† Μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ξενοφῶντος καί τῆς συμβίου αὐτοῦ Μαρίας καί τῶν τέκνων αὐτοῦ Ἀρκαδίου καί ᾿Ιωάννου.
῾Ο Ὅσιος Ξενοφῶν ἐκατοικοῦσε στήν Κωνσταντινούπολη κατά τούς χρόνους τῶν αὐτοκρατόρων Ἰουστίνου Α´ ( 518-527 μ.Χ.) καί Ἰουστινιανοῦ (527-565μ.Χ.). ῏Ηταν πλούσιος συγκλητικός καί δια-κρινόταν γιά τή βαθιά εὐσέβειά του πρός τό Θεό. Εἶχε δύο παιδιά, τόν Ἀρκάδιο καί τόν ᾿Ιωάννη. Μόλις αὐτά ἐτελείωσαν τά ἐγκύκλια γράμματα, τά ἔστειλε στή Βηρυττό τῆς Φοινίκης, γιά νά μελετήσουν καί νά σπουδάσουν τή νομική ἐπιστήμη, ἀλλά καθ’ ὁδόν τό πλοῖο ἐναυάγησε καί ἀφοῦ διεσώθησαν μετέβησαν στά Ἱεροσόλυμα, ὅπου ἔγιναν μοναχοί. Ὅταν οἱ γονεῖς τους, Ξενοφῶν καί Μαρία τούς ἀνεζήτησαν καί ἐπληροφορήθησαν ὅτι διάγουν στήν ἔρημο ἀσκητι-κό βίο, ἐδόξασαν τό Θεό καί ἀποταξάμενοι τόν κόσμο ἀκολού-θησαν καί αὐτοί τό μοναχικό βίο. ῾Ο Ξενοφῶν, ἡ γυναίκα του καί τά παιδιά τους ἐπρόκοψαν τόσο πολύ στήν ἀρετή καί στή φιλαν-θρωπία, ὥστε τούς ἀξίωσε ὁ Θεός νά ἐπιτελοῦν καί θαύματα.
Ἔτσι ὁ θεία αὐτή οἰκογένεια ἔζησε θεοφιλῶς καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Συμεών, τοῦ ἐπι-λεγομένου Παλαιοῦ.
῾Ο Ὅσιος Συμεών ἀκολούθησε ἀπό τήν παιδική του ἡλικία τήν ἐρημική ζωή καί ζοῦσε σέ ἕνα μικρό σπήλαιο στό ὄρος Ἀμανόν[1]. Δέν ἀπολάμβανε καμμιά τροφή ἀπό ἐκεῖνες πού συνηθίζουν νά ἀπολαμβάνουν οἱ ἄνθρωποι· γιά τροφή του ἐχρησιμοποιοῦσε χόρτα ἀπό τούς ἀγρούς.
῾Ο Ὅσιος αἰσθάνθηκε κάποτε τήν ἐπιθυμία νά ἐπισκεφθεῖ τό ὄρος Σινᾶ. Ὅταν ἔφθασε ἐκεῖ, εἰσῆλθε στό σπήλαιο, πού ἄλλοτε εἶχε κρυφτεῖ ὁ Μωϋσῆς, καί παρέμεινε μέσα σ’ αὐτό πρηνής ἐπί ἑπτά ἡμέρες προσευχόμενος καί κλαίων ζητώντας σημεῖο τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ. Καί δέν ἐσηκώθηκε ἀπό τή θέση αὐτή, μέχρι πού ἄκουσε θεία φωνή νά τόν διατάσσει νά σηκωθεῖ καί νά φάγει τά τρία μῆλα πού εἶχαν τοποθετηθεῖ μπροστά του. ῞Οταν ἱκανοποιήθηκε ἡ ἐπιθυ-μία του, ἐπέστρεψε στόν τόπο πού ἀσκήτευε καί ἵδρυσε δύο μονα-στήρια.
᾿Εκεῖ, ἀφοῦ προηγουμένως ὁ ῞Οσιος ἐπιτέλεσε πολλά θαύματα πρός δόξαν τοῦ Θεοῦ, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Ἀνανίου πρεσβυ-τέρου, Πέτρου δεσμοφύλακος καί τῶν σύν αὐτοῖς ἑπτά στρατιω-τῶν.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες ἔζησαν κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτο-ρος Διοκλητιανοῦ ( 284-305 μ.Χ.). Τήν ἐποχή ἐκείνη ἦταν ἡγεμόνας στή Φοινίκη ὁ Μάξιμος. ᾿Ενώπιον αὐτοῦ τοῦ ἡγεμόνος ὁδηγήθηκε τὀ ἔτος 303 μ.Χ. ὁ Ἅγιος Ἀνανίας, ὁ ὁποῖος καί ὁμολόγησε μέ παρρη-σία τήν πίστη του στόν Χριστό καί ἐχλεύασε τά εἴδωλα. ῾Ο Μάξιμος τότε ὀργίσθηκε καί ἔδωσε ἐντολή νά ὑποβάλουν τόν Ἅγιο σέ φοβε-ρά βασανιστήρια. Γιά τήν πνευματική ἀνδρεία, τήν ὁποία ἔδειξε κατά τίς φρικώδεις βασάνους, ἐκέρδισε στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ ἑπτά στρατιῶτες, στή δέ φυλακή ἔκανε Χριστιανό καί τόν δεσμο-φύλακα. ῾Ο Ἅγιος μέ τήν προσευχή του συνετάραξε τόν εἰδωλο-λατρικό ναό καί ἔρριξε τά εἴδωλα στό ἔδαφος. Τότε ὁ ἡγεμόνας Μάξιμος ἐθύμωσε περισσότερο καί ἔπνιξε στή θάλασσα τόν Ἅγιο Ἀνανία μαζί μέ τόν Πέτρο καί τούς ἑπτά στρατιῶτες.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων δύο Μαρτύρων.
Οἱ δύο Ἅγιοι Μάρτυρες ἐμαρτύρησαν στή Φρυγία μετά ἀπό βασάνους καί ἄγρια χτυπήματα.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ Ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀμμωνᾶ.
Ὁ Ὅσιος Ἀμμωνᾶς ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου, τόν 4ο αἰώνα μ.Χ., ὁ ὁποῖος ἔτρεφε πρός αὐτόν μεγάλη ἀγάπη καί ὑπόληψη, καί ὑπῆρξε διάδοχός του στήν πνευματική καθοδήγηση τῶν μοναχῶν τοῦ μοναστικοῦ κέντρου Πισπίρ, πού βρισκόταν στήν ἀριστερή ὄχθη τοῦ Νείλου. Σπάνια ἄνθρωπος ἔγινε τόσο κύριος τοῦ ἑαυτοῦ του, ὥστε νά εἶναι ἀνώτερος ἀπό ὕβρεις, εὐλογῶν καί εὐεργετῶν τούς ὑβριστές του. Ἰδιαίτερο δέ πνευματικό ἀγῶνα κατέβαλε ὁ Ἅγιος γιά τό φωτισμό καί τήν ἐπιστροφή στήν ἀρετή δυστυχῶν γυναικῶν πού εἶχαν ἀκολουθήσει τό δρόμο τῆς ἁμαρτίας. Καί ἐνῶ ὁ κόσμος τόν ἐκακολογοῦσε, αὐτός συμβούλευε, παρακαλοῦσε καί προσευχόταν. Ἔτσι πολλές ἀπό αὐτές ἦλθαν σέ μετάνοια καί ἔζησαν μέ εὐσέβεια καί σωφροσύνη.
Ὁ Ὅσιος Ἀμμωνᾶς ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη πρό τοῦ ἔτους 403 μ.Χ. Τό συγγραφικό του ἔργο φανερώνει ἀσκητή πολύ πεπειραμένο περί τίς μυστικές ἀναβάσεις πρός τό Θεό.
Ἐρώτησαν κάποτε τόν Ἅγιο Ἀμμωνᾶ, ποιά εἶναι ἡ στενή καί τεθλιμμέη ὁδός. Καί ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Στενή καί τεθλιμμένη ὁδός εἶναι νά πολεμᾶ κανείς τούς λογισμούς του καί νά κποβει γιά χάρη τοῦ Θεοῦ τό θέλημά του»[2].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ μεγάλου σεισμοῦ.
῾Ο σεισμός αὐτός ἔγινε στήν Κωνσταντινούπολη κατά τά τέλη τῆς βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου Β´ τοῦ Μικροῦ (408 – 450 μ.Χ.), υἱοῦ τοῦ αὐτοκράτορος Ἀρκαδίου (395 – 408 μ.Χ.) καί τῆς Εὐδοξίας. ῾Ο σεισμός συνέβη ἡμέρα Κυριακή, τή δεύτερη ὥρα τῆς ἡμέρας. ᾿Εξαιτίας δέ τοῦ σεισμοῦ αὐτοῦ κατέπεσαν τά τείχη τῆς πόλεως καί ἕνα μεγάλο μέρος τῶν οἰκημάτων, καί κατ’ ἐξαίρεση ἀπό τήν περιοχή τῶν Τρωαδησίων ᾿Εμβόλων μέχρι τοῦ Χαλκοῦ Τε-τραπύλου.
Οἱ μετασεισμικές δονήσεις συνεχίσθηκαν ἐπί τρεῖς ὁλόκλ-ηρους μῆνες, μέχρι καί τῆς 25ης τοῦ μηνός Ἀπριλίου, ὅπως χαρακτη-ριστικά ἀναφέρει ὁ Ὅσιος Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος. Κατά τήν περί-οδο ἐκείνη ὁ βασιλέας ἔκανε πάνδημες λιτανεῖες καί μέ δάκρυα στά μάτια προσευχόταν στό Θεό λέγοντας: «Κύριε, μετανοοῦμε· λύτρω-σέ μας ἀπό τή δίκαιη ὀργή Σου καί ἀπό τά παραπτώματά μας. ῎Εσεισες πράγματι τή γῆ καί τή συντάραξες ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας, μέ σκοπό νά μᾶς κάμεις νά συναισθανθοῦμε τά παραπτώματά μας καί νά δοξάζουμε ᾿Εσένα τόν μόνο ἀγαθό καί φιλάνθρωπο Θεό μας».
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Γαβριήλ.
Ὁ Ὅσιος Γαβριήλ ἦταν μοναχός καί ἡγούμενος τῆς μονῆς Ἁ-γίου Στεφάνου Ἱεροσολύμων. Ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου.
Κατά τήν ἡμέρα αὐτή ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τήν ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου († 11 Νο-εμβρίου) ἀπό τή νῆσο Πρίγκηπο στή μονή Στουδίου, πού ἔγινε κατά τό ἔτος 844 μ.Χ., ἐπί Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Μεθο-δίου Α´ (842-846 μ.Χ.). Τό ἱερό λείψανο εἶχε διαφυλαχθεῖ σῶο, ἀκέ-ραιο καί ἀδιάλυτο σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε οὔτε τό δέρμα νά μήν πά-θει τήν παραμικρή ἀλλοίωση.
Μαζί μέ τό ἱερό λείψανο τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου μετακομί-σθηκε στήν Κωνσταντινούπολη καί τό ἱερό λείψανο τοῦ ἐξορισθέ-ντος ἀδελφοῦ του Ἰωσήφ τοῦ Θεσσαλονίκης († 14 Ἰουλίου). Καί τά δύο ἱερά σκηνώματα τἀ ἀπέθεσαν δίπλα στή σωρό τοῦ μακαρίου Πλάτωνος, τοῦ ἡγουμένου τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου[3].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Κλήμεντος τοῦ ἐν τῷ Σαγματίῳ ὄρει ἀσκήσαντος.
Ὁ Ὅσιος Κλήμης ὑπῆρξε γόνος εὐσεβῶν Χριστιανῶν πού κα-τάγονταν ἀπό τήν Ἀθήνα. Ἀνατράφηκε μέ παιδεία καί νουθεσία Κυρίου καί ἀπό μικρή ἡλικία ἐκκλησιαζόταν καί ἐμαθήτευε στό λόγο τοῦ Θεοῦ καί τίς ψαλμωδίες.
Σέ ἡλικία τριάντα ἐτῶν ἐγκατέλειψε τή ματαιότητα τοῦ κό-σμου αὐτοῦ καί ἀκολούθησε τήν ὁδό τῆς μοναχικῆς πολιτείας ἀσκη-τεύοντας στή μονή τοῦ Ὁσίου Μελετίου στόν Κιθαιρώνα κοντά σ’ αὐτό τό μεγάλο Ἀσκητή. Ἐκεῖ διέλαμψε στή σιωπή, τήν ὑπακοή, τήν ἄσκηση καί τήν προσευχή. Ἔλεγε τήν καρδιακή προσευχή, τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με»”, καί ἡ καρδιά του ἐγέμιζε ἀπό παρηγοριά καί χάρη. Μέσα στίς λίγες αὐτές λέξεις συμπύκνωνε ὁλό-κληρη τή θεώρηση τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Οἰκονομίας. Ὅταν ἔβγαινε ἀπό τίς Ἀκολουθίες πού ἐγίνοντο στό ναό, ἦταν μεταμορ-φωμένος.
Ἕνας ἀδελφός τῆς μονῆς, ὁ μοναχός Ἰάκωβος, κάποιο βράδυ, εἶδε τόν Ὅσιο νά προσεύχεται καί νά στέκεται ὑψούμενος στόν ἀέ-ρα. Ὁλόκληρος ἦταν λουσμένος στό φῶς. Ὁ Ἰάκωβος ἐκοίταζε καί δέν ἐχόρταινε νά βλέπει τό θεῖο θέαμα. Ἔνιωσε τέτοια συγκίνηση πού ἐγύρισε πίσω στή μονή καί ὁμίλησε γιά τήν ἐμπειρία του καί αὐτό πού εἶδε στούς ἄλλους μοναχούς. Ἔτσι ὁ ἰσάγγελος Κλήμης, γιά νά ἀποφύγει τή δόξα καί τόν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων, ἔφυγε ἀπό ἐκεῖ καί ἦλθε στό ὄρος τοῦ Σαγματᾶ, πού εἶναι κοντά στήν πόλη τῶν Θηβῶν, καί συνέχισε τήν ἄσκησή του σέ ἕνα ἀπόκρημνο σπή-λαιο.
Μόλις ὁ Ὅσιος μπῆκε στό σπήλαιο, ἔκανε τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καί εὐχαρίστησε τόν Θεό πού τοῦ ἐχάρισε ἕνα ἀχειροποί-ητο κελλί. Ὁ τόπος αὐτός ἔγινε ἡ γῆ τῶν ἀσκητικῶν παλαισμάτων αὐτοῦ, δηλαδή τῶν δακρύων, τῆς εὐχῆς, τῆς νηστείας καί τῆς αὐστη-ρᾶς ἀσκήσεως. Ἐκεῖ ἔμεινε πολλά χρόνια καί συγκέντρωσε γύρω του πλῆθος μοναχῶν, τούς ὁποίους καθοδηγοῦσε θεοφιλῶς.
Ἔτσι, ἀφοῦ ἔζησε κατά Θεόν, ὁ Ὅσιος Κλήμης ἐκοιμήθηκε τό ἔτος 1111 μέ εἰρήνη. Λίγο πρίν παραδώσει τήν ἁγία του ψυχή στό Θεό, ἐκάλεσε τούς συμμοναστές του καί τούς εἶπε: «Σᾶς χαιρετῶ, ἀδελφοί μου. Σᾶς ἀφήνω τήν εὐλογία μου. Θά προσεύχομαι γιά τόν καθένα ἀπό σᾶς. Καί ἐλπίζω σύντομα νά συναντηθοῦμε. Συγχωρεῖ-στε με γιά ὅ,τι σᾶς ἐλύπησα. Προσευχηθεῖτε νά δεχθεῖ ὁ Κύριος τήν ψυχή μου. Καί νά μέ ἀξιώσει νά συναντήσω τόν Ὅσιο Γέροντά μου, τόν Μελέτιο, καί νά τοῦ δώσω τό φίλημα τῆς ἀγάπης». Δέν μπο-ροῦσε νά πεῖ περισσότερα. Ἐσήκωσε τό χέρι καί ἔκανε τό σημεῖο τοῦ τιμίου Σταυροῦ καί βρέθηκε στήν ἀνέσπερη λαμπρότητα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ἡ τιμία κάρα τοῦ Ὁσίου Κλήμεντος, ἀναβλύζουσα τή Χάρη καί τήν εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, φυλάσσεται μέ εὐλάβεια στήν ἱερά μονή Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Σαγματᾶ Βοιωτίας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Δαυῒδ, βασιλέως τῆς Γεωργίας.
Ὁ Ἅγιος Δαυῒδ καταγόταν ἀπό τή χώρα τῆς Γεωργίας καί ἐβασίλευσε κατά τά ἔτη 1089-1130. Ἦταν υἱός τοῦ βασιλέως τῆς Γεωργίας Γεωργίου τοῦ Β΄ καί ἐπονομαζόταν Ἰσχυρός ἤ Ἐπανορθω-τής. Ἐπί τῆς βασιλείας του ἡ χώρα του εἶχε κατακλυσθεῖ ἀπό τούς Σελτζούκους Τούρκους. Ὁ Ἅγιος, ἐπωφελούμενος ἀπό τίς ἐσω-τερικές τους ἔριδες καί διχόνοιες, ἐκάλεσε τό λαό στά ὅπλα καί μετά πολλές μάχες κατέλαβε τήν Τυφλίδα. Ἀγωνίσθηκε γιά τήν ὀρθόδο-ξη πίστη, ἀνήγειρε πολλούς ναούς καί ἀνακαίνισε τούς παλαιούς καί διακρίθηκε γιά τήν εὐσέβειά του.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀρκαδίου.
Ὁ Ὅσιος Ἀρκάδιος τοῦ Βγιαζνικόφσκϊυ ἔζησε τόν 16ο αἰώνα μ.Χ. στή Ρωσία. Ἐμόνασε στή μονή τοῦ Ἁγίου Γερασίμου τῆς πό-λεως Βγιαζνίκι τῆς Ρωσίας καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1592[4].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Γαβριήλ, μητροπολίτου Νόβγ-κοροντ καί Ἁγίας Πετρουπόλεως.
Ὁ Ἅγιος Γαβριήλ ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1801.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Κυρίλλου, μη-τροπολίτου Καζάν.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Κύριλλος ἐμαρτύρησε τό ἔτος 1937[5].
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!