τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
† Τῇ ἡμέρᾳ αὐτῇ, Κυριακῇ ἕκτῃ ἀπὸ τοῦ Πάσχα, τὸ εἰς τὸν ἐκ γενετῆς Τυφλὸν ἑορτάζομεν, τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν, Ἰησοῦ Χριστοῦ, θαῦμα.
Πυκνή σέ νοήματα εἶναι ἡ εὐαγγελική περικοπή τοῦ Τυφλοῦ, νοήματα ποῦ κινοῦνται ἀπό τήν ἱστορική πραγματικότητα μέχρι τήν θεολογία καί τόν συμβολισμό. Τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς τοῦ Τυφλοῦ ἀποτελεῖ μία ἀδιάψευστη ἀπόδειξη ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν μόνο τέλειος ἄνθρωπος ἀλλὰ ἦταν καί τέλειος Θεός.
Ἡ εὐαγγελική ὑπόθεση στρέφεται γύρω ἀπό ἕναν ἄνθρωπο πού ἐεννήθηκε τυφλός καί τήν θεραπεία του ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό καί εἶναι ἕνα ἀπό τά ἕξι θαύματα πού περιγράφει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης1.
Ὁ Χριστός, περνώντας μέσα ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, συναντᾶ ἕναν ἐκ γενετῆς τυφλό. Ὁ Κύριος ἔκανε πυλό, ἀφοῦ ἔφτυσε στὸ χῶ-μα, τοῦ ἄλειψε τὰ μάτια καὶ τὸν ἔστειλε στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σι-λωάμ. Ὁ τρόπος αὐτὸς θεραπείας, μᾶς ὑπενθυμίζει τὸν τρόπο ποὺ ὁ Θεὸς ἐδημιούργησε τὸν ἄνθρωπο, πλάθοντάς τον. Ὁ Θεὸς στὴν Πα-λαιὰ Διαθήκη, πλάθει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ χῶμα. Τώρα ὁ Χριστός πλάθει τὰ μάτια τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ πάλι ἀπὸ χῶμα. Ὁ Ἴδιος Θεός! Δοκιμάζει τὴν πίστη τοῦ τυφλοῦ καὶ τὸν στέλνει στὴν κολυμ-βήθρα τοῦ Σιλωάμ. Σέβεται τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ζητάει τὴν δική του ἑκούσια καὶ ἐλεύθερη συμμετοχή του στὸ θαῦμα. Ὁ τυφλὸς ὅμως μὲ πίστη ὑπακούει στὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, πηγαίνει καὶ πλένεται καὶ ἐπιστρέφει βλέποντας.
Μέσα ἀπό αὐτή τήν ὑπόθεση μεταφέρεται στόν ἀναγνώστη τοῦ κειμένου ἡ διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὅτι ἡ ὁποια-δήποτε ἀσθένεια ἤ ὁποιοδήποτε ἄλλο κακό συμβαίνει στόν ἄνθρω-πο εἶναι τό ἀποτέλεσμα μιᾶς ἁμαρτίας πού εἶχε διαπραχθεῖ ἀπό τόν ἀσθενῆ ἤ ἀπό ἄλλο συγγενικό πρόσωπο. Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς Πα-λαιοδιαθηκικής διδασκαλίας διεξάγεται ἡ συζήτηση τοῦ Χριστοῦ μέ τούς Μαθητές Του γιά τό ποιός ἔχει ἁμαρτήσει οὕτως ὥστε νά γεννηθεῖ ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος τυφλός. Τό ἴδιο ἐξυπονοοῦν καί οἱ Φαρισαῖοι, ὅταν λέγουν στόν θεραπευμένο τυφλό ὅτι ἐγεννήθηκε μέσα στήν ἁμαρτία. Μεταφέρεται ἔτσι τό κοινωνικό καί θρησκευ-τικό πλαίσιο τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ καί ἡ βαθειά πεποίθηση τῶν Φαρι-σαίων ὅτι εἶναι οἱ διάδοχοι τοῦ Μωϋσέως, γιατί ἔχουν τόν Νόμο τοῦ Σινᾶ, καθώς καί ἡ στενή προσήλωσή τους στίς καθημερινές νο-μικές διατάξεις, ὅπως ἡ τήρηση τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου. Αὐτή ἡ ἀπαίτηση ἀντανακλᾶ τήν ἀρνητική σχέση τοῦ Χριστοῦ μέ τούς Ἰου-δαίους, ὅπως αὐτή ἐμφανίζεται ἔντονα στόν Ευαγγελιστή Ἰωάννη μέ τήν ἀπόρριψη τοῦ Χριστοῦ.
Ἐκτός ἀπό τήν συγκρουσιακή σχέση τῶν Ἰουδαίων μέ τόν Χριστό, παρατηρεῖται, ἐπίσης, ἐφ’ ἑνός μέν ἡ θετική στάση τῶν Ἀποστόλων ἔναντι στόν Διδάσκαλό τους, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἡ ἄλλοτε θετική καί ἄλλοτε ἀμφιβαλλόμενη στάση τοῦ πλήθους πού παρακο-λουθοῦσε τήν διδασκαλία καί τά θαύματα τοῦ Χριστοῦ. Βεβαίως, τονίζεται ἡ ἔκπληξη γιά τήν θεραπεία τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ καί ἡ προσπάθεια τῆς ἑρμηνείας τοῦ γεγονότος μέ διαφορετικό τρόπο: πρῶτον, οἱ γνωστοί, οἱ γείτονες καί ἄλλοι ἄγνωστοι ἀδυνατοῦν νά πιστέψουν σέ ἕνα τέτοιο θαυμαστό γεγονός, γιατί εἶναι πρωτάκου-στο. Δεύτερον, οἱ γονεῖς τοῦ θεραπευθέντος ἀποφεύγουν νά εἰσέλ-θουν στήν οὐσία ἀπό φόβο, ἐπειδή οἱ Φαρισαῖοι ἀπείλησαν ὅτι ὅποιος ὁμολογήσει ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ θά ἐκ-διωχθεῖ ἀπό τήν συναγωγή. Ἔτσι, ἁπλῶς βεβαιώνουν ὅτι εἶναι ὁ υἱός τους πού ἐγεννήθηκε τυφλός. Τρίτον, στήν δίκη τοῦ θεραπευ-θέντος τυφλοῦ οἱ Φαρισαῖοι κατεδίκασαν τόσο τόν Χριστό ὡς ἁμαρτωλό, γιατί δέν σέβεται καί παραβαίνει τήν ἀργία τοῦ Σαββά-του μέ τό νά κάνει τέτοιες θαυματουργικές ἐνέργειες κατά τήν ἡμέ-ρα τοῦ Σαββάτου, ὅσο καί τόν θεραπευθέντα, γιατί ἐγεννήθηκε με-σα στήν ἁμαρτία σέ ἀντίθεση μέ τήν βεβαίωση τοῦ Χριστοῦ ὅτι ἡ τύφλωσή του δέν εἶχε ὡς αἰτία τήν ἁμαρτία. Τέταρτον, ὁ ἴδιος ὁ θε-ραπευμένος τυφλός ἑρμηνεύει τό γεγονός λέγοντας ὅτι ὁ Χριστός δέν μπορεῖ παρά μόνο νά εἶναι ἐκ τοῦ Θεοῦ γιά νά ἔχει τήν δύναμη νά ἐνεργεῖ τέτοια θαυμαστά γεγονότα.
Ἡ ἐκ μέρους τοῦ Χριστοῦ διενέργεια τοῦ θαύματος καί ἡ δι-δασκαλία του θέτουν ἄλλες παραμέτρους καί ἀνατρέπουν τά πλαί-σια τῆς θρησκευτικότητας τοῦ Ἰουδαϊσμού. Ὁ Κύριος ἀποσυνδέει τήν ἀσθένεια ἀπό τήν ἁμαρτία καί δέν καθιστᾶ τόν ἄνθρωπο ἔνοχο γιά τά πάντα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἡ τύφλωση τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου δέν ὀφειλόταν σέ κάποιο ἁμάρτημα δικό του ἤ κληρονομικό. Ἀπο-σκοποῦσε στό νά ὁδηγήσει στήν φανέρωση τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ πού κατανικᾶ τήν ἁμαρτία, τήν ἀσθένεια καί τόν θάνατο. Ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ φανερώνεται στό Πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος, συνεχίζοντας τό δημιουργικό ἔργο τοῦ Πατέρα, δημιουργεῖ μέ τήν πράξη τῆς θεραπείας τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ τυφλοῦ χρησιμοποιώντας πυλό καί νερό καί μέ τήν παροχή τοῦ φωτός σέ αὐτόν. Εἶναι δύο δημιουργικές πράξεις, ἀντίστοιχες μέ ἐκεῖνες τῆς πρώτης δημιουρ-γίας, ἀφ’ ἑνός μέν τῆς κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀπό πηλό, ἀφ’ ἑτέρου δέ τῆς δημιουργίας τοῦ φωτός. Γιά τόν λόγο αὐτό, τόν Χρι-στό δέν Τόν δεσμεύουν οἱ ἀνθρώπινες διατάξεις τοῦ Νόμου, γιατί εἶναι «κύριος καί τοῦ Σαββάτου». Στό τέλος, ὅταν ὁ Χριστός συ-ναντᾶ τόν θεραπευμένο τυφλό, τοῦ ἀποκαλύπτει ὅτι εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ.
Ὅσον ἀφορᾶ στόν τυφλό ὑπάρχουν ἐξ ἴσου σημαντικά ζητή-ματα: (α) ὅπως βεβαιώνει ὁ Χριστός, ἔχει ἐπιλεγεῖ ἀπό τόν Θεό γιά νά γίνει ὄργανο τῆς ἀποκαλύψεως τῆς δημιουργικῆς καί θαυμα-τουργικῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ. Γιά τόν λόγο αὐτό ὁ Χριστός πηγαί-νει αὐτοβούλως καί συναντᾶ τόν τυφλό καί τόν θεραπεύει. (β) Ὁ τυφλός, ἐπιπρόσθετα, συμβολικά ἐκπροσωπεῖ τήν ἀνθρωπότητα στό σύνολό της, μία ἀνθρωπότητα πού ὁδηγήθηκε στήν πνευματική τύφλωση. Ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἀποστολή του στόν κό-σμο εἶναι ἡ προσφορά τοῦ φωτός τῆς γνώσεως τῆς ἀλήθειας καί ἡ ἐφαρμογή τῆς ἀγάπης ὡς κριτηρίου τῶν σχέσεων μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων καί τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους. Ἡ ἀποδοχή τοῦ Χρι-στοῦ ὡς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ προσφέρει τόν θεῖο φωτισμό, ἐνῶ ἡ ἀπόρ-ριψή Του ὁδηγεῖ σέ πνευματική συσκότιση. (γ) Ἡ ὅλη διαδικασία τῆς παρουσιάσεως δύο φορές τοῦ τυφλοῦ θεραπευμένου ἐνώπιον τῶν θρησκευτικῶν ἀρχόντων τοῦ Ἰσραήλ εἶναι ἀπό τά πρῶτα εἴδη «μαρτυρίων» Χριστιανῶν πού ὁμολογοῦν τόν Χριστό ὅτι εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Οἱ διάφοροι μάρτυρες, μεταξύ τῶν ὁποίων καί οἱ γονεῖς τοῦ θεραπευθέντος τυφλοῦ, δέν πείθουν τούς κριτές Γραμμα-τεῖς, οἱ ὁποῖοι ἐκδιώκουν τόν θεραπευμένο τυφλό καί οἱ ἴδιοι πα-ραμένουν στήν πνευματική τους τύφλωση. (δ) Ὁ ἴδιος ὁ τυφλός προβαίνει σέ ὁμολογία πίστεως καί δέν λαμβάνει ὑπ’ ὄψη τίς ἐπι-πτώσεις τῆς πράξεώς του, ὅπως ἔκαναν οἱ γονεῖς του. (ε) Αὐτή του ἡ πράξη τῆς ὁμολογίας πίστεως τόν ὁδηγεῖ σέ συνάντηση μέ τόν Κύ-ριο μας Ἰησοῦ Χριστό, συνάντηση σωτηρίας τοῦ τυφλοῦ καί συ-νάντηση λατρείας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἐκ μέρους τοῦ τυφλοῦ. Ὁ θεραπευθείς τυφλός κατά τήν διάρκεια τῆς δίκης του ἐνώπιον τῶν Φαρισαίων α) δέχεται ὅτι ὁ Χριστός εἶναι προφήτης, γιά νά μπορεῖ νά ἐπιτελεῖ παρόμοια θαύματα, β) ὁμολόγησε ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι ἁμαρτωλός, ὅπως ἰσχυρίζονταν οἱ Φαρισαῖοι, γ) ἐδέχθηκε νά εἶναι μαθητής τοῦ Χριστοῦ, δ) ὁμολόγησε ὅτι ὁ Χρι-στός εἶναι ἀπεσταλμένος ἀπό τόν Θεό.
Ἡ τελευταία ἑνότητα τῆς περικοπῆς περιγράφει τήν δεύτερη συνάντηση τοῦ Χριστοῦ μέ τόν θεραπευθέντα τυφλό. Ὅπως στήν πρώτη περίπτωση, ἔτσι καί αὐτή τήν φορά εἶναι μέ πρωτοβουλία τοῦ Χριστοῦ πού πραγματοποιεῖται ἡ συνάντηση. Ὁ Χριστός πλη-ροφορήθηκε τά τῆς ἀνακρίσεως τοῦ θεραπευθέντος ἀπό τούς Φαρι-σαίους, τήν ἀντίδρασή τους, καθώς καί τό γεγονός ὅτι τόν ἐξεδίω-ξαν. Ἡ ἐρώτηση τήν ὁποία τοῦ ὑποβάλλει αὐτή τήν φορά εἶναι τό κατά πόσο πιστεύει «εἰς τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ». Ἐκεῖνος ἐρωτᾶ, ποιός εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ γιά νά πιστέψει, καί ὁ Χριστός τοῦ δίδει τήν σημαντική ἀπάντηση: «Καί ἑώρακας αὐτόν καί ὁ λαλών μετά σοῦ ἐκεῖνος ἐστίν». Ὁ πρώην τυφλός καί βλέπει καί ἀκούει. Ἔτσι, ἐνώ-πιον τοῦ Ἰδίου τοῦ Χριστοῦ μέσα στόν ναό, ὁμολόγησε τήν πίστη του ὅτι εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Αὐτή τήν συγκεκριμένη στιγμή Αὐ-τόν πού βλέπει καί ἀκούει τόν λόγο Του εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Τό θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ, μέσα ἀπό αὐτή τήν προοπτική, ἀποτελεῖ μία θεοφάνεια. Ὁ Ἰησοῦς ἀπο-καλύπτεται στόν θεραπευμένο ὅτι εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Ἡ θεραπεία του δέν εἶναι μόνο θεραπεία τῶν σωματικῶν του ὀφθαλμῶν, ἀλλά καί πνευματική. Ἡ πνευματική ὅραση ἐκφράζεται μέσῳ τῆς πίστεως. Γιά τόν λόγο αὐτό ὁ Χριστός ἐρώτησε τόν θε-ραπευθέντα τυφλό ἐάν πιστεύει στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ. Αὐτό ἰσχύει γιά τόν κάθε ἄνθρωπο, γιατί ἡ πίστη στον Ἰησοῦ Χριστό ἐλευθερώνει ἀπό τήν πνευματική τύφλωση. Πράγματι, ὁ Χριστός εἶπε μετά ἀπό τήν συνάντησή Του μέ τόν θεραπευθέντα: «εἰς κρῖμα ἐγώ εἰς τόν κόσμον τοῦτον ἦλθον, ἵνα οἱ μή βλέποντες βλέπωσι καί οἱ βλέπον-τες τυφλοί γένωνται».2 Ἡ θεραπεία τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ, ὅπως σημειώνει ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος, εἶναι πράξη δημιουργίας, γιατί ἀνα-δημιούργησε τούς ὀφθαλμούς τοῦ τυφλοῦ.
† † Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Μελετίου τοῦ στρατηλάτου, Σεραπίωνος ἐπισκόπου, Ἰωάννου καί Στεφάνου, Καλλινίκου, Φήστου, Φαύστου, Αἰδεσίου, Μαρκέλλου, Θεοδώρου, Μελετίωνος, Σεργίου, Μαρκελλίνου, Φήλικος, Φωτεινοῦ, Θεοδω-ρίσκου, Μερκουρίου καί Διδύμου, Χριστίνου καί Κυριάκου, Καρ-τερίου, Σωσάννης, Μαρκιανῆς, Παλλαδίας, Γρηγορίας, καί τοῦ πλήθους τῶν σύν αὐτοῖς μυσίων χιλίων σύν γυναιξί καί τέκνοις.
Οἱ Ἅγιοι αὐτοί Μάρτυρες κατάγονταν ἀπό τή Γαλατία καί ἔζησαν κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἀντωνίνου (138-160 μ.Χ.). Διαβληθέντες στόν ἡγεμόνα τῶν Ταβιανῶν Μάξιμο, ἐδιώκο-νταν ἀπό τούς ἐθνικούς. Ὅταν συνελήφθησαν ὁδηγήθηκαν ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος, ὁ ὁποῖος τούς διέταξε νά θυσιάσουν στά εἴδωλα. Οἱ Ἅγιοι ἀρνήθηκαν καί τότε ἄρχισαν τά βασανιστήρια. Τούς κατα-σκέξισαν τά πλευρά, τούς ἐκτύπησαν μέ σιδερόσφαιρες τούς ἀστρά-γαλους καί ἐκάρφωσαν τά πόδια τους σέ ξύλα. Στή συνέχεια τούς ἔχυσαν στά αὐτιά καυτό λάδι, ἀλλά οἱ Μάρτυρες μέ τή Χάρη ροῦ Θεοῦ ἔμειναν ἀβλαβεῖς, οἱ δέ δήμιοι ἀπό τή ζέστη διελύθησαν σάν τό κερί καί ἀμέσως ἐκάησαν ὅλοι οἱ ὑπηρέτες τοῦ ἡγεμόνος.
Μόλις ἄρχισε νά ξημερώνει Ἄγγελοι Κυρίου ἐπῆραν τούς Ἁ-γίους Μάρτυρες καί τούς μετέφεραν στό ναό τοῦ Δία, ὅπου οἱ Ἅγι-οι κετέρριψαν τό χάλκινο εἴδωλο αὐτοῦ. Μόλις τό ἄγαλμα κατέ-πεσε, ἐξῆλθαν ἀπό αὐτό δαίμονες πού ἐκραύγαζαν, ὅτι ἔφθασε ἡ ὥρα τῆς ἐκπληρώσεως τῆς προφητείας γιά τήν καταστροφή τοῦ Δία ἀπό τόν στρατηλάτη Μελέτιο. Τό θαῦμα αὐτό ἔγινε ἀφορμή νά βαπτισθεῖ Χριστιανός ὁ εὐγενής Σεραπίων, πού ἔγινε Ἐπίσκοπος. Οἱ Ἅγιοι Μελέτιος, Ἰωάννης καί Στέφανος óδηγήθηκαν καί πάλι μπροστά στόν ἡγεμόνα, ὁ ὁποῖος προσεκάλεσε τούς κόμητες, τούς τριβούνους καί τούς πρίγκηπες Φῆστο, Φαῦστο, Μάρκελλο, Θεόδω-ρο, Μελετίωνα, Σέργιο, Μαρκελλίνο, Φήλικα, Φωτεινό, Θεοδωρί-σκο, Μερκούριο καί Δίδυμο. Τότε ὁ ἡγεμόνας λέγει πρός αὐτούς: «Γιατί καταστρέψατε τό ναό τοῦ μεγάλου θεοῦ Δία;». Αὐτοί δέ ἀπάντησαν: «Ἐμεῖς δέν εἴμασταν ἐκεῖ, ἀλλά αὐτός πού κατεφρό-νησες, ὁ Μελέτιος, μέ τίς οὐράνιες δυνάμεις συνέτριψε αὐτόν». Καί ἀμέσως ἄρχισαν νά ἐλέγχουν τόν ἡγεμόνα γιά τήν ἄνοια καί τήν ἀσέβεια αὐτοῦ. Τότε ὁ ἡγεμόνας ἔδωσε ἐντολή νά τούς κτυπήσουν μέ λωρίδες ἀπό μολύβι καί νά τούς βάλλουν σέ πυρακτωμένο καμί-νι. Οἱ Ἅγιοι εἰσῆλθαν στή φωτιά κρατώντας ὁ ἕνας τό χέρι τοῦ ἄλλου καί ἔνοιωθαν σάν νά δροσίζονταν στόν παράδεισο. Οἱ εἰδω-λάτρες ἄρχισαν νά ρίχνουν νερό, γιά νά σβήσει ἡ φωτιά καί νά πνί-ξουν τούς Ἁγίους ἀπό τίς ἀναθυμιάσεις. Ἀλλά οὔτε πάλι κατάφε-ραν τίποτε. Τότε τούς ὁδήγησαν στό ναό τοῦ Ἀσκληπιοῦ. Μόλις οἱ Ἅγιοι εἰσῆλθαν στόν εἰδωλολατρικό ναό καί προσευχήθηκαν, μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦὁ ναός ἐσείσθηκε καί τό ἄγαλμα τοῦ εἰδώλου συνετρίβη. Τότε ἐνέδυσαν τόν Ἅγιο Μελέτιο μέ θώρακα καί περι-κεφαλαία πού ἔκαιγαν, ἀλλά τό σίδερο ἔγινε κρύο. Τό μαρτύριο συνεχίσθηκε. Ὁ ἡγεμόνας διέταξε τότε νά φέρουν μπροστάτου δύο παιδιά, πού ὀνομάζονταν Χριστίνος καί Κυριάκος. Τά ἐρώτησε λέγοντας: «Πεῖτε μας, παιδιά, ποιός Θεός εἶναι μεγαλύτερος, ὁ Δίας ἤ ὁ Χριστός;». Καί ἐκεῖνα ἀπεκρίθησαν: «Ἰησοῦς ὁ Χριστός εἶναι ὁ Ἀληθινός Θεός, Αὐτός πού ἐδημιούργησε μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα τά πάντα». Τότε τά ἐκτύπησαν καί ἀκολούθως ἀπέ-κοψαν τίς τίμιες κεφαλές αὐτῶν καί τοῦ διδασκάλου τους «ἐν τῷ ὄρει Μηνόει».
Ὁ Ἅγιος Σεραπίων ἐτελειώθη διά ξίφους καί ἐνταφιάσθηκε στό ὄρος τῶν Καδακορέων.
Πάλι ὁ παράνομος ἡγεμόνας ἔδωσε στόν Ἅγιο Μελέτιο νά πιεῖ δηλητήριο πού ἦταν κατασκευασμένο ἀπό τό μάγο Καλλίνικο. Μόλις ὁ μάγος Καλλίνικος εἶδε τό τό παράδοξο θαῦμα, ἐπίστεψε στό Χριστό καί ἔλεγξε τά εἴδωλα ὡς δαιμόνια. Καί ἀμέσως παρεκά-λεσε τόν Ἅγιο Μελέτιο νά τοῦ δώσει τή σφραγίδα τοῦ Κυρίου καί νά γίνει Χριστιανός. Ἔτσι ἐμαρτύρησε καί ὁ Καλλίνικος, ὁ ὁποῖος ἐνταφιάσθηκε μέ τόν Ἐπίσκοπο Σεραπίωνα. Στή συνέχεια ὁ ἡγεμό-νας ἔφερε στό βῆμα τίς γυναῖκες τῶν Ἁγίων Φήστου, Φαύστου, Μαρκελλίνου καί Αἰδεσίου, τή Σωσάννα, τή Μαρκιανή, τήν Παλλα-δία καί τή Γρηγορία, οἱ ὁποῖες, ἀφοῦ ὁμολόγησαν τόν Χριστό, ἐμαρτύρησαν.
Ὁ ἡγεμόνας, τυφλωμένος ἀπό τήν ἀσέβεια, δέν μποροῦσε νά δεῖ τήν ἀλήθεια. Ἀμέσως ἔδωσε ἐντολή νά κρεμάσουν τόν Ἅγιο Με-λέτιο σέ ἕνα πεῦκο καί νά τοῦ καρφώνουν τό σῶμα μέ πυρακτω-μένα καρφιά. Τό ἔργο αὐτό ἀνέλαβε ὁ Καρτέριος ὁ χαλκέας μέ τούς δώδεκα μαθητές αὐτοῦ. Μόλις ἄρχισαν νά καρφώνουν τό σῶμα τοῦ Ἁγίου Μελετίου, τά πυρακτωμένια καρφιά συντρίβονταν καί ἔπε-φταν κατά πρόσωπο ἐκείνων πού τά ἐκάρφωναν καί τούς ἐτύφλω-ναν. Ἔτσι ὁ Καρτέριος καί οἱ μαθητές του ἐπίστεψαν στόν Χριστό καί ἀπετμήθησαν τίς τίμιες κεφαλές αὐτῶν στό ὄρος τῶν Καδακο-ρέων.
Καί ἐνῶ ὁ Ἅγιος Μελέτιος ἦταν κρεμασμένος στό δένδρο, φωνή ἀκούσθηκε ἀπό τόν οὐρανό πού ἔλεγε: «Ἔλα, ἀθλητά μου, Μελέτιε, ἀνάβαινε στά ταμεῖα τοῦ Παράδεισου καί στό χορό τῶν ἐκλεκτῶν μου Ἀγγέλων καί στή συνδρομή ὅλων τῶν Δικαίων μου. Νά, ὅλοι οἱ Ἅγιοι στέκονται καί σέ προσδοκοῦν, γιά νά σοῦ δώσουν τά βραβεῖα, διότι ἐσύ ἐποίησες τό θέλημά μου ἐπί τῆς γῆς».
Τότε κατέβηκαν Ἄγγελοι ἀπό τόν οὐρανό καί παρέλαβαν τήν ψυχή τοῦ Ἁγίου Μελετίου καί τήν ἀνέφεραν στόν οὐρανό, σάν περιστερά λευκή ἀστράπτουσα. Ἄγγελος Κυρίου κατῆλθε καί ἐπῆρε τό λείψανο τοῦ Ἁγίου Μελετίου καί τό ἔφερε στό ὄρος, ὅπου ἐτε-λειώθηκε καί τό στράτευμα αὐτοῦ3.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἐλπιδίου, ἐπισκόπου Ἀβέρσας.
Ὁ Ἅγιος Ἐλπίδιος ἔζησε κατά τόν 5ο αἰώνα μ.Χ. καί ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ἀβέρσας, μεταξύ Νεαπόλεως καί Καπούης τῆς Ἰταλίας. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Βικεντίου τῶν Λερίνων.
Ὁ Ὅσιος Βικέντιος καταγόταν ἀπό εὐγενῆ οἰκογένεια τῆς Γαλλίας καί ἀπό τήν παιδική τοῦ ἡλικία ἀγάπησε τόν Θεό καί τό μοναχικό βίο. Ἐνῶ ἦταν στρατιωτικός παραιτήθηκε ἀπό τό ἀξίωμά του καί ἔγινε μοναχός στή νῆσο τῶν Λερίνων. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρή-νη, τό ἔτος 445 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Συμεών, τοῦ ἐν τῷ Θαυμαστῷ ὄρει.
Ὁ Ὅσιος Συμεών ἐγεννήθηκε στήν Ἀντιόχεια, ἀπό τήν ὁποία καταγόταν καί ἡ μητέρα του Μάρθα, ἐνῶ ὁ πατέρας του Ἰωάννης καταγόταν ἀπό τήν Ἔδεσσα, καί ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ (527-565 μ.Χ.). Σέ ἡλικία ἕξι ἐτῶν, ἀφοῦ ἔμεινε ὀρφανός ἀπό τόν πατέρα του, ὁ ὁποῖος ἐφονεύθηκε μέσα στήν οἰκία του πού κατέρρευσε ἀπό σεισμό, μέ θεία ὑπόδειξη ὁδηγήθηκε στή Σελεύκεια καί παραδόθηκε στήν πνευματική προ-στασία καί καθοδήγηση τοῦ περήφημου γιά τίς ἀρετές του ἀσκητοῦ Ἰωάννου, ὁ ὁποῖος ἀσκήτευε κοντά στό ὄρος τοῦ χωριοῦ Πίλασα. Ἀπό ἀυτόν ὁ Ὅσιος Συμεών ἐδιδάχθηκε τά ὑψηλά διδάγματα τῆς Χριστιανικῆς πολιτείας. Μιμούμενος τό διδάσκαλό του ἀνήγειρε στῦλο καί ἀφοῦ ἀνῆλθε ἐπ’ αὐτοῦ, παρέμεινε προσευχόμενος ἐπί δώδεκα ἔτη. Ἀφοῦ διέπρεψε στήν ἀρετή καί ὁσιότητα καί διακρί-θηκε γιά τή θερμότητα τῆς πίστεως καί τή διαφλέγουσα αὐτόν ἀγάπη πρός τόν Θεό, ἀξιώθηκε παρ’ Αὐτοῦ διά τῆς χάριτος τῆς προ-οράσεως καί τῆς θεραπείας κάθε ἀσθένειας.
Ἔτσι προήγγειλε τήν κοίμηση τοῦ διδασκάλου του, τήν κοί-μηση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἐφραίμ (545 μ.Χ.), τούς σεισμούς τῆς Ἀντιόχειας καί Κωνσταντινουπόλεως (557 μ.Χ.) καί ἄλλα γεγονότα.
Ἀφοῦ κατῆλθε ἀπό τόν στῦλο, μετέβη στό λεγόμενο Θαυμα-στό ὄρος, ὅπου, ἀφοῦ ἵδρυσε μοναστήρι γιά τούς μαθητές του, ἀνή-γειρε γιά τόν ἑαυτό του στῦλο, ἐπί τοῦ ὁποίου ἀναβάς παρέμεινε προσευχόμενος ἐπί σαράντα ἔτη.
Ἡ φήμη τῆς ἁγιωσύνης του εἶχε διαδοθεῖ σέ ὅλη τή χώρα, πλῆ-θος δέ συνέρρεε πρός αὐτόν αἰτούμενο τήν ἴαση καί τήν εὐλογία του. Ὁ δέ Ἐπίσκοπος Σελευκείας, ἀφοῦ προσῆλθε καί ἀνέβηκε στόν στῦλο, τόν ἐχειροτόνησε πρεσβύτερο.
Ἔτσι θεοσεβῶς, μέ κάθε σκληραγωγία, ἀφοῦ ἔζησε ὁ Ὅσιος Συμεών, ἐκοιμήθηκε, τό ἔτος 590 μ.Χ., μέ εἰρήνη σέ ἡλικία ὀγδόντα πέντε ἐτῶν.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Κυριακοῦ, ἐξ Εὐρύχου τῆς Κύπρου.
Δέν εἶναι γνωστό πότε ἔζησε ὁ Ὅσιος Κυριακός, ὁ ἀσκητής τῆς Εὐρύχου. Ἐκεῖνο πού γνωρίζουμε ἀπό τήν Ἀκολουθία του εἶναι, ὅτι ἀπό βρέφους «ἐγένου τοῦ Κυρίου ἐραστής». Ἀγάπησε τόν Θεό καί Τόν ἀκολούθησε. Ἄφησε τόν κόσμο καί ἔγινε πολιστής τῆς ἐρήμου καί ἐραστής τῆς ἡσυχίας.
Στό ἀσκητήριό του τόν ἐπισκέπτονταν πλήθη πιστῶν, γιά νά τόν δοῦν, νά τόν συμβουλευθοῦν καί νά λάβουν τήν εὐχή του. Καί ὁ Ὅσιος τούς ἐδεχόταν ὅλους μέ ἀγάπη καί ὑπομονή. Τούς ἐδίδασκε καί τούς παρηγοροῦσε. Τούε συμβούλευε νά ἀφήσουν τά μίση καί τίς κακίες μεταξύ τους καί νά μετανοήσουν.

Ὁ Τροαδικός Θεός τόν ἐπροίκισε μέ τό χάρισμα τῆς θαυματουργίας. «Φέρων τόν σταυρόν ἐπ ὤμων σου… καί πάθη θανατώσας τά τοῦ σώματος συντόνοις ἀγρυπνίαις καί δεήσεσι χάριν ἀπεί-ληφας, Ὅσιε, τοῦ θεραπεύειν νοσήματα», γράφει ὁ ὑμνογράφος. Καθημερινά στό κελλί του, μαζί μέ τή διδασκαλία πού προσέφερε, ἐθεράπευε ἀσθενεῖς καί πάσχοντες.
Ἔτσι ἀφοῦ ἔζησε ὁ Ὅσιος Κυριακός, ὡς ἄγγελος στήν ψυχή καί Θαυματουργός, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσιομάρτυρος Νικήτα τοῦ Στυλίτου, τοῦ ἐκ Περεγιασλάβλ τῆς Ρωσίας.
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Νικήτας ἔζησε τόν 12ο αἰώνα μ.Χ. στήν πόλη Περεγιασλάβλ τῆς Ρωσίας. Ἐργαζόταν ὡς φοροεισπράκτορας τοῦ πρίγκηπος Ντολγκορούκιγ καί εἰσέπραττε ἀπό τούς φορολο-γούμενους τεράστια ποσά, πού ἦσαν ὑποχεωμένοι νά δίδουν γιά τήν οἰκοδόμηση τῆς πόλεως καί ἑνός ναοῦ. Ἐπέρασν ἔτσι πολλά χρόνια. Ἀλλά ὁ φιλεύσπλαγχνος Θεός, πού θέλει ὅλοι νά ὁδηγηθοῦν σέ μετάνοια καί νά σωθοῦν, δέν ἐγκατέλειψε τόν Νικήτα καί προ- ετοίμασε τήν ὁδό τῆς ἐπιστροφῆς του. Ὅταν μία ἡμέρα ὁ Νικήτας ἐπῆγε στήν ἐκκλησία ἄκουσε τά λόγια τοῦ Προφήτου Ἡσαῒου: «Λούσασθε καί καθαροί γίνεσθε, ἀφέλετε τάς πονηρίας ἀπό τῶν ψυχῶν ὑμῶν ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν μου, παύσασθε ἀπό τῶν πονηριῶν ὑμῶν, μάθετε καλόν ποιεῖν, ἐκζητήσατε κρίσιν, ρύσασθε ἀδικούμενον, κρίνατε ὀρφανῷ καί δικαιώσατε χήραν»4. Ἡ κεκοι-μημένη συνείδησή του ἐξύπνησε καί ὁδηγήθηκε σέ μεταμέλεια. Ἔτρεξε ἀμέσως στή μονή τοῦ Περεγιασλάβλ-Ζαλέσκϊυ, πού ἦταν ἀφιερωμένη στόν Ἅγιο Νικήτα, ἔπεσε στούς πόδες τοῦ πνευματικοῦ καί ἐξομολογήθηκε τά ἁμαρτήματά του.
Ὁ γέροντας πνευματικός, γιά νά διαπιστώσει τήν εἰλικρίνεια τοῦ ἐξομολογουμένου, τοῦ ἔδωσε τήν πρώτη ἐντολή: νά σταθεῖ ἐπί τρεῖς ἡμέρες στίς πῦλες τῆς μονῆς καί νά ὁμολογεῖ δημοσίως τά ἁμαρτήματά του. Μέ βαθειά ταπείνωση ὁ Νικήτας ἔκαμε ὑπακοή.
Ἔτσι μετά ἀπό λίγο καιρό ἐκάρη μοναχός καί ἄρχισε τήν σκληρή πνευματική ζωή καί τήν ἄσκηση. Ἔσκαψε ἕνα κοίλωμα καί ἐκεῖ ἐτοποθέτησε ἕνα βράχο ἐπάνω στόν ὁποῖο ἐκάθισε φορώντας βαρειές ἁλυσίδες, ὡς νέος Στυλίτης.
Ὅμως μιά νύκτα τοῦ ἔτους 1196, πού ὁ Ἅγιος προσευχόταν καί οἱ ἁλυσίδες του ἔλαμπαν σάν ἀσῆμι, ληστές τόν ἐφόνευσαν καί ἔκλεψαν τίς σιδερένιες ἁλυσίδες πού ἐνόμιζαν ὅτι ἦσαν πολύτιμες. Ὅταν ἀπομακρύνθηκαν καί κατάλαβαν ὅτι οἱ ἁλυσίδες ἦταν κατα-σκευασμένες ἀπό σίδερο, τίς ἐπέταξαν στόν ποταμό Βόλγα.
Ὁ Θεός ὅμως ἠθέλησε νά τιμήσει καί αὐτά τά ὁρατά σημεῖα τοῦ μαρτυρίου καί τῆς ἀσκήσεως τοῦ Ὁσιομάρτυρος Νικήτα. Μία νύκτα, ὁ εὐλαβής ἡλικωμένος μοναχός Συμεών, πού ἀσκήτευε στήν μονή τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου τοῦ Γιαροσλάβλ, εἶδε ἐπάνω ἀπό τόν ποταμό τρεῖς φωτεινές ἀκτῖνες. Ἀμέσως οἱ Πατέρες τῆς μονῆς ἔτρεξαν, γιά νά δοῦν τί συμβαίνει. Μέ δέος εἶδαν τίς ἁλυ-σίδες τοῦ Ὁσίου Νικήτα νά ἐπιπλέουν. Μέ εὐλάβεια τίς ἐπῆραν καί τίς μετέφεραν στόν τάφο τοῦ Ὁσίου.
Ὅταν, μεταξύ τῶν ἐτῶν 1420-1425, ἄνοιξαν τόν τάφο τοῦ Ὁσίου, εὑρῆκαν τό ἱερό λείψανό του ἄφθαρτο.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Γρηγορίου, ἀρχιεπισκόπου Νόβγκοροντ τῆς Ρωσίας.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, κατά κόσμον Γαβριήλ, ἦταν ἀδελφός τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τοῦ Νόβγκοροντ Ἰωάννου (1165-1185), τόν ὁποῖο ἐβοήθησε στήν ἀνοικοδόμηση τῆς μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεο- τόκου στή νῆσο Μιγιασίνο. Ἐκεῖ ὁ Γαβροήλ ἐκάρη μοναχός, λαβών τό ὄνομα Γρηγόριος. Τό ἔτος 1187 ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος τοῦ Νόβ-γκοροντ καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό ἔτος 1193.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τή μνήμη του στίς 10 Φεβρουαρίου, κατά τήν ἑορτή τῆς ἱερᾶς συνάξεως πάντων τῶν ἐν Νόβγκοροντ τῆς Ρωσίας Ἁγίων Ἱεραρχῶν.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, ἐν Κάρραις τῆς Συρίας5.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.