Μητροπολίτου Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου
Γενικοῦ Διευθυντοῦ Ἀποστολικῆς Διακονίας
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
† Μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Ἰανουαρίου, ἐπισκόπου, Προκούλου ἤ Πρόκλου, Σώσσου καί Φαύστου τῶν διακόνων, Δησιδερίου ἀναγνώστου, Ἀκουτίου ἤ Ἀκουστίου καί Εὐτυχίου, τῶν ἐν Καμπανίᾳ ἀθλησάντων.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες ᾿Ιανουάριος, Ἐπίσκοπος Βενεβέντου1, Πρόκουλος ἤ Πρόκλος, Σῶσσος, Φαῦστος, Ἀκουτίων ἤ Ἀκουστίων καί Εὐτύχιος ἔζησαν κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διο-κλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.), ὅταν ἡγεμόνας στήν Καμπανία τῆς ᾿Ιτα-λίας ἦταν ὁ Τιμόθεος.
Οἱ Ἅγιοι συνελήφθησαν, ἐπειδή ἦσαν Χριστιανοί, καί ὑπο-βλήθηκαν σέ φρικτά βασανιστήρια. Ἔμειναν ὅμως σταθεροί καί ἀκλόνητοι στήν πίστη τους στόν Χριστό. Γιά τό λόγο αὐτό, ἀφοῦ πρῶτα τούς ἐνέβαλαν σέ καμίνι μέ φωτιά, τούς ἀποκεφάλισαν.
Στό Συναξάρι τοῦ Ἁγίου Ἰανουαρίου ἀναφέρεται, ὅτι μία γυναίκα, πού ὀνομαζόταν Μαξιμίνα καί ἦταν χήρα, εἶχε τήν ἀτυχία νά χάσει τό μονάκριβο παιδί της. Κάποια στιγμή, ἐνῶ ἐθρηνοῦσε, συνῆλθε γιά λίγο καί κοιτάζοντας ψηλά εἶδε πάνω ἀπό τήν πύλη τοῦ ναοῦ ἕνα ὕφασμα κρεμασμένο, στό ὁποῖο ἦταν ζωγραφισμένη ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου ᾿Ιανουαρίου. Τότε ἡ γυναίκα ἔφερε στό νοῦ της ἐκεῖνο πού κάποτε ἔκανε ὁ προφήτης ᾿Ελισσαῖος, ὅταν ἀνέστησε τόν υἱό τῆς Σωμανίτιδος. Κινηθεῖσα λοιπόν ἡ Μαξιμίνα ἀπό θεῖο φωτισμό, ἔκανε καί αὐτή τό ἴδιο. Ἐσχημάτισε δηλαδή κατάλληλα τόν υἱό της καί ἀκολούθως ἐσχημάτισε τό ὁμοίωμα τοῦ Ἁγίου ᾿Ια-νουαρίου. Στή συνέχεια δέ στά μάτια τοῦ παιδιοῦ της προσάρμοσε τά μάτια τῆς εἰκόνος τοῦ ῾Αγίου. Τό ἴδιο ἔκαμε καί μέ τά αὐτιά, τό στόμα καί μέ τά ὑπόλοιπα μέλη. Κάνοντας τό ἔργο αὐτό ἡ γυναίκα προσευχόταν θερμά πρός τόν Ἅγιο ᾿Ιανουάριο λέγοντας: «Δοῦλε τοῦ Θεοῦ, ἐλέησέ με καί ἀνάστησε τόν υἱό μου, γιατί εἶναι τό μόνο μου παιδί, δέν ἔχω ἄλλο». Καί πραγματικά, ὁ Ἅγιος ἄκουσε τήν παράκληση τῆς Μαξιμίνας καί ἀνέστησε τόν υἱό αὐτῆς.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας Ἀλεξάνδρας τῆς βασιλίσσης καί τῶν θεραπόντων αὐτῆς Ἀπολλώ, Ἰσαακίου καί Κοδράτου τῶν μαρτύρων.
Ἡ Ἁγία Ἀλεξάνδρα ἦταν σύζυγος τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλη-τιανοῦ (284-305 μ.Χ.). Ἐντελῶς διαφορετική ἀπό ἐκεῖνον, πού ἦταν τραχύς στά αἰσθήματα καί φίλος τῆς βίας καί τοῦ αἵματος, διακρι-νόταν γιά τήν ἥρεμη ψυχική της διάθεση, τήν εὐσπλαχνία καί τή φιλάνθρωπη ζωή της. Καί ἡ χάρη τοῦ Κυρίου αὔξανε μέσα της τό φωτισμό. Καί τό θεῖο ἔλεος τήν καταξίωσε κατά τή διάρκεια τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου νά αἰσθανθεῖ μέσα της τήν πνοή καί τήν ὁρμή τῆς πίστεως στό Χριστό.
Τότε, ἀφοῦ ἐστράφηκε πρός τόν αὐτοκράτορα, τόν παρακά-λεσε νά διατάξει τήν παύση τῶν μαρτυρικῶν βασανιστηρίων. Ἐκεῖ-νος ὑπέθεσε ὅτι ἡ αὐτοκράτειρα, ἀσυνήθιστη σέ τέτοιου εἴδους θεάματα, κατελήφθηκε ἀπό οἶκτο ἀσυνείδητο καί ἀπερίσκεπτο. Τῆς εἶπε λοιπόν νά ἀποσυρθεῖ. Ἀλλά ἔλαβε μεγαλόφωνη τήν ἀπάντηση ὅτι μιά τέτοιου εἴδους σκηνή εἶναι ἀπάνθρωπη καί ἀνάξια τοῦ στέμματος.
Καί ὅταν ὁ αὐτοκράτορας καθύβρισε τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἐκείνη μέ ἀνδρεία φωνή διακήρυξε ὅτι καταγγέλλει ἐνώπιον τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ τούς διῶκτες τῶν Χριστιανῶν καί ὁμολογεῖ καί αὐτή τήν πίστη της στόν Ἰησοῦ Χριστό.
Ὁ αὐτοκράτορας ἠθέλησε νά ἑρμηνεύσει τή δήλωσή της ὡς δια-νοητική διατάραξη. Ἀλλά ἐκείνη διαμαρτυρήθηκε καί ἐπανέ-λαβε τήν ὁμολογία της. Ὁ Διοκλητιανός τότε ἐξεμάνη. Ἐνῶ αὐτός ἐζητοῦσε νά ἐξοντώσει τούς Χριστιανούς, ἡ κατάκτησή τους εἰσέδυσε καί στά ἀνάκτορα καί ἡ ἴδια ἡ βασίλισσα προέβαλε φανερά τήν ἴδια πίστη καί ἦταν συνήγορός τους. Διέταξε τήν ἀπα-γωγή καί τή φυλάκισή της.
Στή φυλακή ἡ Ἁγία ἐπέρασε τή νύκτα μέ προσευχή γιά τόν ἑαυτό της καί παρακαλώντας τόν Κύριο γιά τήν Ἐκκλησία Του, ἡ ὁποία τόσο σφοδρά κλυδωνιζόταν. Γιά τή ζωή της δέν ἐνδιαφε-ρόταν καθόλου. Ἐπιθυμοῦσε μάλιστα νά ἐλάμβανε μαρτυρικό θάνατο, ἀλλά ἀναχαιτιζόταν ἀπό ἕνα δισταγμό. Καί ὅμως ἐγνώριζε ὅτι γιά τό σύζυγό της δέν ὑπῆρχε ἔλεος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ πού ἦταν δίκαιος κριτής, δέν ἤθελε ὅμως νά ἐπιβαρυνθεῖ ἡ ἐνοχή του γιά τό ἔγκλημα μέ τό δικό της φόνο, καί ἐδεήθηκε πρός τόν Ὕψιστο νά παραλάβει τήν ψυχή της ἀπό τή φυλακή ἐκείνη καί νά φανεῖ εὐ-σπλαχνικός πρός αὐτή, γιά τό ὅτι ἐπί τόσο καιρό ἐκείνη παρα-κολουθοῦσε ἀπαθής περισσότερο τούς διωγμούς τῶν Χριστιανῶν κοντά στό πλευρό τοῦ διώκτου αὐτῶν.
Ἡ δέησή της εἰσακούσθηκε. Δύο ἡμέρες πρίν τή θανάτωση τοῦ Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, τό ἔτος 303 μ.Χ., παρέδιδε τήν τελευ-ταία της πνοή στή φυλακή. Τό παράδειγμα τῆς βασίλισσας ἀκολού-θησαν καί τρεῖς ἀπό τούς ἀκολούθους της, ὁ Ἀπόλλω, ὁ Ἰσαάκιος καί ὁ Κοδράτος. Τίμιοι καί ἐνάρετοι ὑπηρέτες, ἀφοσιωμένοι ἀπό καρδιά στήν αὐτοκράτειρά τους, τῆς ὁποίας ἐγνώριζαν τήν ἀγαθό-τητα, ἐσκέφθηκαν ὅτι ἡ ἀπόφασή της καί ἡ πίστη της στόν Χριστό ἔπρεπε νά τούς κάνει νά ἐξετάσουν καί αὐτοί χωρίς προκατάληψη τήν πίστη στόν Ἀληθινό Θεό καί νά κανονίσουν ἀναλόγως τή διαγωγή τους στό μέλλον. Πῆγαν λοιπόν σέ ἕνα Χριστιανό ἱερέα, τόν ἄκουσαν καί ἀποχώρησαν ἀπό τό σπίτι του ἔνθερμοι πιστοί, φωτισμένοι ἀπό τή Χάρη τοῦ Παρακλήτου, μέ τήν ἀπόφαση νά ἀκολουθήσουν τό παράδειγμα τῆς βασίλισσάς τους. Καί κάποια ἡμέρα ὁμολόγησαν καί αὐτοί τήν πίστη τους.
Ὁ Διοκλητιανός διέταξε τή θανάτωσή τους. Καί τόν μέν Κο-δράτο ἀποκεφάλισαν, τόν δέ Ἀπόλλω καί Ἰσαάκιο τούς ὑπέβαλαν στό θάνατο διά τῆς πείνας καί τῆς δίψας. Τό βασανιστήριο αὐτό ὑπῆρξε ὀδυνηρότατο. Ἀλλά τό ἀντιμετώπισαν μέ ψυχή, παρηγορού-μενοι ἀπό τήν ἐλπίδα ὅτι ἐπρόκειτο νά συναντηθοῦν στά σκηνώ-ματα τῆς δικαιοσύνης καί τῆς μακαριότητας μαζί μέ τήν Ἁγία βασί-λισσα. Ἡ ἐλπίδα τους ἱκανοποιήθηκε, καί ἡ Ἐκκλησία, τιμώντας τή μνήμη τους, τούς συνεορτάζει μαζί της τήν ἴδια ἡμέρα.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Μαξιμιανοῦ ἤ Μαξίμου, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.
Ὁ Ἅγιος Μαξιμιανός ἤ Μάξιμος2 ἐγεννήθηκε στή Ρώμη καί ἦταν ἄνδρας πολυμαθής καί εὐφυής. Ἐκεῖ ἔλαμψε μέ τίς πλούσιες ἀρετές του, τήν αὐστηρότητα τοῦ βίου του καί τό ἀπαράμιλλο ἦθος του. Ἐχειροτονήθηκε πρεσβύτερος ὑπό τοῦ Πατριάρχου Σισινίου (426-427 μ.Χ.). Ὅταν ἀργότερα ἐκοιμήθη ὁ Σισίνιος, τόν διαδέχθηκε στόν πατριαρχικό θρόνο ὁ αἱρετικός Νεστόριος (428-431 μ.Χ.), ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν δοξασιῶν τοῦ ὁποίου ἀντέδρασε σθεναρά ὁ Ἅγιος Μαξιμιανός. Μετά τήν καθαίρεση καί τήν ἐξορία τοῦ Νεστορίου στό θρόνο ἀνῆλθε, στίς 25 Ὀκτωβρίου 431 μ.Χ., ὁ Ἅγιος Μαξιμιανός μέ τή θερμή ὑποστήριξη τόσο τοῦ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου Β΄ τοῦ Μικροῦ ὅσο καί τοῦ πιστοῦ λαοῦ τῆς Βασιλεύουσας.
Ὁ Ἅγιος Μαξιμιανός, ἀφοῦ ἐργάσθηκε γιά τήν εἰρήνη τῆς Ἐκκλησίας καί ἀνέπτυξε πλούσιο γιλανθρωπικό ἔργο, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 434 μ.Χ. Ἡ Σύναξή του ἐτελεῖτο στό ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.
† Τῆ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀναστασίου τοῦ Σιναῒτου, τοῦ Ὁμολογητοῦ.
Ὁ Ὅσιος Ἀναστάσιος ἔζησε τόν 7ο αἰώνα μ.Χ. καί καταγόταν ἀπό εὐγενή οἰκογένεια. Ὅμως γρήγορα ἐγκατέλειψε τόν κόσμο καί τά βιοτικά πράγματα καί ἐκάρη μοναχός. Ἀργότερα ἐπισκέφθηκε τή Συρία, τήν Αἴγυπτο καί τά Ἱεροσόλυμα, γιά νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους, καί κατέληξε στή μονή τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης στό ὄρος Σινᾶ, τῆς ὁποίας διετέλεσε ἡγούμενος. Ὁ Ὅσιος διακρίθηκε γιά τούς ἀγῶνες του κατά τῶν αἱρετικῶν Μονοφυσιτῶν, γι’ αὐτό καί ὀνομάσθηκε Ὁμολογητής. Ἐτιμᾶτο ἰδιαίτερα ἀπό τούς συγχρό-νους του, οἱ ὁποῖοι τόν ἀποκαλοῦσαν καί «νέον Μωϋσέα». Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη σέ βαθύ γῆρας περί τίς ἀρχές τοῦ 8ου αἰῶνος μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Ἀναστάσιος ἦταν ἀπό τούς πολυγραφότερους συγγραφεῖς τῆς ἐποχῆς του. Τά ἔργα του εἶναι τά ἀκόλουθα: α) «Ὁδηγός». Τό ἔργο ἀποτελεῖται ἀπό 24 κεφάλαια καί ὀνομάσθηκε ἔτσι, διότι ἦταν προορισμένο νά χρησιμεύσει ὡς ὁδηγός πρός ὑπο-στήριξιν τῆς Ὀρθοδοξίας ἐναντίον τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ. β) «Ἐρω-τήσεις καί ἀποκρίσεις περί διαφόρων κεφαλαίων καί διαφόρων προσώπων». Στό ἔργο αὐτό ὁ Ὅσιος Ἀναστάσιος, ἀκολουθώντας τή μέθοδο τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, τῶν ἐρωτήσεων καί τῶν ἀποκρίσεων, λύει διάφορα ζητήματα δογματικά, πρακτικά καί ἐκκλησιαστικά. γ) «Λόγος περί τῆς ἁγίας συνάξεως καί περί τοῦ μή κρίνειν καί μνησικακεῖν», ὅπου ἀναφέρεται στή Θεία Εὐχα-ριστία. δ) «Θεωρίαι ἀναγωγικαί εἰς τήν ἑξαήμερον». Τό ὅλο ἔργο ἀποτελεῖται ἀπό δώδεκα βιβλία. ε) «Ἐκ τοῦ κατ’ εἰκόνα». Δύο λόγοι περί τῆς κατ’ εἰκόνα Θεοῦ δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου. στ) «Χρήσεις ἄχρηστοι μιαρῶν δυσσεβῶν Ἀρειανῶν ἀθετοῦσαι τήν ὁμοούσιον θεότητα τοῦ Υἰοῦ τοῦ Θεοῦ καί κτίσμα τόν Κτίστην τῶν ἁπάντων λέγουσα». Τό βιβλίο αὐτό περιέχει ἀποσπάσματα ἀπό συλλογή χωρίων Πατέρων ἐναντίον τῶν Αἰρετικῶν. Ἐκτός ἀπό τά προανα-φερθέντα ἔργα ἔχουν γραφεῖ καί καί ἄλλα ἀπό τόν Ὅσιο Ἀναστά-σιο.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Θεοδώρου τῆς Κάμα, τοῦ Φιλοσόφου.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεόδωρος τῆς Κάμα, ὁ ἐπονομαζόμενος Φιλόσοφος, ἐμαρτύρησε τό ἔτος 1323 ἀπό τούς Μογγόλους.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἰακώβου, τοῦ ἐν τῇ μονῇ Στρομύν τῆς Ρωσίας ἀσκήσαντος.
Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος ἔζησε τόν 14ο αἰώνα μ.Χ. καί ἀσκήτεψε στή μονή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Στρομύν, κοντά στή Μόσχα. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη περί τό ἔτος 1392.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἐν Μοζντόκ τῆς Ρωσίας.
Ἡ ἱερά εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τοῦ Μοζντόκ εἶναι ἀντίγραφο τῆς εἰκόνος τῆς Παναγίας τῆς Ἰβηριτίσσης († 12 Φεβρουαρίου) καί ἀπε-στάλη κατά τόν 13ο αἰώνα μ.Χ. ἀπό τήν ἁγία βασίλισσα Ταμάρα († 1 Μαῒου) ὡς δῶρο πρός τούς νεοφώτιστους Χριστιανούς τοῦ χωρί-ου Ὀσέτιαν Ὄλ τοῦ Μάργιαμ-Κάντου.
Τὸ ἔτος 1768, ἡ εἰκόνα θαυματουργικά ἐμφανίσθηκε στίς ἐκβο-λές τοῦ ποταμοῦ Τέρεκ, καντά στό Μοζντόκ. Ὁ Ἐπίσκοπος Γάϊος ἔκτισε ἕνα μικρό ναό γιά τήν εἰκόνα. Κατά τά ἔτη 1796-1797 στή θέση τοῦ παρεκκλησίου ἀνηγέρθη πρός τιμήν τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου μεγάλος ναός καί ἱδρύθηκε γυναικεία μονή.
† Τῇ Τρίτῃ τῆς Διακαινησίμου, τῶν ἁγίων Νεομαρτύρων Χριστοδούλου καί ᾿Αναστασίας, τῶν ἐν ᾿Αχαΐᾳ ἀθλησάντων.
Οἱ ῞Αγιοι Νεομάρτυρες Χριστόδουλος καί ᾿Αναστασία ἄθλη-σαν στήν ᾿Αχαΐα τό ἔτος 1821. Ὁ Χριστόδουλος ἡλικίας 14 ἐτῶν ἦταν τό μοναδικό μέλος μιᾶς χριστιανικῆς οἰκογένειας, τῆς ὁποίας ἡ μητέρα καί οἱ δύο θυγατέρες ἀλλαξοπίστησαν. Ἡ συνομήλική του Ἀναστασία ἦταν ὑπηρέτρια τῆς οἰκογένειας καί ἐνίσχυσε πνευμα-τικά τόν Χριστόδουλο. Τελικά μαρτύρησαν στήν Πάτρα τήν Κυριακή τῶν Βαΐων τοῦ 1821, ὅπως διέσωσε ὡς αὐτόπτης ὁ ἱστορι-κός Πουκεβίλ, Πρόξενος τῆς Γαλλίας στήν Πάτρα τήν ἐποχή ἐκείνη, σημειώνοντας ὅτι καί ἄλλοι μαρτύρησαν μαζί μέ αὐτούς.
† Τῇ Τρίτῃ τῆς Διακαινησίμου, τῶν ἁγίων 6.000 Ὁσιομαστύρων, ἐν Γεωργίᾳ μαρτυρησάντων.
Τό μοναστήρι τοῦ Ὁσίου Δαυίδ στήν ἔρημο τοῦ Γκαρέτζη γιά πολλούς αἰῶνες ὑπῆρξε φάρος τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῆς Γεωργίας. Ἡ θεάρεστος ζωή τῶν Ἁγίων Πατέρων της γιά αἰῶνες ὑπῆρξε λαμ-πρό παράδειγμα ἀρετῆς γιά τίς ἑπόμενες γενιές. Τόν 17ο αιώνα οἱ Τοῦρκοι καί οἱ Πέρσες ἀδιάκοπα χύνουν τό αἷμα τῶν Ὀρθοδόξων Γεωργιανῶν. Μπορεῖ οἱ ἐπιδρομές αὐτές νά κατέστρεφαν τήν χώρα οἰκονομικά καί νά μείωναν τόν πληθυσμό, πνευματικά ὅμως συντε-λοῦσαν στήν καλλιέργεια τῆς πίστεως. Ὅπως ὁ χρυσός καθαρίζει στή φωτιά, ἔτσι καί ἡ πίστη τοῦ λαοῦ καθάριζε καί δυνάμωνε, γι’ αὐτό καί στόν αἰώνα αὐτόν ἔχουμε ἀμέτρητους μάρτυρες τοῦ Χρι-στοῦ.
Αὐτός ὁ αἰώνας κοσμεῖται ἀπό τό μαρτύριο τῶν 6000 μοναχῶν τῆς ἐρήμου Γκαρέτζη πού ἔγινα μέ τήν ἐπιδρομή τοῦ Πέρση Σάχ-Ἀμπάς τό 1616.
Ξημέρωνε ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Τό πρωῒ στόν ὄρθρο, οἱ Πατέρες τῆς μονῆς μέ ἀναμένες λαμπάδες καί ἱερές εἰκόνες βγῆκαν ἀπό τό Καθολικό. Εἶδαν τό φῶς ἀπό τίς λαμπάδες οἱ Πέρσες, πού ἔρχονταν γιά νά λεηλατήσουν τήν χώρα, καί περικύκλωσαν τήν μονή. Οἱ βάρβαροι πίεσαν τούς μοναχούς νά ἀλλάξουν τήν πίστη τους, ἀλλιῶς θά τούς ἐκτελοῦσαν μέχρι τόν τελευταῖο. Ὁ ἅγιος Ἡγούμενος τούς εἶπε εἰρηνικά: «Ἐμεῖς τόν ψευδαπόστολό σας δέν θά πιστέψουμε καί οὔτε ἀφήνουμε τόν Βασιλέα καί Δεσπότη μας Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, γιά τό ὄνομα τοῦ Ὁποίου ἀναχωρήσαμε ἀπό τόν κόσμο καί κατοικοῦμε στήν ἔρημο. Ἀφῆστε μας μόνο νά γευθοῦμε τό Πάσχα αὐτό τό ἀθάνατο. Φυλάξτε τίς πύλες τοῦ ναοῦ καλά γιά νά μή βγεῖ κανείς μας. Ἔτσι κι ἀλλιῶς δέν ὑπάρχει κανείς νά μᾶς βοηθήσει καί μετά τήν Θεία Λειτουργία κάντε ὅ,τι θέλετε».
Τυφλωμένοι ἀπό τά κειμήλια τοῦ ναοῦ οἱ Πέρσες τούς ἄφησαν νά τελειώσουν τήν Θεία Λειτουργία καί στή συνέχεια τούς ἔσφαξαν μέχρι τόν τελευταῖο μοναχό. Σώθηκαν μόνο δυό Ἀναχωρητές, οἱ ὁποῖοι συνέλεξαν σέ ἕνα τάφο τά ἅγια λείψανά τους πού ἐνταφίασε ὁ αὐτοκράτορας Ἄρκιλ ὁ Β΄
† Τῇ Τρίτῃ τῆς Διακαινησίμου, τοῦ ἁγίου Ὁσιομάρτυρος Παύλου, τοῦ ἐν Τριπόλει ἀθλήσαντος.
῾Ο ῞Αγιος ῾Οσιομάρτυς Παῦλος, κατά κόσμον Παναγιώτης, ἐγεννήθηκε στό χωριό Σοπωτό τῆς ἐπαρχίας Καλαβρύτων ἀπό εὐσε-βεῖς καί φιλόθεους γονεῖς, τόν ᾿Ιωάννη καί τήν ᾿Αντώνα. ᾿Αρχικά ὁ ῞Αγιος ἐργάσθηκε ὡς τσαγκάρης γιά μερικά χρόνια. Πλανεμένος ἀπό τίς ἐνέργειες τοῦ διαβόλου, γιά νά διασκεδάζει μέ τούς φίλους του, ἐνδύθηκε μουσουλμάνος, λέγοντας ὅτι εἶναι ᾿Αγαρηνός. Δέν ἀπατήθηκε ὅμως τόσο πολύ, ὥστε νά ὁδηγηθεῖ σέ περιτομή. ᾿Αλλά ἀμέσως κατάλαβε τό ἁμάρτημά του, μετανόησε καί ἔκλαψε πικρά, ὅπως ὁ Πέτρος.
᾿Αφοῦ ἀνεχώρησε ἀπό τήν πατρίδα του, ἐπῆγε στό ῞Αγιον ῎Ορος, στή βασιλική καί σταυροπηγιακή μονή τῆς Λαύρας. ῎Ελαβε τό μοναχικό σχῆμα, μετονομάσθηκε σέ Παῦλος, καί ἀπό ἐκεῖ ἀνεχώρησε γιά τή μονή τοῦ ῾Αγίου Παντελεήμονος, ὅπου παρέμεινε τρία ἔτη μέ νηστεία, ἀγρυπνία καί συχνή κοινωνία τῶν Θείων καί ᾿Αχράντων Μυστηρίων. Τότε ἐγεννήθηκε σέ αὐτόν ἐπιθυμία νά μαρτυρήσει ὑπέρ Χριστοῦ. Τόν πόθο του αὐτό ἐκμυστηρεύθηκε στόν πνευματικό του πατέρα ἱερομόναχο ᾿Ανανία, τῆς Σκήτης τῆς ῾Αγίας ῎Αννης, ὁ ὁποῖος ἐνῶ κατ᾿ ἀρχάς θέλησε νά τόν ἐμποδίσει, στή συνέχεια τόν ὑπέβαλε στίς δέουσες δοκιμασίες, μετά τίς ὁποῖες τόν ἔστειλε μέ τήν εὐλογία του πρός τήν ὁδό τοῦ μαρτυρίου.
῾Ο Παῦλος, ἀφοῦ ἀνεχώρησε ἀπό τό ῞Αγιον ῎Ορος, μετέβη στή μονή τῆς Θεοτόκου τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου, στά Καλάβρυτα, ὅπου παρέμεινε ἐπί σαράντα μέρες νηστεύοντας καί προσευχόμενος πρός τή Θεοτόκο, γιά νά τόν ἐνδυναμώσει κατά τόν ἱερό ἀγώνα του. ᾿Ακολούθως ἐμφανίσθηκε στό μουφτή τῆς Τριπόλεως ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ἀπεκήρυξε τό Μωαμεθανισμό καί ὁμολόγησε τόν Χρι-στό. ῾Ο ἡγεμόνας παρατηρώντας τό ἀμετάθετο τῆς γνώμης τοῦ Παύ-λου, πρόσταξε νά ἀποκεφαλισθεῖ. Οἱ στρατιῶτες τόν ἀποκεφάλισαν τό 1818, σέ λικία εἴκοσι ὀκτώ ἐτῶν, καί ἔριξαν τό ἅγιο λείψανό του μέσα στό βόθρο τῆς οἰκίας τοῦ ἡγεμόνος, χωρίς αὐτό νά ἀλλοιωθεῖ. Παρά ταῦτα, δύο φιλομάρτυρες Χριστιανοί, εἴκοσι μέρες μετά τή θανάτωση τοῦ ῾Αγίου, ἀνεκάλυψαν αὐτό, τό ἔκλεψαν κατά τή διάρκεια τῆς νύχτας καί ἀφοῦ τό ἔπλυναν, τό μετέφεραν καί τό ἐνταφίασαν μέ εὐλάβεια στήν ἱερά μονή τοῦ ῾Αγίου Νικολάου Βαρσῶν.
† Τῇ Τρίτῃ τῆς Διακαινησίμου, μνήμη τοῦ ἁγίου Νεομάρτυρος Ἰωάννου τοῦ ράπτου, τοῦ ἐξ Ἰωαννίνων καί ἐν Κωνσταντινουπόλει ἀθλήσαντος.
῾Ο ῞Αγιος Νεομάρτυς ᾿Ιωάννης ἐγεννήθηκε στό χωριό Τέροβο ᾿Ιωαννίνων ἀπό φιλόθεους καί εὐσεβεῖς γονεῖς. ᾿Από νωρίς ἐγκατα-στάθηκε στά ᾿Ιωάννινα, ὅπου ἐξασκοῦσε τό ἐπάγγελμα τοῦ ράπτη. Μετά τό θάνα-το τῶν γονέων του ἦλθε στήν Κωνσταντινούπολη ἐπί Πατριάρχου ῾Ιερε-μίου Α΄ (1525-1545) καί ἐπί σουλτάνου Σουλεϊμάν τοῦ Β΄ (1520-1560). Περικοσμούμενος μέ ψυχικές καί σωματικές ἀρετές ἐκίνησε τό φθόνο τῶν Τούρκων, οἱ ὁποῖοι τόν ἐπίεζαν νά γίνει Μουσουλμάνος. ῾Ο ᾿Ιωάννης ὅμως ἀπέκρουε τίς δελεαστικές προτάσεις τῶν Τούρκων καί ἀπεφάσισε νά μαρτυρήσει γιά τήν ἀγάπη του στόν Χριστό. ῎Ετσι προσῆλθε στόν πνευματικό του καί, ἀφοῦ ἐξομολογήθηκε, ἐδήλωσε τόν πόθο του γιά τό μαρτύριο. ῾Ο πνευματικός ὅμως τόν ἀπέτρεψε κατ᾿ ἀρχήν καί ἔτσι ὁ ᾿Ιωάννης ἀνέβαλε τήν ἐκτέλεση τῆς ἀποφάσεώς του. Συγκινημένος ὕστερα ἀπό λίγο ἀπό τήν ἀνάμνηση τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου κατά τή Μεγάλη Πέμπτη, προσῆλθε καί πάλι στόν πνευματικό του καί ἐζήτησε τήν εὐχή καί τήν εὐλογία του γιά τό μαρτύριο. ᾿Απετράπη ὅμως γιά δεύτερη φορά ἀπό τόν πνευματικό. ᾿Εκεῖνος ἐπανῆλθε ἐκ νέου μέ σταθερή ἀπόφαση τήν ἑπόμενη μέρα τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς καί ἀφοῦ ἐδήλωσε ὅτι εἶδε ὅραμα, κατά τό ὁποῖο ἐχόρευε μέσα σέ φλόγες μεγάλης φωτιᾶς, ἔλαβε ἀπό τόν πνευματικό του τήν ποθού-μενη εὐλογία. Μεταβαίνοντας στό ἐργαστήριό του εἶδε νά ἔρχονται κοντά του οἱ Τοῦρκοι πού τόν προέτρε-παν νά ἀλλαξοπιστήσει, οἱ ὁποῖοι αὐτή τή φορά τόν συκοφαντοῦσαν λέγοντας ὅτι, ὅταν ἦταν στά Τρίκαλα, ἀρνήθηκε τόν Χριστό. ῾Ο Νεομάρτυς τούς ἀπάντησε μέ τά ἑξῆς λόγια· «Μή γένοιτο ποτέ νά πάθω τέ-τοια ἐγκατάλειψη ἀπό τόν Θεό, ὥστε νά ἀρνηθῶ τόν Χριστό μου, ἀλλά ἐγώ μέ τόν Χριστό μου ζῶ καί θέλω νά ζήσω, καί εἶμαι πρόθυμος νά ἀποθάνω γι᾿ Αὐ-τόν».
῎Ετσι, ὁ ᾿Ιωάννης ἀφοῦ περιφρόνησε μέ τούς λόγους του τή θρησκεία τοῦ Μωάμεθ, ἄναψε τό θυμό τῶν Τούρκων, οἱ ὁποῖοι μια-νόμενοι ὅρμησαν ἐναντίον του καί ἀφοῦ τόν συνέλαβαν, τόν ὁδή-γησαν στόν κριτή. ῾Ομολογώντας καί ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ τόν Χρι-στό παραδόθηκε σέ βασανιστήρια, τά ὁποῖα ὑπέμεινε μέ καρτερία. Στή συνέχεια τόν ὁδήγησαν στή φυλακή καί ἐπειδή ἐκεῖνος παρέμενε σταθερά ἀμετάθετος στήν πατρώα εὐσέβεια ὁμολογώντας συνέχεια τό ῎Ονομα τοῦ Χριστοῦ, καταδικάσθηκε στόν διά πυρᾶς θάνατο.
῾Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ῾Ιερεμίας ὁ Α΄ κατόρθω-σε μέ πολλά χρήματα νά ἐπιτύχει τήν ἀναβολή τῆς ἐκτελέσεως γιά λίγες μέρες.
Τήν Παρασκευή τῆς Διακαινησίμου ὁ ᾿Ιωάννης προσήχθη καί πάλι ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ, πρό τοῦ ὁποίου μέ πνευματική ἀνδρεία ἐπανέλαβε ἀκλόνητος τή θερμή ὁμολογία τῆς πίστεώς του στόν Κύριο καί Θεό μας καί ἔψαλε τό «Χριστός ᾿Ανέστη». Τότε τόν ἐμαστίγωσαν καί τόν ἔριξαν στή φωτιά, πού εἶχε ἀναφθεῖ μπροστά ἀπό μιά τουρκική οἰκία. Οἱ κάτοικοι τῆς οἰκίας αὐτῆς, ἐπειδή ἐθεώ-ρησαν τά γενόμενα μπροστά στήν οἰκία τους ὡς κακό γι᾿ αὐτούς οἰωνό, διεσκόρπισαν καί τή φωτιά καί τούς κατακαίοντες τόν ῞Αγιο δήμιους. Τότε οἱ δήμιοι, ἀφοῦ παρέλαβαν τόν ῞Αγιο μισοκαμένο καί ψάλλοντα διαρκῶς τό «Χριστός ᾿Ανέστη», ἄναψαν ἐκτός τῆς πόλεως νέα φωτιά, στήν ὁποία μέ χαρά ἐπήδησε ὁ ᾿Ιωάννης. Φιλομάρτυρες Χριστιανοί, γιά νά ἀπαλλάξουν τό Μάρτυρα ἀπό τίς ὀδύνες τῆς φωτιᾶς, ἐπλήρωσαν τούς δήμιους γιά νά τόν ἀποκεφαλίσουν. ῎Ετσι ἐτελειώθηκε ὁ Νεομάρτυς ᾿Ιωάννης στήν Κωνσταντινούπολη, τό ἔτος 1526. Οἱ Χριστιανοί ἀγόρασαν ἀντί πολλῶν χρημάτων τά ἐκ τῆς πυρᾶς διασωθέντα ἐλάχιστα ἱερά λείψανα τοῦ Νεομάρτυρος καί τά διεφύλαξαν στόν πατριαρχικό ναό.
῾Ο Νεομάρτυς ᾿Ιωάννης ἔγινε πασίγνωστος γιά τά θαύματά του σέ ὁλόκληρο τό Γένος. ῾Η μνήμη του στά ᾿Ιωάννινα τελεῖται τήν Τρίτη τῆς Διακαινησίμου στό ναό τῆς ῾Αγίας Μαρίνης.
† Τῇ Τρίτῃ τῆς Διακαινησίμου, μνήμη τοῦ ἁγίου Ἱερομάρτυρος Ραφαήλ καί τῶν σύν αὐτῷ μαρτυρησάντων Νικολάου διακόνου καί Εἰρήνης, ἐν Θέρμῃ τῆς Μυτιλήνης.
† Τῇ Τρίτῃ τῆς Διακαινησίμου, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῶν Θεμάτων.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῶν Θεμάτων φυλάσσεται στήν ὁμώ-νυμη μονή τῆς νήσου Κεφαλληνίας.
† Τῇ Τρίτῃ τῆς Διακαινησίμου, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ἐλεούσης τῆς Τρικουκκιωτίσσης.
Ἡ ἱερά εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἐλεούσης φυλάσσεται στή μονή τῆς Παναγίας Τρικουκκιώτισσας πού βρίσκεται στό ὄρος Τρό-οδος τῆς Κύπρου, κοντά στό χωριό Πρόδρομος. Στή μονή ὑπῆρχε παλαιότερη εἰκόνα πού σύμφωνα μέ τήν παράδοση ἁγιογραφήθηκε ἀπό τόν Εὐαγγελιστή Λουκᾶ.
Τό μοναστήρι εἶναι ἀπό τά ἀρχαιότερα τῆς Κύπρου. Πότε ἀκριβῶς ἱδρύθηκε δέν γνωρίζουμε. Εἶναι ὅμως βέβαιο ὅτι ὑφίστατο κατά τήν περίοδο τῆς Φραγκοκρατίας-Ἑνετοκρατίας (1191-1571). Ἡ ὀνομασία τῆς Παναγίας προῆλθε πιθανόν ἀπό τό δέντρο τοῦ δά-σους Τρικουτσιά ἤ Κοκκονιά.
Ἡ θαυματουργή εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Τρικουκκιώτισσας ἀπάλλασε τήν Κύπρο ἀπό ἀνομβρία.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!
1 Βενεβέντον: σημαντική πόλη τῆς νότιας Ἰτασλίας, πρωτεύουσα ὁμωνύμου ἐπαρχίας καί νομοῦ, κοντά στήν Καμπανία. Ἡ παράδοση θεωρεῖ τήν πόλη ἀρχαιότερη ἀπό τή Ρώμη καί ἀναφέρει ὡς ἱδρυτή αὐτῆς τόν Ἕλληνα Διομήδη, υἱό τοῦ Ὀδυσσέως καί τῆς Κίρκης.
2 Στόν Παρισινό Κώδικα 1573 φ. 247 καλεῖται Μάξιμος. Στόν Πατμιακό Κώδικα ἐπίσης καλεῖται Μάξιμος, ἀλλά ἡ μνήμη αὐτοῦ φέρεται κατά τήν 20ή Νοεμβρίου μαζί μέ τούς Πατριάρχες Ἀλέξανδρο, Ἀνατόλιο, Γεννάδιο καί Πρόκλο.