† Μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Ἀντιπάτρου, Ἀρτεμᾶ, Θαυμασίου, Θεόγνιδος, Θεοδότου, Θεοδούλου, Θεοστίχου, Μάγνου, Ρούφου καί Φιλήμονος, ἐν Κυζίκῳ ἀθλησάντων.
Οἱ Ἅγιοι ἐννέα Mάρτυρες τῆς Κυζίκου, ὁ Ἀντίπατρος, ὁ Ἀρτεμᾶς, ὁ Θαυμάσιος, ὁ Θεόγνις, ὁ Θεόδουλος, ὁ Θεόστιχος, ὁ Μάγνος, ὁ Ροῦφος καί ὁ Φιλήμονας κατάγονταν ἀπό διάφορους τόπους. Συνελήφθησαν ὅμως ὅλοι μαζί στή Κύζικο τήν περίοδο τῶν διωγμῶν. Ὅταν ὁδηγήθηκαν μπροστά στόν τοπικό ἄρχοντα ἐπέδειξαν θαυμαστή γενναιότητα καί ὑπερασπίσθηκαν μέ παρρησία καί θάρρος τήν πίστη τους. Γιά τό λόγο αὐτό καί γιά νά καμφθεῖ τό σθένος τούς ἐρρίφθησαν στή φυλακή. Ἐκεῖ χωρίς νερό καί τροφή προσεύχονταν καί δοξολογοῦσαν τόν Κύριό τους, ὁ Ὁποῖος τούς ἀξίωσε νά ὑποφέρουν γιά Ἐκεῖνον καί ὁ ἔνας ἔδιδε θάρρος στόν ἄλλον. Ὅταν ὁ ἄρχοντας τούς ἐρώτησε γιά τελευταία φορά, ἐάν ἐπιμένουν νά πιστεύουν στόν Χριστό, ὅλοι μέ ἕνα στόμα καί μία καρδιά τοῦ ἀπάντησαν ὅτι προτιμοῦν το μαρτύριο ἀπό τό νά ἀρνηθοῦν τόν Πλάστη καί Δημιουργό καί Σωτήρα τοῦ κόσμου. Ἔξαλλος ἀπό ὀργή ὁ ἄρχοντας διέταξε ἀμέσως τόν ἀποκεφαλισμό τους. Ἔτσι ἐτε-λειώθηκε ὁ βίος τους καί οἱ Ἅγιοι ἔλαβαν τόν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Μέμνονος τοῦ Θαυματουργοῦ.
Ὁ Ὅσιος Μέμνων ἀπό νεαρή ἡλικία ἐγκατέλειψε τόν κόσμο καί ἀφιέρωσε τόν ἑαυτό του στόν Θεό. Ἐκάρη μοναχός καί μέ τούς ἀσκητικούς του ἀγῶνες ὑπέταξε τή σάρκα στό πνεῦμα. Οἱ ἀδελφοί τῆς Σκήτης, ἀναγνωρίζοντας τίς πλούσιες ἀρετές του καί τήν ἐπίπονη ἄσκησή του, τόν ἐξέλεξαν ἡγούμενό τους. Ὁ Θεός τόν ἐτίμησε καί μέ τό χάρισμα της θαυματουργίας. Ἔτσι ὁ Ὅσιος ἐθεράπευε ἀνίατα πάθη καί ἀσθένειες πρός δόξαν Θεοῦ.
Ὁ Ὅσιος Μέμνων ἐκοιμήθηκε εἰρηνικά εἰρηνικά.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Αὐξιβίου Β΄, ἐπισκόπου Σόλων τῆς Κύπρου.
Ὁ Ἅγιος Αὐξίβιος καταγόταν ἀπό τήν Κύπρο καί ἔζησε κατά τόν 4ο αἰώνα μ.Χ. Ἦταν Ἐπίσκοπος Σόλων καί ὑπογράφει πρῶτος, μεταξύ δώδεκα Κυπρίων Ἐπισκόπων, τά Πρακτικά τῆς Συνόδου τῆς Σαρδικῆς, τό 343 μ.Χ., ἐνῶ ἐνωρίτερα, τό ἔτος 325 μ.Χ., ἔλαβε μέρος καί στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, πού συνῆλθε στή Νίκαια.
Ὁ Ἅγιος Αὐξίβιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, διήγησις τοῦ γενομένου θαύματος ἐν Καρθαγένῃ τῆς Βορείου Ἀφρικῆς.
Κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος ῾Ηρακλείου (610 – 641 μ.Χ.) καί ὅταν ἔξαρχος ᾿Αφρικῆς ἦταν ὁ πατρίκιος Νικήτας, ἔγινε ἐκεῖ ἕνα περίεργο θαῦμα. Στήν Καρθαγένη ἐζοῦσε κάποιος, ὁ ὁποῖος, ὅταν ἔπεσε στήν πόλη αὐτή ἐπιδημία, ἔφυγε ἀπό ἐκεῖ μέ τή σύζυγό του καί πῆγαν καί διέμεναν στήν ἐξοχική τους κατοικία, γιά νά μήν ἀσθενήσουν. ᾿Αλλά ὁ φθονερός καί ἀνθρωποκτόνος διάβο-λος τόν παρέσυρε στήν ἁμαρτία καί τόν ὁδήγησε στό νά διαπράξει μοιχεία μέ τή σύζυγο τοῦ γεωργοῦ, ὁ ὁποῖος τοῦ ἐκαλλιεργοῦσε τά κτήματα. Στή συνέχεια ἀσθένησε καί ἀπέθανε.
῞Υστερα ὅμως ἀπό τρεῖς ὧρες, ἀφ’ ὅτου τόν ἐνταφίασαν, ἄρχισε νά φωνάζει μέσα ἀπό τόν τάφο καί νά λέγει: «᾿Ελεῆστε με, ἐλεῆστε με». Ἀφοῦ ἄνοιξαν λοιπόν τόν τάφο, τόν εὑρῆκαν ζωντανό, ἀλλά δέν μποροῦσε νά ὁμιλήσει. ῾Ο παρευρισκόμενος δέ ἐκεῖ Ἐπί-σκοπος ᾿Αφρικῆς Θαλάσσιος τόν ἐνίσχυσε μέ λόγια παραμυθητικά.
Ὅταν ἐπέρασαν ὅμως τέσσερεις ἡμέρες, ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἄρχισε νά ὁμιλεῖ καί διηγήθηκε τά ἀκόλουθα: «Τή στιγμή πού ἔβγαινε ἡ ψυχή μου ἀπό τό σῶμα μου ἔβλεπα τούς δαίμονες, σάν Αἰθίοπες, νά εὑρίσκονται πλησίον μου, καί νά ἔχουν ὄψη πού προ-καλοῦσε τόν τρόμο καί τή φρίκη. Στή συνέχεια εἶδα δύο Ἀγγέλους, μέ τή μορφή ὡραίων νέων, οἱ ὁποῖοι μέ ἐπλησίασαν καί μέ τήν παρουσία τους ἐχάρηκε ἡ ψυχή μου. Οἱ Ἄγγελοι μέ πῆραν μαζί τους, καθώς ἀνέβαιναν στόν οὐρανό. Τότε οἱ δαίμονες ἐξέταζαν κάθε ἁμαρτία μου. Καί συγκεκριμένα, ἄλλος δαίμονας ἐξέταζε τό ψεῦδος, ἄλλος τόν φθόνο καί ἄλλος τήν πλεονεξία. Στίς ἁμαρτίες μου δέ αὐτές, πού ἐξέταζαν τά δαιμόνια, οἱ Ἄγγελοι ἀντέτασσαν τίς ἀγαθές μου πράξεις.
Ὅταν ἐφθάσαμε στήν πύλη τοῦ οὐρανοῦ, μᾶς συνάντησε τό τάγμα τῶν διαβόλων, πού ἐξετάζει τό ἁμάρτημα τῆς πορνείας, καί ἀπεκάλυψε τή μοιχεία πού εἶχα διαπράξει πρίν ἀπό λίγες ἡμέρες. Οἱ δαίμονες δέ τοῦ τάγματος τῆς πορνείας ἐνίκησαν καί μέ ἐτράβηξαν στά ἔγκατα τῆς γῆς, ὅπου κολάζονται οἱ ψυχές τῶν ἁμαρτωλῶν. Καί τό τί συμβαίνει ἐκεῖ δέν εἶναι δυνατόν νά τό περιγράψει ἀνθρώπινη γλώσσα.
Ἐνῶ λοιπόν θρηνοῦσα γιά τό κατάντημά μου, ἐμφανίσθηκαν οἱ δύο Ἄγγελοι, στούς ὁποίους, κλαίγοντας, εἶπα: «Σπλαχνισθεῖτε με καί βοηθεῖστε με νά μετανοήσω». Τότε μέ πῆραν καί μέ ἔβαλαν στόν τάφο. ᾿Εκεῖ εὑρῆκα τό σῶμα μου σάν λάσπη καί βόρβορο καί δέν ἤθελα νά εἰσέλθω σ᾿ αὐτό. ᾿Εκεῖνοι ὅμως μοῦ εἶπαν ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά μετανοήσω μέ ἄλλον τρόπο, παρά μαζί μέ τό σῶμα μου, μέ τό ὁποῖο διέπραξα τήν ἁμαρτία. Τότε λοιπόν εἰσῆλθα στό σῶμα μου καί, ἀφοῦ ἑνώθηκε πάλι ἡ ψυχή μέ αὐτό, ἄρχισα νά φωνάζω».
Αὐτά διηγήθηκε ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος, καί, ἀφοῦ ἔζησε χωρίς τροφή ἐπί σαράντα ἡμέρες κλαίγοντας καί ὀδυρόμενος γιά τίς ἁμαρτίες του, ἀπέθανε.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Κυρίλλου, ἐπισκόπου Τούρωφ τῆς Ρωσίας.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἐγεννήθηκε ἀπό πλούσιους γονεῖς τήν τρίτη δεκαετία τοῦ 12ου αἰῶνος μ.Χ. στήν πόλη Τούρωφ, στόν ποταμό Προπάϊατ. Ἀπό πολύ ἐνωρίς ὁ Ἅγιος Κύριλλος μέ ἔνθερμο ζῆλο ἐμελετοῦσε τά ἱερά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας καί τούς Πατέρες. Ἐσπού-δασε μάλιστα καί τήν ἑλληνική γλώσσα.
Ὅταν ὡρίμασε, ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἀρνήθηκε τήν πατρική του κληρονομιά του καί ἐγκατέλειψε τά ἐγκόσμια. Ἐκάρη μοναχός στό μοναστήρι τῶν Ἁγίων Βόριδος καί Γκλέμπ, στό Τούρωφ. Ἀσκήθηκε πάρα πολύ στή νηστεία καί στήν ἀδιάλειπτη προσευχή καί ἐδίδα-σκε μέ τόν τρόπο του τήν ὑπακοή. ἀφοῦ ἐδίδασκε ὅτι ὁ μοναχός, ὁ ὁποῖος δέν ὑπακούει στόν ἡγούμενο, δέν ὁλοκληρώνει τήν ὑπόσχε-σή του καί ἔτσι δέν μπορεῖ νά σωθεῖ. Ἔχουν μάλιστα διασωθεῖ καί τρία συγγράμματα τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου σχετικά μέ τό μοναχικό βίο καί τήν πολιτεία τῶν μοναχῶν.
Μετά ἀπό κάποιο χρονικό διάστημα, ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἔζησε ὡς στυλίτης καί ἐντρύφησε πολύ στήν Ἁγία Γραφή. Πολλοί ἄνθρω-ποι ἐπισκέπτονταν τόν Ἅγιο Ἀσκητή, γιά συμβουλές στήν πνευμα-τική ζωή καί καθοδήγηση.
Λόγῳ τῆς ἁγιότητος τοῦ βίου του ὁ Ἅγιος ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Τούρωφ καί εἶχε πάντα συναίσθηση τοῦ ὑψηλοῦ ἱεραρχικοῦ ἀξιώματος, στό ὁποῖο ὁ Κύριος τόν εἶχε καλέσει.
Τό ἔτος 1169, ὁ Ἅγιος Κύριλλος συμμετεῖχε σέ μία Σύνοδο καί ἐπέκρινε τόν Ἐπίσκοπο Θεόδωρο, ὁ ὁποῖος κατεῖχε τὴν καθέδρα τοῦ Βλαντιμίρ καί τῆς Σουζδαλίας καί ὁ ὁποῖος ἐπιθυμοῦσε νά χωρισθεῖ ἀπό τήν κανονική δικαιοδοσία τῆς μητροπολιτικῆς περιφέ-ρειας τοῦ Κιέβου.
Ἡ ἀγάπη τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου γιά τήν ἡσυχία καί τήν ἀπομό-νωση τόν ὁδήγησε σέ παραίτηση ἀπό τόν ἐπισκοπικό θρόνο. Ἔτσι ἀφιερώθηκε πλήρως στήν ἄσκηση καί τή συγγραφή πνευματικῶν ἔργων.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1183. Οἱ σύγ-χρονοί του τόν ἐθεωροῦσαν ὡς τόν Χρυσόστομο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας. Ὁ Ἅγιος ταπεινά ἔγραφε γιά τὸν ἑαυτό του: «Δέν εἶμαι θεριστής, παρά μαζεύω τά δεμάτια τῶν σιτηρῶν».
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!