῾Μητροπολίτου Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου
Γενικοῦ Διευθυντοῦ τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Ο Ἅγιος Ἱερομάρτυς Κλήμης καταγόταν ἀπό τήν Ἄγκυρα, ἀπό πατέρα Ἐθνικό καί μητέρα Χριστιανή, πού ὀνομαζόταν Εὐ-φροσύνη. Σέ ἡλικία δώδεκα ἐτῶν ἐκάρη μοναχός καί σέ ἡλικία εἴ-κοσι ἐτῶν χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Ἀγκύρας.
Ὁ μακάριος Ἱερομάρτυς γνώρισε σέ ὅλη του σχεδόν τή ζωή τό μαρτύριο. Ὑπέστη παντοειδεῖς καί φρικώδεις βασάνους ἐπί αὐ-τοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.) καί αὐτοκράτορος Μα-ξιμιανοῦ (285-305 μ.Χ.). Πράγματι, ὁ ἀγώνας του πρός τούς τυράν-νους κράτησε ἐπί εἴκοσι ὀκτώ ὁλόκληρα χρόνια, χωρίς νά διακό-πτεται.
Στή φυλακή τῆς Ρώμης τόν κρέμασαν σέ ἕνα ξύλο καί τοῦ ἐξέ-σκισαν τό σῶμα μέ σιδερένια νύχια· τόν κτύπησαν μέ πέτρες, τόν ἔδεσαν σέ τροχό πού γυρίζοντας τοῦ συνέτριψε τό σῶμα, τοῦ συνέ-τριψαν τά σαγόνια, τοῦ ἔβγαλαν τά δόντια. ῎Ετσι, λοιπόν, ὁ Ἱερο-μάρτυς Κλήμης, ἀφοῦ γνώρισε κάθε μορφή μαρτυρίου, ἀφοῦ ἔλεγξε μέ τούς λόγους του καί τό ἅγιο παράδειγμά του τούς δυσσεβεῖς καί ἀφοῦ μέ τήν ὑπομονή καί καρτερία του κατέπληξε καί αὐτούς τούς Ἀγγέλους, ἔλαβε τό στέφανο τῆς οὐράνιας δόξας.
῾Ο Ἅγιος Μάρτυς Ἀγαθάγγελος καταγόταν ἀπό τή Ρώμη. ῞Οταν ὁ Ἅγιος Κλήμης ἦταν φυλακισμένος στή Ρώμη, πρῶτος ὁ Ἅγιος Ἀγαθάγγελος καί ἔπειτα ἄλλοι, πού πίστεψαν στόν Χριστό, προσῆλθαν στή φυλακή καί τούς βάπτισε. ῞Ολους αὐτούς πού βα-πτίσθηκαν ὁ εἰδωλολάτρης αὐτοκράτορας τούς ἀποκεφάλισε. Μόνο ὁ Ἅγιος Ἀγαθάγγελος δραπέτευσε καί ἀνέβηκε κρυφά στό πλοῖο, στό ὁποῖο οἱ στρατιῶτες τοῦ Μαξιμιανοῦ θά ἔβαζαν τόν Ἅγιο Κλή-μεντα, γιά νά τόν στείλουν δέσμιο στή Νικομήδεια. Μόλις μπῆκε στό πλοῖο ὁ Ἱερομάρτυς Κλήμης, ὁ Ἅγιος Ἀγαθάγγελος ἔπεσε στά πόδια του. ῾Ο Κλήμης χάρηκε πού εἶδε τόν Ἀγαθάγγελο ἐκεῖ καί θεώρησε τόν πόθο του νά μαρτυρήσει γιά τόν Χριστό ὡς εὐλογία Θεοῦ.
Ἐπάνω στό πλοῖο καί οἱ δύο Ἅγιοι ὑπέστησαν φοβερά βασανι-στήρια, ὥσπου ἔφθασαν στήν Ἄγκυρα καί παρεδόθησαν στόν Λού-κιο, τόν τοπικό ἄρχοντα. Τά φρικώδη βασανιστήρια ἄρχισαν. Τούς κρέμασαν σέ ξύλο, τούς ἔκαψαν μέ ἀναμμένες λαμπάδες τά πλευρά, τούς τρύπησαν μέ πυρακτωμένα σουβλιά τά χέρια ἀνάμεσα στά δάκτυλα, τούς ἔρριξαν σέ ἀσβέστη ἐπί δύο ἡμέρες, τούς κτύπησαν μέ ράβδους, ἔμπηξαν στή γῆ ἀκόντια μέ τίς αἰχμές πρός τά ἄνω καί τούς ξάπλωσαν ἐπάνω στίς αἰχμές, μέ ἀποτέλεσμα νά κατα-τρυπηθοῦν τά σώματά τους καί νά τούς προκληθοῦν ἀφόρητοι πό-νοι. ᾿Ιδιαίτερα τοῦ Ἁγίου Ἀγαθαγγέλου περιέλουσαν τό κεφάλι μέ λιωμένο μολύβι. Στή συνέχεια τούς ἔδεσαν στό λαιμό μυλόπετρες καί τούς ἔσυραν στούς δρόμους τῆς πόλεως.
Ὕστερα ἀπό ἐντολή τοῦ Λουκίου καί οἱ δύο Ἅγιοι ἀποκεφα-λίσθηκαν. Μαζί τους ἀποκεφαλίσθηκαν καί οἱ ὑπόλοιποι ἄνδρες, γυναῖκες καί παιδιά πού εἶχαν πιστέψει στόν Χριστό.
῾Η Σύναξή τους ἐτελεῖτο στό Μαρτύριο, τό ὁποῖο βρίσκεται στήν περιοχή Εὐδοξίου, πέραν τοῦ Ἀνάπλου, καί στήν ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Εἰρήνης, τῆς παλαιᾶς καί τῆς νέας.
Ναό τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος ἀνήγειρε ὁ αὐτοκράτορας Βασί-λειος Β΄(976-1025 μ.Χ.) στά ἀνάκτορα, ἐντός τοῦ ὁποίου φυλασσό-ταν ἡ κάρα τοῦ Ἁγίου μέ ἄλλα ἱερά λείψανα. Ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 10ου αἰῶνος μ.Χ. ἡ σύναξη τῶν Ἁγίων ἄρχισε νά τελεῖται στή μονή τοῦ Πατριάρχου Εὐθυμίου (907-912 μ.Χ.) πού βρισκόταν στήν πε-ριοχή τῶν Ὑψωμαθείων Κωνσταντινουπόλεως, στήν ὁποία, τό ἔτος 907 μ.Χ., ὁ Μητροπολίτης Ἀγκύρας Γαβριήλ ἐδώρησε τό ὠμοφόριο τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος καί λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἀγαθαγγέλου.