τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
† Τῇ ἡμέρᾳ αὐτῇ, Κυριακῇ ἑβδόμῃ ἀπὸ τοῦ Πάσχα, μνήμη τῶν ἁγίων 318 θεοφόρων Πατέρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Λίγες μόλις δεκαετίες μετά τό γεγονός τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ ἐμφανίσθηκαν οἱ πρῶτες παραχαράξεις τῆς πίστεως καί ἀργότερα οἱ μεγάλες χριστολογικές αἱρέσεις στήν Ἐκκλησία Του, σχετικά μέ τό πρόσωπο καί τήν ὑποστατική ἕνωση τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων. Ποιός εἶναι Αὐτός; Ποιά εἶναι ἡ σχέση Του μέ τόν Θεό; Πῶς κατανοεῖται ἡ σχέση καί ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων στό Χριστό, ἡ ἕνωση δηλαδή ἀκτίστου καί κτιστοῦ ἀπό τόν ἐνανθρω-πήσαντα Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ; Πῶς μπορεῖ νά εἶναι συγχρόνως «Υἱός τοῦ ἀνθρώπου;». Μέ ποιό τρόπο ἐγεννήθηκε ἀπό γυναίκα; Πῶς εἶναι δυνατό ἡ μητέρα Του, ἡ Παρθένος Μαρία νά ἀποκαλεῖ-ται «Θεοτόκος»; Τά ἐρωτήματα πού ἐτίθεντο ἀφοροῦσαν ὄχι μόνο τή θεότητα τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἀλλά καί τήν Ἐνανθρώπησή Του.
Οἱ προβληματισμοί αὐτοί προξένησαν μακραίωνες δογματικές συζητήσεις. Ἡ Ἐκκλησία, προκειμένου νά προφυλάξει τά πιστά μέλη της καί νά ἀπαντήσει στίς ἀποκλίνουσες ἀπόψεις, διατύπωσε αὐθεντικά τήν πίστη της στίς Οἰκουμενικές Συνόδους1, οἱ ὁποῖες διε-τύπωσαν τήν πίστη της καί καθόρισαν τά δόγματά της. Οἱ δογμα-τικές ἀποφάσεις τῶν Συνόδων, γνωστές ὡς «Ὅροι», δηλαδή ὅρια-ὁριοθετήσεις, ἐμπεριέχουν σωτήριες ἀλήθειες. Συνεπῶς, τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά σωτηριολογικές προτά-σεις ζωῆς, ἀφοῦ καταγράφουν τήν κοινή πίστη καί τήν καθολική συνείδηση καί διαχρονική ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.
Οἱ ἀμφισβητήσεις γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἐμφανίσθη-καν πολύ νωρίς, καταρχήν μέ τήν αἵρεση τοῦ Δοκητισμοῦ καί τοῦ Μοναρχιανισμοῦ. Ἀλλά καί κατά τήν περίοδο τῶν μεγάλων Τρια-δολογικῶν αἱρέσεων ἐτέθηκε ἐκ νέου τό Χριστολογικό ζήτημα, γιατί τόσο οἱ Ἀρειανοί ὅσο καί οἱ Εὐνομιανοί εἶχαν δική τους «Χρι-στολογία», στήν ὁποία, ἀσφαλῶς, ἀπάντησαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκ-κλησίας. Τήν ἐποχή αὐτή τό ἐνδιαφέρον ἐστρέφετο πρωτίστως στό Τριαδολογικό δόγμα, πού ἀφοροῦσε τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ καί τή σχέση Του μέ τόν Θεό Πατέρα Του. Μέ αὐτά τά Χριστολογικά θέματα τῆς πίστεως, πού ἀφοροῦσαν τό μυστήριο τῆς Ἐνανθρω-πήσεως τοῦ Θεοῦ-Λόγου, ἀσχολήθηκε ἡ Α´ Οἰκουμενική Σύνοδος, πού συνῆλθε στήν πόλη Νικαία τῆς Βιθυνίας, τό ἔτος 325 μ.Χ.
Ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε ἀπό τόν αὐτοκράτορα Μέγα Κωνσταντίνο ἐναντίνο τοῦ αἱρεσιάρχου Ἀρείου, ἀπό τίς 20 Μαῒου προκαταρκτικά καί ἀπό 14 Ἰουνίου ἐπίσημα μέ τήν παρουσία τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου μέχρι τίς 25 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 325 μ.Χ. Ἡ Σύνοδος ἀποτελέσθηκε, κατά μέν τήν ἐπικρατοῦσα παράδοση ἀπό 318 θεοφόρους Πατέρες, κατ’ ἄλλες δέ ἱστορικές μαρτυρίες ἀπό τριακόσιους περίπου. Κύριος δέ σκοπός αὐτῆς ἦταν ἡ καταδίκη τοῦ Ἀρειανισμοῦ καί ἡ θετική διατύπωση τῆς Ὀρθοδόξου δογματικῆς διδασκαλίας περί τοῦ δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, διότι τή θεότητα Αὐτοῦ εἶχε ἀρνηθεῖ, ἀπό τό ἔτος 318 μ.Χ., ὁ πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας Ἄρειος.
Ὁ Πατέρας, ὁ Υἰός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι μέν τρία Πρόσωπα ἐνυπόστατα, ἀλλά διά τό συμφυές, τό συναῒδιον, τό ὁμό-θρονον, τό ὁμοούσιον καί τό ἀπαρράλακτο τῆς οὐσίας Τους ἀπο-τελοῦν Μία Θεότητα, Μονάδα Τρίφωτο, τή Μοναρχία τῆς Τριάδος, καί ὄχι τρεῖς θεούς, δηλαδή «τρεῖς ἀνομοίους τε και ἐκφύλους οὐσίας», ὅπως ὁ Ἄρειος ἀφρόνως ἀπετόλμησε νά κηρύξει, «ὕλην πυρός τοῦ αἰωνίου ἑαυτῷ θησαυρίζων». Ἡ Μία καί Ἑνιαία Θεό-τητα διακρίνεται σέ τρία Πρόσωπα (ὑποστάσεις ἤ χαρακτῆρες) ὡς πρός τόν ἀριθμό. Ἐκεῖνο, τό ὁποῖο ἐξασφαλίζει τήν ἑνότητα τῆς Θεότητος εἶναι τό ὁμοούσιον, τό ἀπαρράλακτον τῆς μορφῆς, ἡ ταυτότητα τῆς οὐσίας τῶν τριῶν Θείων Ὑποστάσεων, ἐνῶ ἐκεῖνο πού διακρίνει τά Πρόσωπα εἶναι οἱ ἀσύγχυτες ἰδιότητες αὐτῶν.
Τό πρῶτο λοιπόν καί κύριο ἔργο τῆς Συνόδου ἦταν τό μέν ἡ καταδίκη τῶν αἱρετικῶν πλανῶν καί κακοδοξιῶν τοῦ Ἀρείου καί τῶν ὀπαδῶν του, τό δέ ἡ διακήρυξη τῆς πίστεως ἤ τοῦ «Συμβόλου τῆς Νικαίας», τό ὁποῖο ἀποτελεῖ τόν πρῶτο σημαντικό σταθμό στήν ἐργώδη προσπάθεια τῆς θεολογικῆς πατερικῆς σκέψεως.
Τό «Σύμβολον τῆς Νικαίας» ἤ τό «Πιστεύω», ὅπως ἀπαγγέλουμε στό ναό στή Θεία Λειτουργία ἤ σέ ἄλλες Ἀκολυθίες, ἔχει τρεῖς χαρακτηριστικές φράσεις πρός καταπολέμησιν τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἀρείου: «Ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός», «Γεννηθέντα, οὐ ποιηθέντα», «Ὁμοούσιον τῷ Πατρί». Στό τέλος τοῦ «Συμβόλου» τῆς Νικαίας ἐτέθησαν ἀναθεματισμοί, διά τῶν ὁποίων ἀναθεματίζονταν οἱ σπουδαιότερες αἱρετικές ἐκφράσεις τοῦ Ἀρείου.
Ποῖος προήδρευσε τῆς Συνόδου; Ἀναφέρονται τρία ὀνόματα: ὁ Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος, ὁ Ἀντιοχείας Εὐστάθιος καί ὁ Κορδούης Ὅσιος. Ἀλλά ὁ ἱστορικός Εὐσέβιος κάνει λόγο περί προέ-δρων δύο ταγμάτων, δεξιοῦ καί ἀριστεροῦ. Ἀπό τήν πληροφορία αὐτή ἐξάγεται, ὅτι δέν ὑπῆρχε ἕνας πρόεδρος, δέν ὑπῆρχε κοινός πρόεδρος. Κοινός πρόεδρος ἦταν ὁ αὐτοκράτορας.
Ἔτσι ἡ μέν Σύνοδος κατεδίκασε τόν Ἄρειο, ὁ δέ Μέγας Κων-σταντίνος ἐξόρισε τούς αἱρετικούς Ἄρειο, Σεκοῦνδο Πτολεμαῒδος καί Θεωνᾶ Μαρμαρικῆς στήν Ἰλλυρία, ἀργότερα δέ ἐξορίσθηκαν στή Γαλλία καί ὁ Νικομηδείας Εὐσέβιος καί ὁ Νικαίας Θεόγνις, ἐπειδή ἀρνήθηκαν νά ἀναγνωρίσουν τήν καταδίκη τοῦ Ἀρείου καί ἐδέχονταν τούς Ἀρειανούς.
Στή συνέχεια ἡ Σύνοδος διευθέτησε καί ἄλλα τρία ἐκκλησια-στικά σχίσματα, τό Νοβατιανό2, τό Σαμοσατιανό3 καί τό Μελιτια-νό4, ὁμοίως δέ ἐτερμάτισε καί τίς ἔριδες περί τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα, ἀφοῦ ὅρισε αὐτό νά ἑορτάζεται τήν πρώτη Κυριακή μετά τήν πρώτη πανσέληνο τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας.
Στό Μίλιον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κτίριο ἱστάμενο ἀντί-κρυ τῆς μεσημβρινῆς πύλης τῆς Ἁγίας Σοφίας, ἐσώζονταν μέχρι τό ἔτος 766 ἤ 767 μ.Χ. οἱ εἰκόνες τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν ἕξι Συνό-δων, τίς ὁποῖες τότε ἐξαφάνισε ὁ αὐτοκράτορας Κωνσταντίνος ὁ Κοπρώνυμος, ἀφοῦ ἐζωγράφισε ἀντί αὐτῶν ἡνίοχους καί ἱπποδρο-μικά θέματα. Ἀλλά τήν εἰκόνα τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐξαφάνισε ὁ Φιλιππικός, ἴσως τό ἔτος 712 μ.Χ., ζωγραφίζοντας ἀντί αὐτῆς τόν ἑαυτό του καί τόν κακόδοξο Πατριάρχη Ἰωάννη ΣΤ΄5.
Ἡ Ἀρχαία Ἐκκλησία ὅρισε δύο ἑορτάσιμες ἡμέρες γιά τήν προβολή τῆς διδασκαλίας τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τήν 28η Μαῒου καί τήν Ζ΄ Κυριακή ἀπό τοῦ Πάσχα. Ἡ Ἐκκλησία ἐνέταξε τήν παροῦσα ἑορτή στόν κύκλο τῶν ἑορτῶν τοῦ Πεντηκοσταρίου, καί μάλιστα μετά τήν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, ὄχι γιά ἄλλη αἰτία, ἀλλά γιά τή μαρτυρία αὐτῆς ὑπέρ τῆς Θεότητος τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὁμοουσίου τοῦ Υἱοῦ τῷ Πατρί καί τῆς πραγματικότητος τῆς Σαρκώ-σεως Αὐτοῦ. Διά τῆς Ἀναστάσεως καί τῆς εἰς οὐρανούς Ἀναλήψεώς Του ὁ Κύριος ἀπεκάλυψε σέ ὅλους, ὅτι δέν ἦταν ἀπλοῦς ἄνθρωπος, ἀλλά Θεάνθρωπος καί ὁ Ἕνας τῆς Τριάδος. Στή μαρτυρία αὐτή τῆς Καινῆς Διαθήκης ἡ Ἐκκλησία ἔρχεται νά προσθέσει καί τήν ἰδική της ἐμπειρία, τήν κοινή συνείδηση τοῦ πληρώματος αὐτῆς, ὅπως ἐκφράσθηκε αὐτή στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο ἀπό τούς Ἁγίους καί Θεοφόρους Πατέρες.
† Μνήμη τῆς ἁγίας μάρτυρος Πετρονίλης.

Ἡ Ἁγία Μάρτυς Πετρονίλα ἔζησε τόν 1ο ἤ 3ο αἰώνα μ.Χ. Στό κοιμητήριο τῆς Δομιτίλλης, στή Ρώμη, ὑπάρχει μιά νωπογραφία , ἡ ὁποία χρονολογεῖται ἀπό τόν 4ο αἰώνα μ.Χ., καί στήν ὁποία ἀπει-κονίζεται τό μαρτύριο τῆς Ἁγίας Πετρονίλης.
Ἡ Ἁγία καταγόταν ἀπό εὐγενῆ οἰκογένεια, ἦταν Χριστιανἠ καί ἀρνήθηκε νά νυμφευθεῖ ἕναν εὐγενῆ, ὀνομαζόμενο Φλάσσο, ἐπειδή ἤθελε νά ἀφιερωθεῖ στόν Νυμφίο της Χριστό. Γιά τό λόγο αὐτό συνελήφθη καί ἐτελειώθηκε μαρτυρικά.
Ἡ παράδοση θεωρεῖ, λόγῳ τοῦ ὀνόματός της, ὅτι ἦταν θυγα-τέρα τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου ἤ ἀφοσιωμένη μαθήτρια τοῦ Ἀπο-στόλου, πού τόν ἐβοηθοῦσε στό ἔργο του. Ὅμως ἡ παράδοση αὐτή ἀναφέρεται σέ διάφορα βιβλία τῶν Γνωστικῶν τοῦ 6ου αἰῶνος μ.Χ. καί οἱ περισσότεροι μελετητές-ἁγιολόγοι δέν ἀποδέχονται τήν ἄπο-ψη αὐτή.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Κρήσκεντος, τοῦ ἐκ Σαρδηνίας.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Κρήσκης καταγόταν ἀπό τήν πόλη Σάρραρι τῆς Σαρδηνίας καί ἐμαρτύρησε, τό ἔτος 130 μ.Χ., κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἀδριανοῦ (117-138 μ.Χ.).
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Ἑρμείου.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἑρμείας καταγόταν ἀπό τά Κόμανα τῆς Καππαδοκίας καί ἄθλησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μάρκου Αὐρηλίου τοῦ Ἀντωνίνου (138-161 μ.Χ.). Ὑπηρετῶν ὡς στρατιώτης στίς Ρωμαϊκές λεγεῶνας, κατά τόν κινηθέντα τότε διωγμό ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, διεβλήθη καί αὐτός ὡς Χριστια-νός, συλληφθείς δέ καί ὁδηγηθείς ἐνώπιον τοῦ δουκός Σεβαστιανοῦ, ἐξαναγκαζόταν νά θυσιάσει στά εἴδωλα. Ὁ Ἑρμείας ἀρνήθηκε νά ὑπακούσει καί ἕνεκα τούτου τοῦ συνέτριψαν τίς σιαγόνες, τοῦ ἐξέ-δαραν τό δέρμα τοῦ προσώπου, τοῦ ἔθραυσαν τούς ὀδόντες καί τόν ἔριξαν σέ ἀναμμένο καμίνι. Ἀφοῦ ἐξῆλθε ἀβλαβής ἀπό τά μαρτύρια αὐτά, ἐποτίσθηκε μέ ἰσχυρότατο δηλητήριο. Ἀλλά καί ἀπό τή δοκι-μασία αὐτή ἐξῆλθε ἀβλαβής, γενόμενος πρόξενος μεταστροφῆς πρός τόν Χριστό τοῦ χορηγήσαντος τοῦτο μάγου, ἀποκεφαλισθέντος γι’ αὐτό, ὡς καί πολλῶν ἄλλων εἰδωλολατρῶν. Ὑποβλήθηκε σέ σειρά νέων βασανιστηρίων, τεθείς ἐντός ζέοντος ἐλαίου καί τυφλωθείς, στή συνέχεια δέ ἐπί τρεῖς ἡμέρες, ἀφοῦ ἐκρεμάσθηκε σέ δένδρο, ἐτελειώθηκε δι’ ἀποκεφαλισμοῦ, ἀξιωθείς ἔτσι τοῦ μαρτυρικοῦ στε-φάνου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Εὐσεβίου καί Χαρα- λάμπους.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Εὐσέβιος καί Χαράλαμπος κατάγονταν ἀπό τή Νικομήδεια καί εἶναι ἄγνωστο πότε ἐμαρτύρησαν. Ἐπειδή ἦσαν Χριστιανοί συνελήφθησαν καί, ἀρνηθέντες νά θυσιάσουν στά εἴδωλα, ὑπέστησαν μαζί μέ τούς Ἁγίους Μάρτυρες Ρωμανό, Τελέτιο ἤ Μελέτιο καί Χριστίνα († 30 Μαῒου), τόν ἐπί τῆς πυρᾶς μαρτυρικό θάνατο.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Μάγου.
Ὁ Ἅγιος αὐτός Μάρτυς, τοῦ ὁποίου τό ὄνομα δέν γνωρί- ζουμε, ἦταν ἐκεῖνος πού ἔδωσε στόν Ἅγιο Μάρτυρα Ἑρεμία τό ἰσχυρό δηλητήριο, ἀλλά βλέποντας τήν ἀληθινή δύναμη τῆς πίστεως στόν Χριστό, ὁμολόγησε τό Ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἔγινε Χριστιανός. Ἐτελειώθηκε μαρτυρικά δι’ ἀποκεφαλισμοῦ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων πέντε μαρτύρων, τῶν ἐν Ἀσκά-λωνι ἀθλησάντων.
Οἱ Ἅγιοι αὐτοί πέντε Μάρτυρες ἐτελειώθησαν μαρτυρικά, ἀφοῦ τούς ἔσυραν κατά γῆς μέχρι θανάτου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Κανδίου, Κανδια-νοῦ, Κανδιανέλλης καί Πρώτου.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Κάνδιος, Κανδιανός καί Κανδιανέλλη κατάγονταν ἀπό ἐπιφανῆ Ρωμαϊκή οἰκογένεια καί ἦσαν ἀδέλφια. Διδάσκαλος καί πνευματικός καθοδηγητής τους ἦταν ὁ Ἅγιος Πρῶ-τος. Ὅταν ἄρχισε, ἐπί αὐτοκράτρος Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.), ὁ διωγμός κατά τῶν Χριστιανῶν, ἐπούλησαν τά ὑπάρχοντά τους, ἐμοίρασαν τά χρήματα στούς πτωχούς καί ἔφυγαν ἀπό τήν πόλη. Ὅμως συνελήφθησαν καί ὁδηγήθηκαν ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντος Δουλ-κιδίου. Ἐπειδή ἀρνήθηκαν νά θυσιάσουν στά εἴδωλα καί ὁμολόγη-σαν τήν πίστη τους στόν Χριστό, ἀποκεφαλίσθηκαν, τό ἔτος 304 μ.Χ.
Ἕνας εὐλαβῆς ἱερέας, ὁ Ζωῒλος, περισυνέλεξε τά ἱερά λείψα-να αὐτῶν καί τά ἐνταφίασε μέ εὐλάβεια.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Λουπικίνου, ἐπισκόπου Βερόνας.
Ὁ Ἅγιος Λουπικίνος ἔζησε τόν 5ο αἰώνα μ.Χ. καί ἦταν Ἐπί-σκοπος Βερόνας. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Πασχασίου, τοῦ ἐκ Ρώμης.
Ὁ Ἅγιος Πασχάσιος ἔζησε τόν 5ο καί 6ο αἰώνα μ.Χ. καί ἦταν διάκονος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης. Συνέγραψε πολλά θεολογικά ἔργα, τά ὁποῖα ὅμως δέν διεσώθησαν. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό ἔτος 512 μ.Χ., καί ἀναφέρεται ἀπό τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Διάλογο, Ἐπίσκοπο Ρώμης († 12 Μαρτίου).
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Εὐσταθίου, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.
Ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος εἶναι ἄγνωστος στούς Συναξαριστάς καί τά Μηναῖα6. Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στό Βυζαντινόν Ἑορτολό-γιον7. Κατ’ αὐτό, ὁ Ἅγιος ἦταν πρωτοπρεσβύτερος τοῦ παλατίου καί ἀνῆλθε στόν πατριαρχικό θρόνο τό ἔτος 1019, διαδεχθείς τόν θανόντα Πατριάρχη Σέργιο Β΄ (999-1019). Ἀφοῦ ἐποίμανε τήν Ἐκ-κλησία θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τόν Νοέμβριο ἤ Δεκέμβριο τοῦ ἔτους 1025.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Φιλοθέου, μητροπολίτου Τομπόλσκ τῆς Ρωσίας.
Ὁ Ἅγιος Φιλόθεος ἐγεννήθηκε τό ἔτος 1650 ἀπό εὐγενῆ καί ἀριστοκρατική οἰκογένεια τῆς Οὐκρανίας. Ἐτελείωσε τή θεολογική ἀκαδημία τοῦ Κιέβου καί ἐνυμφεύθηκε. Λίγο ἀργότερα ἐχειροτο-νήθηκε πρεσβύτερος καί γιά μερικά χρόνια διακόνησε ὡς ἐφημέριος. Ἡ προεσβυτέρα ἀπέθανε ἐνωρίς καί ὁ Ἅγιος ἔγινε μοναχός στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, ὅπου διακρίθηκε γιά τόν ἀσκητι-κό του βίο, τήν ἀδιάλειπτη προσευχή καί τή νηστεία.
Κατά τά ἔτη 1701-1702 διετέλεσε ἡγούμενος τῆς μονῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Ζβέν στήν ἐπαρχία Ὀρλώφ. Τό ἔτος 1702 ἐχειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος καί τοποθετήθηκε στήν ἐπαρχία Σιβηρίας καί Τομπόλσκ. Ἡ ἐπαρχία του ἐκτεινόταν ἀπό τήν Ἀρκτική μέχρι τόν Εἰρηνικό ὠκεανό καί ἀπό τά Οὐράλια ὄρη μέχρι τήν Κίνα καί ἡ κύρια δραστηριότητά του ἦταν ἡ ἱερποστολή. Μέσα σέ εἴκοσι πέντε χρόνια περιόδευσε ἱεραποστολικά τή Σιβηρία, τήν Καμτσάτκα, τή Μογγολία καί τή βόρεια Κίνα. Πολλές φορές ἐδέχ-θηκε ἐπιθέσεις ἀπό εἰδωλολάτρες, ἀλλά παρά τίς πολλές δοκιμασίες ποτέ δέν κατέφυγε στή βία κατά τήν ἐξάσκηση τοῦ ἱεραποστολικοῦ του ἔργου. Κατάφερε ἔτσι νά βαπτίσει περί τούς σαράντα χιλιάδες εἰδωλολάτρες.
Ὁ Ἅγιος ἐφρόντισε γιά τή μείωση τῶν φόρων τῶν νεοβαπτι-ζομένων καί τήν ἀνέγερση νέων ἐκκλησιῶν. Ἔτσι αὔξησε τίς ἐνο-ρίες τῆς Σιβηρίας ἀπό ἑκατόν ἑξῆντα σέ τετρακόσιες σαράντα ὀκτώ.
Παράλληλα σέ κάθε ἱεραποστολικό κλιμάκιο ἔκτισε ἐκκλησιαστικές σχολές γιά τά παιδιά τῶν ἰθαγενῶν, δίδοντας ἔτσι ἰδιαίτερη σημα-σία στήν παιδεία καί τή μόρφωση. Γιά τόν λόγο αὐτό ἐζήτησε καί τήν βοήθεια τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Κιέβου διά τῆς ἀποστολῆς μορφω-μένων ἱεραποστόλων μοναχῶν καί βιβλίων.
Τό ἔτος 1709 ὁ Ἅγιος ἀσθένησε καί ἔλαβε τό μεγάλο σχῆμα, ὀνομαζόμενος Θεόδωρος, στή μονή τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Τιοῦμεν, ἀλλά ἡ παραίτησή του ἔγινε ἀποδεκτή τό ἔτος 1711, ὅταν στήν ἐπι-σκοπική ἕδρα τοῦ Τομπόλσκ ἐξελέγη ὡς διάδοχός του ὁ Ἰωάννης. Τό ἔτος 1712 ἄρχισε ἐκ νέου τήν ἱεραποστολική του δραστηριότητα κηρύσσοντας τό Εὐαγγέλιο στίς περιοχές τῶν ποταμῶν τοῦ Μπερέ-ζο.
Ὅταν ἐκοιμήθηκε ὁ Ἐπίσκοπος Ἰωάννης, τό ἔτος 1715, ὁ Ἅγι-ος Φιλόθεος ἐπανεξελέγη Ἐπίσκοπος τοῦ Τομπόλσκ, ὅπου καί παρέμεινε μέχρι τό 1720. Στή συνέχεια παραιτήθηκε, ἐπέστρεψε στό μοναστήρι, ὅπου συνέχισε τό ἱεραποστολικό του ἔργο καί ἐδίδασκε γραφή καί ἀνάγνωση στά παιδιά τῶν νεοβαπτισθέντων.
Ὁ Ἅγιος Φιλόθεος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό ἔτος 1727, καί ἐνταφιάσθηκε στή μονή του.
Τό ἔτος 1984 καθιερώθηκε ἡ ἑορτή τῶν Ἁγίων τῆς Σιβηρίας, μεταξύ τῶν ὁποίων ἀναφέρεται καί τό ὄνομα τοῦ Ἁγίου Φιλοθέου.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τή μνήμη του στίς 10 Ἰουνίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Φιλοσόφου καί τῶν σύν αὐτῷ μαρτυρησάντων Βόριδος καί Νικολάου, τῶν ἐκ Ρωσίας.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Φιλόσοφος (Νικολάγιεβιτς Ὀρνάτσκϊυ) ἔζησε τόν 19ο καί 20ό αἰώνα μ.Χ. Τό ἔτος 1885 ἐτελείωσε τή θεολο-γική ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως καί ἐνυμφεύθηκε τήν Ἑλέ-νη Ζαοζέρκοϋ. Ἐχειροτονήθηκε πρεσβύτερος καί ἐργάσθηκε ποιμα-ντικά ἀναπτύσσοντας ἕνα τεράστιο φιλανθρωπικό καί ἱεραποστο-λικό ἔργο. Συνδέθηκε πνευματικά μέ τόν Πατριάρχη Τύχωνα καί κατά τή διάρκεια τοῦ πρώτου παγκοσμίου πολέμου ἐστάθηκε στό πλευρό τῶν τραυματισμένων στρατιωτῶν καί τῶν οἰκογενειῶν τους. Ὁ υἱός του Νικόλαος ὑπηρετοῦσε μέ ἀνώτερο βαθμό στό 9ο τάγμα τοῦ Ρωσικοῦ καί ὁ υἱός του Βόρις εἶχε διορισθεῖ ὡς ἀρχηγός τῆς 23ης ταξιαρχίας πυροβολικοῦ καί πολέμησε ἡρωϊκά στό αὐ-στρο-ουγγρικό μέτωπο.
Μετά τήν ἐπανάσταση τοῦ ἔτους 1917 ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Φιλόσοφος συνελήφθη στίς 9 Αὐγούστου 1918 μαζί μέ τούς υἱούς του ἀπό τούς ἄνδρες τῆς κρατικῆς ἀσφάλειας, πού τούς μετέφεραν στίς φυλακές τῆς Κροστάνδης. Ἐξετελέσθηκαν διά τυφεκισμοῦ δίδοντες ἔτσι τή μαρτυρία τῆς πίστεώς τους στόν Κύριο καί Θεό μας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἱεροθέου τοῦ Νέου, ἐπισκόπου Νικόλσκ.

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἱερόθεος ὁ Νέος, Ἐπίσκοπος Νικόλσκ, ἐγεννήθηκε περί τό ἔτος 1891. Ἔφθασε, ὡς Ἐπίσκοπος, στό Νικόλ-σκ τήν Κυριακή τῶν Βαῒων τοῦ ἔτους 1923. Ἐκεῖ διακόνησε τήν Ἐκ-κλησία μέ ἔνθεο ζῆλο καί αὐταπάρνηση. Τό ἔτος 1927 μετετέθη στήν Ἐπισκοπή Βελίκϋ Οὔστιουνγκ, κοντά στήν περιοχή Βολογκ-ντά. Αὐτή τήν περίοδο ἀρνήθηκε νά ὑπογράψει δήλωση τοῦ Μητρο-πολίτου Σεργίου περί ὑποταγῆς τῆς Ἐκκλησίας στήν κρατική ἐξου-σία. Γιά τόν λόγο αὐτό οἱ ἄνδρες τῆς μυστικῆς ἀσφάλειας, κατά τήν περίοδο τοῦ Σοβιετικοῦ καθεστῶτος, τόν ἐκάλεσαν γιά ἀνάκριση ἀρκετές φορές. Τελικά τόν συνέλαβαν, ἐνῶ εἶχε πάει νά λειτουργή-σει σέ κωμόπολη τῆς ἐπαρχίας του. Οἱ ἄνθρωποι ἔκλαιγαν καί ἐφώναζαν, γιατί ἔνοιωθαν, ὅτι ἔχαναν τόν πνευματικό τους πατέρα.
Τό ἀτμόπλοιο ἔφθασε σύντομα στήν πόλη Οὔστιουνγκ. Ἐπει-δή ἦταν ἀσθενής, τόν ὁδήγησαν στό νοσοκομεῖο. Ἐκεῖ ὁ Ἅγιος Ἱε-ρόθεος ἐκοιμήθηκε ὁσίως, τό ἔτος 1928. Ἀλλά ἡ μνήμη του δέν ἐξα-φανίσθηκε. Ἔγινε τό ἁλάτι τῆς εὐσέβειας καί ἐλπίδας τοῦ Ρωσικοῦ λαοῦ.
† Tῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῶν ἁγίων καί θεοφόρων Πατέρων τῆς Νικοπόλεως τῆς Παλαιᾶς Ἠπείρου.
Ἡ περιώνυμος πόλη τῆς Νικοπόλεως, μητροπολιτική ἕδρα τῆς Παλαιᾶς Ἠπείρου ἑοράζει τή σύναξη τῶν Ἁγίων Ἱεραρχῶν αὐτῆς Ἡλιοδώρου, Δονάτου, Ἀττικοῦ, Ἀναστασίου καί Ἀλκίσωνος.
Κατά τή διοικητική μεταρρύθμιση τοῦ Ρωμαϊκοῦ κράτους ὑπό τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου (324-337 μ.Χ.), ἡ Νικόπολη ἀπέβη ἀκμαῖο χριστιανικό κέντρο καί μία ἀπό τίς μητροπόλεις τοῦ Ἰλλυ-ρικοῦ, ὑπαγόμενη στόν Ἔξαρχο Θεσσαλονίκης, ὁ ὁποῖος ἀπέκτησε πολλές ἐκκλησιαστικές διακιοδοσίες ἐπί τῶν Ἐπισκόπων τοῦ Ἰλλυ-ρικοῦ. Οἱ ἀξιώσεις αὐτές δέν ἐγένοντο δεκτές ἀπό τούς Ἐπισκό-πους τοῦ Ἰλλυρικοῦ, στούς ὁποίους συμπεριλαμβάνεται καί ὁ Ἅγιος Ἀττικός. Ὁ Ἅγιος ἔζησε περί τά μέσα τοῦ 5ου αἰῶνος μ.Χ. καί δια-κρίθηκε γιά τήν πίστη καί ἀγάπη πρός τήν Ἐκκλησία. Ἔλαβε μέρος στή μονοφυσιτίζουσα Σύνοδο τοῦ ἔτους 449 μ.Χ., πού ἐπικλήθηκε ληστρική καί συνῆλθε ἀπό τόν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄ (408-450 μ.Χ.), γιά τήν αἵρεση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ. Τό 451 μ.Χ. ὅ Ἅγιος Ἀττικός ἔλαβε μέρος στήν Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, πού συνῆλθε στή Χαλκηδόνα, ἀπό τόν Μαρκιανό (450-457 μ.Χ.) καί τήν βασίλισσα Πουλχερία πρός ἐπανεξέταση τῆς διδασκαλίας τοῦ Εὐτυχοῦς. Στή Σύνοδο αὐτή ὅ Ἅγιος Ἀττικός ὑπεστήριξε τήν ἀκυρότητα τῶν ἀποφάσεων τῆς ληστρικῆς Συνόδου τοῦ 449 μ.Χ. καί κατακεραύ-νωσε τόν δυσεβῆ ἡγέτη τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ Εὐτυχῆ.
Ὁ Ἅγιος Ἡλιόδωρος ἔλαβε μέρος στή Σύνοδο τῆς Σαρδικῆς, τό 343 μ.Χ., στήν ὁποία οἱ Πατέρες μας ἐψήφισαν τήν ἀνανέωση τῆς πίστεως πρός τίς ἀποφάσεις τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί τήν ἀποκατάσταση τοῦ στύλου τοῦ πρόμαχου τῆς Ὀρθοδοξίας Πατρι-άρχου Ἀλεξανδρείας Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου.
Ὁ Ἅγιος Δονᾶτος διακρίθηκε γιά τόν ζῆλο του ὑπέρ τῆς Ὀρ-θοδοξίας. Ἔλαβε μέρος στήν Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, πού συνῆλθε στήν Ἔφεσο, τό 431 μ.Χ. κατά τοῦ αἱρετικοῦ Πατριάρχου Κωνστα-ντινουπόλεως Νεστορίου. Ἡ Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ἐπεκύρωσε τίς ἀπόψεις τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας καί ἀναθεμάτισε τόν Νεστόριο. Σώζεται ἐπιστολή τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου πρός τόν Ἅγιο Δονᾶτο, Ἐπίσκοπο Νικοπόλεως, διά τῆς ὁποίας συ-νιστᾶ σέ αὐτόν νά φαίνεται ἐπιεικής πρός τούς αἱρετικούς, γιά νά μην ἐξωθοῦνται αὐτοί στήν αἱρετική διδασκαλία τοῦ Νεστόριου8.
Ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ἔζησε καί ἔδρασε κατά τά χρόνια τῆς εἰκονομαχικῆς περιόδου, ἐπί αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου Ε΄ τοῦ Κορπώνυμου (741-775 μ.Χ.). Τό 754 μ.Χ. ὁ αὐτοκράτορας συνεκά-λεσε ψευδοσύνοδο στήν ἀσιατική γῆ τοῦ Βοσπόρου, ἡ ὁποία ἀπα-γόρευσε αὐστηρά τήν προσκύνηση καί διατήρηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Ὁ Ἐπίσκοπος Νικοπόλεως Ἀναστάσιος, θεματοφύλακας τῶν ἱερῶν παραδόσεων καί δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας, ἀντέδρασε καί κατεδίκασε τήν ἀπόφση τῆς Συνόδου αὐτῆς. Ἀργότερα, τό 787 μ.Χ., ἔλαβε μέρος στήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἡ ὁποία συνῆλθε ἐπί αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου ΣΤ΄(780-798 μ.Χ.) καί τῆς Εἰρήνης τῆς Ἀθηναίας καί κατεδίκασε ὡς αἵρεση τήν εἰκονομαχία.
Ὁ Ἅγιος Ἀλκίσων ἀρχιεράτευσε ὡς Ἐπίσκοπος Νικοπόλεως ἐπί αὐτοκράτορος Ἀναστασίου Α ( 491-518 μ.Χ.) καί ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στίς 28 Σεπτεμβρίου.
† Τῇ τελευταίᾳ Κυριακῇ τοῦ μηνός Μαῒου, μνήμην ἐπιτελοῦμεν πάντων τῶν Εὐρυτάνων Νεομαρτύρων ἐν ἁπάσῃ τῇ περιοχῇ τῆς Ναυπακτίας καί Εὐρυτανίας.
† Τῇ τελευταίᾳ Κυριακῇ τοῦ μηνός Μαῒου, μνήμην ἐπιτελοῦμεν πάντων τῶν συνεργῶν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἐν Κορίνθῳ.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!
*****