Τοῦ Σεβ/του Μητροπολίτου Αὐλῶνος ΧΡΙΣΤΟΥΔΟΥΛΟΥ
ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄, ΑΠΟ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ (ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ) Ἰωάν. 5, 1-15
«Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω…» (Ἰωαν. 5, 7).
Εἶναι μιά φράση γεμάτη πόνο. Ἕνας ἄνθρωπος, παράλυτος τριάντα ὀχτώ ὁλόκληρα χρόνια, περιμένει τή θεραπεία του. Ποιός ὅμως μπορεῖ νά τόν θεραπεύσει καί γιατί ἀργεῖ τόσο αὐτή ἡ θεραπεία; Γιά νά δείξει τήν ὑπομονή τοῦ παραλυτικοῦ, ὑπογραμμίζει ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Μιά ὑπομονή πού χαλκεύθηκε μέσα σέ δύο ἀντίθετες δυνάμεις πού τόν συνέθλιβαν καθημερινά καί τόν καταπίεζαν συνέχεια.
Ἡ ἐρημία ἀπό τή μιά καί ἡ πολυκοσμία ἀπό τήν ἄλλη. Αὐτές οἱ δυό «δυνάμεις» πρόσθεταν πόνο στόν πόνο του καί μαρτύριο στό μαρτύριό του. Ἔτσι, ζώντας μέσα στό συρφετό τοῦ κόσμου πού κατέκλυζε τίς στοές τῆς «προβατικῆς κολυμβήθρας» τήν ἐρημία καί μοναξιά τῆς ὑπάρξεώς του, αὔξανε μέρα μέ τή μέρα καί χάλκευε τήν ὑπομονή του. Ζοῦσε ὅμως καί τό δρᾶμα τοῦ πόνου του πού γιά τριάντα ὀχτώ χρόνια δέν ἔλεγε νά τόν ἀποχωρισθεῖ.
Τί εἶναι ὁ πόνος;
«Ὁ πόνος εἶναι ἕνα γεγονός πού ἀνοίγει τά μάτια τῆς ψυχῆς, γιά νά ἰδοῦν τό ἄπειρο καί τό ἄγνωστο. Ἡ φράση αὐτή κλείνει μιά ἀλήθεια ζωῆς. Στήν ἀνούσια καθημερινότητα, εἶναι ἀλήθεια, πολλές εἶναι οἱ στιγμές πού ὁ ἄνθρωπος βαρυγκομᾶ ἐνάντια στίς καταστάσεις πού τόν κάνουν νά νιώθει πόνο. Καί βαρυγκομᾶ, γιατί δέ μπόρερε ποτέ νά συλλάβει τή μεταφυσική δύναμη τοῦ πόνου.
Τοῦ πόνου ἐκείνου πού μπορεῖ νά τοῦ προσφέρει τή σωτηρία. Τοῦ πόνου ἐκείνου πού εἶναι ὑπακοή. Τοῦ πόνου ἐκείνου πού εἶναι μιά σφαγή τοῦ θελήματός του καί μιά ἀνάσταση μέσα του τῆς πραγματικῆς ἐλευθερίας. Δηλαδή ὁ πόνος μέ τά δεσμά του σπάει κάποια ἄλλα δεσμά. Ἐνσυνείδητα ἤ ἀσυνείδητα, πεπερασμένα ἤ μυωπικά, γιά νά γίνει καί νά μείνει ἔτσι ἐλεύθερος ὁ δρόμος πρός τό Ἀπόλυτο, τό Ἀληθινό, τό Θεῖο.
Ὁ πόνος, βιολογικός, ψυχολογικός, κοινωνικός, ὁ πόνος σ’ ὅλες του τίς διαστάσεις εἶναι, ἀλλά καί προσφέρει ἐλευθερία, δύναμη, ἀντοχή. Τό ὑπογραμμίζει μέ κάθε σαφήνεια ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ὅταν ἀσθενῶ, τότε εἶμαι ἰσχυρός» (Β΄ Κορ. 12, 9). Εἶμαι ἐλεύθερος ἀπό τίς συμβατικότητες. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ὅμως ἀπό τόν πόνο δέν ἐπιτύχει τήν ἐλευθερία, τότε ὁ πόνος του γίνεται ἕνας δεσμός. Γίνεται ἕνα σωματικό καί ψυχικό ἄλγος πού τόν κυβερνᾶ. Καί θά τόν κυβερνᾶ τόσο μέχρι πού θά νιώσει βαθιά μέσα του μιά ἀμφίρροπη δύναμη. Καί ἡ δύναμη αὐτή δέ μπορεῖ νά εἶναι ἄλλη ἀπό τήν ὑπακοή.
Γιατί μέ τήν ὑπακοή νικᾶμε τό πεπερασμένο. Γιατί μέ τήν ὑπακοή κατακτᾶμε τό Ἀπόλυτο. Γιατί μέ τήν ὑπακοή κερδίζουμε καί τήν παροῦσα, ἀλλά καί τή μέλλουσα ζωή. Ἀποκτᾶμε ἐμπειρίες ζωῆς. Ζωῆς ἐκκλησιοκεντρικῆς πού ἔχει νικήσει καί ξεπεράσει «πᾶσαν ὀδύνη, λύπην, καί στεναγμόν».
Αἰτία τοῦ πόνου
Ὁ πόνος εἶναι αὐτούσιος ἤ εἶναι διπολικός; Οἱ ἄνθρωποι ἀπό τήν ἐμπειρία μας γνωρίζουμε τόν ἑαυτό μας πού πονᾶ καί ὅταν πονᾶ. Γνωρίζουμε ἀκόμα καί ἐκεῖνον πού μᾶς προσφέρει τόν πόνο. Αὐτό ὅμως πού νοηματίζει τή ζωή μας καί τόν πόνο μας εἶναι τό γεγονός πώς, πονώντας, λυτρωνόμαστε. Καί πώς γι’ αὐτή μας τή λύτρωση βρέθηκε κάποιος πού ἔγινε γενεσιουργός αἰτία καί δημιουργός τοῦ πόνου μας. Εἶναι ὅμως αὐτός ὁ «δημιουργός» τοῦ πόνου κάποιος ἄλλος ἄνθρωπος, κάποια κατάσταση ἐξωτερική, διαπροσωπική ἤ μήπως μέσα του ὁ καθένας θά πρέπει νά ψάξει νά βρεῖ τά πρῶτα αἴτια;
Βέβαια κανείς δέ μπορεῖ νά ἀποκλείσει τό γεγονός πώς ὁ πόνος στή ζωή μας ἔχει καί ἐξωτερικά αἴτια. Ἐπίσης κανένας δέ μπορεῖ νά μήν ἀποδεχθεῖ σιωπηλά καί ἐνδόμυχα πώς δημιουργός τοῦ πόνου του εἶναι καί ὁ ἴδιος προσωπικά. Αὐτό βέβαια ἔχει μιά δομή ἀπόλυτα συνειδησιακά νοσηρή. Μιά δομή πού στηρίζεται στήν ἔνδεια τῆς ψυχῆς καί στήν ἔλλειψη ὀντολογικοῦ βάθους στήν ἀλήθεια καί τήν πραγματικότητα τῆς ζωῆς μας.
Αὐτός ὁ πόνος θεραπεύεται; Μάλιστα. «Ἐν Χριστῷ» θά μᾶς ἔλεγαν οἱ παλιοί ἐκεῖνοι γεροντάδες τοῦ ἁγίου Ὄρους ἀλλά καί οἱ σύγχρονοι ἀσφαλῶς, πού στό σῶμα τους ἔφερναν καί φέρουν τά σημάδια τοῦ πόνου ἑνός προσωπικοῦ σταυροῦ. «Ἐν Χριστῷ». Δυό λέξεις. Ἕνα νόημα. Μιά λύτρωση. Ἡ ἴδια ἡ ζωή, τό νόημά της, ὅπως θά ἔλεγε καί ὁ Ντοστογιέφσκυ. Ἀλλά ὁ Ἰησοῦς Χριστός προβάλει κάτι. Προτείνει λύση. Προσφέρει θεραπεία, λέγοντας στόν παραλυτικό τοῦ Εὐαγγελίου: «Εἶδες, ἔγινες τώρα ὑγιής. Στό ἑξῆς μήν ξαναμαρτάνεις».
Στό ἑξῆς θά ἔλεγε σέ μᾶς σήμερα, πού ποικιλόμορφα πονᾶμε, ὁ Ἰησοῦς Χριστός μέ τό στόμα κάποιου Γέροντα: «Ἄνοιξε τήν καρδιά σου. Ψάξε νά βρεῖς τήν αἰτία τοῦ πόνου σου. Πήγαινε, πλύσου στήν κολυμβήθρα τῆς Σιλωάμ, πού λέγεται ἐξομολόγηση. Κάνε ὑπομονή. Καί μετά συζητᾶμε τίς ἀντίρρήσεις».
Μετά ὅμως θά ὑπάρξουν ἀντιρρήσεις; Ὄχι. Γιατί θά βασιλεύει ἡ ὑπακοή καί ἡ ἐσωτερική πληρότητα πού πηγάζει ἀπ’ αὐτήν. Καί τότε ὁ ἄνθρωπος δέ θά μπορεῖ νά λέει «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω», γιατί θά ἔχει πάρει τήν ἀπάντηση στή λύση τοῦ προβλήματος τοῦ πόνου του ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό: «Διά σέ ἄνθρωπος γέγονα, διά σέ σάρκα περιβέβλημαι, καί λέγεις ἄνθρωπον οὐκ ἔχω;».
Γιατί πονάει ὁ ἄνθρωπος;
Ὅ,τι μένει αἰῶνες τώρα στόν ἄνθρωπο ἄγνωστο εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος. Πολλές φορές ψάχνουμε νά βροῦμε γύρω μας ἐρείσματα, γιά νά στηρίξουμε τήν ὀντολογική μας ἀνεπάρκεια. Πονᾶμε οἱ ἴδιοι. Κάνουμε ὅμως καί τούς ἄλλους νά πονοῦν μαζί μας. Λησμονοῦμε πώς εἴμαστε εἰκόνες τοῦ Θεοῦ πού μένουν στήν οὐσία τους ἀνέγγιχτες κι ἀπ’ τόν πόνο κι ἀπ’ τό χρόνο, ἀρκεῖ νά τό θέλουμε αὐτό. Ξεχνᾶμε ἀκόμα ὅτι ὁ πόνος φέρνει πιό κοντά τούς ἀνθρώπους στό Θεό καί μεταξύ τους, γιατί πράγματι «ἡ σχολή τοῦ πόνου μορφώνει γιά τήν αἰωνιότητα».
Παρ’ ὅλα αὐτά ὁ πόνος ὑπάρχει. Καί θά ὑπάρχει μέχρις ὅτου θά ὑφίσταται καί ἡ ἔννοια τῆς ἁμαρτίας. Ἐκείνη οὐσιαστικά ἐνεργοποιεῖ τόν πόνο τοῦ ἀνθρώπου. Γιατί ἐκείνη κάνει τόν ἄνθρωπο νά διακόψει κάθε σχέση μέ τήν πηγή τῆς ζωῆς, τό Θεό.
Ἔτσι στή συνέχεια ὁ ἄνθρωπος καί ἀπό σωματικές ἀσθένειες θά ὑποφέρει καί στίς σχέσεις του μέ τούς ἄλλους θά εἶναι ἐλλιπής καί προβλήματα πνευματικῆς φύσεως θά ἀντιμετωπίζει. Φυσικό εἶναι τότε νά διαμαρτύρεται: «Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω».
Ναί, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, δέν ἔχεις ἄνθρωπο, γιατί ἔτσι νομίζεις. Μήπως ὅμως ἔχεις τό Θεάνθρωπο καί τόν ἀγνοεῖς; Ψάξε, λοιπόν, βαθύτερα μέσα σου καί θά λάβεις τήν ἀπάντηση.
Γίνετε συνοδοιπόροι μας στην γνώση και την ενημέρωση. Στείλτε στο [email protected] άρθρα, φωτογραφίες, βίντεο ή κάτι που πιστεύετε ότι αξίζει να μοιραστείτε τόσο με εμάς όσο και με τους αναγνώστες μας.