† Τῇ Γ΄ Κυριακῇ ἀπό τοῦ Πάσχα, τήν τῶν ἁγίων γυναικῶν Μυροφόρων ἑορτήν ἑορτάζομεν. Ἔτι δέ μνείαν ποιούμεθα καί τοῦ ἐξ Ἀριμαθαίας Ἰωσήφ, ὅς ἦν μαθητής κεκρυμμένος, πρός δέ καί τοῦ νυκτερινοῦ μαθητοῦ Νικοδήμου.
Στό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα γίνεται λόγος γιά τήν ἐπίσκεψη τῶν Μυροφόρων γυναικῶν «λίαν πρωί τῆς μιᾶς Σαββάτων» στό μνημεῖο, τήνσυνάντηση μέ τόν Ἄγγελο καί τήν πληροφορία ὅτι «ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὦδε». Δέν περιγράφεται ἐδῶ ἡ συνάντηση τῶν Μυροφόρων μέ τόν Κύριο ὅμως γνωρίζουμε καλά ὅτι οἱ Μυροφόρες γυναῖκες ὄχι μόνο ἀξιώθηκαν τῆς ἀγγελικῆς ὀπτασίας καί πληροφορήθηκαν πρῶτες αὐτές τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά πρῶτες ἀξιώθηκαν νά δοῦν τόν Ἀναστάντα Χριστό. Γι’ αὐτό τήν σημερινή Κυριακή στό πρόσωπο τῶν Μυροφόρων τιμᾶται ἡ γυναικεία φύση καί γενικά ὅλη ἡ ἀνθρώπινη φύση.
Προξενεῖ θαυμασμό ὅτι ἡ πρώτη ἐμφάνιση τοῦ Νικητοῦ τῆς ἁμαρτίας, τοῦ διαβόλου καί τοῦ θανάτου ἔγινε στίς γυναῖκες καί ὄχι στούς Μαθητές. Τό θέμα αὐτό ἔχει τήν ἐξήγησή του. Κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀνανέωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἡ ἀνάπλαση καί ἡ πρός τήν ζωή τήν ἀθάνατη ἐπανέλευση τοῦ Ἀδάμ, ὁ ὁποῖος διά τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου εἶχε ἐπανέλθει στήν γῆ. Ὅπως τόν Ἀδάμ δέν τόν εἶδε κανείς, ὅταν δημιουργήθηκε, ἀφοῦ δέν ὑπῆρχε τότε ἄλλος, παρά μόνον ἡ Εὔα (πρώτη) μετά τή δημιουργία της, ἔτσι καί τώρα τόν νέο Ἀδάμ, τό Χριστό, δέν τόν εἶδε κανείς ὅταν ἀναστήθηκε. Μετά τήν Ἀνάσταση πρώτη τόν εἶδε ἡ γυναῖκα. Πέρα ὅμως ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ὑπάρχει καί μιά ἄλλη πατερική ἑρμηνεία πού βρίσκει συσχετισμό μεταξύ τῆς Εὔας καί τῶν Μυροφόρων γυναικῶν. Ἡ Εὔα ἀφοῦ συνομίλησε μέ τό πονηρό πνεῡμα, ἔπεσε καί ἔφερε τό μήνυμα τῆς πτώσεως στόν Ἀδάμ. Τώρα οἱ γυναῖκες Μυροφόρες ἀφοῦ συνομίλησαν μέ τόν Ἄγγελο καί κατόπιν εἶδαν τόν Χριστό, ἔφεραν τό μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως στούς ἄνδρες Μαθητές. Ἔτσι ἔχουμε τήν ἀποκατάσταση τῆς γυναικείας φύσεως. Καταργεῖται ἡ διαίρεση καί ἡ ἀπόδοση τῆς εὐθύνης στήν γυναίκα γιά τήν πτώση. Ἡ ἀποκατάσταση ἔγινε μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ καί τήν γέννησή του ἀπό τήν Παναγία Θεοτόκο τήν ὁποία περίμεναν ὅλοι οἱ αἰῶνες. Ἡ γυναίκα μέσα στήν Ἐκκλησία παύει νά εἶναι μία ἁπλή βιολογική ὕπαρξη καί γίνεται πρόσωπο, πνευματική ὕπαρξη πού θεώνεται. Ὁ Ἀπ. Παῦλος λέγει: «οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ· πάντες γάρ ὑμεῖς εἷς ἐστέ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ».
Μέ τήν πρώτη ἐμφάνιση τοῦ Ἀναστάντος στίς γυναῖκες τιμήθηκε καί ἡ ἀρετή τῆς ἀνδρείας. Οἱ Μυροφόρες δέν ὑπελόγισαν τίποτα, οὔτε τήν ἔχθρα τοῦ λαοῦ, οὔτε τήν δύναμη τῶν στρατιωτῶν, οὔτε τήν νύχτα. Ἔκαναν μιά ἡρωϊκή ἔξοδο καί ἦλθαν στό μνημεῖο γιά νά προσφέρουν ἀρώματα στόν Χριστό.

Οἱ ἅγιοι Πατέρες λέγουν ὅτι ἡ ἀνδρεία εἶναι μιά ἀπό τίς τέσσερες μεγάλες ἀρετές (φρόνηση, σωφροσύνη, ἀνδρεία, δικαιοσύνη) πού εἶναι ἀπαραίτητη γιά τήν συνάντηση μέ τόν Θεό. Ἡ ἀνδρεία γεννᾶται ἀπό τήν συμπλοκή «τοῦ θυμικοῦ πρός τήν ὄσφρησιν» δηλ. τήν συμπλοκή τῆς βουλήσεως μέ τήν ἐσωτερικότητα, ἡ δέ ἐναρμόνιση τῆς ἀνδρείας μέ τή σωφροσύνη δημιουργεῖ τήν ἀρετή τῆς πραότητος πού ὀνομάζεται καί ἀπάθεια, διότι ἐναρμονίζει τίς ἐνεργητικές δυνάμεις τῆς ψυχῆς μέ τίς ἀντίστοιχες αἰσθήσεις τοῦ σώματος καί τίς ἐνέργειες τῶν αἰσθήσεων. Γενικώτερα μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἡ ἀνδρεία γεννᾶται ἀπό τήν πίστη στόν Θεό, τήν ἀγάπη Του. Καί αὐτά τά διαθέτει ἐκεῖνος πού προχωρεῖ μέ τήν καρδιά καί ὄχι μέ τήν ψυχρή λογική. Ἡ λογική ὑπολογίζει καί δειλιᾶ, ὅπως ἔγινε μέ τούς Ἀποστόλους. Ἡ καρδιά ἀγαπᾶ καί προχωρεῖ. Ἡ ἀνδρεία εἶναι ἀπαραίτητη στόν ἀγώνα ἐναντίον τῶν παθῶν καί μάλιστα στό νά ὑπομένουμε σέ κάθε ἔργο ἀγαθό καί στό νά νικοῦμε τά πάθη τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος.

Ὅλη ἡ ἀνθρώπινη φύση ἐδέχθηκε τόν Χριστό, τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Παναγίας Τριάδος. Στό Ἆσμα ἀσμάτων λέγεται: «Μύρον ἀκένωτον ὄνομά σου» (α´ 3). Πρίν τήν ἐνανθρώπηση ὁ Χριστός ἦταν τό Μύρο, μετά τήν ἐνανθρώπηση ἔγινε Χρῖσμα καί ἔχρισε τήν ἀνθρώπινη φύση. Τῆς ἔδωσε τήν ἁγιότητα καί τήν Χάρη. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Νικόλαος Καβάσιλας ἡ ἀνθρώπινη φύση μετά τήν ἁμαρτία διεχώρισε τόν ἑαυτό της ἀπό τόν Θεό. Ὅταν ὅμως ἡ σάρκα θεώθηκε τότε ἡ ἀνθρώπινη φύση ἐπῆρε σάν ὑπόσταση τόν ἴδιο τόν Θεό καί τό τεῖχος ἔγινε μύρο. Ἔτσι μυροφόροι δέν εἶναι μόνον οἱ γυναῖκες ἐκεῖνες, πού ἐπῆγαν στόν Τάφο τοῦ Χριστοῦ μέ μῦρα, ἀλλά εἶναι ὅλη ἡ ἀνθρώπινη φύση μετά τήν Ἀνάσταση καί Ἀνάληψη καί ἰδιαιτέρως ὅσοι ζοῦν μυστηριακά μέσα στήν Ἐκκλησία. Αὐτοί δέν κρατοῦν ἁπλῶς στά χέρια τους τά μῦρα, ἀλλά ἔχουν μέσα στήν καρδιά τους τό μύρον τό ἀκένωτον, τόν Χριστό. Δέν ἔχουν ἁπλῶς τίς ἀρετές τῆς καλωσύνης, τῆς ἀγάπης, τῆς ἀλήθειας, ἀλλά τόν Ἴδιο τόν Χριστό, πού εἶναι ἡ Καλωσύνη, ἡ Ἀγάπη, καί ἡ Ἀλήθεια. Ἡ Χάρη τοῦ Χριστοῦ πού ὑπάρχει στήν καρδιά τους ξεχύνεται καί στό σῶμα, ὥστε δέν εἶναι ἁπλᾶ μυροδοχεῖα, ἀλλά καί αὐτά τά σώματά τους μεταμορφώνονται σέ μῦρα. Μυροφόροι εἶναι οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι, πού καθαρίσθηκαν διά τοῦ λόγου τῶν Εὐαγγελικῶν ἐντολῶν, πού ἡ ψυχή τους εἶναι ἄκακη καί γονιμώτατη στίς ἀρετές πού ἀπέβαλε κάθε πάθος μέ τήν πραότητα καί εἶναι θερμή στό νά γεννᾶ τά πνευματικά νοήματα μέ διάκριση . Μυροφόρος εἶναι ἐκεῖνος πού ἔχει ἐσωτερική ἀδιάλειπτη προσευχή καί τέτοιοι ἦταν καί εἶναι ὅλοι οἱ Ἅγιοι.
† Μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Τιμοθέου καί Μαύρας.
Ὁ Ἅγιος Τιμόθεος καί ἡ σύζυγός του Ἁγία Μαύρα ἦταν μιά ἁγιασμένη οἰκογένεια, πού ἐζοῦσε σέ κάποιο μικρό χωριό τῆς Θηβαΐδος, στήν Αἴγυπτο, κατά τό δεύτερο ἥμισυ τοῦ 3ου αἰῶνος μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Τιμόθεος ἐξεχώριζε ἀπό τούς ἄλλους συνμποίτες του γιά τή μεγάλη εὐσέβειά του καί τήν ἐπίδοση πού εἶχε στά ἱερά γράμματα. Τούς τά ἐδιάβαζε στό σπίτι του ἤ στήν ἐκκλησία καί ξεδιψοῦσε τίς ψυχές τους μέ τό ἀθάνατο νερό τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.
Ἐπιβραβεύοντας αὐτόν τόν ζῆλο του, ὁ Ἐπίσκοπος τῆς Θηβαΐ-δος τόν ἐχειροθέτησε ἀναγνώστη, τοποθετώντας τον ἔτσι στό προ-στάδιο τῶν κληρικῶν. Ὅμως, ἀντί ἐκείνου τοῦ σταδίου, ἡ Θεία Πρόνοια τόν εἰσήγαγε σ’ ἕνα ἄλλο. Στό ὑψηλότερο ἀπ’ ὅλα, δηλαδή στήν κορυφή τοῦ Γολγοθᾶ, πού εἶναι στολισμένη ἀπό τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ.
Ἐκεῖνον ἀκριβῶς τόν καιρό, δέν εἶχαν περάσει οὔτε εἴκοσι ἡμέ-ρες πού ὁ Τιμόθεος εἶχε νυμφευθεῖ τήν Μαύρα, ἐνῶ ὅλοι ἐχαίρο-νταν γιά τόν ἁρμονικό αὐτόν γάμο, κάποιοι φθονεροί χωρικοί τούς διέβαλαν στόν εἰδωλολάτρη ἡγεμόνα τῆς Θηβαΐδος Ἀρριανό. Ὁ Ἀρριανός διέταξε τόν Ἅγιο Τιμόθεο νά παρουσιασθεῖ ἐνώπιόν του. Τόν ἀνέκρινε. Καί βλέποντας τήν ἀκλόνητη πίστη του, ἐπρόσταξε νά τόν φυλακίσουν καί νά τόν βασανίσουν, μέ τήν ἐλπίδα πώς θά τοῦ συνέτριβε τό φρόνημα. Μάταιος κόπος.
Σάν εἶδε πώς δέν μποροῦσε μέ τίποτα πιά ν’ ἀλλάξει τήν πίστη τοῦ Μάρτυρος, ὁ τύραννος ἐσκέφθηκε νά φέρουν τήν γυναίκα του Μαύρα, περιμένοντας πώς ἐκείνη, μέ τά καλοπιάσματά της, θά τόν λυγίσει. Ὅταν ἡ Ἁγία Μαύρα ἐπαρουσιάσθηκε μπροστά στόν ἡγε-μόνα, ἐκεῖνος τῆς εἶπε: «Ἄκουσα, Μαύρα, πώς δέν πέρασαν οὔτε εἴ-κοσι μέρες πού στεφανώθηκες τόν ἄνδρα σου. Τά λεμονάνθια εἶναι ἀκόμη δροσερά στά νέα καί ὄμορφα κεφάλια σας καί εἶναι κρίμα νά σταθεῑ ἡ πίστη του ἐμπόδιο στό νά χαρεῖτε τή ζωή μαζί. Πήγαινε λοιπόν, ὅπως εἶσαι στολισμένη, νά τόν πείσεις νά ἔλθει στά λόγια μου και νά θυσιάσει στά εἴδωλα».
Ἡ Ἁγία Μαύρα ὑποσχέθηκε νά ἐπισκεφθεῖ στήν φυλακή τόν σύζυγό της καί νά τοῦ μιλήσει. Ἐπῆγε ὅμως ὄχι νά τόν βγάλει ἀπό τήν πίστη, ἀλλά νά τόν στηρίξει σ’ αὐτή καί νά στηριχθεῖ καί ἡ ἴδια ἀπό τά λόγια του, γιά ὅσα ἔμελλε καί ἐκείνη, ὕστερα ἀπό λίγο, νά ὑποφέρει γιά τήν δόξα τοῦ Χριστοῦ. Γυρίζει λοιπόν στόν ἡγεμόνα καί ὁμολογεῖ πώς καί αὐτή εἶναι Χριστιανή, ἕτοιμη νά μαρτυρήσει. Ὁ Ἀρριανός ἔγινε ἔξαλλος. Δίνει ἐντολή νά βασανίσουν τήν Ἁγία μέ φρικώδεις βασάνους. Ἀλλά ἡ Μάρτυρας ἐπέρασε ὅλες τίς φρικτές δοκιμασίες μέ ἀπτόητο θάρρος.
Στό τέλος, ὁ μιαρός Ἀρριανός προστάζει νά καρφώσουν σέ σταυρούς τόν Τιμόθεο καί τήν Μαύρα. Τούς ἐσταύρωσαν τόν ἕνα δίπλα στόν ἄλλο, γιά νά εἶναι ὁ πόνος τους πιό μεγάλος. Ἀλλά καί ἐσταυρωμένοι οἱ δύο νεαροί σύζυγοι, οἱ Ἅγιοι Τιμόθεος καί Μαύ-ρα, ἀντικρυστά ἐπάνω στά ξύλα, εὐχαριστοῦσαν τόν Θεό, πού τούς ἀξίωνε νά ἔχουν τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς τους ὅμοιο μ’ ἐκεῖνο τοῦ Υἱοῦ Του. Ἔτσι, ἐπάνω στόν σταυρό, παρέδωσαν στόν Κύριο τίς ἁγνές τους ψυχές καί εἰσῆλθαν στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Διοδώρου καί τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ροδοπιανοῦ.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Διόδωρος καί ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ροδο-πιανός, ὁ ὁποῖος ἦταν διάκονος, ἄθλησαν κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.) στήν Ἀφροδισία τῆς Καρίας[1], ἀπ’ ὅπου κατάγονταν. Ἐπειδή ἦσαν Χριστιανοί ἐκακο-ποιήθηκαν καί ἐμαστιγώθησαν ἀπό τούς συμπολίτες τους Ἐθνικούς καί λιθοβοληθέντες στό μέσο τῆς ἀγορᾶς ἐτελειώθησαν.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας μεγαλομάρτυρος Ξενίας.
Ἡ Ἁγία Μεγαλομάρτυς Ξενία ἐγεννήθηκε στήν Καλαμάτα τό ἔτος 291 μ.Χ. ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς καί φιλόθεους, τόν Νικόλαο καί τήν Δέσποινα, πού κατάγονταν ἀπό τά ἀνατολικά μέρη τῆς Ἰτα-λίας. Ἐξ αἰτίας τῶν διωγμῶν κατά τῶν Χριστιανῶν κατά τούς χρόνους ἐκέινους κατέφυγαν στήν Καλαμάτα καί ἐγκατεστάθησαν σέ κάποιο ἀγρόκτημα ἔξω ἀπό τήν πόλη, διότι ὁ πατέρας της ἦταν γεωργός.
Ἀπό μικρή ἡλικία ἡ Ξενία ἐστόλιζε τήν ψυχή της μέ νηστεῖες, ἐγκράτεια, σιωπή, ἀδιάλειπτη προσευχή, δάκρυα καί ἀγρυπνίες, φι-λανθρωπία καί ἐλεημοσύνη. Ὅταν κάποτε συνάντησε τήν Ἁγία ὁ ἔπαρχος τῆς περιοχῆς Δομετιανός, ἐθαμπώθηκε ἀπό τήν ὀμορφιά της καί ἠθέλησε νά τήν κάνει γυναίκα του. Ἀλλά ἡ Ξενία ἀρνήθηκε σθεναρά νά ἀλλάξει τήν πίστη της καί νά γίνει σύζυγος εἰδωλολά-τρου ἄρχοντος. Τότε ὁ Δομετιανός ἔδωσε ἐντολή καί τήν συνέλα-βαν. Ἡ Ἁγία ἐβασανίσθηκε ἀνηλεῶς καί ἀποκεφαλίσθηκε τό ἔτος 318 μ.Χ. Ἔτσι εἰσῆλθε στήν χαρά τοῦ Κυρίου της καί ἔλαβε τόν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων εἴκοσι ἑπτά μαρτύρων.
Οἱ Ἅγιοι αὐτοί Μάρτυρες ἐτελειώθησαν διά πυρός.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἰουβεναλίου, ἐπισκόπου Ναρνί.
Ὁ Ἅγιος Ἰουβενάλιος[2] ἐχειροτονήθηκε ὑπό τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης Δαμάσου (366-384 μ.Χ.) Ἐπίσκοπος Ναρνίας[3] καί ἀφοῦ εἵλκυσε πολλούς ἀπό τούς ἐθνικούς στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ἐκοι-μήθηκε μέ εἰρήνη, τό ἔτος 377 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Μάμαντος, πατριάρχου Γεωργίας.
Ὁ Ἅγιος Μάμας (ἤ Μαμάϊ) ἔζησε κατά τόν 8ο αἰώνα μ.Χ. καί διετέλεσε Πατριάρχης τῆς Γεωργίας. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό ἔτος 744 μ.Χ.
† Τῆ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Φιλίππου, τοῦ ἐν Βόρμς τῆς Γερμανίας ἀσκήσαντος.
Ὁ Ὅσιος ἦταν Ἀγγλοσάξονας στήν καταγωγή καί ἀσκήτεψε, ὡς ἐρημίτης, κατά τόν 8ο αἰώνα μ.Χ. στήν περιοχή τῆς πόλεως Βόρμς τῆς Γερμανίας. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό ἔτος 770 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ὁσίων πατέρων ἡμῶν Μιχαήλ καί Ἀρσενίου, τῶν ἐκ Γεωργίας.Οἱ Ὅσιοι Μιχαήλ καί Ἀρσένιος κατάγονταν ἀπό τήν Γεωργία καί ἔζησαν τόν 9ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψαν σέ μονή τοῦ ὄρους Ὄλυμ-πος τῆς Βιθυνίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἐκοιμήθησαν ὁσίως μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Πέτρου, ἐπισκόπου Ἄργους.Ὁ Ἅγιος Πέτρος καταγόταν ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη καί ἐγεννήθηκε περί τά μέσα τοῦ 9ου αἰῶνος μ.Χ. Οἱ γονεῖς του διακρί-νονταν ὄχι μόνο κατά τόν ἐπίγειο πλοῦτο τους, ἀλλά καί στήν εὐσέβεια καί στήν φιλανθρωπία. Τά ὀνόματά τους δέν εἶναι γνω-στά. Γνωρίζουμε μόνο ὅτι σέ ἀτμόσφαιρα ἀρετῆς καί σωφροσύνης, ἀγάπης καί ἐλεημοσύνης, εὐλάβειας καί εὐσέβειας, ἐξέθρεψαν μέ παιδεία καί νουθεσία Κυρίου τά πέντε τέκνα τους: Παῦλο, Διονύ-σιο, Πέτρο, Πλάτωνα καί τήν θυγατέρα τους.
Γονεῖς καί τέκνα μέ ἔνθεο ζῆλο ἐπιλέγουν τήν ἄσκηση τῆς μο-ναχικῆς ζωῆς καί ἀποσύρονται σέ μονή. Ἐκεῖ ὁ Πέτρος, ἀπό νεαρή ἡλικία, ἀπερίσπαστος ἀπό κοσμικές ἤ ἄλλες φορντίδες, ἀφοσιώ-νεται μέ ὅλες του τίς δυνάμεις στήν ἄσκηση καί τόν ἀγώνα τῆς ἀρε-τῆς. Ἀναδεικνύεται ὁ αὐστηρός ἀσκητής τῆς ἐρήμου, κοσμούμενος μέ τίς ἀρετές τῆς ταπεινοφροσύνης, τῆς σωφροσύνης, τῆς φιλαλή-θειας, τῆς συμπάθειας, τῆς φιλανθρωπίας, τῆς ὑπομονῆς, τῆς ἐγκρά-τειας, τῆς προσευχῆς. Μελετᾶ τήν Ἁγία Γραφή καί τούς Πατέρες, ἀλλά καί τήν θύραθεν σοφία, τήν ἀρχαία ἑλληνική γραμματολογία, ἔχοντας ὡς πρότυπο τόν Μέγα Φώτιο, Πατριάρχη Κωνσταντινου-πόλεως.
Ἀφοῦ ἔμαθε τίς ἀρετές τοῦ Ἁγίου Πέτρου ὁ Πατριάρχης Κων-σταντινουπόλεως Νικόλαος ὁ Μυστικός[4], ἄνδρας προικισμένος μέ σοφία, ἱκανότητα, διορατικότητα καί ἀποφασιστικότητα, ἐπιθυ-μοῦσε διακαῶς νά ἀναβιβάσει τόν Ἅγιο στό ἀξίωμα τῆς ἀρχιερω-σύνης καί τόν ἐκάλεσε προκειμένου νά πληρώσει τήν χηρεύουσα Μητρόπολη Κορίνθου. Ὁ Ἅγιος Πέτρος διστάζει νά ἀνταλλάξει τήν ἀγαπητή του εἰρηνική ζωή μέ τήν τύρβη τοῦ κόσμου. Μέ μετριοφρο-σύνη ἀποποιεῖται τήν τιμή, εὐχαριστεῖ καί ἀρνεῖται. Ὁ Πατριάρχης τότε στρέφεται πρός τόν ἀδελφό τοῦ Ἁγίου Παῦλο († 27 Μαρτίου), τόν ὁποῖο καθιστᾶ Μητροπολίτη Κορίνθου. Ἀλλά καί δέν παύει νά προσπαθεῖ νά πείσει τόν Πέτρο νά ἀποδεχθεῖ τήν ἀρχιερωσύνη. Ἕνεκα τούτου, καί γιά νά μήν πικράνει τόν Πατριάρχη, ὁ Ἅγιος ἀποφασίζει νά κατέλθει στήν Κόρινθο, τόν θρόνο τῆς ὁποίας ἐκο-σμοῦσε ὁ ἀδελφός του Παῦλος, γιά νά ἐφησυχάσει κοντά του.
Ὅταν ἐχήρευσε ἡ Ἐπισκοπή Ἄργους, ἡ ὁποία ἐξαρτιόταν ἀπό τήν Μητρόπολη Κορίνθου, Ἀργεῖοι καί Ναυπλιεῖς ἀπευθύνο-νται πρός τόν Ἐπίσκοπο Παῦλο ζητοῦντες ἐπίμονα ὡς Ἐπίσκοπο τῆς περιοχῆς τους τόν Ἅγιο Πέτρο. Ὁ Ἅγιος κάμπτεται καί ἀποδέ-χεται τήν θέση τοῦ Ἐπισκόπου Ἄργους.
Ὡς Ἐπίσκοπος ἀναδεικνύεται τύπος τῶν πιστῶν σέ ὅλα. Ἐδί-δασκε ἀδιάλειπτα μέ τά λόγια καί τά ἔργα, ἐστήριζε τούς κλονιζό-μενους, ἔτρεφε τούς πεινῶντες, ἐθεράπευε τούς πάσχοντες, ἐξα-γόραζε αἰχμάλωτους τῶν Σαρακηνῶν. Ὅλοι φωτίζονται ἀπό τό φῶς τῆς ἀλήθειας καί τό ἅγιο παράδειγμά του. Ὁ Δωρεοδότης Θεός ἐπιβραβεύει τίς ἀρετές τοῦ Ἁγίου καί ἀπαντᾶ στίς δεήσεις ὐπέρ τοῦ ποιμνίου του, χαρίζοζντας πλούσιες τίς εὐλογίες Του. Χάρη στήν ἐπέμβαση καί τίς προσευχές τοῦ Ἁγίου ἐπιτελοῦνται θαύματα. Ὡς ἄλλος Προφήτης Ἠλίας τρέφει σέ καιρό λιμοῦ τούς κατοίκους τῆς περιοχῆς μέ λίγο ἀλεύρι. Λυτρώνει μέ τήν ἐπίμονη προσευχή του νεαρά αἰχμάλωτη τῶν Σαρακηνῶν. Θεραπεύει γυναίκα δαιμονισμέ-νη.
Ἀκόμη ὁ Ἅγιος, πολυμαθής καί σοφός, εἶναι ὁ παιδευτικός καί εὐφραδής διδάσκαλος. Τοῦτο μαρτυροῦν οἱ διασωθέντες ἑπτά λόγοι του.
Ἐπί τρεῖς ἡμέρες ἡ γλυκειά φωνή τοῦ Ἁγίου Πέτρου νουθετεῖ ἀπό τό κρεββάτι τά τέκνα του καί τά εὐλογεῖ. Μέ τήν προσευχή καί τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, περί τό 925 μ.Χ. Τό πρόσωπό του ἐφαινόταν ὡς νά ἐζοῦσε καί νά ἐκοιμόταν, φωτισμένο μέ φῶς. Ἱερεῖς καί πλῆθος λαοῦ, μέ συγκίνηση καί εὐλάβεια, ἐντα-φιάζουν τό ἱερό λείψανο στήν ἀριστερή πλευρά τοῦ ναοῦ τῆς Κοι-μήσεως τῆς Θεοτόκου. Τό τίμια λείψανά του γίνονται πρόξενα πολ-λῶν θαυμάτων. Ὅμως, στίς 21 Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 1421, ὁ Λατί-νος Ἐπίσκοπος Σιγουντονάνης ἅρπαξε τό ἱερό σκήνωμα, γιά νά τό μεταφέρει στήν Ρώμη[5].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ὁσίων πατέρων ἡμῶν Μιχαήλ καί Ἀρσενίου, τῶν ἐκ Γεωργίας.
Οἱ Ὅσιοι Μιχαήλ καί Ἀρσένιος κατάγονταν ἀπό τήν Γεωργία καί ἔζησαν τόν 9ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψαν σέ μονή τοῦ ὄρους Ὄλυμ-πος τῆς Βιθυνίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἐκοιμήθησαν ὁσίως μέ εἰρήνη.
† Τῆ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Λουκᾶ τοῦ ἐν τῶ Στειρίῳ τῆς Ἑλλάδος.
Ἡ ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ ἔγινε ἀπό τόν ἱερομόναχο Φιλόθεο, ἡγούμενο τῆς ὁμωνύμου μονῆς, ἀπό ὑπόγειο τάφο, σκαμμένο στό χῶμα. Τό περιώνυμο γιά τίς θαυμα-τουργίες του ἱερό λείψανο τοῦ Ὁσίου μεταφέρθηκε καί ἐναποτέ-θηκε σέ λάρνακα, τοποθετημένη στό νεόκτιστο, φερώνυμό του ναό. Ἡ Ἀκολουθία τῆς ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων προσδιορίζει τό γεγονός στίς 3 Μαῒου, ἑορτή τῆς Ἀναλήψεως, ἑπομένως ἡμέρα Πέμ-πτη. Ὁ Μαν. Χατζηδάκης, στηριζόμενος στά δεδομένα τῆς Ἀκολου-θίας τῆς ἀνακομιδῆς, ἐπιλέγει καί προτείνει ὡς πιθανότερη χρονο-λογία τῆς ἀνακομιδῆς τό ἔτος 1011[6].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Οἰκουμενίου, ἐπισκόπου Τρίκκης.Ὁ Ἅγιος Οἰκουμένιος ἔζησε περί τά τέλη τοῦ 10ου αἰῶνος μ.Χ. καί ἦταν Ἐπίσκοπος Τρίκκης. Διακρίθηκε γιά τήν ἁγιότητα τοῦ βίου του, τήν φιλανθρωπία του, καί συνέγραψε ὑπομνήματα στίς Πράξεις, στίς Ἐπιστολές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί τίς Καθο-λικές Ἐπιστολές. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη καί ἐνταφιάσθηκε στό ναό τῶν Ἀρχαγγέλων στά Τρίκαλα.
Τό πρόβλημα τοῦ βίου καί τοῦ χρόνου δράσεως τοῦ Ἁγίου Οἰκουμενίου ἀπασχόλησε πολύ τούς ἐρευνητές καί δετυπώθησαν πολλές καί ἀλληλοσυγκρουόμενες γνῶμες.
Πολλοί θεωροῦν, ὅτι ὁ Ἅγιος Οἰκουμένιος καταγόταν ἀπό τήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας καί ἐγεννήθηκε ἀπό γονεῖς ἐπίση-μους καί περιφανεῖς. Ἦταν ἀνεψιός τοῦ Ἁγίου Ἀχιλλίου, Ἀρχιεπι-σκόπου Λαρίσης, καί ἔλαβε μέρος στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, πού συνῆλθε τό ἔτος 325 μ.Χ. στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας, ἀκολου-θώντας τόν μεγάλο Ἀχίλλιο. Τό ἀσκητήριο τοῦ Ἁγίου Οἰκουμενίου κατά τόν 14ο αἰώνα μ.Χ. ἐλεγόταν «Καταφύγιον». Σήμερα καλεῖται «Καταφεῖδι». Εὑρίσκεται ὀκτώ χιλιόμετρα περίπου βορείως τῆς πό-λεως τῶν Τρικάλων καί εἶναι ἕνας ἀπό τούς λόφους, πού περιβάλ-λουν τό σημερινό μικρό χωριό Χαϊδεμένη. Στήν κορυφή τοῦ λόφου ἔκειτο μοναστήρι πού καταστράφηκε ἐπί Τουρκοκρατίας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Θεοφάνους, Ἐπισκόπου Περιθεωρίου.
Ὁ Ἅγιος Θεοφάνης ἐχρημάτισε ἡγούμενος τῆς ἱερᾶς μονῆς Βα-τοπαιδίου. Συνδεόταν μέ τόν Ὅσιο Μάξιμο τόν Καυσοκαλύβη (+ 13Ἰανουαρίου), τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε βιογράφος. Ἀργότερα ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Περιθεωρίου στήν περιοχή τῆς Ξάνθης καί ἀναφέρεται περί τό 1350 μ.Χ. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη στά τέλη τοῦ 14ου αἰῶνος μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Θεοδοσίου, καθηγουμένου τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ἐγεννήθηκε στήν πόλη Βασίλιεφ τῆς πε-ριοχῆς τοῦ Κιέβου, τό 1092 μ.Χ., ἀπό εὔπορους γονεῖς. Κατά τήν ὥρα τῆς βαπτίσεώς του, ὁ ἱερεύς πού τόν ἐβάπτιζε, εἶδε ὅτι τό βρέ-φος αὐτό θά ἀφιέρωνε ἀργότερα τήν ζωή του στόν Θεό, γι’ αὐτό καί τοῦ ἔδωσε τό ὄνομα Θεοδόσιος.
Δέν ἐπέρασε πολύς καιρός καί οἱ γονεῖς του ἀναγκάσθηκαν, μέ διαταγή τοῦ ἡγεμόνος, νά μετοικήσουν μακριά, σέ ἄλλη πόλη, στό Κούρσκ, στήν ὁποία ἐγεννήθηκε ὁ Ὅσιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ. Αὐτό ἦταν οἰκονομία Θεοῦ, γιά νά λάμψει ἐκεῖ ὁ μικρός Θεοδόσιος μέ τήν ἐνάρετη ζωή του. Σ’ αὐτή τήν πόλη ἐμεγάλωνε σωματικά, ἀλλ’ αὐξανόταν καί πνευματικά στήν σοφία καί στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἐμελετοῦσε μέ ἐπιμέλεια τόν θεῖο λόγο καί πολύ γρήγορα ἔγινε κάτοχος ὅλης τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ὅλοι ἕμεναν ἔκπληκτοι ἀπό τήν σοφία του, τήν ἀντίληψη καί τήν ταχύτητα ἐκμαθήσεως. Καθη-μερινά ἐπισκεπτόταν τόν ναό του Θεοῦ καί παρακολουθοῦσε μ’ ὅλη του τήν προσοχή τίς ἱερές Ἀκολουθίες. Σέ ἡλικία δέκα τριῶν ἐτῶν, ὁ θάνατος τοῦ ἐστέρησε τόν πατέρα. Ἀπό τότε ὁ μακάριος Θεοδόσιος ἔγινε περισσότερο ἀσκητικός. Ἐπήγαινε μαζί μέ τούς ὑπηρέτες τοῦ σπιτιοῦ στά χωράφια καί ἔκανε τό κάθε τί μέ βαθειά ταπείνωση. Στήν καρδιά του ἀρχίζει νά καλλιεργεῖται ἡ αἴσθηση τῆς πτωχείας καί τῆς ταπεινώσεως. Ἔτσι, σέ νεαρά ἡλικία ἀπεκδύεται τά ἀρχο-ντικά του ροῦχα, ἐνδύεται μέ τά ἐνδύματα τῶν χωρικῶν τούς ὁποί-ους βοηθᾶ σέ κάθε εἶδος ἐργασίας. Ἡ συμπεριφορά του ἐξοργίζει τήν μητέρα του, ἡ ὁποία τόν ἐπιπλήττει καί τόν κτυπᾶ.
Κάποτε ὁ Θεοδόσιος ἐπῆγε σ’ ἕναν σιδερᾶ καί παρήγγειλε μιά σιδερένια ζώνη. Ὅταν ἐτοιμάσθηκε, τήν ἐπῆρε καί τήν ἐφόρεσε κα-τάσαρκα, χωρίς νά τήν βγάζει καθόλου ἀπό ἐπάνω του. Ἦταν στε-νή, ἔσφιγγε πολύ τό σῶμα του καί προξενοῦσε πόνους, πού τούς ὑπέμενε ὅμως καρτερικά σάν νά μή συνέβαινε τίποτε.
Σέ ἕνα ἑορταστικό γεῦμα, πού θά ἐδίδετο στό μέγαρο τοῦ ἄρχοντος καί θά παρευρίσκονταν ὅλοι οἱ προύχοντες τῆς πόλεως, ἔπρεπε νά πάει καί ὁ Θεοδόσιος, γιά νά ὑπηρετήσει. Ἀναγκάσθηκε λοιπόν ἀπό τήν μητέρα του νά ἐνδυθεῖ τήν καλή του στολή. Καθώς τήν ἐφοροῦσε δέν μπόρεσε νά προφυλαχθεῖ καί τό διακριτικό μάτι της μητέρας ἐπρόσεξε ἐπάνω στήν φανέλα στίγματα ἀπό αἷμα. Ἐπλησίασε νά ἐξετάσει καί μόλις διαπίστωσε πώς ὀφειλόταν στό σφίξιμο τῆς σιδερένιας ζώνης, ἄναψε ἀπό τό κακό της. Ὅρμησε ἐπά-νω του μέ μανία, ἄρχισε νά τόν κτυπάει, τοῦ ἐξέσκισε τήν φανέλα καί τοῦ ἀφαίρεσε τή ζώνη ὀργισμένη. Ἀλλά ὁ εὐλογημένος ἐκεῖνος νέος, σάν νά μήν συνέβαινε τίποτε, ἐνδύθηκε τά ροῦχα του καί ἐξε-κίνησε εἰρηνικά, γιά νά ὑπηρετήσει στό γεῦμα.
Μιά ἡμέρα ἄκουσε στό Εὐαγγέλιο τόν Κύριο νά λέγει: «Ὁ φιλῶν πατέρα ἤ μητέρα ὑπέρ ἐμέ οὐκ ἔστι μου ἄξιος…». «Μήτηρ μου καί ἀδελφοί μου οὗτοι εἰσιν, οἱ τόν λόγον του Θεοῦ ἀκούοντες καί ποιοῦντες αὐτόν». Ἐπίσης ἄκουσε καί ἄλλα: «Δεῦτε πρός μέ πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς. Ἄρατε τόν ζυγόν μου ἐφ’ ὑμᾶς καί μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ ὅτι πρᾶος εἰμί καί ταπεινός τῆ καρδίᾳ, καί εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν». Μέ τά λόγια αὐτά πυρπολήθηκε ἡ καρδιά τοῦ φωτισμένου ἀπό τόν Κύριο Θεοδοσίου. Καί φλεγόμενος ἀπό θεῖο ἔρωτα, συλλογιζόταν καθη-μερινά πῶς θά μποροῦσε, κρυφά ἀπό τήν μητέρα του, νά ἐνδυθεῖ τό ἅγιο μοναχικό σχῆμα.
Ἔτσι, ὁ Ὅσιος φεύγει ἀπό τό σπίτι, γιά νά ἔλθει νά ἀσκητέ-ψει στό Κίεβο. Λόγῳ τοῦ νεαροῦ τῆς ἡλικίας του δέν τόν δέχεται κανένας. Εὑρίσκει ὅμως πνευματικό καταφύγιο κοντά στόν Ὅσιο Ἀντώνιο. Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος παραδόθηκε τώρα ὁλόψυχα στόν Θεό καί στόν θεοφόρο Γέροντά του Ἀντώνιο. Ἐπιδόθηκε σέ μεγάλες ἀσκήσεις καί ἐβάσταζε μέ χαρά τόν ζυγό τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Τίς νύκτες τίς ἀφιέρωνε στήν δοξολογία τοῦ Κυρίου, ἀρνούμενος τήν ξεκούραση τοῦ ὕπνου. Τίς ἠμέρες ἐσκληραγωγοῦσε τόν ἑαυτό του μέ τήν ἐγκράτεια, τήν νηστεία καί τήν χειρωνακτική ἐργασία. Πάν-τοτε θυμόταν τό ψαλμικό: «Ἴδε τήν ταπείνωσίν μου καί τόν κόπον μου καί ἄφες πάσας τάς ἁμαρτίας μου».
Μάταια ἡ μητέρα του τόν ἀναζητοῦσε. Ὅταν ἐπιτέλους τόν εὑρῆκε μετά ἀπό ἀρκετά χρόνια, τόν παρεκάλεσε νά ἐπιστρέψει σπίτι καί νά μείνει ἐκεῖ μέχρι τόν θάνατό της. Ὁ Ὅσιος τήν παρεκά-λεσε νά γίνει μοναχή καί νά μείνει καπου ἐκεῖ κοντά. Ἡ μητέρα του τελικά ἐπείσθηκε καί ἔγινε μοναχή στήν μονή τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Ἀφοῦ ἔζησε μέ μετάνοια τόν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς της, ἐκοιμή-θηκε μέ εἰρήνη.
Οἱ ἀσκητικοί ἀγῶνες τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου μέσα στό σπή-λαιο, πολύ γρήγορα τόν ἀνέδειξαν τροπαιοφόρο νικητή κατά τῶν πονηρῶν πνευμάτων. Ὅταν μάλιστα ἡ μητέρα του ξεπέρασε τόν πόνο της καί ἔγινε μοναχή, τότε ἐπιδόθηκε σέ μεγαλύτερες ἀσκήσεις, φλεγόμενος ἀπό θεῖο ἔρωτα. Μέσα στό σπήλαιο μποροῦσε τότε νά δεῖ κανείς τρεῖς λαμπάδες ἀναμμένες, πού μέ τήν προσευχή καί τήν νηστεία διέλυαν τό σκότος τῶν δαιμόνων: τόν Ὅσιο Ἀντώνιο, τόν μακάριο Θεοδόσιο καί τόν μεγάλο Νίκωνα.
Ὅταν ἀργότερα, τό ἔτος 1062, ὁ ἡγεμόνας ὀργίσθηκε κατά τῶν σπηλαιωτῶν μοναχῶν, ἐπειδή εἶχαν δεχθεῖ στή μονή τόν βογιά-ρο Βαρλαάμ καί τόν εὐνοῦχο Ἐφραίμ, ὁ μακάριος Νίκων ἀναγκά-σθηκε νά φύγει μέ μερικούς ἀδελφούς. Ἐπῆγε στό Τμουταρακᾶν, στήν ἀνατολική ὄχθη τῆς Ἀζοφικῆς θάλασσας, ὅπου ἵδρυσε μονα-στήρι καί ἔμεινε μέχρι τό ἔτος 1068. Τότε ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος, μέ θέ-λημα τοῦ Θεοῦ καί ἐπιθυμία τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου, ἐχειροτονήθηκε ἱερέας. Ὡς ἱερέας ἐτελοῦσε καθημερινά τήν Θεία Λειτουργία μέ πνεῦμα ταπεινοφροσύνης. Ἐξεχώριζες ἐπάνω του τήν φυσική πραό-τητα, τήν ἀταραξία των λογισμῶν καί τήν ἁπλότητά τῆς καρ δίας. Ἦταν γεμᾶτος πνευματική σοφία καί ἔτρεφε ἀγάπη πρός ὅλους ἀδιάκριτα τούς ἀδελφούς, πού μαζεύθηκαν γύρω ἀπό τόν Ὅσιο Ἀντώνιο.
Μετά ἀπό ἀρκετό καιρό ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος ἀνέθεσε τήν ἡ-γουμενία στόν μακάριο Βαρλαάμ καί ἀναχώρησε σ’ ἕναν ἤσυχο λόφο. Ἐκεῖ ἄνοιξε ἕνα ἄλλο σπήλαιο καί συνέχισε τήν ἀσκητική του ζωή.
Ὁ ἡγούμενος Βαρλαάμ καί οἱ ἀδελφοί, ἀφοῦ ἐπῆραν τήν εὐχή καί εὐλογία τοῦ Ὁσίου, συνέχισαν νά ζοῦν ὁσιακά καί ἐνάρετα στό πρῶτο σπήλαιο. Ἐπειδή ὅμως ἡ ἀδελφότητα σιγά-σιγά αὐξήθηκε καί ὁ χῶρος του σπηλαίου δέν ἐπαρκοῦσε γιά τίς λατρευτικές συνά-ξεις της, ὁ εὐλαβέστατος Θεοδόσιος καί ὁ μακάριος Βαρλαάμ, μέ τήν εὐλογία τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου, ἔκτισαν ἐπάνω ἀπό τό σπήλαιο ἕνα πιό εὑρύχωρο ξύλινο ἐκκλησάκι, ἀφιερωμένο στήν Κοίμηση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, γιά νά συναθροίζονται σ’ αὐτό οἱ ἀδελφοί καί νά κάνουν τίς Ἀκολουθίες.
Ἡ στενότητα τοῦ χώρου μέσα στό σπήλαιο καί οἱ κόποι τῆς ἀσκήσεως προξενοῦσαν στούς πατέρες μεγάλες θλίψεις καί ταλαι-πωρίες, πού μόνο ὁ Θεός τίς γνωρίζει καί πού γλώσσα ἀνθρώπου δέν μπορεῖ νά τίς ἐκφράσει. Συντηροῦσαν τόν ἑαυτό τους μέ νερό καί λίγο ψωμί ἀπό σίκαλη. Φαγητό μαγειρεμένο ἔτρωγαν μόνο τό Σαββατοκύριακο καί ὄχι πάντα, γιατί ὁρισμένες φορές δέν ὑπῆρχε, ὁπότε κατέφευγαν στά βρασμένα χόρτα. Ἀνάμεσα στίς ἄλλες ἐργα-σίες, ἔπλεκαν καθημερινά καλάθια, τά πουλοῦσαν καί μέ τά χρήμα-τα πού ἔπαιρναν ἀγόραζαν σιτάρι. Τήν νύχτα ἄλεθε ὁ καθένας τό μερίδιό του καί ἔπειτα συγκέντρωναν τό ἀλεύρι, γιά νά φτιάξουν ψωμί. Πρίν ξημερώσει συναθροίζονταν στήν ἐκκλησία γιά τόν Ὄρ-θρο. Κατόπιν ἐπήγαιναν στά ἐργόχειρά τους, πού προορίζονταν γιά πούλημα. Ἄν εἶχαν περιθώριο χρόνου, ἐδούλευαν καί στόν κῆπο. Ἔπειτα ἐτελοῦσαν στόν ναό τίς Ὧρες καί τή Θεία Λειτουργία καί στήν συνέχεια, παίρνοντας λίγο ψωμί, συνέχιζαν τίς ἐργασίες τους, πού διαρκοῦσαν ὡς τήν ὥρα τοῦ Ἑσπερινοῦ καί τοῦ Ἀποδείπνου. Ἔτσι ἐμοχθοῦσαν κάθε ἡμέρα, ἀφοσιωμένοι στήν ἀγάπη του Θεοῦ.
Ό Ὅσιος Θεοδόσιος, πού ἦταν τώρα καί ἱερεύς, κατέπλησσε ὅλους τούς ἄλλους ἀδελφούς μέ τήν νηστεία, τήν ἀνδρεία, τήν ἐργα-τικότητα, τήν ταπεινοφροσύνη καί τήν ὑπακοή του. Ἦταν πρόθυ-μος νά τούς ἐξυπηρετεῖ ὅλους. Μετέφερε νερό ἤ ξύλα ἀπό τό δάσος. Ὁρισμένες φορές, ἐνῶ οἱ ἀδελφοί ἀναπαύονταν, ἐμάζευε τό σιτάρι πού ἔπρεπε ν’ ἀλέσουν ἐκεῖνοι καί τό ἄλεθε ὁ ἴδιος, ἐργαζόμενος καί προσευχόμενος ὅλη τήν νύχτα.
Ἀλλά συνέβη κάποτε νά προσκληθεῖ ὁ μακάριος Βαρλαάμ, ὁ ἡγούμενος τῆς ἀδελφότητος, ἀπό τόν ἡγεμόνα Ἰζιασλάβο, γιά ν’ ἀναλάβει τήν ἡγουμενεία της μονῆς τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρας Δημητρίου, πού ὁ ἴδιος εἶχε ἱδρύσει.
Ὅταν, λοιπόν, ὁ μακάριος Βαρλαάμ ἔφυγε γιά τό μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, οἱ ἀδελφοί ἐπῆγαν καί ἐζήτησαν ὁμόφωνα ἀπό τόν Ὅσιο Ἀντώνιο νά τοποθετήσει ἡγούμενο τόν Ὅσιο Θεο-δόσιο. Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος συμφώνησε. Μέ τήν εὐλογία του ὁ Ὅσι-ος Θεοδόσιος ἔγινε ἡγούμενος τῶν εἴκοσι ἀδελφῶν. Ὁ ἀξιοθαύ-μαστος Θεοδόσιος, ἄν καί ἔγινε ἡγούμενος, δέν ἀπέβαλα τό ταπεινό φρόνημα, ἀλλά θυμόταν πάντοτε τά λόγια τοῦ Κυρίου: «Ὅς ἄν θέλῃ ἐν ὑμῖν εἶναι πρῶτος, ἔσται ὑμῶν δοῦλος». Ἐταπείνωνε τόν ἑαυτό του καί γινόταν ἔσχατος καί ὑπηρέτης ὅλων. Στό κάθε τί παρεῖχε ἑαυτόν τύπο καλῶν ἔργων. Στήν ἐργασία καί στό ναό ἦταν ὁ πρῶ-τος πού ἐπήγαινε καί ὁ τελευταῖος πού ἔφευγε. Οἱ δεήσεις του δι-καίου Θεοδοσίου ἔφεραν πολλές εὐλογίες καί ἡ ζωή της ἀδελφό-τητος ἄνθιζε καί προόδευε. Σάν τόν σπόρο πού ἔπεσε σ’ εὔφορη γῆ καί ἔφερε καρπό ἑκατονταπλάσιο, ἔτσι μεγάλωσε σέ μικρό χρονικό διάστημα ἡ ἀδελφότητα καί ἔφθασε τούς ἑκατό ἀδελφούς. Καί ὅλοι προόδευαν μέ τήν ἐνάρετη ζωή τους καί τήν προσευχή.
Πιστός ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος στίς παραδόσεις τοῦ Ὁσίου Ἀντω-νίου ζεῖ μιά σκληρή ἀσκητική ζωή μέ συνεχή μετάνοια, προσευχή, ἀλλά καί χαρά. Ἡ ὄψη του ἦταν πάντοτε φωτισμένη, ἱλαρή καί ἀντανακλοῦσε τήν χαρά τοῦ Πάσχα. Ἀπό τίς ἀρετές του ἐξεχώριζαν δύο: ἡ ταπείνωση καί ἡ ἀγάπη. Ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Ὁσίου ἐστρεφό-ταν ὄχι μόνο πρός τούς πάσχοντες ἀδελφούς, τούς ἀσθενεῖς καί τούς πτωχούς, ἀλλά καί πρός ἐκείνους πού τόν ἀδικοῦσαν ἤ ἔβλαπταν τό μοναστήρι. Ὁ Ἅγιος Θεός τόν ἐπροίκισε μέ τό χάρισμα τῆς διακρί-σεως καί τῆς θαυματουργίας.
Ὁ εὐσεβής Στουδίτης μοναχός Μιχαήλ, πού προερχόταν ἀπό τήν Ἑλλάδα, εὑρισκόταν τότε κοντά στήν ἀδελφότητα. Εἶχε ἔλθει ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη, συνοδεύοντας τόν νεοχειροτόνητο Μητροπολίτη Κιέβου Γεώργιο (1062). Ἐπληροφόρησε, λοιπόν, τόν Ὅσιο Θεοδόσιο γιά τήν θεάρεστη ζωή τῶν Στουδιτῶν μοναχών, ζωή πού ἀξιώθηκε καί ὁ ἴδιος νά ζήσει. Οἱ πληροφορίες αὐτές ἄρεσαν πολύ στόν Ὅσιο. Χωρίς καθυστέρηση, ἀποστέλλει κάποιον ἀδελφό στήν Κωνσταντινούπολη μέ τήν ἐντολή νά εὕρει τόν μοναχό Ἐφραίμ, τόν εὐνοῦχο, πού τότε ἐπέστρεφε ἀπό τούς Ἁγίους Τόπους καί νά τοῦ ἀναθέσει τό σπουδαῖο αὐτό ἔργο: νά ἐπισκεφθεῖ δηλαδή τήν μονή τοῦ Στουδίου, νά γνωρίσει ὁ ἴδιος μέ τόν ἀκριβέστερο τρό-πο τήν τάξη καί τό Τυπικό της καί νά τά καταγράψει ὅλα μέ κάθε λεπτομέρεια.
Πράγματι, ὁ μακάριος Ἐφραίμ, σύμφωνα μέ τήν ἐντολή τοῦ Ὁσίου, παρακολούθησε τήν τάξη της μονῆς, κατέγραψε μέ ἀκρίβεια τό Τυπικό καί ἐπέστρεψε. Μόλις ἐπῆρε στά χέρια του ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος τό κείμενο, ἔδωσε ἐντολή νά διαβασθεῖ σ’ ὅλη τήν ἀδελ-φότητα. Ἀπό τότε ἡ Πετσέρσκαγια[7] Λαύρα ἄρχισε νά ἐφαρμόζει τό Στουδίτικο Τυπικό. Ἀπό ἐκεῖ τό παρέλαβαν καί τά ἄλλα μοναστή-ρια, ὅπως ἀκριβῶς τό ἐφήρμοσε ὁ Ὅσιος. Ἔτσι, ὅλες οἱ Ρωσσικές μονές, πού προηγουμένως δέν ἐγνώριζαν τό καθαυτό μοναστηριακό τυπικό, τώρα ἔστρεφαν τά βλέμματα στήν Λαύρα τοῦ Ὁσίου Θεο-δοσίου καί τή θεωροῦσαν γιά τό κάθε τί ὡς πρότυπό τους.
Ὁ Ὅσιος ἐνουθετοῦσε πάντοτε τούς μοχαχούς λέγοντας: «Σᾶς ἱκετεύω, ἀδελφοί. Ἄς προοδεύσουμε στήν νηστεία καί στήν προσευ-χή, ἄς φροντίσουμε γιά τήν σωτηρία των ψυχῶν μας, ἄς ἐπιστρέ-ψουμε ἀπό τίς κακίες μας καί τούς δρόμους του πονηροῦ. Ἄς πλησι-άζουμε τόν Θεό μέ στεναγμούς, μέ δάκρυα, μέ τήν μετάνοια, τίς ἀγρυπνίες καί τήν ὑπακοή, ὥστε ν’ ἀποσπάσουμε τό ἔλεός Του. Καί ἄς μισήσουμε τόν παρόντα κόσμο, ἔχοντας πάντοτε στήν σκέψη μας τά λόγια του Κυρίου. Ἔτσι καί ἐμεῖς, ἀδελφοί, πού ἀπαρνηθήκαμε τόν κόσμο, ἄς ἀπαρνηθοῦμε καί τά πράγματα τοῦ κόσμου. Ἄς μισή-σουμε τό ψέμα, πού μᾶς ἑλκύει σέ πράγματα ἐλεεινά, καί ἄς μή στραφοῦμε στίς πρῶτες ἀμαρτίες μας. Πῶς θά ἀποφύγουμε τήν αἰώ-νια κόλαση, ἄν τελειώσουμε τή ζωή μας μέ ὀκνηρία καί χωρίς μετά-νοια; Ἡ μετάνοια εἶναι τό κλειδί τῆς βασιλείας τῶν Οὐρανῶν καί χωρίς αὐτή κανείς δέν μπορεῖ νά τήν κερδίσει. Εἶναι ὁ δρόμος πού ὁδηγεῖ στήν αἰώνια πατρίδα. Ἄς τόν ἀκολουθήσουμε μέ φόβο Θεοῦ καί ἄς στερεώσουμε ἐπάνω του γερά τά βήματά μας. Στήν ὁδό της μετάνοιας δέν πλησιάζει ὁ πονηρός, καί παρ’ ὅλο πού τώρα εἶναι τεθλιμμένη, ἀργότερα θά μᾶς γεμίσει χαρά. Προτοῦ πλησιάσουν οἱ ἔσχατες ἡμέρες, ἄς πάρουμε τόν δρόμο αὐτό, γιά νά κερδίσουμε τά μέλλοντα ἀγαθά».
Ὁ Ὅσιος, σέ ἡλικία μόλις σαρἀντα πέντε ἐτῶν, προαισθάνθη-κε τό τέλος του. Ἐκάλεσε τούς συνασκητές του καί τούς ἔδωσε τίς τελευταῖες του πατρικές συμβουλές γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς τους. Τούς ὑπέδειξε νά ἐκτελοῦν μέ προσοχή τά διακονήματά τους, νά ἐπιμελοῦνται ἰδιαίτερα τόν ναό καί νά εἰσέρχονται σέ αὐτόν μέ πολλή εὐλάβεια καί φόβο Θεοῦ, νά ἔχουν ἀγάπη μεταξύ τους καί ὑπακοή στους μεγαλύτερους, νά ἐπιδίδονται στήν ἄσκηση καί τή νηστεία.
Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1074 μ.Χ[8]. Πολλοί Χριστιανοί, χωρίς κανείς νά τούς εἰδοποιήσει, σάν νά τούς ἔσπρωχνε κάποια θεία δύναμη, ἐμαζεύθηκαν ἔξω ἀπό τήν πύλη της μονῆς καί ἐπερίμεναν κλαίγοντας τήν ὥρα της ἐκφορᾶς. Οἱ ἀδελφοί, σύμφωνα μέ τήν παραγγελία του Ὁσίου, εἶχαν ἀσφαλισμένη τήν πόρτα. Ὅσο ὑπῆρχε ὁ κόσμος αὐτός, οἱ ἀδελφοί δέν μποροῦσαν νά ξεκινήσουν γιά τόν ἐνταφιασμό. Εὐτυχῶς ὅμως, κατά θεία βούληση, ὁ οὐρανός ἐσκεπάσθηκε ξαφνικά μέ σύννεφα καί μιά δυνατή βροχή ἐσκόρπισε τά πλήθη πού ἐπερίμεναν. Ἔτσι οἱ ἀδελφοί μπόρεσαν νά κάνουν τήν ἐκφορά. Ἔφεραν τό τίμιο σκήνωμα τοῦ Ὁσίου Θεοδο-σίου στό σπήλαιο πού ἀσκήτευε καί τό ἐνταφίασαν ἐκεῖ μέ τιμές.
† Τῇ αὐτῆ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Γρηγορίου, ἀρχιεπισκόπου Ροστώβ, Γιαροσλάβλ καί Λευκῆς Λίμνης.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἐγεννήθηκε στήν Ρωσία κατά τόν 14ο αἰ-ώνα μ.Χ. ἦταν ἡγούμενος στήν μονή Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος στό νησί Καμμένυϊ τῆς λίμνης Κουμπενσκόε, κοντά στήν περιοχή τῆς Βολογκντά. Ἐξελέγη ἀρχιεπίσκοπος τῆς πόλεως Ροστώβ καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό ἔτος 1416.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Γαβριήλ, τοῦ ἐκ Πολωνίας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Ἀχμέτ τοῦ Κάλφαντος.Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἀχμέτ ἦταν Μωαμεθανός τό θρήσκευμα καί ὑπηρετοῦσε στήν Κωνσταντινούπολη ὡς γραφέας τοῦ ἀρχιλο-γιστοῦ «δευτεράρη», ἐπικαλούμενος Πάτ Σουρούνης. Στήν οἰκία του εἶχε ὡς ὑπηρέτρια μία Χριστιανή ἀπό τήν Ρωσία, στήν ὁποία ἐπέτρεπε νά τελεῖ ἐλεύθερα τά θρησκευτικά αὐτῆς καθήκοντα στούς Χριστιανικούς ναούς. Ὁ ἴδιος ἐβαπτίσθηκε κρυφά καί ἔγινε Χρι-στιανός. Σέ ἐπίσημη συζήτηση, πού διεξήγαγε μέ μορφωμένους Μω-αμεθανούς, ἰσχυρίσθηκε ὅτι ἡ μόνη ἀληθινή πίστη εἶναι ἡ Χριστια-νική καί ὁμολόγησε τήν πίστη του στόν Χριστό. Τότε καταγγέλθη-κε στίς Τουρκικές ἀρχές, συνελήφθη καί ἀπαγχονίσθηκε, τό ἔτος 1682, στήν Κωνσταντινούπολη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Παύλου, τοῦ ἐκ Ρωσσίας.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Παῦλος ἔζησε κατά τόν 17ο αἰώνα μ.Χ. καί ἐμαρτύρησε στό Βίλνγιους τῆς Ρωσσίας κατά τήν περίοδο τῆς μο-ναρχίας τῶν Λιθουανῶν.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων νεομαρτύρων Ἀναστασίας καί Χριστοδούλου.
Οἱ Ἅγιοι Νεομάρτυρες Ἀναστασία καί Χριστόδουλος ἐμαρτύ-ρησαν στήν Ἀχαῒα κατά τό ἔτος 1821.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Πάμβου, πατριάρχου Γεωργίας.
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Πάμβου ἀναφέρεται στό Ἱεροσολυμιτικόν Κανονάριον.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῶν Σπηλαίων, ἐν Κιέβῳ. Ἡ ἱερά εἰκόνα τῆς Παναγίας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου ἁγιο-γραφήθηκε ἀπό τόν Ὅσιο Ἀλύπιο τόν εἰκονογράφο († 17 Αὐγού-στου). Στήν εἰκόνα ἡ Θεοτόκος ἀπεικονίζεται ἔνθρονη, κρατώντας στά γόνατά της τόν Ἰησοῦ Χριστό Βρέφος, καί στίς δύο πλευρές της οἱ ἱδρυτές τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου Ὅσιος Ἀντώνιος († 10 Ἰου-λίου) καί Ὅσιος Θεοδόσιος († 3 Μαῒου).
† Τῇ Γ΄ Κυριακῇ ἀπό τοῦ Πάσχα, μνήμη τῶν ὁσίων πατέρων ἡμῶν Ἀποστόλου καί Θεοχάρους, τῶν ἐν Ἄρτῃ.
Βλ. † 17 Ἀπριλίου.† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Δημητρίου, τοῦ ἐκ Χώρας Τριφυλίας.
Βλ. † 14 Ἀπριλίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ὁσιομάρτυρος Ἠλία τοῦ Ἀρδούνη.
Βλ. † 14 Ἀπριλίου.† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Σεραφείμ, Ἀρχιεπισκόπου Φαναρίου.
Βλ. † 4 Δεκεμβρίου.† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῶν Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν ἐν Μανταμάδῳ Μηθύμνης, ἐπί τοῖς ἐγκαινίοις τοῦ Προσκυνήματος.
† Τῇ Τρίτῃ Κυριακῇ ἀπό τοῦ Πάσχα, μνήμη πάντων τῶν ἐν Θεσσαλονίκῃ διαλαμψάντων Ἁγίων.
Βλ. ἀφιέρωμα στό POIMIN.GR (πατήστε εδώ)
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!