† Ἡ σύναξις τῶν ἁγίων Ἑβδομήκοντα Ἀποστόλων.
Περί τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων μᾶς πληροφορεῖ τό κατά Λου-κᾶν Εὐαγγέλιο στό 10ο κεφάλαιο: «Μετά δέ ταῦτα ἀνέδειξεν ὁ Κύριος καί ἑτέρους ἑβδομήκοντα καί ἀπέστειλεν αὐτούς ἀνά δύο πρό προσώπου αὐτοῦ εἰς πᾶσαν πόλιν καί τόπον οὗ ἤμελλεν αὐτός ἔρχεσθαι. Ἔλεγεν οὖν πρός αὐτούς· ὁ μέν θερισμός πολύς, οἱ δέ ἐργάται ὀλίγοι. Δεήθητε οὖν τοῦ κυρίου τοῦ θερισμοῦ, ὅπως ἐκβά-λῃ ἐργάτας εἰς τόν θερισμόν αὐτοῦ. Ὑπάγετε· ἰδού ἐγώ ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς ἄρνας ἐν μέσῳ λύκων. Μή βαστάζετε βαλλάντιον, μή πή-ραν, μηδέ ὑποδήματα, καί μηδένα κατά τήν ὁδόν ἀσπάσησθε· εἰς ἥν δ’ ἄν οἰκίαν εἰσέρχησθε, πρῶτον λέγετε· εἰρήνη τῷ οἴκῳ τούτῳ, καί ἐάν ᾖ ἐκεῖ υἱός εἰρήνης, ἐπαναπαύεται ἐπ’ αὐτόν ἡ εἰρήνη ὑμῶν· εἰ δέ μήγε, ἐφ’ ὑμᾶς ἀνακάμψει…καί θεραπεύετε τούς ἐν αὐτῇ ἀσθε-νεῖς, καί λέγετε αὐτοῖς· ἤγγικεν ἐφ’ ὑμᾶς ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ»[1]. Τούς ἐξέλεξε ὁ Χριστός ὕστερα ἀπό τούς Δώδεκα, γιά νά βοηθοῦν τό σωτήριο ἔργο του καί νά διακονοῦν τό σχέδιο τῆς Θείας Οἰκο-νομίας.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τῆς πρώτης χριστιανικῆς περι-όδου, προσπάθησαν νά τούς ταυτίσουν σταχυολογώντας πρόσωπα τῆς Καινῆς Διαθήκης, κυρίως ἀπό τό βιβλίο τῶν Πράξεων καθώς καί τίς ἐπιστολές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ἡ πρώτη ἀπόπειρα καταρτίσεως καταλόγων τῶν ὀνομάτων τῶν Ἑβδομήκοντα Ἀπο-στόλων ἔγινε σέ ἀντίδραση ἐνεργειῶν τῶν Γνωστικῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἀνορθόδοξη καί ἐσφαλμένη ἀντίληψη περί τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος καί τῆς ἀδιάκοπης ἀποστολικῆς διαδοχῆς καί ἀποσκο-ποῦσε νά προβάλει πρόσωπα μέ ἀναμφισβήτητο ἐκκλησιαστικό κῦρος, πού ἦσαν ἄμεσα συνεχιστές τοῦ ἔργου τῶν Δώδεκα Ἀποστό-λων[2].
Ἀπό τήν ἐποχή τοῦ πρώτου Σχίσματος (867 μ.Χ.), ὅταν τό «παπικόν πρωτεῖον ἐξῆλθεν πλέον τῆς θεωρητικῆς καί ἀορίστου μορφῆς τήν ὁποίαν μέχρι τοῦδε διετήρει καί ἔλαβε πρακτικήν καί ὡρισμένην μορφήν ἐπικίνδυνον διά τήν ἀνεξαρτησίαν τῆς Ἀπο-στολικῆς Ἐκκλησίας»[3], προβάλλονται ἰδιαίτερα ἀπό τήν Ὀρθό-δοξη Ἐκκλησία οἱ Ἑβδομήκοντα Ἀπόστολοι, σέ ἀντίδραση στίς γνωστές θέσεις τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας περί τοῦ πρω-τείου τοῦ Πάπα.
Γι’ αὐτό, ἄν καί ἕκαστος τῶν Ἀποστόλων ἑορτάζει σέ τακτή ξεχωριστή ἡμέρα, ἡ Ἐκκλησία μας ὅρισε καί ἰδία ἡμέρα γιά τήν κοινή ἑορτή αὐτῶν πού κακοπάθησαν γιά τό Εὐαγγέλιο τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ.
Αὐτοί εἶναι:
- ῎Αγαβος, προφήτης, ὁ ὁποῖος προεφήτευσε τή σύλληψη τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί τό μέγα λιμό εἰς ῾Ιερουσαλήμ[4], († 8 ᾿Απρι-λίου).
- ᾿Ακύλας, μαθητής τοῦ Ἀποστόλου Παύλου μετά τῆς συζύγου αὐτοῦ Πρισκίλλης, μαρτυρικά τελειωθέντες[5], († 14 ᾿Ιουλίου, † 13 Φεβρουαρίου).
- ᾿Αμπλίας, ἐπίσκοπος ᾿Οδυσσουπόλεως (τῆς Μακεδονίας), ὑπό τοῦ Ἀποστόλου ᾿Ανδρέου ἐγκατασταθείς καί ὑπό τῶν ἐθνικῶν ἀναιρεθείς, († 31 ᾿Οκτωβρίου).
- ᾿Ανανίας, μαθητής τοῦ Κυρίου στή Δαμασκό, συναντήσας, καθ᾿ ὑπόδειξιν τοῦ Κυρίου, τό Σαούλ (Παῦλο) τυφλωθέντα[6], τόν ὁ-ποῖο ἐθεράπευσε καί ἐβάπτισε. Ἔγινε Ἐπίσκοπος Δαμασκοῦ, τελει-ωθείς διά λιθοβολισμοῦ († 1 ᾿Οκτωβρίου).
- ᾿Ανδρόνικος, Ἐπίσκοπος Πανονίας[7], († 17 Μαΐου, † 30 ᾿Ιου-λίου, † 22 Φεβρουαρίου εὕρεση λειψάνων).
- ᾿Απελλῆς, Ἐπίσκοπος Σμύρνης[8], († 10 Σεπτεμβρίου).
- ᾿Απελλῆς (ἕτερος ἤ ὁ προηγούμενος), Ἐπίσκοπος τῆς ἐν Θρά-κῃ ῾Ηρακλείας, († 31 ᾿Οκτωβρίου).
- ᾿Απολλώ(ς), ἐπίσκοπος Καισαρείας[9], († 8 Δεκεμβρίου).
- ᾿Απφία(ς) (ἤ ᾿Απφίων)· σαφῶς πρόκειται περί γυναίκας Ἀπο-στόλου, τήν ὁποία ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Φιλή-μονα ἐπιστολή: «καί ᾿Απφίᾳ τῇ ἀγαπητῇ»[10]. Συνεμαρτύρησε μετά τῶν Ἀποστόλων Φιλήμονος, ᾿Αρχίππου καί ᾿Ονισήμου ἐπί Νέρωνος (φέρεται ὡς σύζυγος τοῦ Φιλήμονος), († 22 Νοεμβρίου, † 19 Φε-βρουαρίου).
- ᾿Αρίσταρχος, Ἐπίσκοπος τῆς ἐν Συρίᾳ ᾿Απαμείας, ἀποκεφαλι-σθείς ὑπό Νέρωνος[11], († 27 Σεπτεμβρίου, † 14 ᾿Απριλίου).
- ᾿Αριστόβουλος, Ἐπίσκοπος Βρεττανίας, ἀδελφός τοῦ Ἀπο-στόλου Βαρνάβα[12], († 31 ᾿Οκτωβρίου, † 15 Μαρτίου).
- ᾿Αρτεμᾶς, Ἐπίσκοπος Λύστρων[13], († 30 ᾿Οκτωβρίου).
- ῎Αρχιππος, μαθητής τοῦ Ἀποστόλου Παύλου εἰς Κολοσσάς. Ἐτελειώθηκε μαρτυρικά ἐπί Νέρωνος[14], († 22 Νοεμβρίου, † 19 Φε-βρουαρίου).
- Ἀσύγκριτος, Ἐπίσκοπος ῾Υρκανίας, ἐτελειώθηκε μαρτυρι-κῶς[15], († 8 ᾿Απριλίου).
- ᾿Αχαϊκός, μαθητής τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στή Κόρινθο[16], ἐτελειώθηκε ἀπό λιμό καί δίψα († 15 ᾿Ιουνίου).
- Βαρνάβας ἤ ᾿Ιωσῆς, Κύπριος τήν πατρίδα, ἀπό τούς ἑλληνι-στές ῾Εβραίους τῆς νήσου καί ἀπό τή φυλή Λευΐ. ᾿Από ‘Ιωσῆς, γιά τό γλυκύ του κήρυγμα, μετονομάσθηκε Βαρνάβας, πού σημαίνει «υἱός παρακλήσεως»[17]. Συνέκδημος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου[18], ἐκήρυξε τό Εὐαγγέλιο στήν Ἀντιόχεια, ῾Ιερουσαλήμ, Ρώμη, ᾿Αλεξάνδρεια καί Κύπρο, ὅπου ἐλιθοβολήθηκε καί παραδόθηκε στό πῦρ. Εἶναι ὁ ἱ-δρυτής τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Κύπρου († 11 ᾿Ιουνίου).
- Γάϊος, Ἐπίσκοπος ᾿Εφέσου[19], († 5 Νοεμβρίου).
- ᾿Επαινετός, Ἐπίσκοπος Καρθαγένης[20], († 30 ᾿Ιουλίου).
- ᾿Επαφρόδιτος (ἤ ᾿Επαφρᾶς), Ἐπίσκοπος Κολοφῶνος ἤ Κολώ-νης ἤ ᾿Αδράκης[21], († 8 Δεκεμβρίου)[22].
- ῎Εραστος, οἰκονόμος τῆς Ἐκκλησίας ῾Ιεροσολύμων καί Ἐπί-σκοπος Πανεάδος[23], († 10 Νοεμβρίου).
- ῾Ερμᾶς, Ἐπίσκοπος Φιλίππων ἤ Φιλιππουπόλεως[24], († 5 Νοεμ-βρίου).
- ῾Ερμῆς, Ἐπίσκοπος Δαλματίας[25], († 8 Μαρτίου).
- Εὔβουλος, μαθητής τοῦ Ἀποστόλου Παύλου[26], († 28 Φεβρου-αρίου).
- Εὔοδος, Ἐπίσκοπος ᾿Αντιοχείας, διάδοχος τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, († 7 Σεπτεμβρίου)
- Ζακχαῖος, ἀρχιτελώνης τῆς ῾Ιεριχώ, τόν ὁποῖο ἐκάλεσε ὁ Κύ-ριος[27], († 20 ᾿Απριλίου)
- Ζηνᾶς ἤ Ζήνων, Ἐπίσκοπος Διοσπόλεως τῆς Λαοδικείας[28], († 27 Σεπτεμβρίου).
- ῾Ηρωδίων καί Ροδίων ἤ Ρόδιος, Ἐπίσκοπος Νέων Πατρῶν, ἀκόλουθος τῶν Ἀποστόλων[29], ἐτελειώθηκε μαρτυρικά ὑπό Ἰου-δαίων καί ἐθνικῶν († 28 Μαρτίου) ἤ Ἐπίσκοπος Ταρσοῦ, ἀκόλου-θος τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου στή Ρώμη, ἀποκεφαλίσθηκε ὑπό Νέρω-νος μετά τοῦ ᾿Ολυμπᾶ, († 8 ᾿Απριλίου, † 10 Νοεμβρίου).
- ᾿Ιάκωβος ὁ ᾿Αδελφόθεος, ἀδελφός τοῦ Κυρίου καί υἱός ᾿Ιωσήφ τοῦ Μνήστορος, συγγραφεύς τῆς φερωνύμου Καθολικῆς ᾿Επιστολῆς καί πρῶτος ῾Ιεράρχης ῾Ιεροσολύμων. Ὁ Ἅγιος ἐτελειώθηκε μαρτυρι-κῶς ὑπό ᾿Ιουδαίων[30], († 23 ᾿Οκτωβρίου καί Κυριακή μετά τήν Χρι-στοῦ Γέννησιν).
- ᾿Ιάκωβος ὁ ᾿Αλφαίου ἤ ᾿Αλφαῖος, ἀδελφός Ματθαίου τοῦ Εὐ-αγγελιστοῦ († 9 ᾿Οκτωβρίου, † 26 Μαΐου)
- ᾿Ιάσων, Ἐπίσκοπος Ταρσοῦ, μαθητής τοῦ Ἀποστόλου Παύ-λου[31], († 29 ᾿Απριλίου).
- ᾿Ιούδας ὁ ᾿Ιακώβου ἤ Θαδδαῖος καί Λεββαῖος, ἀδελφός κατά σάρκα τοῦ Κυρίου καί υἱός ᾿Ιωσήφ τοῦ Μνήστορος, ἀδελφός δέ γνή-σιος ᾿Ιακώβου τοῦ ᾿Αδελφοθέου[32], († 19 ᾿Ιουνίου, † 21 Αὐγούστου).
- ᾿Ιουνία(ς)· πρόκειται περί ἀνδρός Ἀποστόλου, τόν ὁποῖο ἀνα-φέρει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή: «ἀσπά-σασθε ᾿Ανδρόνικον καί ᾿Ιουνίαν τούς συγγενεῖς μου καί συναιχμα-λώτους μου, οἵτινές εἰσιν ἐπίσημοι ἐν τοῖς ἀποστόλοις»[33]. Δυστυχῶς στούς Συναξαριστές ἐθεωρήθηκε ὡς γυναίκα, ἐνῶ σέ πολλούς κώδι-κες γράφεται ὀρθῶς: «(᾿Ανδρόνικος) συνεπόμενον ἔχων καί τόν ὑπερθαύμαστον ᾿Ιουνίαν». Καί τό δίστιχο μαρτυρεῖ: «᾿Ιουνία(ς) τέ-θνηκε μηνί Μαΐῳ, ὅς πρῶτος ἐστίν εἰσιών ᾿Ιουνίου” († 17 Μαΐου, † 22 Φεβρουαρίου-εὕρεση τῶν ἱερῶν λειψάνων).
- ᾿Ιοῦστος ἤ ᾿Ιωσήφ ἤ Βαρσαββᾶς ἤ ᾿Ιησοῦς ἤ Ἰωσῆς, Ἐπίσκοπος ᾿Ελευθερουπόλεως, ὁ σύμψηφος γενόμενος τοῦ Ματθίου, ὁ ἀδελφό-θεος[34], († 30 ᾿Οκτωβρίου).
- Καῖσαρ, Ἐπίσκοπος Κορώνης, († 8 Δεκεμβρίου).
- Κάρπος, Ἐπίσκοπος Βερόης ἤ Βεροίας τῆς Θράκης[35], († 26 Μαΐου).
- Κηφᾶς, († 8 Δεκεμβρίου).
- Κλήμης, Ἐπίσκοπος Σάρδεων ἤ Σαρδικῆς[36], († 10 Σεπτεμβρί-ου).
- Κοδρᾶτος, Ἐπίσκοπος ᾿Αθηνῶν. Ἐτελειώθηκε μαρτυρικά στή Μαγνησία, († 21 Σεπτεμβρίου).
- Κουᾶρτος, Ἐπίσκοπος Βηρυτοῦ[37], († 10 Νοεμβρίου).
- Κρήσκης, Ἐπίσκοπος Καρχηδόνος[38], († 30 ᾿Ιουλίου).
- Λίνος, ἐπίσκοπος Ρώμης μετά τόν Ἀπόστολο Πέτρο († 5 Νοεμ-βρίου).
- Λουκᾶς ἤ Λούκιος, Ἐπίσκοπος τῆς ἐν Συρίᾳ Λαοδικείας, διά-φορος τοῦ Εὐαγγελιστοῦ, «ὅν ὁ μακάριος Παῦλος ἐν τῇ πρός Τιμό-θεον ἐπιστολῇ μαρτυρεῖ», († 10 Σεπτεμβρίου)[39].
- Μᾶρκος, ὁ καί ᾿Ιωάννης, Ἐπίσκοπος Βύβλου τῆς Ἀντιόχειας, διάφορος τοῦ Εὐαγγελιστοῦ, «οὗ ὁ Ἀπόστολος Λουκᾶς ἐν ταῖς Πράξεσι μέμνηται»[40], († 27 Σεπτεμβρίου).
- Μᾶρκος (ἕτερος), ἀνηψιός τοῦ Βαρνάβα, Ἐπίσκοπος ᾿Απολ-λωνιάδος, διάφορος τοῦ Εὐαγγελιστοῦ καί τοῦ προηγουμένου, «οὗ ὁ ᾿Απόστολος ἐν ταῖς ἐπιστολαῖς μέμνηται»[41], († 30 ᾿Οκτωβρίου)[42].
- Ματθίας, ὁ διά κλήρου ἀναπληρώσας ᾿Ιούδα τόν προδότη καί συγκαταριθμηθείς στούς Δώδεκα[43], († 9 Αὐγούστου).
- Νάρκισσος, Ἐπίσκοπος ᾿Αθηνῶν. Ἐτελειώθηκε μαρτυρικά[44], († 31 ᾿Οκτωβρίου)
- Νικάνωρ, διάκονος ἐκ τῶν ἑπτά, τελειωθείς τήν αὐτή ἡμέρα μετά τοῦ ἀρχιδιακόνου Στεφάνου[45], († 28 ᾿Ιουλίου).
- Νυμφᾶς, μαθητής τοῦ Ἀποστόλου Παύλου[46], († 28 Φεβρουα-ρίου).
- ᾿Ολυμπᾶς, ἀκόλουθος τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου στή Ρώμη, ἀπο-κεφαλίσθηκε ὑπό Νέρωνος μετά τοῦ Ροδίωνος[47], († 10 Νοεμβρίου).
- ᾿Ονήσιμος, μαθητής τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ἐτελειώθηκε μαρτυρικά στούς Ποτίολους[48], († 15 Φεβρουαρίου, † 22 Νοεμβρίου).
- ᾿Ονησιφόρος, Ἐπίσκοπος Κολοφῶνος, συνεργός τοῦ Ἀποστό-λου Παύλου[49], († 7 Σεπτεμβρίου, † 8 Δεκεμβρίου).
- Οὐρβανός, ἐπίσκοπος Μακεδονίας, ὑπό τοῦ Ἀποστόλου ᾿Αν-δρέου ἐγκατασταθείς καί ὑπό τῶν ἐθνικῶν ἀναιρεθείς, († 31 ᾿Οκτω-βρίου).
- Παρμενᾶς, διάκονος ἐκ τῶν ἑπτά[50], († 28 ᾿Ιουλίου).
- Πατρόβας, Ἐπίσκοπος Ποτιόλων[51], († 5 Νοεμβρίου).
- Πούδης, ἀκόλουθος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ὑπέστη μαρτυ-ρικό θάνατο ἐπί Νέρωνος[52], († 14 ᾿Απριλίου)
- Πρόχορος, διάκονος ἐκ τῶν ἑπτά, Ἐπίσκοπος Νικομηδείας, συνεργός τοῦ Εὐαγγελιστοῦ ᾿Ιωάννου καί στή συγγραφή τοῦ Εὐαγ-γελίου[53], († 28 ᾿Ιουλίου).
- Ροῦφος, Ἐπίσκοπος Θηβῶν τῆς ῾Ελλάδος. Ἐτελειώθηκε μαρτυ-ρικά[54], († 8 ᾿Απριλίου).
- Σίλας, Ἐπίσκοπος Κορίνθου, συνεργός τοῦ Ἀποστόλου Παύ-λου[55], († 30 ᾿Ιουλίου).
- Σιλουανός, Ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης, συνεργός τοῦ Ἀπο-στόλου Παύλου[56], († 30 ᾿Ιουλίου).
- Σίμων ἤ Συμεών ἤ Κλεόπας, ὁ ἀδελφόθεος, δεύτερος Ἐπίσκο-πος ῾Ιεροσολύμων, υἱός ᾿Ιωσήφ τοῦ Μνήστορος καί ἀδελφός ᾿Ιακώ-βου. Ὁ Ἅγιος ἐσταυρώθηκε ἐπί Τραϊανοῦ[57], († 27 ᾿Απριλίου, † 30 ᾿Οκτωβρίου).
- Στάχυς, Ἐπίσκοπος (πρῶτος) Βυζαντίου, κατασταθείς ὑπό ᾿Ανδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου[58], († 31 ᾿Οκτωβρίου).
- Στεφανᾶς, μαθητής τοῦ Ἀποστόλου Παύλου[59], († 15 ᾿Ιουνίου).
- Στέφανος, πρωτομάρτυς καί ἀρχιδιάκονος. Ἐτελειώθηκε διά λιθοβολισμοῦ[60], († 27 Δεκεμβρίου, † 2 Αὐγούστου, † 15 Σεπτεμβρί-ου).
- Σωσθένης, Ἐπίσκοπος Κολοφῶνος[61], († 8 Δεκεμβρίου).
- Σωσίπατρος, Ἐπίσκοπος ᾿Ικονίου, μαθητής τοῦ Ἀποστόλου Παύλου[62], († 10 Νοεμβρίου, † 29 ᾿Απριλίου).
- Τέρτιος, Ἐπίσκοπος ᾿Ικονίου, μαθητής τοῦ Ἀποστόλου Παύ-λου[63], († 30 ᾿Οκτωβρίου).
- Τιμόθεος, Ἐπίσκοπος ᾿Εφέσου, μαθητής τοῦ Ἀποστόλου Παύ-λου, τελειωθείς μαρτυρικά[64], († 22 ᾿Ιανουαρίου).
- Τίμων, διάκονος ἐκ τῶν ἑπτά, Ἐπίσκοπος Βόστρων, τελειω-θείς μαρτυρικά[65], († 28 ᾿Ιουλίου).
- Τίτος, Ἐπίσκοπος Γορτύνης τῆς Κρήτης, μαθητής τοῦ Ἀποστό-λου Παύλου[66], († 25 Αὐγούστου).
- Τρόφιμος, ἀκόλουθος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ὑπέστη μαρ-τυρικό θάνατο ἐπί Νέρωνος[67], († 14 ᾿Απριλίου).
- Τυχικός, Ἐπίσκοπος Χαλκηδόνος ἤ Κολοφῶνος, ἀκόλουθος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου[68], († 8 Δεκεμβρίου).
- Φιλήμων, Ἐπίσκοπος Γάζης, μαθητής τοῦ Ἀποστόλου Παύ-λου, τελειωθείς μαρτυρικά στίς Κολοσσές ἐπί Νέρωνος[69], ( † 19 Φε-βρουαρίου, † 22 Νοεμβρίου).
- Φίλιππος, διάκονος ἐκ τῶν ἑπτά, ἐκ Καισαρείας τῆς Παλαιστί-νης, ὁ ὁποῖος ἐβάπτισε Σίμωνα τό Μάγο καί τόν Εὐνοῦχο τῆς Καν-δάκης[70], († 11 ᾿Οκτωβρίου).
- Φιλόλογος, Ἐπίσκοπος Σινώπης, κατασταθείς ὑπό ᾿Ανδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου[71], († 5 Νοεμβρίου).
- Φλέγων, Ἐπίσκοπος Μαραθῶνος. Ἐτελειώθηκε μαρτυρικά[72], († 8 ᾿Απριλίου).
- Φουρτουνᾶτος, μαθητής τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ἐτελειώ-θηκε μαρτυρικά[73], († 15 ᾿Ιουνίου).
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Ζωσίμου μοναχοῦ καί Ἀθανασίου Κομενταρησίου.
῾Ο Ἅγιος Ζώσιμος ἔζησε στήν Κιλικία καί ἐκατοικοῦσε στήν ἔρημο. ᾿Εκεῖ τόν ἀναζήτησαν οἱ εἰδωλολάτρες, τόν ἔπιασαν καί τόν ὁδήγησαν στόν ἄρχοντα Δομετιανό. Ὁ Ἅγιος Ζώσιμος ὁμολόγησε μέ παρρησία μπροστά στόν ἄρχοντα τήν πίστη του στόν ᾿Ιησοῦ Χριστό. ῾Ο ἄρχοντας τότε διέταξε νά ὑποβάλουν τόν Ἅγιο σέ φο-βερά βασανιστήρια. Τοῦ ἔκαψαν, λοιπόν, τά αὐτιά μέ πυρακτω-μένα σίδερα, τόν ἔρριψαν μέσα σέ καζάνι γεμάτο βόρβορο πού ἐκό-χλαζε καί τελικά τόν κρέμασαν μέ τό κεφάλι πρός τά κάτω. Κατά τρόπο ὅμως θαυμαστό διασώθηκε ἀπό ὅλα αὐτά τά βασανιστήρια. ῾Η μανία τῶν εἰδωλολατρῶν δέν ἐσταμάτησε ἐδῶ· ἔρριξαν τόν Ἅγιο στήν ἀρένα τοῦ θεάτρου νά τόν κατασπαράξουν τά πεινασμένα ἄγρια θηρία. ᾿Εκεῖ ὅμως ἐμφανίσθηκε ἕνα λιοντάρι καί μέ ἀνθρώ-πινη φωνή ὁμίλησε γιά τόν Χριστό. Τό θαυμαστό αὐτό γεγονός εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νά προσελκυσθεῖ στή χριστιανική πίστη ὁ Κομεντα-ρήσιος Ἀθανάσιος. Ἀλλά καί ὁ τύραννος, ὕστερα ἀπό τό γεγονός αὐτό, ἄφησε ἐλεύθερο τόν Ἅγιο.
῾Ο Ἅγιος, μετά τήν ἀπελευθέρωσή του, πῆγε στά ὄρη ὅπου καί διέμενε. Μαζί του πῆγε καί ὁ Ἀθανάσιος, τόν ὁποῖο καί κατήχησε στή χριστιανική πίστη καί στή συνέχεια τόν ἐβάπτισε. ᾿Εκεῖ στόν ἔρημο τόπο, πού ἦταν οἱ δύο Ἅγιοι, μιά πέτρα ἐσχίσθηκε ξαφνικά σέ δύο μέρη. Οἱ Ἅγιοι ἀμέσως μπῆκαν κάτω ἀπό τήν πέτρα, ὅπου καί παρέδωσαν τίς ψυχές τους στόν Κύριο.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ὁσίας μητρός ἡμῶν Ἀπολλιναρίας τῆς Συγκλητικῆς.
῾Η Ὁσία Ἀπολλιναρία διακρινόταν γιά τό κάλλος καί τή σύ-νεσή της. ῏Ηταν κόρη τοῦ Ἀνθεμίου, τόν ὁποῖο ἐχειροτόνησε ὁ Πά-πας Λέων ὁ Μέγας καί τοῦ ἐμπιστεύθηκε τή διαχείριση θεμάτων τῆς Ρώμης.
Ἀπό πολύ μικρή ἡλικία ἡ Ἀπολλιναρία εἶχε διακαή τόν πόθο νά ἀκολουθήσει τόν παρθενικό βίο καί παρακαλοῦσε μέ ἐπιμονή τό Θεό νύκτα καί ἡμέρα νά τή βοηθήσει νά πετύχει αὐτό πού ποθοῦσε ἡ ψυχή της. Παρακάλεσε, λοιπόν, θερμά τούς γονεῖς της νά τῆς ἐπι-τρέψουν νά πάει στά ῾Ιεροσόλυμα. Οἱ γονεῖς της ἄκουσαν τήν παρά-κλησή της καί τῆς ἐπέτρεψαν. Τότε ἐκείνη, ἀφοῦ πῆρε μαζί της δούλους καί δοῦλες, καθώς ἐπίσης καί χρυσάφι, ἄργυρο καί πολυ-τελῆ ἐνδύματα, ἔφθασε στούς Ἁγίους Τόπους. ᾿Εκεῖ ἐμοίρασε στούς πτωχούς ὅλα ὅσα εἶχε πάρει μαζί της.
῞Οταν ὁλοκλήρωσε τήν προσκυνηματική της ἐπίσκεψη στούς Ἁγίους Τόπους, ἐχάρισε τό δῶρο τῆς ἐλευθερίας στούς δούλους καί στίς δοῦλες πού εἶχε πάρει μαζί της καί τούς ἄφησε νά γυρίσουν πίσω στή Ρώμη, μέ τό δικαίωμα πλέον τοῦ ἐλεύθερου πολίτου. Ἐκράτησε ὅμως κοντά της ἕνα σεβάσμιο γέροντα καί ἕναν εὐνοῦχο. Μ᾿ αὐτούς μαζί ἐπισκέφθηκε στήν Ἀλεξάνδρεια. ῞Οταν ἔφθασε σέ κάποιον πεδινό τόπο, σκέφθηκε νά σταματήσουν ἐκεῖ, γιά νά ξε-κουραστοῦν ἀπό τόν κόπο τῆς ὁδοιπορίας. Μόλις ὁ ὕπνος πῆρε τούς κουρασμένους συνοδοιπόρους της, ἡ Ἁγία ἔφυγε χωρίς νά τήν πάρουν εἴδηση καί μπῆκε στή δασώδη περιοχή πού ἦταν δίπλα, περιφρονώντας ἔτσι ὅλα τά ἀγαθά τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου. ῾Η περιοχή αὐτή ἦταν καί ἑλώδης. Στό ὀχληρό αὐτό ἕλος ἔμεινε ἀρκετό χρονικό διάστημα. Κατά τήν παραμονή της ἐκεῖ, ἀπό τά τσιμπήματα τῶν κουνουπιῶν τό δέρμα τοῦ μακάριου σώματός της ἔγινε σάν τό δέρμα χελώνας.
Ἀκολούθως, φορώντας ἐνδυμασία ἀσκητοῦ, πῆγε σέ Σκήτη πού ἀσκήτευαν ἅγιοι Πατέρες. Τούς εἶπε πώς ὀνομάζεται Δωρόθεος καί πώς εἶναι εὐνοῦχος. ῾Ο θαυμαστός ἡγούμενος τῆς Σκήτης Μακάριος τή δέχθηκε μέ ἐγκαρδιότητα καί τῆς παρεχώρησε κελλί νά μένει. ῾Η Ἀπολλιναρία ἐκλείσθηκε μέσα στό κελλί αὐτό καί προσευχόταν καί εὐχαριστοῦσε τό Θεό νύχτα καί ἡμέρα.
῾Ο πατέρας της Ἀνθέμιος εἶχε καί μιά ἄλλη θυγατέρα. Αὐτή κάποτε προσβλήθηκε ἀπό ἀκάθαρτο δαιμόνιο. Ἀμέσως ὁ ᾿Ανθέμιος τήν ἔστειλε στούς μοναχούς τῆς Σκήτης, γιά νά θεραπευθεῖ, χωρίς βέβαια νά γνωρίζει τό παραμικρό σχετικά μέ τήν εὐλογημένη θυγα-τέρα του, τήν Ἀπολλιναρία, πού βρισκόταν στή Σκήτη καί ὀνο-μαζόταν Δωρόθεος.
Οἱ συνοδοί, λοιπόν, ὁδήγησαν τή δαιμονισμένη κόρη στόν ἀβ-βᾶ Δωρόθεο. Μέσα σέ λίγες ἡμέρες τό κορίτσι ἐλευθερώθηκε ἀπό τό δαιμόνιο, πού τό ἐβασάνιζε, καί οἱ Πατέρες τό ἔστειλαν, ὑγιές πλέον, στόν πατέρα του. Ὕστερα ἀπό μερικές ἡμέρες ἄρχισε νά φαίνεται στούς πολλούς πώς ἡ κόρη ἦταν ἔγκυος. Τότε ὁ πατέρας της, ἐπειδή ἐνόμισε ὅτι ἡ κόρη του εἶχε καταστεῖ ἔγκυος ἀπό τόν ἀβ-βᾶ Δωρόθεο, ἔστειλε ἀνθρώπους του καί τοῦ τόν ἔφεραν μπροστά του. ῾Η εὐλογημένη ὅμως Ἀπολλιναρία ἔδειξε μέ κάποια σημεῖα αὐ-τό πού ἦταν στήν πραγματικότητα, ὅτι δηλαδή ἦταν γυναίκα καί ὄχι ἄνδρας ὅπως ἔδειχνε τό σχῆμα της. ῾Η ἀποκάλυψη αὐτή προκά-λεσε σέ ὅλους θαυμασμό καί ἀγωνία· καί ἰδιαίτερα θαυμασμό, γιά τό γεγονός ὅτι ἡ ἀδελφή της ἡ δαιμονισμένη ἐθεραπεύθηκε θαυμα-τουργικά, ὕστερα ἀπό τίς προσευχές της.
Μετά ἀπό αὐτά ἡ Ἀπολλιναρία, ἀφοῦ ἔμεινε λίγες ἡμέρες μαζί μέ τούς γονεῖς της, ἐγύρισε πάλι στό κελλί της, στή Σκήτη, χωρίς νά μάθει κανένας ἀπό τούς Πατέρες αὐτά πού εἶχαν γίνει. ῎Ετσι, ὅταν μετά τήν κοίμησή της, διαπιστώθηκε ὅτι ἦταν γυναίκα, ὅλοι τή ἐμα-κάρισαν γιά τήν ἄσκηση καί τήν ὁσιότητα τοῦ βίου της.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη μνήμη τῶν ἁγίων Χρυσάνθου καί Εὐφημίας. Ὁ Ἅγιος Χρύσανθος καί ἡ Ἁγία Εὐφημία ἐμαρτύρησαν γιά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Περί τοῦ χρόνου τοῦ μαρτυρίου τους οἱ Συναξαριστές σιωποῦν. Γιά τήν Ἁγία Εὐφημία ἀναφέρεται ἁπλῶς “τῆς πλησίον τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου”, ἀπό τό ὁποῖο θεωροῦμε, ὅτι πρόκειται περί τοῦ τάφου αὐτῆς.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων ἕξ Μαρτύρων.
Εἶναι ἄγνωστο πότε καί ποῦ ἄθλησαν οἱ Μάρτυρες αὐτοί. Στούς Συναξαριστές καλοῦνται Μάρτυρες, ἀλλά τελειωθέντες μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Θεοκτίστου. Ὁ Ὅσιος Θεόκτιστος ἀκολούθησε τό μοναχικό βίο, διετέλεσε ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Κουκουμᾶ ἤ Κουκουμίου ἤ Κουκούμης τῆς Σικελίας καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Θεοπρόβου, ἐπι-σκόπου Καρπασίας Κύπρου.
Ὁ Ἅγιος Θεόπροβος ἔζησε κατά τόν 4ο μ.Χ. αἰώνα.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Εὐθυμίου τοῦ νέ-ου.
Στούς Συναξαριστές ἀναφέρεται μόνο ὅτι ὁ Ὅσιος κεῖται πλησίον τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Μωκίου.
Ὁ ναός τοῦ Ἁγίου Μωκίου, ἀνηγέρθη ἀπό τό Μέγα Κων-σταντῖνο (324-337 μ.Χ.) πρός τιμήν τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Μωκίου, τοῦ ὁποίου τή μνήμη ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ στίς 11 Μαΐου, ἐπί τῆς θέ-σεως παλαιοῦ ἐθνικοῦ ναοῦ στό Ἐξωκιόνιον (Ἕξ Μάρμαρα) τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἐπί αὐτοκράτορος Θεοδοσίου Α´ (379-395 μ.Χ.) ὁ ναός αὐτός ἐδόθηκε στούς αἱρετικούς Ἀρειανούς πού ὀνομά-σθηκαν γιά τό λόγο αὐτό καί ἐξωκιονίτες. Ἀργότερα κτίσθηκε ἐκεῖ νέος ναός ἀπό τόν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανό Α´ (525-565 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ἀνακαινίσθηκε ἀπό τόν Βασίλειο Β´ (867-886 μ.Χ.). Στήν ἐκ-κλησία αὐτή ἐκκλησιάζονταν, σύμφωνα μέ τό Τυπικό, οἱ αὐτο-κράτορες τοῦ Βυζαντίου δύο φορές τό χρόνο: τήν Κυριακή τοῦ Ἀντίπασχα (τοῦ Θωμᾶ) καί τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῆς Μεσοπεντη-κοστῆς. Στίς 11 Μαΐου 903 μ.Χ., ἡμέρα τῆς Μεσοπεντηκοστῆς, ὑπέ-στη ἐντός τοῦ ναοῦ δολοφονική ἐπίθεση ὁ αὐτοκράτορας Λέων ὁ ΣΤ´ καί ἀπό τότε καταργήθηκε ὁ ἐκεῖ ἐκκλησιασμός τῶν αὐτοκρα-τόρων.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ὁσίων πατέρων ἡμῶν Εὐαγρίου καί Σίου, τῶν ἐκ Γεωργίας.Οἱ Ὅσιοι Εὐάγριος καί Σίος τοῦ Μγκβιμέλι ἔζησαν στή Γεωρ-γία τόν 6ο αἰώνα μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Εὐάγριος ἀρχικά ἦταν δούκας τοῦ Ζιχαντίντι καί ἀρχηγός τοῦ μεγαλύτερου κράτους στήν αὐλή τοῦ βασιλείου τοῦ Kάρτλι (Δυτική Γεωργία). Στή συνέχεια ἔγινε ἕνας ἀπό τούς πρώτους γεωργιανούς μαθητές τοῦ Ἁγίου Σίου καί μετέπειτα ἡγούμενος τῆς μονῆς πού ἵδρυσε ὁ τελευταῖος. Ὁ Ὅσιος Εὐάγριος ἐσκόπευε νά γίνει μοναχός ὅταν, πηγαίνοντας σέ ἕνα κυνήγι, ἔγινε θεατής ἐνός θαύματος: εἶδε ἕνα περιστέρι νά φέρνει τροφή στόν ἐρημίτη Ἅγιο Σίο. Αὐτός ἀρχικά ἦταν ἀντίθετος στήν ἀπόφαση τοῦ Εὐάγριου, ἐπειδή ἦταν πολύ βιαστική. Ὁ Εὐάγριος, ὅμως, ἐπέμενε καί τελικά ὁ Ἅγιος Σίος τοῦ παρήγγειλε νά ἐπιστρέψει σπίτι, νά τακτοποιήσει ὅλες τίς ὑποθέσεις του, νά ἀποχαιρετήσει τούς δικούς του καί ἔπειτα νά πάει στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Μτκβάρι καί νά βάλει μέσα στό νερό ἕνα μπαστούνι πού ὁ ἴδιος θά τοῦ ἐδώριζε. Ἐάν ὁ ποταμός ἐστέ-γνωνε μπροστά στά μάτια τοῦ Εὐάγριου, αὐτό θά ἦταν ἕνα θεϊκό σημάδι γιά νά ξεκινήσει τό μοναχικό βίο, διαφορετικά ὁ φιλόδοξος μοναχός θά ἔπρεπε νά ἐγκαταλείψει τό σκοπό του. Ὁ Εὐάγριος ἔπραξε μέ αὐτόν τόν τρόπο καί, κατά τή θεία βούληση, παρέμεινε μέ τόν Ἅγιο Σίο.
Ἔκτοτε ὁ ἀριθμός τῶν ἀσκητῶν γύρω τους ἄρχισε νά πολλα-πλασιάζεται καί κατ’ αὐτό τόν τρόπο ἐγεννήθηκε τό μοναστήρι. Ὁ Εὐάγριος μέ δικά του ἔξοδα ἀγόρασε γιά τήν ἀδελφότητα τό χωριό Σαλτέμπα μαζί μέ τά προσαρτημένα ἐδάφη.
Μετά ἀπό λίγο χρονικό διάστημα, ὁ Ἅγιος Σίος, μέ τήν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα ἀπομονώθηκε σέ σπήλαιο καί ὅρισε τόν Ὅσιο Εὐάγριο ἡγούμενο τῆς μοναστικῆς ἀδελφότητος.
Ἡ μνήμη τῶν Ὁσίων τελεῖται καί στίς 4 Φεβρουαρίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Τιμοθέου τοῦ Στυλίτου.
Ὁ Ὅσιος Τιμόθεος ἔζησε θεοφιλῶς καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό 872 μ.Χ[74].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ὁ ὅσιος Εὐθύμιος, ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου ἐν τῷ βυθῷ τελειοῦται, καί οἱ μετά τοῦ Εὐθυμίου δώδεκα μοναχοί Βατοπεδινοί ἀγχόνῃ τελειοῦνται. Τήν ἐποχή τοῦ Πάπα Οὐρβανοῦ Δ´ (1263) καί τοῦ διαδόχου του Κλήμεντος Δ´ (1267) ὁ αὐτοκράτορας τῆς Κωνσταντινουπό-λεως Μιχαήλ Παλαιολόγος ἄρχισε νά διαπραγματεύεται γιά τήν ἕνωση τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τή Δυτική. Ὁ Πάπας Κλήμης Δ´ ἔστειλε στήν Κωνσταντινούπολη πρός ὑπογραφή τούς ὅρους τῆς ἑνώσεως, στούς ὁποίους μεταξύ ἄλλων ὁ Πάπας ἐθεωρεῖτο ὡς δικαιούμενος ἀπό τόν Θεό νά κρίνει καί νά ἀποφασίζει ὁριστικά γιά κάθε δογματικό ζήτημα ἤ ἄλλη ἐκκλησια-στική διαφωνία. Ἔτσι ὁ Πάπας ἀναδεικνυόταν σέ ὑπέρτατη ἐκκλη-σιαστική ἐξουσία, οἱ δέ Σύνοδοι, Τοπικές ἤ Οἰκουμενικές, ἐκμηδε-νίζονταν. Τό ζήτημα ὅμως λόγῳ πατριαρχικῶν ἀνωμαλιῶν δέν ἐπροχώρησε καί ὁ αὐτοκράτορας δέν μποροῦσε νά ἐνεργήσει μόνος. Οἱ διαπραγματεύσεις ἐπανελήφθησαν τό ἔτος 1273, ὅταν προχειρί-σθηκε Πάπας ὁ Γρηγόριος ὁ Ι´, ὁ ὁποῖος ἐδήλωσε ὅτι δέχεται τό ζήτημα τῆς ἑνώσεως νά συζητηθεῖ σέ Σύνοδο, ἡ ὁποία ὁρίσθηκε νά συνέλθει στήν πόλη Λυών τῆς Γαλλίας. Ὁ βασιλεύς ἐδήλωσε στούς ἀπεσταλμένους τοῦ Πάπα, ὅτι δέχεται τήν πρόταση καί θά ἀποστεί-λει πρέσβεις ἐπιτετραμμένους στή Σύνοδο, ἀλλά ὁ Πατριάρχης Ἰωσήφ ἀντιστάθηκε καί διαμαρτυρήθηκε ἔντονα, ὅτι ποτέ δέν θά ἤθελε νά ὑπογράψει ἕνωση μέ τόν Πάπα πού θά ἀναγνώριζε σέ αὐτόν ἔξω ἀπό τῆς ἱερᾶς παραδόσεως καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν θεσμίων τέτοια ἐξουσία. Ὁ βασιλεύς ἐξοργίσθηκε. Μή τολμῶν νά ἐγγίσει τόν Πατριάρχη προέβη σέ φοβερό διωγμό τῶν λοιπῶν, ἄλλους ἐβασάνισε καί ἄλλους ἐξόρισε. Καί ἐπειδή ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐτάχθησαν κατά τῆς ἑνώσεως, ὁ αὐτοκρά-τορας Μιχαήλ, τυφλωμένος ἀπό τήν ἁμαρτία καί τό πεῖσμα, δήλωσε, ὅτι, ἐπειδή αὐτός εἶχε ἀνακτήσει τήν Πόλη ἀπό τούς Φράγκους, ἐδικαιοῦτο νά εἶναι ἰδιοκτήτης της, καί ἐζήτησε ἀπό τό λαό νά τοῦ καταβάλουν ἐνοίκιο γιά τίς κατοικίες τους. Ἡ ἀπαίτηση αὐτή καί τά βίαια μέτρα ἐκαναν πολλούς ἀπό τούς κατοίκους τῆς Κωνσταντινουπόλεως νά φύγουν σέ χῶρες ἔξω ἀπό τή δικαιοδοσία τοῦ αὐτοκράτορος, ἄλλους δέ νά ἀποσυρθοῦν στήν ἐπαρχία, ὅπου διοργάνωσαν ἔνοπλα σώματα κατά τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐθαιρε-σίας.
Παρ’ ὅλα αὐτά βασιλικοί ἀπεσταλμένοι μετέβησαν στή Σύνο-δο τῆς Λυῶνος καί ὑπέγραψαν τίς παπικές προτάσεις περί ἑνώσεως, ἀπεδέχθησαν δηλαδή τήν προσθήκη στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ, ἀνεγνώρισαν τήν κυ-ριαρχία τοῦ Πάπα καί τό δικαίωμά του νά μνημονεύεται ἀπό τόν Πατριάρχη, ὅταν αὐτός θά ἐλειτουργοῦσε. Ὁ Πατριάρχης Ἰωσήφ ἀντιστάθηκε στό ζήτημα τῆς ἑνώσεως καί ὑπέβαλε τήν παραίτησή του. Ἔτσι, τό Μάϊο τοῦ 1275, Πατριάρχης ἔγινε ὁ ἕως τότε Χαρτο-φύλαξ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας Ἰωάννης Βέκκος.
Ὅμως, ὁ λαός, ὁ κλῆρος καί οἱ μοναχοί ἀρνοῦνταν νά δεχ-θοῦν αὐτή τήν ἕνωση, τήν ὁποία ἀπέκρουαν καί ἡ ἀδελφή τοῦ αὐ-τοκράτορος Εὐλογία, ὁ τότε ἄρχοντας τῆς Ἠπείρου Νικηφόρος, ὁ ἀδελφός τοῦ αὐτοκράτορος Ἰωάννης, δούκας τῶν Νέων Πατρῶν, καί ἄλλοι συγγενεῖς τοῦ βασιλέως. Δυστυχῶς οἱ πιέσεις καί οἱ ἐκβια-σμοί γιά τήν ἕνωση συνεχίσθηκαν μέ τά πλέον τυραννικά μέσα καί τό διωγμό κατά τῶν ὑπερασπιστῶν τῆς ὀρθοδόξου πίστεως.
Στή μεγάλη αὐτή μάχη δέν ἔμεινε ἀμέτοχο τό Ἅγιον Ὄρος. Ἡ μονή Βατοπαιδίου διαμαρτυρήθηκε τολμηρά κατά τοῦ βασιλέως καί τοῦ Πατριάρχου. Κατεδίωξαν, λοιπόν, τούς μοναχούς κατά τόν κινηθέντα κατά τοῦ Ἁγίου Ὄρους διωγμό τό ἔτος 1285. Ἄλλους ἐβασάνισαν, τόν δέ ἡγούμενο τῆς Μονῆς Εὐθύμιο ἔπνιξαν στή θά-λασσα, ἐνῶ δώδεκα ἄλλους μοναχούς τούς ἀπηγχόνισαν.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Εὐσταθίου, ἀρχιεπισκόπου Σερβίας.Ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος Α΄, Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1286.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀχιλλίου τοῦ διακόνου.
Ὁ Ὅσιος Ἀχίλλιος ἐμόνασε κατά τό 14ο μ.Χ. αἰώνα στή Λαύ-ρα τοῦ Κιέβου. Ἁγιοποιήθηκε μαζί μέ ἄλλους ἁγίους τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, τήν ἑπόμενη περίοδο μετά τήν εἰσβολή τῶν Μογγόλων, ἀπό τό Μητροπολίτη τοῦ Κιέβου καί τῆς Γαλικίας Ἅγιο Πέτρο τόν Μογγίλα, τό ἔτος 1643.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Συμεών, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
Ὁ Ὅσιος Συμεών (Μολγιούμποφ) ἐγεννήθηκε στήν πόλη Το-μπόλσκ τῆς Ρωσίας. Ἡ ἀγάπη του γιά τόν μοναχικό βίο ὁδήγησε τά βήματά του στή μονή τῶν Ἁγίων Βόριδος καί Γκλέμπ τῆς πόλεως Ροστώβ Βελίκιϊ. Τό 1672 ἔγινε ἡγούμενος σέ μονή τοῦ Νόβγκοροντ καί τό 1674 στή μονή τοῦ Σωτῆρος τῆς Μόσχας. Στίς 9 Ἀπριλίου 1676 ἐχειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Σμολένσκ καί Ντορογκομπούζ.
Ὁ Ὅσιος Συμεών, πού διακρίθηκε γιά τήν ἁγιότητα τοῦ βίου του, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό 1699.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσιομάρτυρος Ὀνουφρίου τοῦ Νέου, τοῦ ἐν Χίῳ. Ὁ Ἅγιος Ὀνούφριος, πού κατά κόσμον ὀνομαζόταν Ματθαῖ-ος, καταγόταν ἀπό τό Μεγάλο Τύρναβο καί ἐγεννήθηκε στό χωριό Κάμπροβα ἀπό εὐκατάστατους γονεῖς. Ὁ πατέρας του, ὀνομαζόμε-νος Δέτζιο, προσῆλθε ἀργότερα στό μοναχισμό καί ἔλαβε τό ὄνομα Δανιήλ. Ἡ μητέρα του ὀνομαζόταν Ἄννα. Σέ ἡλικία ὀκτώ ἐτῶν ἦλθε σέ φιλονικία μέ τούς γονεῖς του, ἐπειδή τόν ἔδειραν γιά κάποια ἀταξία, καί τούς ἀπείλησε ὅτι θά γίνει Τοῦρκος. Μέ μύριους κόπους κατόρθωσαν οἱ γονεῖς του νά ἁρπάξουν αὐτόν ἀπό τά χέρια τῶν Τούρκων, πρός ἀποφυγή τῆς περιτομῆς. Φαίνεται ὅμως ὅτι ἀσπά-σθηκε τό Μωαμεθανισμό, ἀλλά ἀργότερα μετανόησε γιά τήν ἀσεβή αὐτή πράξη. Γι’ αὐτό καί πῆγε στή μονή Χιλιανδαρίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου καί ἐκάρη μοναχός, μετονομασθείς σέ Μανασσῆ. Στή συνέχεια ἐχειροτονήθηκε διάκονος καί ζοῦσε ἀσκητικό βίο. Ἐπιθυ-μώντας νά ἐπανορθώσει γιά τό προηγούμενο μέγα του ἁμάρτημα, αὐτό τῆς ἀλλαξοπιστίας, ἐπιζητοῦσε τό μαρτυρικό θάνατο ὑπέρ τοῦ Χριστοῦ. Ἀφοῦ ἦλθε στή Σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου, βρῆκε τόν πνευματικό Νικηφόρο καί τόν παρεκάλεσε νά τόν ἑτοιμάσει γιά τό μαρτύριο. Μετά τέσσερεις μῆνες πνευματικῆς δοκιμασίας ἔγινε μεγαλόσχημος μοναχός καί ὀνομάσθηκε Ὀνούφριος. Στή συνέχεια, σέ ἡλικία τριάντα δύο ἐτῶν, μετέβη, μέ συνοδίτη κάποιον Γρηγόριο πού καταγόταν ἀπό τήν Πελοπόννησο, στή Χίο, ὅπου παρέμεινε ἑπτά ἡμέρες μέ νηστεία καί προσευχή. Ἀμέσως μετά ἔλαβε λάδι ἀπό τίς κανδῆλες τῶν Ἁγίων καί ἀφοῦ προσκύνησε σέ κάποιο ναό τά ἱερά λείψανα Ἁγίων καί Νεομαρτύρων, ἐνδύθηκε τά ἐνδύματα τῶν Ἀγαρηνῶν καί ἐξῆλθε στούς δρόμους ἐπιζητώντας τήν εὐκαιρία τοῦ μαρτυρίου. Ἐνώπιον τῶν ἀρχῶν ὁμολόγησε τήν πίστη του καί ἐκή-ρυξε τόν Χριστό ὡς μόνο ἀληθινό Θεό. Τότε οἱ Τοῦρκοι τόν συνέ-λαβαν καί μετά ἀπό πολλά βασανιστήρια τοῦ ἀπέκοψαν τήν τιμία κεφαλή. Ἦταν τό ἔτος 1818, ἡμέρα Παρασκευή καί ὥρα ἐνάτη. Τό ἱερό λείψανο τοῦ Μάρτυρος καί τό ματωμένο χῶμα τοῦ εὐλογημέ-νου τόπου τοῦ μαρτυρίου του ἐρρίφθη ἀπό τούς Τούρκους στή θά-λασσα.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ εὕρεσις τῶν τιμίων λειψάνων τοῦ ἁγίου ἐνδό-ξου νεομάρτυρος Ἰωάννου τοῦ ἐκ Κονίτσης καί ἐν Βραχωρίῳ (Ἀγρινίῳ) τῆς Αἰτωλίας μαρτυρήσαντος. Τό μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Ἰωάννου ἑορτάζεται στίς 23 Σεπτεμβρίου. Μετά τό μαρτύριό του, τό ἔτος 1814, οἱ Χρι-στιανοί τῆς πόλεως τοῦ Βραχωρίου (Ἀγρινίου) παρέλαβαν τό τίμιο λείψανο αὐτοῦ καί τό ἐνταφίασαν σέ ἕνα ἀγρό. Ὅταν ἔγινε ἡ ἀνα-κομιδή, μεταξύ τῶν ἐτῶν 1814-1821, τά ἱερά λείψανα μεταφέρθηκαν κρυφά στήν ἱερά μονή Προυσιωτίσσης Εὐρυτανίας ἀπό τόν ἱερέα Κύριλλο Καστανοφύλλη καί κατετέθησαν σέ τόπο κρυφό. Τά χρό-νια πέρασαν καί τό γεγονός περιέπεσε σέ λήθη. Ἀλλά ὁ δοξάζων τούς Ἁγίους Κύριος ἀπεκάλυψε αὐτά στούς μοναχούς τῆς μονῆς, οἱ ὁποῖοι ἀπεφάσισαν, στίς 4 Ἰανουαρίου 1974, νά ἀνοίξουν τήν κρύ-πτη πάνω στήν ὁποία εἶχε χαραχθεῖ μέ τό χέρι τοῦ κομίσαντος: “Οὐ μεταλλεῖον ἀργυροχρύσου πέλω, ἀλλ’ ὄλβον φέρω. Πάντα λίθον μή κίνει”. Μόλις οἱ μοναχοί ἀποκύλησαν τό λίθο πού ἦταν ἐπάνω στήν κρύπτη, ἄρρητη εὐωδία ἐξῆλθε, πού εὐχαρίστησε καί ἐξέπληξε τίς ψυ-χές τους. Μέσα στήν κρύπτη ὑπῆρχε μία ξύλινη λειψανοθήκη ἐντός τῆς ὁποίας φυλάσσονταν ἡ τιμία κάρα μετά τῶν ὀστέων ἀγνώστου Ἁγίου. Ἐρευνώντας τόν τόπο βρῆκαν ἕνα κεραμίδι ἐπί τοῦ ὁποίου ἀναγραφόταν: ” ΙΣ ΧΣ ΝΙ ΚΑ (Ἰησοῦς Χριστός Νικᾶ). Οὗτος ἦν ὁ ἐξ Ὀθωμανῶν Ἰωάννης, ὁ ἐν Βραχωρίῳ ὑπέρ Χριστοῦ μαρτυρήσας κατά τό 1814 Σεπτεμβρίου κγ´”.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!