τῆς Λευκάδος, τοὺς ὁποίους ἐπισκέπτονταν ὁ ἴδιος συχνὰ στὸ Νοσοκομεῖο καὶ οἱ γέροντες τοῦ Γηροκομείου ἦταν οἱ χῶροι ὅπου κατ’ἐξοχὴν ἀνάπαυαν, μετὰ τοὺς χώρους τῆς λατρείας, τὸν μακαριστὸ γέροντα.
Ἡ Ὁσιολογιωτάτη Γερόντισσα Εὐφημία, Καθηγουμένη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παντοκράτορος Κερκύρας, ἀνέπτυξε τὸ θέμα «Πολύκαρπος Βαγενᾶς, ὁ Μητροπολίτης Κερκύρας καὶ Γέροντάς μας» (1924-1984). Ἡ Γερόντισσα τόνισε ὅτι ὁ μακαριστὸς ἀναλώθηκε ἀπὸ τὰ νεανικά του χρόνια στὴν προσφορὰ τοῦ ζωηφόρου μηνύματος τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Αναστάσεως. Ἀφότου συνδέθηκε μὲ τὸν Γέροντά του, τὸν Μακαριστὸ Μητροπολίτη Λήμνου Διονύσιο, μετέπειτα Σταγῶν, ἔβαλαν σὰν στόχο νὰ πραγματώσουν μαζὶ τὴν πρωτοχριστιανικὴ κοινωνία τῆς ἁπλότητας καὶ τῆς ἀγάπης. Στὴν Ἱ. Μονὴ Φανερωμένης Λευκάδος ἔγινε ἡ κουρά του σὲ Μοναχό. Ἡ εἰς διάκονον Χειροτονία του ἔγινε τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγ. Μεγαλομάρτυρος Εὐσταθίου (20 Σεπτεμβρίου 1956). Μὲ τὴ χειροτονία του σὲ πρεσβύτερο (7 Ὀκτωβρίου 1956) χάρισε ὅλη τὴν πατρικὴ περιουσὶα του στὴν Ἱεραποστολικὴ κίνηση τῆς πατρίδας του. Καθαγίασε τὴν ὕπαρξή του μὲ τὴν ἄσκηση τῆς παρθενίας καὶ τῆς ὑπακοῆς καὶ ἔχυνε μυστικὰ ἱδρῶτες καὶ αἷμα, χωρὶς νὰ ὑποχωρεί στὴν ἀνάπαυση του σαρκίου, παρὰ τὶς ἀσθένειές του. Ἀγάπησε τὴν ἀφάνεια, τὸ ἀθόρυβο καὶ ταπεινό. Χώρεσε, ἐν Χριστῶ, τοὺς πάντες στὴν καρδιά του. Καὶ ὡς Ἐπίσκοπος Κερκύρας πρόσφεροντας μετάνοια γι’ αὐτούς, ποὺ τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεὸς καὶ φροντίζοντας μὲ ὑπομονὴ καὶ ἀγάπη τὶς ἀμαυρωμένες εἰκόνες του, τοὺς ἔφερνε στήν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ. Ἐπολιτεύθη διακριτικά, ἄλλοτε ἐκφράζοντας μὲ συγκατάβαση καὶ ἄλλοτε τέμνοντας μὲ τὴ μάχαιρα τοῦ πνεύματος, χωρὶς ἴχνη παγερότητας, ἠθικιστικῆς νοοτροπίας ἤ ἐξουσιαστικῆς ἐπιβολῆς. Ἡ θέρμη τῆς ἀγάπης του γιὰ τὸν Θεό καὶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο τὸν ἔκανε θεῖο παρανάλωμα. Ψωμὶ Χριστοῦ ψημένο στὴν ἀνθρακιὰ τοῦ Παναγίου Πνεύματος, γιὰ νὰ χορτάσουν ὅλοι οἱ πεινασμένοι, δὲν λογάριαζε παρὰ τὰ ἀπανωτὰ ἐμφράγματα, τὸν πολλαπλασιασμὸ τῶν φορτίων του καὶ κατὰ τὶς ἡμέρες τῆς τοποτηρητείας του στὴ διχασμένη Κεφαλλονιά. Τὴν εἰρήνευσε μὲ αὐτὸ ποὺ ὁ ἴδιος ἦταν.
Ὁ Πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμ. Ἀστέριος Χατζηνικολάου, Προϊστάμενος τῆς Ἀδελφότητος τῶν Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», εἰσηγήθηκε τὸ θέμα : «Ἡ πνευματικότης καὶ τὸ ἔργο τῶν Ἀρχιμανδριτῶν π. Θεοδώρου Μπεράτη καί π. Καλλιστράτου Λυράκη», οἱ ὁποῖοι ὑπῆρξαν μέλη τῆς Ἀδελφότητας Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ». Οἱ ἐν λόγω Ἀρχιμανδρίτες ἐδέχθησαν τή μοναχική κουρά εἰς τήν Ἱερά Μονή Φανερωμένης Λευκάδος καί τή χάρη τῆς ἱερωσύνης ἀπό τόν ἀείμνηστο Μητροπολίτη Λευκάδος καί Ἰθάκης κυρόν Δωρόθεον (Παλλαδινόν). Ὑπηρέτησαν τήν Ἐκκλησία μέ ἀποστολικἠ ἁπλότητα καί ἀφοσίωση στήν κλήση του Θεού, ὡς ἱεροπρεπεῖς λειτουργοί, φωτισμένοι πνευματικοί καθοδηγητὲς καὶ φλογεροί ἱεροκήρυκες. Συγχρόνως ἔζησαν τό μοναχικό ἰδεῶδες, ζῶντας ἐν παρθενία, ἀκτημοσύνη, καί ὑπακοῆ εἰς τήν Ἀδελφότητά τους καί πληροφορήσαντες τήν διακονίαν τους, ἐξεδήμησαν πρός Κύριον εἰς βαθὺ γῆρας, πλήρεις ἔργων ἀγαθῶν, ἀγώνων μοναχικῶν καί ἱεραποστολικῶν κόπων. Ὅδευσαν πρός τήν πέραν τῶν ὁρίων τοῦ κόσμου τούτου ζωήν, μέ τήν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως καί τῆς αἰωνίου ἀναπαύσεως, τῆς ἀρρήτου χαρᾶς και ἀφάτου δόξης τῆς θείας Βασιλείας.
Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Κεφαλληνίας κ. Δημήτριος ἀνέπτυξε μὲ πολὺ ἐπιτυχία τὸ θέμα «Ὁ ὅσιος Γέροντας Ἰάκωβος Τσαλίκης». Ὁ Σεβασμιώτατος θεμελίωσε τὴ σκιαγράφηση τοῦ ὁσίου βιωματικά, στηριχθεὶς σὲ προσωπικὲς ἐμπειρίες καὶ θαυμαστὰ γεγονότα ποὺ ἔζησε κοντὰ στὸν Γέροντα, χωρίς, ὅπως χαρακτηριστικὰ ἐπισήμανε, νὰ προβεῖ σὲ ἀξιολογικὲς κρίσεις καὶ χαρακτηρισμούς.
Ὁ Ἱερομόναχος Λουκᾶς Γρηγοριάτης ἀνέπτυξε τὴν εἰσήγηση «Ὁ Γέροντας Γεώργιος Καψάνης ὡς πνευματικὸς πατήρ». Ὁ εἰσηγητὴς παρουσίασε τά χαρίσματα τοῦ μακαριστοῦ Καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Γρηγορίου, τὰ ὁποῖα εἶχαν ὡς ρίζα τὴν πηγαῖα ἀγάπη, μὲ τὴν ὁποία τὸν ἐπροίκισε ὁ Θεός. Ὁ π. Γεώργιος ἀνέπτυξε μιὰ ποιμαντικὴ δραστηριότητα, ποὺ δικαίως μπορεῖ νὰ ὀνομασθεῖ «Ποιμαντικὴ τῆς θεώσεως». Σὲ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις τῆς ποιμαντικῆς του, τὸν διέκρινε ἡ ταπείνωση καὶ ἡ διάκριση. Ὡς νέος λαϊκὸς θεολόγος, ἐπιδόθηκε μὲ ζῆλο στὴν ποιμαντικὴ τῶν νέων καὶ τῶν φυλακισμένων. Ὡς κληρικὸς καὶ κατόπιν ὡς ἡγούμενος στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀνέπτυξε μιὰ ποιμαντικὴ μὲ χριστοκεντρικὸ καὶ ἐκκλησιαστικὸ χαρακτήρα, ὅπως αὐτὸ προκύπτει ἀπὸ τοὺς ἱερούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας. Ὡς στόχο ἔθεσε τὴν κατὰ Χριστὸν ὡρίμανση, καὶ ὡς μέθοδο τὴν ὑπακοὴ στὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ. Μὲ ἐκκλησιολογικὴ ὡριμότητα καὶ δογματικὴ ἀκεραιότητα στάθηκε ἀπέναντι σὲ ποικίλα ποιμαντικὰ προβλήματα. Μὲ κόπους, θυσίες, ὑπομονὴ καὶ ἀνιδιοτέλεια σήκωσε τὶς ἀδυναμίες τῶν πνευματικῶν του τέκνων. Οἰκονομοῦσε καὶ ἐπιτιμοῦσε μὲ ἀγάπη καὶ διάκριση. «Δὲν μπορεῖς νὰ ἐπιτιμήσεις κάποιον, ἐὰν πρῶτα δὲν τὸν ἐπαινέσεις», ἔλεγε. Νουθετοῦσε κατ’ ἰδίαν καὶ σὲ κοινές συνάξεις. Προτεραιότητα ἔδιδε στὴν ἐν Χριστῶ ἑνότητα τοῦ Κοινοβίου. Μὲ τὴν ποιμαντική του ἀγκάλιασε ἐπίσης τὴν ἐξωτερικὴ ἱεραποστολή, ἀλλὰ στὴν ὥριμη ἡλικία του ἀφιερώθηκε, κυρίως, στὴ στήριξη τοῦ γυναικείου Μοναχισμοῦ.
Στὴ συνέχεια ἡ Ὁσιολογιωτάτη Γερόντισσα Φιλοθέη, Καθηγουμένη Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου Πανοράματος Θεσσαλονίκης, ἀνέπτυξε τὸ θέμα «Ταπεινὲς καὶ γενικευμένες ἐμπειρίες καὶ μαρτυρίες γιὰ τὴν προσωπικότητα τοῦ Γέροντος Συμεὼν Κραγιόπουλου». Ὁ π. Συμεὼν Κραγιόπουλος, εἶπε ἡ Γερόντισσα, ἦταν ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔζησε τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας μέσα ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ χαρίσματά του τῆς ἀφάνειας, τῆς ταπείνωσης καὶ τῆς σιωπῆς. Αὐτὸ φαίνεται μέσα στὴν ἑξηντάχρονη διδαχή του, ὅπως αὐτὴ ἔχει διατυπωθεῖ σὲ σαράντα περίπου μέχρι τώρα βιβλία. Στοχεύοντας στὸ «λάθε βιώσας», ἔζησε ὡς ἄγνωστος μεταξὺ ἀγνώστων καὶ γνωστῶν μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι εἶναι μὴ ὢν. Ἀποσυρμένος ἐκεῖ στὴν ἔρημο τοῦ κόσμου, στὸ ἀνδρῶο Ἡσυχαστήριο τοῦ Πανοράματος «Ἡ Ἁγία Τριὰς», μακριὰ ἀπὸ τὸν φακὸ τῆς δημοσιότητος, ζοῦσε τὴ σώζουσα μοναξιά, ἐνῶ ταυτόχρονα ἡ πλατιὰ ἀπὸ ἀγάπη καρδιά του ἀγκάλιαζε ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα. Ὅλα τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἦταν συνυφασμένα μὲ τὴν πολυδιάστατη καὶ ἀνεξιχνίαστη προσωπικότητα τοῦ πατρός, καθόσον κέντρο τῆς ζωῆς του ἦταν ὁ Χριστός. Ἡ χριστομίμητη ταπείνωσή του καὶ ἡ σπάνια διάκρισή του ἦταν τὸ θεμέλιο ὅλων τῶν ἀρετῶν του. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ τὸν διέκρινε πρὸς τὰ ἔξω ἦταν ἡ ἁγιοπνευματικὴ διδαχή του καὶ ἡ φιλάνθρωπη ἐξομολόγηση. Ὁ λόγος του ἦταν ἀπέριττος καὶ ἀνεπιτήδευτος, γιατὶ δὲν κήρυττε ὡς ἀκαδημαϊκὸς διδάσκαλος, ἀλλὰ μετέδιδε στοὺς πιστοὺς τὴ γνήσια ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, μέσα ἀπὸ τὴ δική του πάντοτε βιωματικὴ ἐμπειρία. Ὡς πρὸς τὴν ἐξομολόγηση, μὲ τὸ ἐξαιρετικὰ ἀνεπτυγμένο διορατικὸ καὶ προορατικὸ χάρισμα, τὸ ὁποῖο ἀπέκρυπτε ἐπιμελῶς καὶ μὲ τὶς εἰδικὲς γνώσεις ποὺ κατεῖχε γύρω ἀπὸ θέματα Ψυχολογίας βάθους καὶ Νηπτικῶν πατέρων, εἶχε τὴν ἱκανότητα νὰ ἐκμαιεύει τὰ ἀπωθημένα βιώματα τῆς ψυχῆς μὲ πολλὴ ἀγάπη, πολλὴ λεπτότητα καὶ σπάνια διάκριση, γιατὶ σεβόταν ὑπερβολικὰ τὴν ἐλευθερία τῆς ψυχῆς, μὲ ἀποτέλεσμα ὅλοι νὰ ὁμολογοῦν ὅτι κάποιος τοὺς κατάλαβε, κάποιος τοὺς πόνεσε, τοὺς ἀγάπησε καὶ τοὺς δέχτηκε, ἔτσι ὅπως ἦταν. Ἡ ζωὴ τοῦ πατρὸς θὰ μείνει γιὰ πάντοτε κρυμμένη ὡς ἱστορία καὶ θὰ συνεχίζεται μόνο ὡς ζωὴ θεανθρώπινη, ὡς ζωὴ ἐν Χριστῷ, διότι ἡ μεγαλύτερη ἀρετή του ἦταν νὰ καλύπτει τὴν ἀρετή του. Ὁ π. Συμεὼν ἦταν ὁ γέροντας τοῦ μέτρου. Κατὰ τὸν χαρακτηρισμὸ τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου κυροῦ Παντελεήμονος τοῦ Β’ :«Ἕνας ἦταν ὁ Συμεών!»
Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Ἐδέσσης καί Πέλλης Ἰωήλ εἰσηγήθηκε τὸ θέμα «Ἡ μοναχικὴ ζωὴ στὴν Ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας». Ὁ Σεβασμιώτατος παρουσίασε ἐνδεικτικὰ κείμενα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑμνογραφίας ποὺ ἀφοροῦν στὴ μοναχική ζωή. Ἀνέλυσε λ.χ. τὸ περιεχόμενο τοῦ δοξαστικοῦ τοῦ ἑσπερινοῦ της ἑορτής τοῦ Μ. Ἀντωνίου, πού ἀναφέρεται στήν τήρηση τοῦ νοός, ποὺ ὅταν εἶναι καθαρὸς ὁδηγεῖ στὴν ἐνατένιση τοῦ κάλλους τῆς Ἁγίας Τριάδος. Μὲ ἀφορμή ἄλλους σχετικοὺς ὕμνους τόνισε τὴν ἀξία τῆς μνήμης τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀρετῆς τῆς διακρίσεως καὶ κατέληξε μὲ τὸ παράδειγμα τοῦ ἄκρως διακριτικοῦ Ἀββᾶ Ποιμένα, ποὺ εἶπε ὅτι καὶ σὲ τρεῖς ἡμέρες ἐὰν μετανοήσει εἰλικρινὰ ὁ ἄνθρωπος, μπορεῖ νὰ κοινωνήσει τῶν ἀχράντων μυστηρίων.
Ὁ Ὁσιώτατος Μοναχός Ἐφραίμ Σιμωνοπετρίτης στὴν εἰσήγησή του μὲ θέμα «Ἡ ὑπακοὴ στὸν Γέροντα κατὰ τὴν διδασκαλία τοῦ Γέροντος Ἐφραίμ Κατουνακιώτη», μὲ παραστατικὸ καὶ ζωντανὸ τρόπο, ἀναφέρθηκε στὴ χαρισματικὴ παρουσία τοῦ Ἐφραίμ Κατουνακιώτη καὶ στὴν ἐπιμονή του γιὰ τὴν ἀρετὴ τῆς ὑπακοῆς. Μετέφερε αὐτούσια τὰ λόγια τοῦ χαρισματικοῦ Γέροντα: «Ἀνέπαυσες τὸν Γέροντά σου, ἀνέπαυσες τὸν Θεόν. Ἔβαλες καλὴ ἀρχή, θὰ ἔχεις καλὸ τέλος». Ἡ ὑπακοὴ εἶναι περιεκτικωτάτη ἀρετή, ποὺ ἐλευθερώνει τὸν μοναχὸ ἀπὸ τὰ πάθη. Καὶ κατέληξε μὲ τὶς τρεῖς μορφὲς τῆς ὑπακοῆς: α) Κάνω ὑπακοὴ γιὰ νὰ μὴν κολασθῶ, β) κάνω ὑπακοὴ γιὰ νὰ λάβω τὸ μισθό μου, γ) κάνω ὑπακοὴ ἀπὸ ἀγάπη. Στόχος τοῦ μοναχοῦ εἶναι ἡ τρίτη μορφὴ τῆς ὑπακοῆς.
Ἂκολούθως ὁ κ. Κωνσταντῖνος Παπαγεωργίου, Καθηγητὴς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, στὴν εἰσήγησή του μὲ θέμα «Ζητήματα ἀπὸ τὰ Βυζαντινὰ καὶ Μοναστηριακὰ Τυπικά» διαπίστωσε μὲ ἰδιαίτερη σαφήνεια ὅτι σὲ ἀντίθεση πρὸς τὶς Ἐνορίες, οἱ Μονὲς τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἦταν ἀνέκαθεν, σύμφωνα μὲ τοὺς μακραίωνους κανονικοὺς θεσμούς, αὐτοδιοίκητες ἔναντι τῆς ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας τοῦ ἐπιχώριου Ἐπισκόπου. Τοῦτο ὅριζαν 60 περίπου τυπικὰ τῶν μεγαλύτερων καὶ ἱστορικῶν μονῶν τοῦ Βυζαντίου. Τὸ αὐτοδιοίκητο αὐτὸ τοῦ μοναχισμοῦ προστατεύεται σήμερα, ἂν καὶ ὄχι στὴν ἔκταση ποὺ θὰ ἔπρεπε, ἀπὸ τὸ ἄρθρο 39, παράγραφος 6 τοῦ καταστατικοῦ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Νέας Κρήνης καί Καλαμαριᾶς κ. Ἰουστῖνος ὁμίλησε μὲ θέμα «Ὁ Γέροντας Μωϋσῆς ὁ Ἁγιορείτης». Ὁ βίος τοῦ ὁσίου Γέροντος ἦταν ὄντως ἀσκητικός καὶ πολὺ πονεμένος. Ὁ πόνος τὸν συνόδευε σὲ ὅλη του τὴ ζωή, τὸν ὁποῖο ὑπέμεινε μὲ καρτερία καὶ ὑποδειγματικὴ ὑπομονή. Ὁ Θεὸς τοῦ δώρισε πολλὰ τάλαντα, τὰ ὁποῖα ἀξιοποίησε μὲ τὸν καλύτερο τρόπο. Διέθετε ἱεραποστολικὸ φρόνημα, διακρίνονταν γιὰ τὴν ἀσκητικὴ ζωή, τὴν ἀγάπη στοὺς ἀδελφοὺς μοναχοὺς ἀλλὰ καὶ τοὺς χριστιανοὺς στὸν κόσμο. Τὰ βιβλία καὶ τὰ κείμενά του, ποὺ εἶναι πολλά, εἶναι ἐμπνευσμένα ἀπὸ τὴν ἡσυχία, τὴ νήψη, καὶ τὶς πνευματικὲς ἐμπειρίες τῶν ἁγιορειτῶν Πατέρων.
Η Ὁσιολογιωτάτη Γερόντισσα Θεοξένη, Ἱερᾶς Μονῆς Χρυσοπηγῆς Κρήτης, ὁμίλησε μὲ θέμα «Σύγχρονες ὁσιακὲς μορφὲς τοῦ μοναχισμοῦ στὴν Κρήτη». Ἡ Γερόντισσα ἔφερε στὸ φῶς ἄγνωστες ὁσιακὲς μορφὲς ἀπὸ την περιοχὴ τῆς Κρήτης. Μνημόνευσε διακριθέντες μοναχοὺς ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἀθανάσιο Ἀθωνίτη ἕως τὸν Νικηφόρο τὸν Λεπρό. Ἡ Ὁσιολογιωτάτη Γερόντισσα ἐπισήμανε τὴν μακρὰ ἀσκητικὴ καὶ μοναστικὴ παράδοση στὴν Κρήτη, ἡ ὁποία μαρτυρεῖται ἀπό τοὺς πρωτοχριστιανικοὺς χρόνους καὶ ἐπισφραγίζεται ἀπὸ ὁσιακὲς μορφές, ποὺ ἁγίασαν τὴν Μεγαλόνησο. Τόνισε δὲ ὅτι ἡ ἁγία αὐτὴ παράδοση συνεχίζεται ἕως σήμερα μὲ τὴν ὑπαρξη σὲ ὅλη σχεδὸν τὴν ἔκταση τοῦ νησιοῦ μοναστικῶν κέντρων.
Ὁ Πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμ. Σάββας Ἱερᾶς Μ. Προφήτου Ἠλιοῦ Πρεβέζης ἀνέπτυξε τὸ θέμα «Ὁ Νικοπόλεως Μελέτιος ὡς πνευματικὸς πατέρας». Ἀναφερόμενος στὴν προσωπικὴ σχέση ποὺ εἶχε μαζί του, παρουσίασε πολλὰ περιστατικὰ ποὺ δείχνουν ὅτι, ὁ μακαριστὸς Γέροντας Έπίσκοπος ἦταν φιλακόλουθος, διακριτικός, ἐγκρατευτὴς καὶ διέθετε ἀρχοντικὴ ἀγάπη, διδάσκοντας μὲ τὸ παράδειγμά του. Μετὰ ἀπὸ μιὰ κατανυκτικὴ λειτουργία, μὲ ὀλίγους μοναχοὺς στὸ ὑπόγειο τοῦ καθολικοῦ τῆς Μονῆς τοῦ Προφήτη Ἠλία, εἶπε: «Ἐκεῖνο ποὺ κατάλαβα μετὰ ἀπὸ 40 χρόνια ἱερωσύνης εἶναι νὰ ἔχουμε προτεραιότητα στὴ ζωή μας τὸν Χριστό. Ὁ Χριστὸς εἶναι το πᾶν. Τὸν Χριστὸ νὰ ἐμπιστευόμαστε καὶ σ’ αὐτόν νὰ ἐλπίζουμε». Ὁ π. Σάββας ἔδωσε ἐπίσης ἕνα οὐσιαστικὸ σχῆμα ἕξι σημείων αὐτοελέγχου γιὰ τὴν ἐξομολόγηση τῶν μοναχῶν.
Α. Σχέση μὲ τὸν Χριστὸ ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὴν προσευχή, τὸν πόθο μίμησης καὶ ἐπικοινωνίας μαζί του, τὴν ὑπακοή, τὴν χαρά, τὸν πόθο διακονίας καὶ προσφορᾶς.
Β. Σχέση μὲ τὴ Μονή, ποὺ εἶναι ὁ τόπος τῆς ζωῆς τοῦ μοναχοῦ, τόπος ἁγιασμοῦ του, ὁ ἐπίγειος παράδεισός του.
Γ. Σχέση μὲ τὸν Ἡγούμενο, δηλαδὴ βρίσκομαι κοντά του ἐκ Θεοῦ ἢ εἶναι καρπὸς λάθους; Τὸν ἀγαπῶ; Ἔχω πόθο καλῆς ἐπικοινωνίας μαζί του; Κάνω ὑπακοὴ σ’ αὐτὸν καὶ εἶναι γιὰ μένα τρόπος σωτηρίας;
Δ. Σχέση μὲ τοὺς ἀδελφούς. Τοὺς βλέπω ὡς ἀδελφοὺς καὶ ὡς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἢ θεωρῶ τὴν παρουσία τους δαιμονική;
Ε. Ἡ τάξη τῆς Μονῆς. Σέβομαι, ἀγαπῶ, τηρῶ τὴν τάξη τῆς Μονῆς; Προσέρχομαι ἐγκαίρως στὴ θεία λατρεία; Πῶς στέκομαι στὴ θεία Λειτουργία; Ποιὰ ἡ στάση μου στὴν Τράπεζα; Μήπως ἔχω πόθο γιὰ ἔξοδο ἀπὸ τὴ Μονή; Κάνω ἐνέργειες χωρὶς εὐλογία;
ΣΤ. Σχέση μὲ τὸν ἑαυτό μου. Πῶς ἀντιμετωπίζω τοὺς λογισμούς; Διακρίνω καὶ ὑποψιάζομαι τοὺς φαινόμενους λογικοὺς καὶ εὐσεβεῖς; Τρέφομαι μὲ τὴ μελέτη καὶ τὴ νοερὰ προσευχή; Εἶμαι συνεπὴς μὲ τὸν κανόνα μου;
Ἡ Γερόντισσα Μεθοδία, Καθηγουμένη της Ἱερᾶς Μ. Τιμίου Σταυροῦ Μαμψοῦ, εἰσηγήθηκε τὸ θέμα «Ἡ ποιμαντικὴ στὰ γυναικεῖα Μοναστήρια» καὶ ἀνέφερε ὅτι μεγάλη ὠφέλεια προκύπτει ἀπὸ τὶς κοινὲς συνάξεις τῆς ἀδελφότητας, κατὰ τὶς ὁποῖες ἡ Ἡγουμένη διδάσκει τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ καθοδηγεῖ τὶς ἀδερφές. Οἱ συνάξεις αὐτές, οἱ ὁποῖες καλὸν εἶναι νὰ γίνονται σὲ τακτὰ καὶ συχνὰ διαστήματα, δίδουν τὴν εὐκαιρία νὰ ἀναφερόμαστε καὶ σὲ συγκεκριμένα θέματα, τὰ ὁποῖα προκύπτουν ἀπὸ τὴν καθημερινή μας ζωή. Καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ πεῖρα τοῦ ἑνός, γίνεται πεῖρα ὅλων. Οἱ κοινὲς λατρευτικὲς συνάξεις, ἡ κοινὴ τράπεζα, οἱ διδακτικὲς ἢ ἑορταστικὲς συνάξεις, οἱ «παγκοινιές» ἑνώνουν ἰδιαιτέρως τὴν ἀδελφότητα. Διὰ τοῦτο πρέπει ἡ Ἡγουμένη νὰ μεριμνᾶ νὰ τηροῦνται μὲ ἀκρίβεια καὶ μὲ τὴν συμμετοχὴ ὅλων. Ὁλόκληρη ἡ ζωὴ τῆς μοναχῆς στὸ κοινόβιο εἶναι ζωὴ μαθητείας καὶ ἀσκήσεως. Ἡ Μονὴ εἶναι ἕνα Ἱερὸ διδασκαλεῖο, ὅπου ἡ πνευματικὴ μητέρα καὶ διδασκάλισσα μὲ τὴν ἀγάπη της καὶ τὴν πνευματική της φροντίδα νυχθημερὸν προσεύχεται καὶ παρακολουθεῖ τὶς ἀδερφὲς καὶ δὲν χάνει τὴν εὐκαιρία νὰ ἐφαρμόσει τὸ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «Κήρυξον τὸν λόγον, ἐπίστηθι εὐκαίρως, ἀκαίρως, ἐλεγξον, ἐπιτίμησον, παρακάλεσον, ἐν πᾶση μακροθυμὶα και διδαχή». Ἡ ὑποτακτικὴ ἐξαγορεύει ὅλους τοὺς λογισμούς της καὶ τοὺς πλέον ἀσήμαντους κατὰ τὴ γνώμη της καὶ καλοὺς καὶ κακοὺς καὶ δέχεται τὴ συγκατάθεση ἢ τὴν ἄρνηση, τὶς συμβουλὲς καὶ τοὺς κανόνες τῆς Γερόντισσάς της, ὡς θεραπευτικὰ φάρμακα. Ὁ κανόνας γιὰ τὴν ὑποτακτικὴ εἶναι ἱερὸς καὶ ἀπαράβατος καὶ δὲν δύναται νὰ λυθεῖ ἀπὸ κανέναν, εἰ μὴ μόνον ἀπὸ τὴν Ἡγουμένη.
Ἡ Ὁσιολογιωτάτη Γερόντισσα Ἀντωνία, Καθηγουμένη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Ἱρᾶς Λευκάδος, στήν εἰσήγησή της μέ θέμα «Ὁ ἐκ Λευκάδος Γέροντας Ἀμβρόσιος Λάζαρης» περιέγραψε ἀδρομερῶς, ἀλλὰ μὲ ἐπιτυχία, τὴ μορφὴ τοῦ Γέροντος Ἀμβοσίου καὶ ἀναφέρθηκε στὴν καταγωγὴ καὶ τὸν βίο του ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία. Ἐπισήμανε ὅτι τὰ θαυμαστὰ γεγονότα, ποὺ ἀπὸ τὴν νεανικὴ ἡλικία ζοῦσε ὁ Γέροντας, ἀποδείκνυαν τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ στὸ πρόσωπό του, ὡς σκεύους ἐκλογῆς καὶ τόνισε τὰ πνευματικὰ γνωρίσματά του, ὅπως τὸν ἀσκητικὸ ζῆλο, τὴν καρτερία, τὴν ὑπομονή καὶ τὴν ὑψοποιὸ ταπείνωση.
Ο Ἀρχιμ. Ἀλέξιος, Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενοφῶντος Ἁγίου Ὄρους, ἀνέπτυξε τὸ θέμα: «Ἡ ποιμαντικὴ διακονία τῶν Ἱερῶν Μονῶν καὶ Ἡσυχαστηρίων στὸ σύγχρονο κόσμο». Ὁ ὁμιλητὴς ἐξῆρε τὴν προσφορὰ τοῦ μοναχισμοῦ διαχρονικῶς ἀλλὰ καὶ ἰδιαιτέρως στὸ σύγχρονο κόσμο καὶ ἀνέφερε «ὅτι ὁ ἀληθινὸς Μοναχὸς εἶναι μιὰ λειτουργικὴ ὕπαρξη, γι΄αὐτὸ καὶ τὸ κατ΄ἐξοχὴν ἔργο τοῦ Ἡγουμένου εἶναι νὰ ἀνάψει τὸ θεῖο πῦρ τῆς μετὰ τοῦ Θεοῦ κοινωνίας ἐντός του, μέσω τῆς ἁγιαστικῆς καὶ προσευχητικῆς ἀσκήσεως».
Ὁ Πρωτ. Καθηγητὴς Βασίλειος Καλλιακμάνης εἰσηγήθηκε τό θέμα «Ὁ μοναχικὸς βίος κατὰ τὸν Ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό». Ὁ ὁμιλητὴς ἀνέπτυξε τὸ θέμα του πολὺ ἐπιτυχῶς καὶ ἀνέφερε ὅτι ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς εἶχε βαθειά ταπείνωση καὶ ἀκτημοσύνη. Δὲν θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του αὐτόκλητο σωτῆρα τῆς Ἐκκλησίας. Ἔθετε τὶς ταπεινές του δυνάμεις στὴν ὑπηρεσία της ὡς ζωντανὸς φορέας Ἁγιοπνευματικῶν χαρισμάτων. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐρώτησε πνευματικούς, Ἀρχιερεῖς, Πατριάρχες καὶ, ἀφοῦ εξασφάλισε τὴ σύμφωνη γνώμη τους, ἀναχώρησε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος γιὰ ἱεραποστολὴ στὸν κόσμο. Ὁ Μοναχὸς τότε μόνο δικαιολογεῖται, κατ’ οἰκονομία, νὰ βρίσκεται ἐκτὸς τῆς Μονῆς του, ὅταν ἔχει εὐλογία καὶ διαθέτει μαρτυρικὸ καὶ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα.
Στὴν τελευταία εἰσήγηση ὁμίλησε ὁ Πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμ. Μάξιμος, Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ὁσίου Διονυσίου τοῦ ἐν Ὀλύμπω, μὲ θέμα «Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ». Ὁ Πανοσιολογιώτατος, ἀφοῦ ἀφηγήθηκε σύντομα βιογραφικὰ στοιχεῖα γιὰ τὸν Γέροντα, ἀναφέρθηκε στὸ ἀπαράμιλλο πνευματικὸ ἀνάστημά του καὶ προσδιόρισε τα χαρακτηριστικὰ ποὺ συνιστοῦσαν τὴν προσωπικότητά του, ὅπως τὸν ὑψηλὸ καὶ θεολογικό του λόγο, τὴν ὑποστατικὴ προσευχή, τὸν θυσιαστικὸ ἀγῶνα καὶ τὴν ἐνόραση τοῦ θείου φωτός.
Συμπερασματικὰ, στὶς ἐργασίες τοῦ Συνεδρίου τονίστηκε ὅτι ὁ Ὀρθόδοξος Μοναχισμός, μὲ τὴ μακραίωνη παράδοσή του, καλλιέργησε καὶ διατήρησε τὴν εὐαγγελικὴ καὶ ἀποστολικὴ ἀλήθεια. Βασικὰ στοιχεῖα τοῦ μοναχικοῦ βίου εἶναι τὸ μαρτύριον τῆς συνειδήσεως, ἀλλὰ καὶ τὸ μαρτυρικὸ φρόνημα· ἡ ἐξωτερικὴ ἀλλά κυρίως ἡ ἐσωτερικὴ ἡσυχία· ἡ ἀνάκληση τοῦ ἀσώτου νοός ἀπό τήν ἐξωστρέφεια καὶ ἡ ἐπάνοδός του στὴν καρδιὰ καὶ ἐν συνεχεία ἡ ὁλοσχερὴς στροφὴ διὰ τῆς νοερᾶς προσευχῆς στὸν Τριαδικὸ Θεό. Ἡ ὁδὸς αὐτή τῆς ἄσκησης καὶ τῆς νήψης οὐδόλως καθιστᾶ τὸν μοναχὸ ἀπόκοσμο, ἀλλὰ ἐπειδὴ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τηρεῖται μὲ ἀκρίβεια ἡ πρώτη ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, βρίσκει ἐφαρμογὴ καὶ ἡ δεύτερη, ἡ θυσιαστικὴ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον. Ἐντὸς αὐτοῦ τοῦ πλαισίου καταξιώνεται καὶ ἡ κοινωνικὴ προσφορὰ τῆς Ἐκκλησίας γενικότερα καὶ τοῦ Μοναχισμοῦ εἰδικότερα. Ἐὰν δὲν διαθέτουμε καθαρὴ καρδιὰ καὶ φωτισμένο νοῦ κάθε καλὸ ἔργο εἶναι ἀμφίβολης ποιότητας.