† Μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Συμεών, συγγενοῦς τοῦ Κυρίου, ἐπισκόπου Ἱεροσολύμων.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Συμεών ἀναδείχθηκε διάδοχος τοῦ Ἁγί-ου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου (†62 μ.Χ.), μετά τήν καταστροφή τῆς Ἱερουσαλήμ ἀπό τούς Ρωμαίους, τό ἔτος 70 μ.Χ.
Κατά τόν Ἡγήσιππο[1], ἦταν υἱός τοῦ Κλωπᾶ, ἀδελφοῦ τοῦ Ἰωσήφ καί ἀδελφός τοῦ Ἰούδα, κατ’ ἄλλη δέ ἐκδοχή υἱός τοῦ Ἰωσήφ τοῦ Μνήστορος καί ἀδελφός τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου[2].
Ἐπισκοπεύσας στήν Ἱερουσαλήμ, ἐπί αὐτοκράτορος Τραϊα-νοῦ (98-117 μ.Χ.), διαβλήθηκε γιά τόν ἀποστολικό ζῆλο αὐτοῦ ἀπό τούς αἱρετικούς στόν ὕπατο Ἀττικό. Ὁ Συμεών κατηγορήθηκε ὄχι ἀπό Χριστιανούς αἱρετικούς, ἀλλά Ἰουδαίους. Ἡ κατηγορία περι-ελάμβανε δύο στοιχεῖς, ἤτοι ὅτι ἦταν ἀπό τό γένος Δαυῒδ καί ὅτι ἦταν Χριστιανός. Ἀφοῦ συνελήφθη, ἐβασανίσθηκε σκληρά καί στή συνέχεια ὁδηγήθηκε σέ σταυρικό θάνατο, τό ἔτος 107 μ.Χ., σέ ἡλικία ἑκατόν εἴκοσι ἐτῶν.
Στούς Παρισινούς Κώδικες[3] εὑρίσκεται Ἀκολουθία τοῦ Ἁγί-ου Συμεών, ποίημα τοῦ ὑμνογράφου Θεοφάνους.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Ποπλίωνος.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ποπλίων ἐτελειώθηκε διά μαχαίρας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Λολλίωνος τοῦ Νέου.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Λολλίων ὁ Νέος ἐτελειώθηκε συρόμενος κατά γῆς.
†Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου, Θεοφίλου, ἐπισκόπου Βρε-σκίας.
Ὁ Ἅγιος Θεόφιλος ἔζησε τόν 5ο αἰώνα μ.Χ. καί ἐχειροτονή-θηκε Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Βρεσκίας[4] τῆς Λομβαρδίας[5].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἰωάννου, ἡγουμένου τῆς μονῆς τῶν Καθαρῶν, τοῦ Ὁμολογητοῦ.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἐγεννήθηκε στήν Εἰρηνούπολη, πού ὑπαγό-ταν στή Δεκάπολη τῆς Κοίλης Συρίας. Οἱ γονεῖς του, ὁ Θεόδωρος και ἡ Γρηγορία, διακρίνονταν γιά τήν εὐσέβειά τους, τήν ὁποία καί μετέδωσαν μέ κάθε φροντίδα στόν εὐπειθή υἱό τους. Κατά τήν παιδική του ἡλικία ἐπερνοῦσε τό χρόνο του μεταξύ τῆς ἀνατροφῆς του αὐτῆς, τῶν σπουδῶν του καί πολλῶν ἀγαθοεργιῶν, μέ τίς ὁποῖ-ες οἱ γονεῖς του προσπάθησαν ἀπό ἐνωρίς νά τόν ἐξοικειώσουν. Ἡ ἴδια εὐσέβεια καί ἡ φιλάνθρωπη τάση τόν διέκρινε καί κατά τή νεό-τητά του, κατά τήν ὁποία διατηρήθηκε, κάτω ἀπό τή σημαία τοῦ θείου θελήματος, μακριά ἀπό κάθε ματαιότητα καί ἀκαθαρσία.
Ἀργότερα ἔγινε μοναχός. Καί στή νέα αὐτή ζωή δέν εὐδοκίμη-σε λιγότερο. Ὁ ζῆλος του καί ἡ παιδεία του τόν ἐπέβαλαν στήν ἐκτί-μηση τῶν λοιπῶν ἀδελφῶν, τόν παρέλαβε δέ μαζί του ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς στή Νίκαια, τό 787 μ.Χ., ὅπου τότε συνεκαλείτο ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος. Μετά τό τέλος τῆς Συνόδου ἦλθαν καί οἱ δύο στήν Κωνσταντινούπολη. Καί ἐπειδή καί οἱ δύο τους κατά τή διάρκεια τῶν συνοδικῶν ἐργασιῶν ἀπέσπασαν τήν εὐμενή προσοχή καί τῆς βασίλισσας Εἰρήνης καί τοῦ Πατριάρχου Ταρασίου, ὁ γέρο-ντας καί ἡγούμενός του ἀναδείχθηκε ἡγούμενος τῆς μονῆς τῶν Δαλμάτων, ὁ δέ ὅσιος Ἰωάννης ἐχειροτονήθηκε πρεσβύτερος, καί κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Νικηφόρου (802-811 μ.Χ.), πού διαδέχθηκε τήν Εἰρήνη στό βασιλικό θρόνο, διορίσθηκε ἡγού-μενος στό μοναστήρι τό ἀποκαλούμενο τῶν Καθαρῶν[6].
Τά καθήκοντά του ἐκεῖ τά ἄσκησε μέ κάθε εὐσυνειδησία, ἀφοῦ πρόσεξε νά προαγάγει τήν πειθαρχία μεταξύ τῶν ἀδελφῶν καί νά ἀνυψώσει τήν πνευματική καί ἠθική ζωή τους. Ἐπειδή δέ κατά τά χρόνια ἐκεῖνα ἐξακολουθοῦσαν ἀκόμη οἱ ἀντίκτυποι ἐκεί-νου τοῦ σάλου ἐναντίον τῶν εἰκόνων, ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἐπαίδευσε τούς μοναχούς του μέ τά διδάγματα τῆς Ὀρθοδοξίας καί τούς προετοίμαζε σέ κάθε τόλμη καί κάθε κίνδυνο γι’ αὐτά. Καί ἡ ἡμέρα τῆς μεγάλης δοκιμασίας ἐφανερώθηκε κατά τούς χρόνους τοῦ βασιλέως Λέοντος τοῦ Ε΄, ὁ ὁποῖος κατέλαβε τό θρόνο τό ἔτος 813.
Ὁ βασιλέας αὐτός συμπαθοῦσε τίς ἀρχές τῆς μεταρρυθμίσεως, μεταξύ δέ τῶν ἄλλων ἐπρέσβευε, κρίνοντας ἐπιπόλαια τά πράγμα-τα, ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν θά μποροῦσε νά ἀνορθωθεῖ, ἐάν ἐπιτέλους δέν ἐπερχόταν ὁριστικά ἡ πλήρης κατάργηση τῶν ἁγίων εἰκόνων ἀπό αὐτή. Ὅτι μιά τέτοια δοξασία ἦταν ἀνόητη, ὅτι οἱ ὑπέρμαχοι τῆς λεγόμενης μεταρρυθμίσεως, μέσῳ τοῦ λυσσαλέου ἀγῶνος κατά τῶν εἰκόνων, κατανάλωσαν χωρίς λόγο δυνάμεις πολύτιμες γιά τό βυζαντινό κράτος καί τήν Ἐκκλησία, ὁμολογοῦν καί περίφημοι ἱστορικοί.
Ὁ Λέων ὁ Ε΄ ὅμως παρασυρόταν καί ὁ ἴδιος ἀπό τήν τυφλή προκατάληψη κατά τῶν εἰκόνων. Σέ αὐτό τόν ὠθοῦσαν καί δύο ἄνδρες, πού ἀσκοῦσαν πάνω του μεγάλη ἐπιρροή, ὁ Θεόδοτος Μελισσηνός καί ὁ Ἰωάννης ὁ Γραμματικός. Προέβη λοιπόν σέ διατάγματα καί βίαια μέτρα γιά τήν κατάργηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων καί ἐπεχείρησε φοβερό διωγμό ἐναντίον τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκό-πων καί ἡγουμένων καί μοναχῶν, τόν ὁποῖο ἐπέκτεινε καί ἐναντίον τῶν συγκλητικῶν, πατρικίων, ἀκόμα δέ καί ἐναντίον γυναικῶν καί παρθένων. Τό μοναστήρι τῶν Καθαρῶν συμπεριελήφθη στό διωγμό. Μαινόμενοι στρατιῶτες ἅρπαξαν τά ὑπάρχοντά του, οἱ μοναχοί κακοποιήθηκαν καί διασκορπίσθηκαν, ἐνῶ ὁ ἡγούμενος Ἰωάννης ὁδηγήθηκε σιδηροδέσμιος στήν Κωνσταντινούπολη. Ὁ βασιλέας, ἀφοῦ ἄκουσε πολλά γι’ αὐτόν, ἠθέλησε νά τόν δεῖ, θεωρώντας ὅτι δεν εἶναι ἀδύνατον νά τόν μεταπείσει. Ἀλλά ὁ Ὅσιος, ἀφοῦ ἀπέδει-ξε τό ἀντιορθόδοξο καί ἐπιβλαβές πνεῦμα τοῦ ἀγῶνος κατά τῶν εἰκόνων, ἔλεγξε τό βασιλέα γιά τό πεῖσμα του καί τίς δυσσεβεῖς ἀπόψεις του, καί προανήγγειλε σέ αὐτόν ὅτι ἡ δυσμένεια τῶν Ἁγίων καί ἡ κατακραυγή τῶν θυμάτων πρός τόν Θεό θά ἔφερναν κάποια ἡμέρα τήν τιμωρία.
Ὁ βασιλέας ἐξοργίσθηκε καί διέταξε τήν κράτηση τοῦ Ὁσίου σέ μετόχι τοῦ μοναστηριοῦ του. Διότι δέν σταμάτησε νά διατηρεῖ τή μάταιη ἐλπίδα ὅτι, ὡριμότερα σκεπτόμενος, θά συμμορφωνόταν πρός τή βασιλική θέληση. Ὅταν ὅμως ἀντιλήφθηκε τήν ἄκαρπη προσδοκία του, τόν ἐξόρισε σέ φρούριο πού ὀνομαζόταν Πεντα-δάκτυλο καί εὑρισκόταν στή χώρα τῆς Λάμπης.
Ἐκεῖ, μετά ἀπό αὐστηρή κάθειρξη δέκα ὀκτώ μηνῶν, τόν μετέφεραν πάλι στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου μάταιες, ὅπως καί πρίν, ἀπέβησαν οἱ προσπάθειες καί τοῦ νέου Πατριάρχου Θεοδότου Α΄, τοῦ Μελισσηνοῦ (815-821 μ.Χ.), τοῦ ἐπονομαζόμενου Κασσιτε-ρᾶ, νά παραπείσουν τόν Ὅσιο νά ἀπαρνηθεῖ τίς ἅγιες εἰκόνες. Ἀκολούθησε νέα κάθειρξη τοῦ Ἰωάννου, ἡ ὁποία διήρκεσε δύο χρόνια, στό φρούριο Κριόταυρο τῶν Βουκελλαρίων. Τά πάνδεινα ὑπέστη ἐκεῖ, χωρίς ὅμως νά μετριασθεῖ τό παραμικρό ὁ ζῆλος του πρός τίς εἰκόνες.
Ἡ πρόρρησή του ἐπαλήθευσε. Ὁ Λέων ὁ Ε΄ ἐσφαγιάσθηκε, διαδέχθηκε δέ αὐτόν ὁ Μιχαήλ ὁ Β΄. Αὐτός ἐσχεδίασε νά συμβιβάσει τά ἀντίπαλα στρατόπεδα, δηλαδή τῶν φίλων τῆς μεταρρυθμίσεως καί τῶν συνηγόρων τῶν ἁγίων εἰκόνων, ἐπέτρεψε δέ στούς διωκό-μενους ἀπό τόν Λέοντα τόν Ε΄ νά ἐπανέλθουν ἀπό τήν ἐξορία τους. Ἐπανῆλθε τότε καί ὁ Ὅσιος Ἰωάννης. Ἀλλά οἱ ἀντίπαλοι τῶν εἰκόνων ἔπεισαν τόν βασιλέα να τοῦ ἐπιτρέψει μόνο διαμονή στή Χαλκηδόνα, τοῦ ἀπαγόρευσαν ὅμως τήν εἴσοδο στήν Κωνσταντι-νούπολη. Τόν Μιχαήλ διαδέχθηκε ὁ υἱός του Θεόφιλος, κατά τό 829 μ.Χ., θιασώτης καί αὐτός καί προστάτης τῆς μεταρρυθμίσεως καί ἐχθρός τῶν εἰκόνων. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης, τό ἔτος 836 μ.Χ., ἠθέλησε νά εἰσέλθει στήν Κωνσταντινούπολη, γιά νά μείνει κοντά στούς ὁμόφρονές του κληρικούς στήν περιοχή ἑνός ναοῦ. Ἀλλά ὁ τότε Πατριάρχης Ἰωάννης ὁ Ζ΄ ὁ Γραμματικός (836-842 μ.Χ.) δέν τό ἐπέτρεψε καί ἐξόρισε τόν Ὅσιο στή νῆσο Ἀφουσία. Ἐδῶ ὁ Ὅσιος Ἰωάννης, μετά δύομισι χρόνια, πιθανῶς τό ἔτος 839 μ.Χ., ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ὁσίων πατέρων ἡμῶν Συμεών, τοῦ Νέου στυλίτου, καί Γεωργίου, τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ.
Οἱ Ὅσιοι Συμεών καί Γεώργιος εἶναι ἄγνωστοι στούς Συναξαριστές. Ἡ μνήμη τους ἀναφέρεται σέ Κώδικα τῶν Ἱεροσολύμων, ὅπου ὑπάρχει καί ἡ Ἀκολουθία τους, ποίημα τοῦ ὑμνογράφου Θεοφάνους.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Εὐλογίου τοῦ λατόμου, τοῦ καί ξενοδόχου καλουμένου.
Ὁ Ὅσιος Εὐλόγιος ἔζησε καί ἀσκήτεψε στή Θηβαῒδα τῆς Αἰγύπτου. Τό ἐπάγγελμά του ἦταν λατόμος καί ὀνομάσθηκε ξενο-δόχος, διότι εἶχε ἀφιερώσει ὅλο του τό βίο στή φιλανθρωπία καί στή φιλοξενία τῶν πτωχῶν καί τῶν πασχόντων. Ὁ Ὅσιος ἐφιλοξέ-νησε κάποτε καί τόν Ἀββᾶ Δανιήλ μέ τόν ὑποτακτικό του, ὅταν αὐτοί κατέβηκαν στήν πόλη καί ἔμειναν χωρίς τροφή καί στέγη.
Ὁ Ὅσιος Εὐλόγιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Στεφάνου, ἐπισκόπου Βλαντιμίρ.
Ὁ Ἅγιος Στέφανος ἔζησε στή Ρωσία κατά τόν 11ο αἰώνα μ.Χ. καί ἀσκήτεψε στή Λαύρα τοῦ Κιέβου. Μετά τήν κοίμηση τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου († 3 Μαῒου) ἔγινε ἡγούμενος τῆς ἱερᾶς μονῆς τῶν Σπη-λαίων τοῦ Κιέβου. Ὁ νέος ἡγούμενος ἦταν πολύ δραστήριος καί ἐφρόντισε μέ ἐπιμέλεια γιά τήν κτηριακή ὁλοκλήρωση τῆς μονῆς. Παράλληλας ὅμως ἐφρόντιζε καί γιά τήν πνευματική αὔξηση τῶν μοναχῶν. Ὁ Ἅγιος Στέφανος ὅρισε νά τελεῖται καθημερινά ἡ Θεία Λειτουργία στή μονή ὑπέρ ἀναπαύσεως τῶν μακαρίων κτιτόρων καί τῶν κεκοιμημένων ἀδελφῶν, καθώς καί γιά τή σωτηρία τῶν ζώντων ἀδελφῶν καί ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν.
Ὁ ἐπίβουλος διάβολος ἐφθόνησε τόν ἔνθεο ζῆλο τοῦ Ἁγίου καί ἐξεσήκωσε μερικούς ἀδελφούς ἐναντίον τοῦ ἁγίου ἡγουμένου τους καί ἐδημιούργησε μεγάλη ἀναταραχή στήν ἀδελφότητα. Ὁ Ἅγιος ἀνεχώρησε ἀπό τήν ἡγουμενία καί ἐκδιώχθηκε ἀναίτια ἀπό τή μονή. Ὥστόσο τά ὑπέμεινε ὅλα ἀγγόγυστα, χωρίς παράπονο ἤ μνησικακία.
Ὁ Θεός εὐλόγησε τόσο τόν πιστό δοῦλο Του, ὥστε ὁ Ἅγιος ἀξιώθηκε νά κτίσει νέα μονή στό Κλόβ, μέ πέτρινο ναό ἀφιερωμένο στήν Κατάθεση τῆς Τιμίας Ἐσθῆτος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Ἡ ἀρετή του προσείλκυσε πολλές εὐσεβεῖς ψυχές, πού ἦλθαν κοντά του καί ἐδέχθησαν ἀπό τά τίμια χέρια του τό μοναχικό σχῆμα. Ἡ φήμη τοῦ Ἁγίου ἁπλώθηκε σέ ὅλη τή Ρωσική γῆ. Γι’ αὐτό, ὅταν τό ἔτος 1091, ὁ Ἐπίσκοπος τοῦ Βλαντιμίρ ἐκοιμήθηκε, ὁ Ἅγιος Στέφανος ἐχειροτονήθηκε Ἀρχιερέας καί διάδοχός του ἀπό τόν Μητροπολίτη Κιέβου Ἰωάννη.
Ὁ Ἅγιος Στέφανος ἐποίμανε θεοφιλῶς τό ποίμνιό του καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1094.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἐγκαινίων τῆς ἁγίας Εἰρήνης «ἀρχαίας καί νέας».
Ἡ ἑορτή τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης ἀναφέρε-ται στόν Πατμιακό Κώδικα[7].
† Τῇ Δευτέρᾳ τοῦ Θωμᾶ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Παραβουνιωτίσσης, εἰς Ἐρέτριαν Εὐβοίας.
Ἡ ἱερά Εἰκόνα τῆς Παναγίας Παραβουνιώτισσας εἶναι μία ἀπό τίς παλαιότερες εἰκόνες πού ἔχουν διασωθεῖ στό διάβα τῶν αἰ-ώνων. Εἰκάζεται ὅτι ἁγιογραφήθηκε τόν 7ο αἰώνα μ.Χ. στήν ἐποχή τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, ἐπί αὐτοκράτορος Ἡρακλείου, μετά ἀπό μία νίκη του κατά τῶν Περςῶν. Ἁγιογράφοι τῆς Εἰκόνας ἦταν 2 ἀσκητές μοναχοί ἀπό τήν Κύπρο, ὁ Σιλβέστρος καί ὁ Ἠσαΐας. Οἱ μοναχοί αὐτοί μαζί μέ ἄλλους Χριστιανούς ἐγκαταστάθηκαν στήν Προικόνησο ἤ ἀλλιῶς στή νῆσο Μαρμαρᾶ, ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Ἡράκλειος μετά ἀπό τή νίκη του κατά τῶν Περσῶν, ἀποφάσισε νά μεταφέρει Χριστιανούς ἀπό τήν Κύπρο, γιά νά κατοικήσουν στήν Προικόνησο. Οἱ μοναχοί Σιλβέστρος καί Ἠσαΐας ἐπέλεξαν νά μείνουν στό βουνό, πού ὡς σήμερα ὀνομάζεται Παναγία, ἐξαιτίας τῆς ἡσυχαστικῆς τους ζωῆς. Ἐκεῖ ἀνήγειραν παρεκκλῆσι πρός τιμήν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, καί ἐπειδή ἀκριβώς βρισκόταν κοντά στήν κορυφή τοῦ ὄρους, ἔδωσαν στό ναό τήν ἐπωνυμία Παραβουνι-ώτισσα. Γιά πολλούς αἰῶνες μετά τά ἐρείπια τοῦ παρεκκλησίου δέν εἶχαν ἀνακαλυφθεῖ. Τον 17ο αἰώνα, κάποιοι ποιμένες πού ἔβοσκαν τά πρόβατά τους θέλοντας νά φτιάξουν ἕνα μαντρί, ἔσκαψαν ἐν ἀγνοία τους στά ἐρείπια τοῦ παρεκκλησίου πού προαναφέρθηκε. Ὅταν ὅμως διαπίστωσαν τήν ἱερότητα τοῦ χώρου ἐγκατέλειψαν τό ἔργο τους καί ἔσπευσαν νά ἀναγγείλουν τό γεγονός στόν ἐφημέριο τοῦ χωριοῦ. Ἐκεῖνος ἀμέσως πῆγε μαζί μέ τούς ποιμένες καί φιλό-χριστους Γαλλιμίτες κι ἀφοῦ ἔκαναν ἀνασκαφές, βρῆκαν τό δάπεδο τοῦ καέντος ναοῦ καί δύο κατεστραμμένα μανουάλια, ἀνάγλυφα ἀπό μάρμαρο. Ἔπειτα, μέ πολλή συγκίνηση, ἀνέσυραν τήν ἱερά εικόνα τῆς Θεομήτορος, ἀπό ξύλο ἀσήπου, πού μόλις διακρινόταν ἡ μορφή της, γιατί εἶχε φθαρεῖ ἀπό τό χρόνο καί τήν ὑγρασία. Μέ φόβο Θεοῦ καί εὐλάβεια λιτάνευσαν τήν ἁγία εἰκόνα ἕως τή Γαλλιμή καί τήν τοποθέτησαν σάν πολύτιμο θησαυρό στό ἀριστερό κλίτος τοῦ ἱεροῦ βήματος τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Τρο-παιοφόρου.
Μετά τήν ἀνταλλαγή τοῦ πληθυσμοῦ ἀπό τή Μικρά Ἀσία, οἱ πρόσφυγες πού ἦλθαν στήν Ἐρέτρια μετέφεραν μαζί τους τήν εἰκό-να τῆς Παναγίας.
† Τῇ Δευτέρᾳ τοῦ Θωμᾶ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Χρυσαφιτίσσης, ἐν Μονεμβασίᾳ.
Νοτιοανατολικά τοῦ ναοῦ τοῦ «Ἑλκομένου Χριστοῦ», στή Μονεμβασιά, βρίσκεται ὁ ναός τῆς Παναγίας τῆς Χρυσαφιτίσσης, πού εἶναι κτίσμα τοῦ 17ου αἰῶνος, κτισμένος ἐπί θέσεως ἄλλου παλαιοτέρου ναοῦ, τῆς Παναγίας τῆς Ὁδηγητρίας, πού ὑπῆρχε πρό τοῦ 1150 μ.Χ. ὡς παλαιό μοναστήρι. Στόν ὑπάρχοντα ἱστορικό ναό φυλάσσεται ἡ ἱερά εικόνα τῆς Παναγίας Χρυσαφιτίσσης, ἡ οποία, ὡς διέσωσε μέχρι σήμερα ἡ παράδοση, βρισκόταν ἀρχικά στό χωριό Χρύσαφα, σέ ναό τιμώμενο στό ὄνομά της. Κατά θαυμαστό τρόπο ἡ πάνσεπτος εἰκόνα βρέθηκε στή Μονεμβασιά, στόν μέχρι σήμερα τόπο ὅπου ἀναβλύζει θαυματουργικά ἁγίασμα.
† Τῇ Δευτέρᾳ τοῦ Θωμᾶ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Βοηθείας, ἐν Χίῳ.
† Τῇ Δευτέρᾳ τοῦ Θωμᾶ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Βοηθείας, ἐν Πάτραις.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν![1] Εὐσεβίου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Γ΄ 11, Β.Ε.Π. ΙΘ΄, σελ. 261-262.
[2] Βασιλείου Κ. Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, σελ. 47.
[3] 1580, 1564, 1619, 1575.
[4] Βρεσκία ἤ Μπρέσσια: σπουδαία πόλη τῆς Ἰταλίας κοντά στό Μιλάνο.
[5] Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο, σελ. 98.
[6] Τή μονή τῶν Καθαρῶν ἔκτισε τό ἔτος 571 μ.Χ. ὁ Ναρςῆς ὁ κουβικουλάριος καί σπάθάριος, πού ἦταν φίλος τοῦ βασιλέως Ἰουστινιανοῦ. Ἡ μονή εὑρισκόταν ἔξω ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη, κοντά στή Βιθυνία, ἐθεωρεῖτο δέ κατά τόν 11ο αἰώνα μ.Χ. μονή τοῦ Ὀλύμπου τῆς Βιθυνίας, μαζί μέ τή μονή τοῦ Μηδικίου καί τή Λαύρα τῶν Μεγάλων Κελλίων.
[7] 266.