† Κυριακή Γ΄ Νηστειῶν, τῆς Σταυροπροσκυνήσεως.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Γεωργίου, τοῦ ἐν Μαλεῷ.
Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ἀγάπησε ἀπό νεαρά ἡλικία ὁλόψυχα τόν Χριστό καί ἀκολούθησε τήν ὁδό τὴς μοναχικῆς πολιτείας, παρά τό γεγονός ὅτι οἱ γονεῖς του ἐπιθυμοῦσαν νά νυμφευθεῖ. Ἔτσι ἐπιδόθη-κε σέ κάθε εἴδους ἄσκηση καί ἐγκράτεια, νηστεία καί σκληραγωγία, προσευχή, δάκρυα, μελέτη των θείων Γραφῶν καί κάθε ἄλλη ἀρετή, γιά νά εὐαρεστήσει τόν Θεό.
Οἱ Χριστιανοί προσέτρεχαν πρός αὐτόν, γιά νά φωτισθοῦν καί νά κατανοήσουν τά ἀγαθά τῆς πίστεως. Βλέποντας, ὅμως, ὁ Ὅσιος, ὅτι ἐρχόταν πρός αὐτόν πολύ πλῆθος ἀνθρώπων καί δέν τόν ἄφηναν ἥσυχο στό ἔργο τῆς προσευχῆς, κατέφυγε στό ὄρος Μαλε-βό[1], στή νότια Λακωνία, καί ἀφοῦ συγκέντρωσε γύρω του πλῆθος μοναχῶν, ἡσύχαζε σέ αὐτό γενόμενος σκεῦος ἐκλογῆς καί φωτίζων ὅλους στήν ἄσκηση καί τήν προσευχή. Μάλιστα ἔδιδε στόν καθένα χωριστά τούς ὅρους καί τούς κανόνες τούς ὁποίουςο ἔπρεπε νά ἐκδουλεύει.
Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ἐπρόκοψε τόσο πολύ στήν ἀρετή, ὥστε ἔγινε ξακουστός καί θαυμαστός στούς ἄρχοντες, ἀκόμα καί στούς βασιλεῖς, πρός τούς ὁποίους ἔγραψε πολλές ἐπιστολές μέ τίς ὁποῖες τούς ἀπαντοῦσε σέ πνευματικά θέματα καί τούς ἐνουθετοῦσε νά κυβερνοῦν τό λαό τοῦ Θεοῦ μέ δικαιοσύνη, ἀγαθότητα καί ἐλεη-μοσύνη.
Προεῖπε, δέ ὁ Ὅσιος, καί τό κατά Θεόν τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, τρία χρόνια πρίν. Καί ἔτσι, ἀφοῦ θεοφιλῶς καί καλῶς ἐπολιτεύθηκε, ἀσθένησε γιά λίγο. Τότε ἐκάλεσε κοντά του ὅλους αὐτούς πού ἀσκήτευαν στό ὄρος Μαλεβό, τούς εὐλόγησε καί, ἀφοῦ τούς ἐδίδαξε νά πῶς θά σωθοῦν καί θά εὐαρεστοῦν τόν Θεό, ἐκοι-μήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Θεοδούλου καί Ἀγαθόποδος.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Θεόδουλος καί Ἀγαθόπους κατάγονταν ἀπό τή Θεσσαλονίκη καί ἐμαρτύρησαν στίς ἀρχές τοῦ διοκλητιά-νειου διωγμοῦ ἐπί Καίσαρος Μαξιμιανοῦ (285-305 μ.Χ.) καί ἄρχο-ντος Φαυστίνου.
Ὁ Θεόδουλος ἦταν ἀναγνώστης καί προερχόταν ἀπό ἐπιφανῆ οἰκογένεια. Οἱ ἀδελφοί του, Καπίτων, Μητρόδωρος καί Φιλό-στοργος, ἦσαν εὐσεβέστατοι νέοι καί στίς δύσκολες ὧρες πού ἐπέ-ρασε ὁ Ἅγιος Θεόδουλος, μετά τή σύλληψή του, ἐστάθηκαν δίπλα του, ἐνισχύοντάς τον. Στό Συναξάριό του ἀναφέρεται, ὅτι λίγο πρίν ἐξαπολυθεῖ ὁ διωγμός ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, κατά τή διάρκεια τοῦ ὕπνου του, ὁ Ἅγιος Θεόδουλος ἐδέχθηκε ὡς δῶρο ἕνα δαχτυ-λίδι, σύμβολο δόξας τοῦ δωρεοδότου Θεοῦ. Μετά ἀπό αὐτό τό γεγο-νός ὁ Ἅγιος Θεόδουλος ἀπέκτησε τό χάρισμα τῆς θαυματουργίας καί ἐπιτελοῦσε ἰάσεις.
῾Ο Ἅγιος Ἀγαθόπους ἦταν γέροντας στήν ἡλικία καί διάκονος. Ὁδηγήθηκε μαζί μέ τόν Ἅγιο Θεόδουλο στόν ἡγεμόνα τῆς Θεσσαλονίκης, γιά νά ἀρνηθοῦν τήν πίστη τους καί νά θυσιάσουν στά εἴδωλα. Οἱ Ἅγιοι ὅμως ὁμολόγησαν ἐνώπιον τοῦ Φαυστίνου τήν πίστη τους στόν Θεό. ῾Ο Φαυστῖνος, βλέποντας τήν πνευματική ἀνδρεία τῶν Ἁγίων, ἀποφάσισε νά ἐπιχειρήσει νά τούς μεταπείσει χωριστά τόν ἕναν ἀπό τόν ἄλλον. Γι᾿ αὐτό τούς ἀπομάκρυνε ὅλους καί ἐκράτησε κοντά του μόνο τόν Θεόδουλο μέ τήν ἐλπίδα ὅτι ἴσως μπορέσει νά κάμψει τό φρόνημά του εὐκολότερα, ἐξ αἰτίας τοῦ νεα-ροῦ τῆς ἡλικίας του. Μάταια, ὅμως.
Ὁ ἡγεμόνας ἀκολούθησε τήν ἴδια τακτική καί μέ τόν Ἅγιο Ἀγαθόποδα. Καί ἐκεῖνος, μέ τή σειρά του, ἔδωσε τή σθεναρή ὁμολο-γία τῆς πίστεώς του.
Ἀρκετοί ἀπό τό παριστάμενο πλῆθος, ἐμφορούμενοι ἀπό δειλία, προσπάθησαν νά τούς μεταπείσουν, προβάλλοντας ὡς ἐπιχείρημα στό μέν Ἅγιο Θεόδουλο τή νεότητά του, τήν ὁποία ἔπρεπε νά λυπη-θεῖ, στόν δέ Ἅγιο Ἀγαθόποδα τό προχωρημένο τῆς ἡλικίας του. Οἱ Μάρτυρες ἔμειναν ἀνυποχώρητοι· γι᾿ αὐτό καί ὁδηγήθηκαν στή φυ-λακή, ὅπου ἐπέρασαν τή νύκτα προσευχόμενοι. Κατά τό μεσονύκτιο ἐνδυναμώθηκαν μέ θεῖες ὀπτασίες καί συνέχισαν νά δοξολογοῦν τό Ὄνομα τοῦ Ἁγίου Θεοῦ πού τούς ἐσκέπαζε μέ τή Χάρη Του.
Κάποιος Οὐρβανός, πού παρακολούθησε ὅλα ὅσα εἶχαν συμβεῖ στή φυλακή, ἔσπευσε νά καταγγείλει τά γενόμενα στόν Φαυστῖνο· ἐπιπλέον δέ τοῦ συνέστησε νά θανατώσει ὅσο τό δυνατόν γρηγορό-τερα τόν Θεόδουλο καί τόν Ἀγαθόποδα, γιατί ὅσο περισσότερο παρέμεναν στή φυλακή τόσο περισσότεροι θά ἐπίστευαν στόν Χρι-στό.
῾Ο Φαυστῖνος, ταραγμένος ἀπό ὅσα ἄκουσε, διέταξε νά τοῦ παρουσιάσουν ἀμέσως τούς δύο Μάρτυρες, γιά νά τούς ἀνακρίνει. Γιά τελευταία φορά ὁ ἡγεμόνας προσπάθησε νά τούς μεταπείσει ἀλλά ἡ μόνη ἀπάντηση πού ἔλαβε ἦταν ὅτι «εἴμαστε Χριστιανοί καί προτιμᾶμε ὑπέρ τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ νά ὑποστοῦμε τά πάντα». Κατόπιν τούτου διέταξε νά τούς ρίξουν στή θάλασσα, γιά νά πνι-γοῦν.
Ἔτσι ἄθλησαν οἱ δύο Ἅγιοι καί ἔλαβαν τό στέφανο τῆς οὐρά-νιας δόξας καί μακαριότητος.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Φερφούθης, τῆς ἀδελφῆς καί τῆς παιδίσκης αὐτῆς.
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Φερβούθη ἔζησε κατά τήν ἐποχή τοῦ Σαβω-ρίου, βασιλέως τῶν Περσῶν, καί ἦταν ἀδελφή τοῦ Ἁγίου Συμεών, Ἐπισκόπου Περσίδος († 17 Ἀπριλίου), ὁ ὁποῖος ἐμαρτύρησε στήν Περσία μαζί μέ ἄλλους Χριστιανούς. Μετά τήν ἄθληση καί τήν τελείωση τοῦ ἀδελφοῦ της Συμεών, ἐνῶ ἡσύχαζε σέ οἴκημα μαζί μέ τήν ἀδελφή της καί τή δούλη της, ἐδίδασκε αὐτούς πού τήν ἐπλησίαζαν γιά τήν πίστη στόν Χριστό. Ὅμως οἱ Ἰουδαῖοι, ἐπειδή ἐφθονοῦσαν τήν Ἁγία, τή διέβαλαν ὅτι δῆθεν κατασκεύαζε θανατηφόρα δηλη-τήρια. Ἡ γυναίκα τοῦ βασιλέως Σαβωρίου ὑπεράσπιζε τούς Ἰουδαίους. Ἐπειδή δέ ἐκεῖνο τό χρονικό διάστημα ἀρρώστησε, προσῆλθαν σέ αὐτή οἱ Ἰουδαῖοι καί κατηγόρησαν τίς Ἁγίες ὅτι γιά τό φόνο τοῦ Ἐπισκόπου Συμεών οἱ ἀδελφές του τήν εἶχαν ὑποδουλώσει μέ μαγεία, γιά νά πεθάνει. Ἐάν, λοιπόν, ἡ βασίλισσα ἤθελε νά γίνει καλά, ἔπρεπε νά διατάξει νά σχισθοῦν στή μέση καί νά κρεμασθοῦν τά διχοτομημένα μέρη τους, γιά νά περάσει ἀπό τή μέση καί νά γίνει καλά.
Ἔτσι ἐμαρτύρησαν οἱ Ἁγίες καί ἐκληρονόμησαν τή βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ποπλίου τοῦ Αἰγυπτίου.
Ὁ Ὅσιος Πόπλιος ἤ Πούπλιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ζωσιμᾶ.
Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκρά-τορος Ἰουστινιανοῦ (527-565 μ.Χ.). Σύμφωνα μέ τό βιογράφο του Ἅγιο Σωφρόνιο, Ἀρχιεπίσκοπο Ἱεροσολύμων, ἀφιερώθηκε στόν Θεό ἀπό παιδί καί ἀσκήθηκε σέ ὅλα τά εἴδη των ἀρετῶν. Περιῆλθε περί τούς χίλιους διακρινόμενους γιά τήν ἀρετή τους ἀσκητές, γιά νά διδαχθεῖ ἀπό τή σοφία καί τήν ἀρετή τους καί ἐγκαταβίωσε σέ μοναστήρι τῆς Παλαιστίνης. Πόθος του ἦταν νά ὐποτάξει τή σάρκα στό πνεῦμα. Ἔκανε ὑπακοή στούς γέροντες τῆς μονῆς καί μέ μεγάλη χαρά ἐφάρμοζε ὅσους κανόνες καί εἴδη ἀσκήσεως τοῦ ἔδιναν. Ἡ τροφή του ἦταν λιτή καί τήν ἐξοικονομοῦσε κάνοντας ἐργόχειρο. Ἡ μεγαλύτερη ἀσχολία του ἦταν ἡ ψαλμωδία καί ἡ μελέτη τῶν θείων Γραφῶν. Πολλές φορές ὁ Ὅσιος εἶχε ἀξιωθεῖ νά δεῖ ὁράματα, διότι «μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται»[2]. Μέ τούς πνευματικούς του ἀγῶνες ἔφθασε σέ ὕψη ἀρετῆς, σοφίας, ἐγκράτειας καί ἁγιότητος. Ἔτσι σιγά-σιγά ἡ φήμη τῆς ἁγιότητός του ἔφθασε παντοῦ καί πολλοί μοναχοί ἀπό γειτονικά καί μακρυνά μοναστήρια τόν ἐπισκέπτονταν, γιά νά τόν συμβουλευθοῦν καί νά ὠφεληθοῦν πνευματικά ἀπό τίς διδαχές του.
Σέ αὐτό τό μοναστήρι ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς διῆλθε μέ ὅλες τοῦ τίς δυνάμεις τόν ἀσκητικό βίο μέχρι τόν πεντηκοστό τρίτο χρόνο τῆς ἡλικίας του. Ἀγαποῦσε ὅμως τήν ἐρημική καί ἡσυχαστική ζωή. Θέλοντας νά ἀγωνισθεῖ περισσότερο πνευματικά ἀπεφάσισε νά ἐγκατασταθεῖ στή μονή του Τιμίου Προδρόμου στόν Ἰορδάνη ποταμό. Ἐκεῖ ἀφιερώθηκε στήν αὐστηρή ἄσκηση καί νηστεία. Ἡ πύλη τοῦ μοναστηριοῦ ἔμενε πάντα κλειστή, γιά νά μποροῦν οἱ μοναχοί νά προσεύχονται καί νά ἀσκοῦνται ἀπερίσπαστοι. Ἄνοιγε μόνο, ὅταν κάποιος μοναχός εἶχε μεγάλη ἀνάγκη νά ἐξέλθει τῆς μονῆς, ἀλλά αὐτό ἦταν σπάνιο, διατί τό μοναστήρι ἦταν στήν ἔρημπ καί ἡ περιοχή ἄγνωστη καί δύσκολη στό πέρασμά της.
Κατά τήν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς ἀναχωροῦσε γιά τήν ἔρημο, ὅπου κατ’ εὐδοκίαν τοῦ Θεοῦ συνάντησε τήν Ὁσία Μαρία τήν Αἰγυπτία († 1 Ἀπριλίου), στήν ὁποία μετάδωσε τά Ἄχραντα Μυστήρια καί ἐκήδευσε.
Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη σέ βαθύ γῆρας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ὁσίων πατέρων ἡμῶν Θεωνᾶ, Συμεών καί Φερβίνου.
Ὁ Ὅσιοι Θεωνᾶς, Συμεών καί Φερβῖνος ἤ Φορβῖνος ἐκοιμή-θησαν μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἰσιδώρου, ἐπισκόπου Σεβίλλης.
Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ἐγεννήθηκε μεταξύ τῶν ἐτῶν 565-570 μ.Χ. στήν Καρθαγένη τῆς Ἱσπανίας, στήν ὁποία ἡ οἰκογένειά του εἶχε καταφύγει ἐξ αἰτίας τοῦ διωγμοῦ τοῦ ἀρειανοῦ Γότθου βασιλέως Ἀγίλα (549-554 μ.Χ.). Ἀπό τήν παιδική του ἡλικία ἔμεινε ὀρφανός ἀπό πατέρα καί ἀνατράφηκε ἀπό τούς μεγαλύτερους ἀδελφούς του Λέανδρο καί Φουλγέντιο καί τήν ἀδελφή του Φλωρεντίνη. Ὁ ἀδελ-φός του, Λέανδρος, πού ἦταν Ἐπίσκοπος Σεβίλλης, ἐφρόντισε μέ περισσή φροντίδα γιά τή μόρφωση τοῦ Ἁγίου.
Ὅταν ἐνηλικιώθηκε, ἐργάσθηκε κοντά στό δάσκαλο καί ἀδελφό του Λέανδρο βοηθώντας τό θεολογικό καί ποιμαντικό του ἔργο. Κυρίως ἀσχολήθηκε μέ τή μεταστροφή τῶν Βησιγότθων ἀπό τόν ἀρειανισμό καί ἀντιστάθηκε καί αὐτός σθεναρά στόν κακόδοξο τότε βασιλέα Λέβεγκιλντ. Κατά τή διάρκεια τῆς ἐξορίας τοῦ Ἁγίου Λεάνδρου ὁ Ἰσίδωρος ἐσήκωσε στούς ὤμους του, μόνος αὐτός, τό βάρος τοῦ ἀντιαιρετικοῦ ἀγῶνος καί ὑπεράσπισε μέ θάρρος τήν ὀρθόδοξη πίστη καί τά ἀληθινά συμφέροντα τῆς Ἱσπανικῆς Ἐκκλη-σίας. Ἐπέρασε ὁ καιρός, στό θρόνο ἀνέβηκε ὁ ὀρθόδοξος υἱός τοῦ Λεβιγκίλντ, ὁ Ρεκαρέντ καί ὁ λαός ἐπέστρεψε στήν Ὀρθοδοξία.
Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ἀνεχώρησε σέ ἕνα μοναστήρι, γιά νά ἐπι-δοθεῖ ὁλόψυχα στήν ἡσυχία, στή μελέτη καί τήν προσευχή. Αὐτό ὅμως δέν ἐκράτησε γιά πολύ. Ὁ θάνατος τοῦ Ἁγίου Λεάνδρου ἀνάγκασε τόν Ἰσίδωρο νά ὑπακούσει στόν κλῆρο καί τό λαό καί νά ἀναλάβει, τό ἔτος 600 μ.Χ., ὡς Ἐπίσκοπος τό θρόνο τῆς Σεβίλλης.
Στή Β΄ Τοπική Σύνοδο τῆς Σεβίλλης, τό ἔτος 619 μ.Χ., ὅπου προήδρευε, κατατροπώθηκε ἕνας αἱρετικός μονοφυσίτης μαθητής τοῦ Σεβήρου καί ὁ Ἅγιος θεράπευσε ἕναν τυφλό μέ τό ἁπλό ἄγγιγ-μα του, ἐνῶ τό ἔτος 633 μ.Χ. προήδρευσε τῆς Συνόδου τοῦ Τολέδο.
Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ὑπῆρξε ἔξοχος διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας καί κόσμημα αὐτῆς. Λίγοι δύνανται νά παραβληθοῦν πρός τόν Ἅγιο κατά τήν πολυμάθεια καί τή γνώση[3].
Ἡ ἐκκλησιαστική τάξη εὑρῆκε στό πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Ἰσιδώρου τό μεγάλο διαμορφωτή. Ἐπίστευε ὅτι οἱ ἱερές Τελετές καί οἱ Ἀκολουθίες πρέπει νά ἀντικατοπτρίζουν ὅσο πιό πολύ γίνεται τή μεγαλοπρέπεια τῆς οὐράνιας ἱεραρχίας. Θεωρεῖται ὁ θεμελιωτής τοῦ λειτουργικοῦ τυπικοῦ πού ἐπιζεῖ μέχρι σήμερα, τῆς μοζαραβικῆς λειτουργίας. Πλήθη συνέρρεαν στή Σεβίλλη, γιά νά ἀκούσουν τό λόγο του. Ἡ σοφία του λένε ὑπερέβαινε τή σοφία καί αὐτοῦ τοῦ βασιλέως Σολομῶντος. Τά θεῖα κηρύγματά του συνοδεύονταν συχνά ἀπό θαύματα πού πιστοποιοῦσαν τοῦ λόγου τό ἀληθές.
Ὁ μοναχικός βίος εὑρῆκε στό πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Ἰσιδώρου τό θερμό ὑποστηρικτή καί βοηθό του. Ἵδρυσε καί ὀργάνωσε πολλά μοναστήρια καί ἔκτισε θεολογική σχολή γιά τή μόρφωση τῶν κληρικῶν ὅπου ὁ ἴδιος συχνά ἐδίδασκε. Ἡ ἐκπαίδευση καί ὄχι μόνο ἡ ἐκκλησιαστική ἀποτέλεσε μέλημα καί φροντίδα τοῦ καλοῦ ποιμέ-νος. Καμμιά πτυχή τῆς γνώσεως δέν τοῦ ἦταν ἀδιάφορη ἤ ξένη, γι’ αὐτό καί ἐδίδαξε καί ἔγραψε ἐντυπωσιακά κείμενα ὅλων τῶν τότε γνωστῶν ἐπιστημῶν ὅπως τό ἔργο «Ἐτυμολογίες ἤ περί τῆς ἀρχῆς τῶν πραγμάτων».
Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος, πλήρης ἡμερῶν καί ἔργων εὐσεβείας, ἀσθένησε. Αἰσθάνθηκε ὅτι ἡ πορεία του ἐδῶ στή γῆ ἔφθασε στό τέλος της. Ἐμοίρασε ὅλα τά ὑπάρχοντά του στούς πτωχούς καί προετοίμασε τήν ἔξοδό του μέ προσευχή καί μετάνοια. Προεφήτεψε ἀκόμη τή θλιβερή ἱστορική πορεία τῆς Ἱσπανικῆς Ἐκκλησίας καί τά δεινά πού τήν ἐπερίμεναν. Τέσσερις μέρες πρίν ἀπό τήν κοίμησή του, ἐζήτησε νά τόν μεταφέρουν στό κέντρο τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ καί νά τόν τοποθετήσουν, ἐνδεδυμένο μέ ἕνα ἁπλό στιχάριο, ἐπάνω σέ στάχτη. Τότε εὐχήθηκε στόν Θεό καί Τόν παρεκάλεσε νά τόν συγχωρήσει.
Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 636 μ.Χ. Τό ἱερό λείψανο αὐτοῦ ἐναπετέθη μεταξύ τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Λέανδρου καί τῆς ἀδελφῆς του Φλωρεντίνης στό μητροπολιτικό ναό τῆς Σεβίλλης. Ἀργότερα μετά τό σχίσμα τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας ἀπό τόν κορμό τῆς Μιᾶς, Ἁγίας καί Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλη-σίας, τό τίμιο σκήνωμα τοῦ Ἁγίου Ἰσιδώρου μεταφέρθηκε στήν πόλη Λεόν.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Πλάτωνος, ἡγουμένου τῆς μονῆς τοῦ Στουδίου.
Ὁ Ὅσιος Πλάτων ἐγεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη τό ἔτος 732 μ.Χ. ἀπό γονεῖς εὐγενεῖς, τόν Σέργιο καί τήν Εὐφημία. οἱ ὁποῖοι ἀπέθαναν τό 746 μ.Χ. Ἐσπούδασε καί ἔγινε νοτάριος στό βασιλικό ταμεῖο, ἀλλά γρήγορα ἐγκατέλειψε τά ἐγκόσμια καί κατέφυγε, μέ προτροπή τοῦ ἀρχιμανδρίτου Θεοκτίστου, στή μονή τῶν Συμβόλων τοῦ Ὀλύμπου, ὅπου ἔγινε μοναχός. Ἦλθε στή Νίκαια, ὅπου συνῆλθε ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, καί ἀπό ἐκεῖ μετέβη στήν Κωνσταντινούπολη. Ἐδῶ τοῦ ἐπρότειναν νά γίνει Μη-τροπολίτης Νικομηδείας, πρόταση πού ἀπό ταπείνωση ἀπέκρουσε, ἀφοῦ ἐπιθμοῦσε τήν ἡσυχία τοῦ ἀσκητικοῦ βίου. Ἀφοῦ παρέλαβε τούς ἀνεψιούς του Θεόδωρο τόν Στουδίτη, Ἰωσήφ, τόν μετέπειτα Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, καί Εὐθύμιο, ἀποσύρθηκε στά μέρη τῆς Προύσσης καί ἔκτισε σέ ἰδιόκτητο κτῆμα, πού ὀνομαζόταν Βοσκύτιον, τή λεγομένη μονή τοῦ Σακκουδίωνος, στήν ὁποία ἔγινε καί ἡγούμενος, ἀλλά λόγῳ ἀσθενείας αὐτοῦ παρεχώρησε τήν ἡγουμενεία στόν ἀνεψιό του Θεόδωρο, τόν ὁποῖο ἔβλεπε νά στέκε-ται ὑψηλά στήν πνευματική ζωή.
Ἐπειδή σέ ὅλα του τά ἔργα ὁ Ὅσιος Πλάτων εἶχε συνεργό καί βοηθό του τόν Θεόδωρο, τοῦ ἀνέθεσε καί τήν ἀνέγερση τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ὁ ὁποῖος ἔγινε περίλαμπρος μέ θαυμάσια ψηφιδωτά δάπεδα.
Οἱ βαρβαρικές ἐπιδρομές ἀνάγκασαν τόν Ὅσιο νά ἐπιστρέψει στήν Κωνσταντινούπολη καί νά ἀναλάβει τή μονή τοῦ Στουδίου, πού ῆταν ἔρημη. Ἐπειδή ἀπεκήρυξε τό γάμο τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ ΣΤ΄ (780-798 μ.Χ.) μέ τήν Θεοδότη, ἄν καί ἦταν ἀνεψιά του, περιορίσθηκε στή μονή τοῦ Ἁγίου Σεργίου καί ἀργότε-ρα, μέ τή διαμεσολάβηση τῆς βασίλισσας Εἰρήνης (797-802 μ.Χ.), ἐπανῆλθε στή μονή τοῦ Σακκουδίωνος.
Ὁ Ὅσιος Πλάτων ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη σέ βαθύ γῆρας τό ἔτος 812 μ.Χ., ἐπί αὐτοκράτορος Μιχαήλ Α΄τοῦ Ραγκαβέ (811-813 μ.Χ.) καί ἐνταφιάσθηκε μεγαλοπρεπῶς ἀπό τόν Πατριάρχη Νικηφό-ρο (806-815 μ.Χ.) στή μονή τοῦ Στουδίου, ὅπου ἐτελεῖτο καί ἡ Σύνα-ξη αὐτοῦ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἰωσήφ τοῦ πολυάθλου, τοῦ ἐν τῇ Λαύρᾳ τοῦ Κιέβου ἀσκήσαντος.
Ὁ Ὅσιος Ἰωσήφ ὁ Πολύαθλος ἔζησε κατά τόν 14ο αἰώνα μ.Χ. Στή βαρειά ἀσθένειά του ἐστράφηκε πρός τόν Θεό μέ προσευχή καί ἐμπιστοσύνη καί ὑποσχέθηκε ὅτι ἄν ὁ Κύριος τοῦ ἐχάριζε τήν ὑγεία του, αὐτός θά διακονοῦσε τούς ἀδελφοὺς τῆς μονῆς τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του. Ἀφοῦ γιατρεύτηκε, πῆγε στό μοναστήρι τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου καί ἐκάρη μοναχός. Ἐκεῖ ἄρχισε νά ἀσκεῖται διά τῆς νηστείας καί τῆς προσευχῆς καί νά διακονεῖ τοὺς ἀδελφούς του μέ ἀνυπόκριτη ἀγάπη.
Ὁ Ὅσιος Ἰωσήφ ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη καί ἐνταφιάσθηκε στίς Μακρινές Σπηλιές τῆς Λαύρας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ζωσιμᾶ, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς τοῦ Βορμποζόμ ἐγεννήθηκε περί τά τέλη τοῦ 15ου αἰῶνος μ.Χ. στή Ρωσία. Ἀσκήτεψε θεοφιλῶς στή μονή τοῦ Κομέλ καί στή νῆσο Βορμποζόμ, κοντά στή Λευκή λίμνη, ὅπου ἵδρυ-σε μοναστική ἀδελφότητα καί ἀνήγειρε ναό ἀφιερωμένο στόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1550.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Θεωνᾶ, ἀρχι-επισκόπου Θεσσαλονίκης, τοῦ ἀπό ἡγουμένων.
Ὁ Ἅγιος Θεωνᾶς Α΄, μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, μαθητής του Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Νεομάρτυρος, «τίνα μέν εἶχε πατρίδα ἐπί τῇ γῇ, ἤ τίνας γονεῖς, ἤ μέ ποῖον τρόπον ἐγένετο ἀρχιερεύς τῆς Θεσσαλονίκης, ἀπό ἱστορίαν ἔγγραφον ἤ παράδοσιν τίνα, δέν ἐμάθομεν» μαρτυρεῖ ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ ῾Αγιορείτης, συγγραφέας τοῦ Βίου τοῦ Ἁγίου. Μία παράδοση θέλει τόν Ἅγιο Θεωνᾶ Μυτιληναῖο, καί γι᾿ αὐτό πολλοί νεώτεροι ἐρευνητές τόν ἀποκαλοῦν Λέσβιο, εἴτε γιατί καταγόταν ἀπό τή Λέσβο, εἴτε γιατί παρέμεινε ἐκεῖ ὡς πνευματικός, στό Πλωμάρι.
Ὁ Ἅγιος Θεωνᾶς ἴσως νά ἐγεννήθηκε κατά τό δεύτερο ἥμισυ τοῦ 15ου αἰῶνος μ.Χ. Ἀγνοοῦνται ὅλα τά σχετικὰ μέ τή ζωή του πρίν ἀπό τή μετάβασή του στό Ἅγιον Ὄρος. Κατ’ ἀρχήν ἀσκήτεψε στή μονή Παντοκράτορος, ὡς πρεσβύτερος, ἀλλά ἀργότερα τήν ἐγκατέλειψε, γιά νά συγκαταριθμηθεῖ στή συνοδεία τοῦ Ἁγίου ᾿Ιακώβου τοῦ Νεομάρτυρος († 1 Νοεμβρίου), ὁ ὁποῖος ἐμόναζε σέ μία τοποθεσία ἐπάνω ἀπό τή μονή ᾿Ιβήρων, στό μονύδριο τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Κατά τό ἔτος 1518 ὁ Ἅγιος ᾿Ιάκωβος μέ τή συνοδεία ἕξι μαθητῶν του, μεταξύ αὐτῶν καὶ τοῦ Θεωνᾶ, ἐγκατέλειψε τή Σκήτη τοῦ Προδρόμου καί κατέφυγε στά ἐνδότερα τοῦ Ἄθωνος, ἀλλά μετά ἀπό μία ὀπτασία ὁ Γέροντας ἀπεφάσισε νά ἐξέλθουν ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος. Τήν Παρασκευή τῆς Διακαινησίμου τοῦ ἔτους 1518, ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος καί ἡ συνοδεία του ἐγκατέλειψαν τό Ἅγιον Ὄρος. Ἀφοῦ διῆλθαν ἀπό τήν περιοχή τῆς Θεσσαλονίκης καί ἀκολούθη-σαν τήν ὁδό πρός τή Θεσσαλία, ἐπέρασαν ἀπό τό κάστρο τῆς Πέτρας (Πλαταμῶνος), τά Μετέωρα καί ἐγκατεστάθησαν στή μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου, στή Δερβεκίστα (᾿Ανάληψη) τῆς Αἰτωλίας, ὅπου καί διέμειναν ἐπί ἕνα ἔτος.
῾Ο Ἅγιος Θεωνᾶς ἦταν ὁ πιστότερος καὶ καλύτερος μαθητής τοῦ ᾿Ιακώβου. Γιά τό λόγο αὐτό ἐστάλη πρός τόν Ἐπίσκοπο Ἄρτης Ἀκάκιο, προκειμένου νά ἐξασφαλίσει ἐνταλτήριο γράμμα γιά τήν ἀπρόσκοπτη πνευματική ἐργασία στούς Χριστιανοὺς τῆς περιοχῆς. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος σύντομα κατέστη λαοφιλής καί σημειοφόρος, ὁ Ἐπίσκοπος Ἄρτης Ἀκάκιος τόν ἐφθόνησε. Ἔτσι ἀποδέχθηκε τίς συκοφαντίες κάποιων ψευδομοναχῶν καί διέβαλε τόν Ἅγιο Ἰάκωβο στούς Τούρκους ὡς ἐπαναστάτη. Ὁ μπέης τῶν Τρικάλων ἀπέστειλε στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι συνέλαβαν τόν ᾿Ιάκωβο καί δύο μαθητές του, τόν διάκονο Ἰάκωβο καί τόν μοναχό Διονύσιο καί τούς μετέφεραν στά Τρίκαλα, ὅπου παρέμειναν στή φυλακή γιά σαράντα ἡμέρες. Ἐκεῖ ἐπισκέφθηκαν τόν Ἰάκωβο δύο ἄλλοι μαθη-τές του, ὁ Θεωνᾶς καί ὁ Μαρκιανός, καί τόν ἐρώτησαν γιά τήν τύχη τῆς μονῆς καί τῶν ἀδελφῶν μετά τό θάνατό του. Τότε ὁ Ἰάκωβος προεφήτευσε ὅτι αὐτοί θά ἐγκαταλείψουν τή μονή καί θά συγκεντρωθοῦν σέ κάποιο μοναστήρι κοντά στή Θεσσαλονίκη, ἀπέστειλε μάλιστα καί ἐπιστολή στούς μαθητές του, μέ τήν ὁποία ὅριζε τὀν Ἅγιο Θεωνᾶ ὡς διάδοχο καί ἡγούμενο τῆς μονῆς Προδρόμου.
Τήν 1η Νοεμβρίου τοῦ ἔτους 1519, ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος καί οἱ δύο μαθητές του, Ἰάκωβος καί Διονύσιος, ἀφοῦ ἐβασανίσθηκαν φρικτά στό Διδυμότειχο καί στήν Ἀδριανούπολη ἀντίστοιχα, ἀπα-γχονίσθηκαν. Τά ἱερά σκηνώματα τῶν τριῶν Νεομαρτύρων ἀγοράσθηκαν ἀπό τούς Χριστιανούς καί ἐνταφιάσθηκαν στό χωριό Ἀρβανιτοχώρι, πέντε χιλιόμετρα ἔξω ἀπό τήν Ἀδριανούπολη.
Σύμφωνα μέ τήν προφητεία τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου, μετά τό θάνατό του ὁ Ἅγιος Θεωνᾶς καί ἡ συνοδεία τῆς Δερβεκίστας ἐγκατέλειψαν τό ἑπόμενο ἔτος τή μονή καί μετέβησαν στό Ἅγιον Ὄρος, στή μονή τὴς Σιμωνόπετρας. Ἀπό κάποιο Ἀρτηνό ἱερέα ἐπληροφορήθηκαν γιά τούς τάφους τῶν Ἁγίων καί ἐρόντισαν γιά τήν ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων τους. Μετά ἀπό λίγο, τό ἔτος 1522, «οἱ μαθηταὶ τοῦ Ἁγίου καί διά τήν ἔνδειαν τῶν ἀναγκαίων, καὶ μᾶλλον διά τήν προφητείαν τοῦ Ἁγίου ἀνεχώρησαν ἀπό τήν Σιμωνόπετραν», μαζί μέ τά ἅγια λείψανα τῶν τριῶν Νεομαρτύρων καί ἦλθαν στά περίχωρα τῆς Θεσσαλονίκης. Ἐγκατεστάθησαν στό μοναστήρι τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολυτρίας, «τό ὁποῖον ἦτο τότε, μονύδριον μικρότατον, παλαιότατον καί σεσαθρωμένον, ἀνοικοδομήσαν ἐκ βάθρων καί ἱκανά κελλία ἔκτισαν διά τούς ἀδελφούς, χάριτι Θεοῦ συνήχθησαν ἕως ἑκατὸν πεντήκοντα ἀδελ-φοί, οἵτινες διῆγον κοινοβιακήν ζωήν».
Ὡς ἡγούμενος τῆς μονῆς τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας μαρτυρεῖται ὁ Ἅγιος Θεωνᾶς σέ διάφορες πηγές, μέχρι τό 1535. ῾Η ἀνάρρηση τοῦ Ἁγίου στό μητροπολιτικό θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης θά πρέπει νά συνέβη μετά τό ἔτος αὐτό, διότι μέχρι τό 1535 Μητροπολίτης Θεσ-σαλονίκης ἦταν ὁ Ἰωάσαφ καί σέ ἔγγραφο τοῦ ἔτους 1538 ἀναφέ-ρεται ὁ Ἅγιος Θεωνᾶς ὡς Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης.
Ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου στό θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης δέν ἦταν πολύχρονη, διότι μαρτυρεῖται ὡς Μητροπολίτης τό Μάϊο τοῦ 1541, ἐνῶ τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1542 ἀναφέρεται ὡς κεκοιμημένος πλέον. Συνεπῶς θά πρέπει νά ἐκοιμήθηκε περί τά μέσα τοῦ ἔτους 1541.
Τὁ ἱερό λείψανο τοῦ Ἁγίου Θεωνᾶ, ἀμέσως μετά τήν κοίμησή του, μεταφέρθηκε μέ τρόπο θαυμαστό καί ἐνταφιάσθηκε στή μονή τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας. Τό ἔτος 1821 μεταφέρθηκε στή Σκόπελο καί ἀπό ἐκεῖ στή μονή Ἐσφιγμένου τοῦ Ἁγίου ῎Ορους καί ἐκ νέου στή μονή τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας, ὅπου φυλάσσεται μέ εὐλάβεια μέχρι σήμερα. ῾Η μνήμη του στή μονή τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας ἑορτάζεται τήν Δ¢ Κυριακή τῶν Νηστειῶν.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Νικήτα, τοῦ ἐκ Σερρῶν.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Νικήτας ἐγεννήθηκε μεταξύ τῶν ἐτῶν 1760-1770 καί καταγόταν ἀπό τήν Ἤπειρο. Ἄλλοι συγγραφεῖς θεωροῦν ὅτι ὁ Ἅγιος καταγόταν ἀπό τήν Τραπεζοῦντα τοῦ Πόντου καί μάλιστα ἀπό τήν περιοχή τῶν Λαζῶν. Τήν ἐκδοχή αὐτή στηρίζουν κυρίως στήν Ἀκολουθία τῶν Ἁγιανννανιτῶν, πού ἐγρά-φη τό 1840-1850 ἀπό τό μοναχό Ἰάκωβο τῆς Νέας Σκήτης, ὅπου ἀναφέρεται ὅτι ὁ Ἅγιος καταγόταν ἀπό τήν περιοχή Λαζῶν τοῦ Πόντου καί στή λειψανοθήκη τοῦ Ἁγίου, ἐπί τῆς ὁποίας ἀναγρά-φεται «Τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Νικήτα τοῦ Λαζοῦ».
Ἀπό τό κείμενο τοῦ μαρτυρίου του δέν μᾶς εἶναι γνωστό ἄν ἀρνήθηκε στήν ἀρχή τοῦ βίου του τόν Χριστό καί ἔγινε Μωαμε-θανός στίς Σέρρες. Πάντως, γίνεται λόγος γιά τήν περιτομή τήν ὁποία ὑπέστη ὁ Ἅγιος.
Ὁ Ἅγιος ἔγινε μοναχός στή Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης στό Ἅγι-ον Ὄρος. Ἐκεῖ ἄρχισε τούς πνευματικούς ἀγῶνες ζώντας μέ νη-στεία, ἀγρυπνία καί προσευχή. Ἀργότερα ἐχειροτονήθηκε διάκονος καί πρεσβύτερος στή μονή τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, τήν καλου-μένη Ρωσική. Καταληφθείς ἀπό τόν πόθο τοῦ μαρτυρίου περιερχό-ταν τά περίχωρα τῶν Σερρῶν καί τῆς Δράμας καί ἐκήρυττε ἐνώπιον τῶν Τούρκων τό Χριστό ὡς ἀληθινό Θεό. Ἡ ἀπόφασή του ἦταν νά χύσει τό αἷμα του γιά τήν ἀγάπη τοῦ γλυκυτάτου Ἰησοῦ.
Ὁ Ἅγιος Νικήτας ἐξομολογήθηκε στόν προηγούμενο ἱερομό-ναχο Κωνσταντίνο τοῦ μετοχίου τῆς Παναγίας τῆς Ἡλιόκαλλης καί μετέλαβε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Ἀφοῦ ἐπέρασε ἀπό τό ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, πῆγε ὕστερα στό τζαμί τοῦ Ἀχμέτ –Πασᾶ. Στό τζαμί αὐτό ἔμενε ἕνας ἱεροδιδάσκαλος τῶν Τούρκων μαζί μέ τούς ἱεροσπουδαστές του. Ἕνας ἀπό τούς μαθητές αὐτούς ἦταν χωλός καί στά δύο πόδια. ὁ Ἅγιος Νικήτας τοῦ εἶπε ὅτι θά θεραπευθεῖ, ἐάν πιστέψει στόν Χριστό.
Ὁ νεαρός Τοῦρκος ἀνέφερε ἀμέσως στόν διδάσκαλό του τό λόγο πού τοῦ εἶπε ὁ Ἅγιος. Ἔτσι ὁ Ἅγιος συνελήφθη καί ὁδηγήθη-κε στό βοεβόδα τῶν Σερρῶν, ὁ ὁποῖος ἔδωσε ἐντολή νά τόν φυλα-κίσουν. Κατά τό χρόνο τῆς φυλακίσεώς του ὑπέστη πολλά καί φρι-κώδη βασανιστήρια. Τό βράδυ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου τοῦ ἔτους 1808 ὁ Ἰσούχ μπέης διέταξε νά ἐκτελεσθεῖ ἡ ἀπόφαση τοῦ θανάτου τοῦ Ἁγίου Νικήτα , τόν ὁποῖο ἐκρέμασαν μέ ἕνα σχοινί. Κοντά στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου του ῆταν ὁ ναός τοῦ Ἀρχιστρατήγου Μιχαήλ. Τήν ἴδια νύχτα τοῦ μαρτυρίου ὁ διάκονος τοῦ ναοῦ βγῆκε ἀπό τό κελλί του καί εἶδε ἕνα μέγα φῶς νά λάμπει σ’ ὅλη τή γύρω περιοχή. Τό λείψανο τοῦ Μάρτυρος ἔμεινε κρεμασμένο στήν ἀγχόνη τρεῖς ἡμέρες. Τήν Τρίτη τῆς Διακαινησίμου, τό βράδυ, ἐδόθηκε στούς Χρι-στιανούς ἡ ἄδεια νά κατεβάσουν τό ἱερό λείψανο καί νά τό ἐντα-φιάσουν στό ναό τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῶν Σερρῶν[4].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἰωσήφ, τοῦ ἐν τῇ Λαύρᾳ τοῦ Κιέβου ἀσκήσαντος.
Ὁ Ὅσιος Ἰωσήφ ἔζησε κατά τόν 14ο αἰώνα μ.Χ. καί ἀσκήτε-ψε στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, ὅπου διῆλθε τό βίο του μέ νηστεία καί προσευχή. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη καί ἐνταφιάσθηκε στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Γεροντίσσης.
Ἡ ἱερά εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς «Γεροντίσσης» φυλάσσεται μέ εὐλάβεια στή μονή Παντοκράτορος τοῦ Ἁγίου Ὄρους[5]. Εἶναι ἀντίγραφο τῆς ψηφιδωτῆς εἰκόνος τῆς Παναγίας Γοργοεπηκόου πού εὑρισκόταν στή μονή Παντοκράτορος τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἡ ἐπωνυμία «Γερόντισσα» ἀποδόθηκε ὕστερα ἀπό ἕνα θαῦμα τῆς Παναγίας. Τήν ἐποχή κατά τήν ὁποία ἐπιτελέσθηκε τό θαῦμα ὁ ἡλικιωμένος ἡγούμενος, ὁ ὁποῖος ἐμετροῦσε τίς τελευταῖες ὧρες τῆς ζωῆς του, ἐζήτησε νά κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Γι’ αὐτό παρεκάλεσε τόν ἱερέα πού λειτουργοῦσε ἐκίνη τήν ἡμέρα νά συντομεύσει τή Θεία Λειτουργία, ὥστε νά προλάβει νά κοινωνήσει. Ὁ ἐφημέριος ὅμως τῆς μονῆς δέν ὑπάκουσε καί συνέχισε νά λειτουρ-γεῖ, ὁπότε ἀκούσθηκε ἡ φωνή τῆς Παναγίας πού τόν πρόσταξε νά τελειώσει γρήγορα τή Θεία Λειτουργία, γιά νά προλάβει νά κοινω-νήσει ὁ γέροντας ἡγούμενος. Ἔτσι καί ἔγινε. Μόλις ὁ γέροντας ἐκοι-νώνησε, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη καί ἀπό τότε ἡ εἰκόνα ἔλαβε τήν προ-σωνυμία «Γερόντισσα»[6].
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!
[1] Πάρνων: ὄρος τῆς Πελοποννήσου. Ὁ κύριος Πάρνων φέρει τό ὄνομα Μαλεβό καί εἶναι μεταξύ τῆς Λακωνίας καί Κυνουρίας. Μέ τό ὄνομα ὅμως αὐτό ἐννοοῦμε συνήθως ὁλόκληρη τήν ὀρεινή ἔκταση, κατά τήν ὁποία σχηματίζεται ὁ ὑδροκρίτης κατά τά φυσικά ὅρια μεταξύ Ἀρκαδίας, Λακωνίας καί Ἀργολίδος καί προεκτείνεται ὡς χερσόνησος μέχρι τοῦ ἀκρωτηρίου Μαλέα.
[2] Ματθ. 5, 8.
[3] Ἐμμανουήλ Γ. Παντελάκη, Ἰσίδωρος, σελ. 213.
[4] Βλ. Ἀποστόλου Ἀθ. Γλαβίνα, Ὁ Νεομάρτυρας Νικήτας, ἐκδ. Ἐπέκταση, Κατερίνη, 1995.
[5] Ἡ ἱερά μονή Παντοκράτορος ἱδρύθηκε μετά τά μέσα τοῦ 14ου αἰῶνος μ.Χ. (1357-1363) ἀπό τόν μέγα στρατοπεδάρχη Ἀλέξιο, ἐλευθερωτή τῆς Θάσου ἀπό τούς Τούρκους ἐπιδρομεῖς, καί τόν ἀδελφό του πριμικήριο Ἰωάννη.
[6] Εὐλαμπίας Κυπριανίδου-Βασιλάκου, Παναγία Ἐλπίς καί Καταφυγή, Μοναστήρια καί Προσωνύμια τῆς Παναγίας, ἐκδ. Ἑπτάλοφος, Ἀθήνα, σελ. 883.