† Μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Τιμοθέου, τοῦ ἐν Συμβόλοις.
Ὁ Ὅσιος Τιμόθεος, ὅπως προκύπτει ἀπό τή σωζόμενη Ἀκολου-θία αὐτοῦ[1], ἔζησε τἠν περίοδο τῆς εἰκονομαχίας καί καταδιώχθηκε ἀπό τούς εἰκονομάχους. Ἀκολούθησε τό μοναχικό βίο καί ἐκάρη μονα-χός σέ πολύ νεαρή ἡλικία. Ἀσκήτεψε θεοφιλῶς καί διέπρεψε στή σω-φροσύνη καί παρθενία γενόμενος δοχεῖο τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύ-ματος. Διακρίθηκε δέ στή φιλανθρωπία καί ὑπῆρξε τροφή τῶν πεινών-των καί προστάτης τῶν ὀρφανῶν.
Ἡ ὑπόδειγη τῶν Συναξαριστῶν «ἐν τοῖς Συμβόλοις» ἴσως φανε-ρώνει τόν τόπο τοῦ ἐνταφιασμοῦ τοῦ ἱεροῦ λειψάνου αὐτοῦ.
Ὁ Ὅσιος Τιμόθεος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη σέ βαθύ γῆρας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Εὐσταθίου, πατριάρχου Ἀντιοχείας τῆς μεγάλης.
Ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος ἐγεννήθηκε στή πόλη Σίδη[2] τῆς Παμφυλίας καί ὑπῆρξε ἀπό τίς μεγάλες καί ἐκκλησιαστικές μορφές τοῦ 3ου καί τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ. αἰῶνα. Ἄλλοι θεωροῦν ὅτι καταγόταν ἀπό τούς Φιλίππους τῆς Μακεδονίας. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος χαρακτηρίζει τόν Ἅγιο Εὐστάθιο «ἄνδρα ὁμολογητήν». Τοῦτο σημαίνει ἀσφαλῶς, ὅτι ὑπέφερε κατά τή διάρκεια τῶν διωγμῶν, εἴτε ἐπί Διοκλητιανοῦ εἴτε ἐπί Λικινίου.
Τό 320 μ.Χ. ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Βέροιας[3] τῆς Συρίας καί ἀπό ἐκεῖ μετατέθηκε τό ἔτος 324 μ.Χ. στήν Ἀντιόχεια. Παρευρεθείς στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἡ ὁποία συνῆλθε, τό ἔτος 325 μ.Χ. στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας, κατεδίκασε τόν αἱρετικό Ἄρειο καί τούς ὀπαδούς αὐτοῦ.
Ὁ Ἅγιος ἐξακολουθοῦσε νά ἐργάζεται γιά τή διάδοση ἀλλά καί τή στερέωση τῆς Ὀρθοδοξίας καί συνδεόταν διά στενῆς φιλίας μέ τόν Ἅγιο Ὅσιο, Ἐπίσκοπο Κορδούης († 27 Αὐγούστου)
Ὅμως, οἱ κορυφαῖοι τῶν ὀπαδῶν τοῦ Ἀρείου, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦσαν ὁ Νικομηδείας Εὐσέβιος, ὁ Νικαίας Θέογνις καί ὁ Καισα-ρείας Εὐσέβιος, συνεκάλεσαν Σύνοδο στήν Ἀντιόχεια, τό ἔτος 330 μ.Χ., καί καθαίρεσαν τόν Ἅγιο Εὐστάθιο ὡς αἱρετικό. Γιά νά ἐνεργήσουν δέ ἀποτελεσματικότερα ἔπλασαν καί ἄλλα σέ βάρος του ἐγκλήματα, ὅτι τάχα ὁμιλοῦσε περιφρονητικά γιά τή μητέρα τοῦ Μεγάλου Κωνσταν-τίνου Ἁγία Ἑλένη καί ὅτι προσῆλθε σέ ἀθέμιτες σχέσεις μέ κάποια γυναίκα ἀπό τήν ὁποία ἀπέκτησε καί τέκνο. Ἔτσι κατόρθωσαν νά ἐπιτύχουν τήν ἐξορία τοῦ Ἁγίου κατά μερικούς στούς Φιλίππους τῆς Μακεδονίας, κατ’ ἄλλους δέ στήν Τραϊνούπολη[4] τῆς Θράκης, ὅπου καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 337 μ.Χ.
Ἡ Ἀντιόχεια ἔμεινε πιστή στόν Ὀρθόδοξο Ἐπίσκοπό της καί τό ἔτος 482 μ.Χ. ἐζήτησε καί ἔλαβε τά ἱερά λείψανα αὐτοῦ ἀπό τήν Τραϊανούπολη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Βερουλίου, Σεκουν-δίνου, Σιρικίου, Φελισίου, Σερβούλου, Σατουρνίνου, Φορτουνάτου καί τῶν σύν αὐτοῖς μαρτυρησάντων.
Οἱ Ἅγιοι αὐτοί Μάρτυρες ἐμαρτύρησαν στήν Ἀφρική[5].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Μαξιμιανοῦ, ἀρχιεπισκόπου Ραβέννης.
Ὁ Ἅγιος Μαξιμιανός ἐγεννήθηκε τό ἔτος 498 μ.Χ. στήν περιοχή τῆς Ἰστρίας τῆς Ἰταλίας καί ἀπό ἐκεῖ ἐγκαταστάθηκε στήν Κωνσταντι-νούπολη. Στίς 14 Ὀκτωβρίου τοῦ ἔτους 546 ἐχειροτονήθηκε στήν Πά-τρα Ἐπίσκοπος Ραβέννης ὑπό τοῦ Ρώμης Βιγιλίου (538-555 μ.Χ.).
Στήν πόλη τῆς Ραβέννας ἡ προσωπικότητα καί ἡ ἁγιότητα τοῦ βίου τοῦ Ἁγίου Μαξιμιανοῦ εἶναι ζῶσα στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία καί στά χριστιανικά μνημεῖα. Σέ αὐτόν ὀφείλονται τά ἐγκαίνια τῶν περίφημων βασιλικῶν τῆς Ραβέννας, Ἁγίου Βιταλίου καί Ἁγίου Ἀπολ-λιναρίου, τίς ὁποῖες ἐκόσμησε μέ λαμπρά ψηφιδωτά. Στή Ραβέννα, μέ δική του πρωτοβουλία ἀνηγέρθη, ἐπίσης, ὁ ναός τοῦ Πρωτομάρτυρος Στεφάνου, στήν ὁποία ἐναπέθεσε 21 ἱερά λείψανα Ἁγίων.
Ὁ Ἅγιος Μαξιμιανός ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 556 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ὁσίων πατέρων ἡμῶν Ἀνδρέου καί Ἀνατολίου.
Οἱ Ὅσιοι Πατέρες Ἀνδρέας καί Ἀνατόλιος ἔζησαν καί ἀσκήτε-ψαν στήν Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων κατά τόν 5ο αἰώνα μ.Χ.. Ἦσαν ἀπό τούς πρώτους μαθητές τοῦ Ἁγίου Εὐθυμίου τοῦ Μεγάλου († 20 Ἰανουαρίου). Ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας καταγόταν ἀπό τή Μυτιλήνη καί ὁ Ὅσιος Ἀνατόλιος ἀπό τή Ραϊθώ. Ἐκοιμήθησαν μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν ᾿Ιωάννου, πα-τριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, τοῦ ἀπό Σχολαστικῶν.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης καταγόταν ἀπό τό χωριό Σιρίμιον τῆς Ἀντιόχειας τῆς Συρίας. Ἐσπούδασε τή νομική ἐπιστήμη καί ἔγινε δικηγόρος. Ἀργότερα ἐχειροτονήθηκε πρεσβύτερος καί ἀπεστάλη στήν Κωνσταντινούπολη ὡς ἐπίτροπος τοῦ Πατριάρχου Ἀντιοχείας.
Στίς 15 Ἀπριλίου 565 μ.Χ. ἐξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντι-νουπόλεως καί ἐδιοίκησε θεοφιλῶς τήν Ἐκκλησία ἐπί δώδεκα καί πλέον ἔτη. Μέ τήν προτροπή τοῦ Ἁγίου ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστῖνος Β΄ (565-578 μ.Χ.) ἀπέστειλε στήν Αἴγυπτο τόν Ἀββᾶ Φωτεινό πρός εἰρήνευση τῶν ταραγμένων ἀπό τίς αἱρέσεις Ἐκκλησιῶν αὐτῆς.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 577 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ζαχαρίου, πατριάρχου ῾Ιεροσολύμων.
Ὁ Ἅγιος Ζαχαρίας ἐγεννήθηκε κατά τό δεύτερο ἥμισυ τοῦ 6ου αἰῶνος μ.Χ. Ἐξελέγη Πατριάρχης Ἱεροσολύμων τό 609 μ.Χ. καί κατά τήν κατάληψη τῆς Ἱερουσαλήμ ἀπό τούς Πέρσες, τό ἔτος 614 μ.Χ., αἰχμαλωτίσθηκε καί ὁδηγήθηκε στήν Περσία. Ἀπό ἐκεῖ ἔγραψε σπου-δαία ἐπιστολή πρός τήν Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων μέ προτροπές γιά μετάνοια καί εὐσπλαγχνία[6].
Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Ἡράκλειος ἐνίκησε, τό 628 μ.Χ., τούς Πέρσες, ὁ Ἅγιος Ζαχαρίας ἐπέστρεψε στήν ἕδρα του μεταφέροντας τόν Τίμιο Σταυρό.
Ὁ Ἅγιος Ζαχαρίας ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 632 μ.Χ. Στό Ἱεροσολυμιτικό Κανονάριο ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου ἀναφέρεται στίς 31 Ἰανουαρίου καί στίς 28 Ὀκτωβρίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Γεωργίου, ἐπισκόπου Ἀμάστριδος.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος καταγόταν ἀπό τήν Κρώμνη[7] τῆς Ἀμά-στριδος καί ἐγεννήθηκε ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς, τόν Θεόδωρο καί τήν Μεγεθώ.
Μετά τίς σπουδές αὐτοῦ , ἀπῆλθε στό ὄρος τῆς Συρικῆς καί ἐκεῖ ἀφοῦ βρῆκε Γέροντα ἀσκητή ἐδιδάχθηκε τά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί ἔλαβε ἀπό αὐτόν τό ἀγγελικό σχῆμα. Μετά τό θάνατο τοῦ Γέροντός του μετέβη στή πόλη Βόνυσα τῆς Ἀκαρνανίας καί ἀσκήτευε ἐκεῖ. Ὅταν μετά τήν κοίμηση τοῦ Ἐπισκόπου Ἀμάστριδος ἐκενώθηκε ἡ θέση αὐτοῦ, ἡ Ἐκκλησία ἀμείβουσα τίς ἀρετές καί τά χαρίσματα αὐτοῦ, τόν ἔταξε ποιμένα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀμάστριδος, τήν ὁποία ἐποίμανε θεοφιλῶς καί θεαρέστως. Ἡ χειροτονία τοῦ Ἁγίου σέ ἀρχιερέα ἔγινε στήν Κωνσταντινούπολη.
Ὁ Ἅγιος διακόνησε τήν Ἐκκλησία, ἐφρόντισε τόν ἱερό κλῆρο, ἐνδιαφερόταν γιά τήν προστασία ὀρφανῶν καί χηρῶν, τή διατροφή καί συντήρηση τῶν πτωχῶν καί τήν ἀπαλλαγή τους ἀπό χρέη. Ὁ Θεός, βλέποντας τήν ὁσιακή του πολιτεία, τόν ἀξίωσε καί τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 805 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἐν Κοζελσλάνσκ τῆς Ρωσίας.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!