Μητροπολίτου Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου
Γενικοῦ Διευθυντοῦ Ἀποστολικῆς Διακονίας
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
† Μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Ἰσιδώρου, τοῦ ἐν Χίῳ.

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἰσίδωρος καταγόταν ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια. Οἱ γονεῖς του ἦσαν εἰδωλολάτρες. Ὑπηρέτησε στό ρωμαϊκό στρατό, ἐπί Δεκίου βασιλέως (249-250 μ.Χ.) καί προήχθη στό ἀξίωμα τοῦ Ὀπτίωνος. Ὁ Ἅγιος εἶχε ἑλκυσθεῖ στή Χριστιανική πίστη κατά τό τελευταῖο του ταξίδι ἀπό ἄλλους Χριστιανούς πού ὑπηρετοῦσαν μαζί του στή ναυτική στρατικωτική δύναμη. Ὅταν ἦλθε στή Χίο ὁ Κεντυρίων Ἰούλιος1 τόν διέβαλε ἀναφέροντας στό ναύαρχο Νου-μέριο, ὅτι ἦταν Χριστιανός καί ἀρνιόταν νά προσφέρει θυσία στούς θεούς. Τότε τόν συνέλαβαν καί τόν ἀπείλησαν γιά νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη του στόν Χριστό. Ὑποβλήθηκε σέ φρικτά βασανιστήρια καί σέ σκληρό ξυλοδαρμό πού κατενίκησε μέ τήν ἀδάμαστη πίστη του. Ὁ πατέρας του, ὅταν ἔμαθε ὅτι ἦταν Χριστιανός ἐξεπλάγη. Ἔτσι, ἐξεκίνησε τό ταξίδι γά τή Χίο, ὅπου ἔφθασε μέ πολύ κόπο. Ἀμέσως ἐζήτησε νά δεῖ τό φυλακισμένο υἱό του καί ὁ ναύαρχος Νουμέριος, νομίζοντας ὅτι ἡ πατρική παρέμβαση θά ἄλλαζε τήν πίστη τοῦ Μάρτυρος, ἐπέτρεψε. Ὁ Ἅγιος καθικέτευε τόν πατέρα του νά ἀνοί-ξει τά μάτια τῆς ψυχῆς του καί νά δεῖ τήν ἀλήθεια. Ὁ πατέρας τοῦ Ἁγίου ἦταν ἀνένδοτος. Δέν μποροῦσε νά ἀποδεχθεῖ ὅτι ὁ υἱός του ἐπίστευε στόν Σταυρωθέντα Ναζωραῖο καί ἀρνήθηκε τήν προγο-νική θρησκεία τῶν εἰδώλων. Τόν καταράσθηκε καί ἐδήλωσε στό ναύαρχο Νουμέριο, ὅτι τόν ἀποκηρύσσει παρακαλώντας τον ταυτό-χρονα νά ἐπισπεύσει τή θανατική καταδίκη τοῦ υἱοῦ του. Ὁ Νου-μέριος ἀμέσως τόν προσέδεσε σέ ἄλογο πού τόν παρέσυρε καλπά-ζοντας ἐπάνω σέ πέτρες. Ὁ Μάρτυς ἦταν γεμᾶτος πληγές καί αἵμα-τα. Ἀμέσως ὁ Νουμέριος διέταξε τήν δι’ ἀποτομῆς τῆς κεφαλῆς θανάτωση αὐτοῦ.
Τό σεπτό λείψανό του τό ἔριξαν σέ φαράγγι, γιά νά τό καταφάγουν τά ὄρνεα, λίγοι δέ στρατιῶτες ἐφύλαγαν ἐκεῖ, μή τυχόν ἔλθουν Χριστιανοί καί παραλάβουν τό σῶμα. Ὅμως, μία Χριστιανή, ὀνόματι Μυρόπη2, ἦλθε τή νύχτα καί μέ τή βοήθεια δύο ὑπη-ρετριῶν, τήν ὥρα πού οἱ στρατιῶτες εἶχαν πέσει ἡσύχαζαν, παρέ-λαβε τό ἱερό λείψανο, τό ὁποῖο ἐνταφίασε. Τήν ἑπομένη ὁ Νου-μέριος πληροφορήθηκε ὅτι τό λείψανο τοῦ Μάρτυρος εἶχε ἁρπαγεῖ. Ὑπέθεσε, ὅτι οἱ στρατιῶτες δελεάσθηκαν μέ χρήματα καί δῶρα καί ἐπέτρεψαν στούς Χριστιανούς νά παραλάβουν τό σῶμα τοῦ Ἁγίου. Γι’ αὐτό τούς ἐφυλάκισε, ἐνῶ παράλληλα κυκλοφόρησε τήν εἴδηση ὅτι θά τούς φονεύσει, ἄν δέν τοῦ ποῦν σέ ποιόν παρέδωσαν τό λείψανο. Ἡ Μυρόπη ἔκρινε ὅτι θά ἦταν ἄδικο νά ἐκτελεσθοῦν οἱ στρατιῶτες. Γι’ αὐτό παρουσιάσθηκε στόν Νουμέριο καί τοῦ ἐδή-λωσε τήν ἀλήθεια. Ἐκεῖνος ἔδωσε ἐντολή νά τήν φυλακίσουν. Μετά τό μαρτύριό της, οἱ Χριστιανοί ἔθαψαν μέ εὐλάβεια τό λείψανο τῆς Παρθενομάρτυρος κοντά στόν τάφο, ὅπου προηγουμένως αὐτή εἶχε ἀποθέσει τό τοῦ Ἁγίου Ἰσιδώρου.

Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία τιμᾶ τή μνήμη τοῦ Μάρτυρος Ἰσιδώρου στίς 14 Μαΐου καί τή μνήμη τῆς Παρθενομάρτυρος Μυρόπης στίς 2 Δεκεμβρίου3.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Ἀλεξάνδρου, Βαρβάρου καί Ἀκολούθου.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀλέξανδρος, Βάρβαρος καί Ἀκόλουθος ἐκήρυξαν μέ παρρησία τόν Χριστό καί ἐχειραγώγησαν πολλούς πρός τήν εὐσέβεια. Ὑπέμειναν μέ πνευματική ἀνδρεία τίς ὕβρεις καί τά βασανιστήρια. Ἐμαρτύρησαν διά τῆς ἀποτομῆς τῆς τιμίας αὐτῶν κεφαλῆς. Ἡ Σύναξη αὐτῶν ἐτελεῖτο στό ναό τῆς Ἁγίας Εἰρήνης πού ἦταν κοντά στή θάλασσα.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Καρτεγίου, ἐπισκόπου Λίσμορ.
Ὁ Ἅγιος Καρτέγιος καταγόταν ἀπό τήν Ἰρλανδία καί ἦταν ἱδρυτής τῆς περίφημης μονῆς τοῦ Ραθανόφφαλυ, πού εἶχε περί τούς ὀκτακόσιους ἑξῆντα μοναχούς. Τό ἔτος 635 μ.Χ. ἀναγκάσθηκε νά ἐγκαταλείψει τή μονή καί νά ἐγκατασταθεῖ στό Λίσμορ, ὅπου ἐξελέγη Ἐπίσκοπος. Ἀφοῦ ἔζησε καί ἐποίμανε τό ποίμνιό του θεο-φιλῶς, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό ἔτος 637 μ.Χ.4
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Θεράποντος, ἐπισκόπου Κύπρου.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Θεράπων ἔζησε παιθανῶς κατά τόν 7ο αἰώνα μ.Χ. Ἀναφέρεται ὡς «Ἀλαμάνος» (Γερμανός) καί «Ἐπίσκοπος Ἀλαμανίας». Ἔγινε στήν Κύπρο Ἐπίσκοπος μή κατανομαζομένης παραλιακῆς πόλεως, ὅπου καί ἔλαβε τόν στέφανο τοῦ μαρτυρίου5. Ἀργότερα, ὅταν οἱ Ἀγαρηνοί ἐπρόκειτο νά καταλάβουν καί λεηλατήσουν τήν Κύπρο, τό ἅγιο λείψανό του, μετακομίσθηκε στήν Κωνσταντινούπολη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Λεοντίου, πατριάρχου Ἱεροσολύμων.
Ὁ Ἅγιος Λεόντιος καταγόταν ἀπό τήν Τιβεριούπολη τῆς Φρυγίας καί ἐγεννήθηκε ἀπό γονεῖς πλούσιους καί εὐσεβεῖς περί τό β΄ ἥμισυ τοῦ 12ου αἰῶνος μ.Χ. Ὅταν ἀπέθανε ὁ πατέρας του, ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τήν γενέτειρά του καί ἐφοίτησε κοντά σέ εὐλαβῆ ἱερέα, προσῆλθε στή μονή τοῦ Πτελιδίου, ὅπου ἔγινε μοναχός. Ἀργότερα μετέβη στήν Κωνσταντινούπολη καί συνδέθηκε μέ τόν Μητροπολίτη Τιβεριάδος, στόν ὁποῖο καί ὑπετάγη. Ἀφοῦ ἀκολούθησε στόν γέροντά του, ὁ ὁποῖος ἐπέστρεφε στήν Ἐπισκοπή του, κατέπλευσα μαζί του στήν Πάτμο, γιά νά προσκυνήσει στή μονή τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. Ἐξεκίνησε τό ταξίδι του γιά τήν Κύπρο, ἀλλά ἡ βουλή τοῦ Θεοῦ τόν ὁδήγησε καί πάλι πίσω στήν Πάτμο. Ἐκεῖ, μέ τήν πνευματική καθοδήγηση τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς Θεοκτίστου, ἀνδρός ἔμπειρου στά πνευματικά, κατέστη ὑπόδειγμα ἀδελφικῆς ἀγάπης καί ταπεινοφροσύνης. Ὅταν ὁ ἡγούμενος Θεόκτιστος ἀπέθανε, ὁ Λεόντιος ἐξελέγη, μέ ὁμόφωνη ἀπόφαση τῶν μοναχῶν, διάδοχός του.
Ὁ Ἅγιος Λεόντιος ἐπισκεπτόταν γιά τίς ὑλικές ἀνάγκες τῆς μονῆς καί τή νῆσο τῆς Κρήτης. Εἶχε δέ ὁρμητήριο στήν Κρήτη τό μονύδριον τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου καί Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, ἐντός τῆς ἀρχαίς πόλεως Ἄπτερα, ἐπάνω ἀπό τό τουρκικό φρούριο Ἰσδεζίν (Καλάμι), πού ἦταν τότε μετόχι τῆς μονῆς Πάτμου.
Μεριμνώντας γιά τίς ὑποθέσεις τῆς μονῆς, ὁ Ἅγιος Λεόντιος μετέβη στήν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ἐφείλκυσε τό σεβασμό καί τήν ἐκτίμηση τοῦ αὐτοκράτορος Μανουήλ τοῦ Κομνηνοῦ (1143-1180 μ.Χ.), κατά σύστασιν καί ὑποστήριξιν τοῦ ὁποίου ἐξελέγη, τό ἔτος 1170, Πατριάρχης Ἱεροσολύμων, σέ καιρούς κατά τούς ὁποίους ἡ Σιωνίτιτδα Ἐκκλησία ἐδοκιμαζόταν ἀπό τήν κυριαρχία τῶν Λατίνων.
Ὁ Ἅγιος Λεόντιος, ἀφοῦ διέπρεψε σέ ὁσιότητα βίου καί ἀποστολικό ζῆλο, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό ἔτος 1190.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Ἰσιδώρου, τοῦ διά Χριστόν σαλοῦ, τοῦ ἐκ Ροστώβ τῆς Ρωσίας, τοῦ Θαυματουργοῦ.
O Ἅγιος Ἰσίδωρος Τβερντίσλοβ (=πιστός τοῦ Λόγου), ἐγεννήθη-κε στή Γερμανία ἀπό πλούσιους γονεῖς. Μεγαλωμένος σέ Ρωμαιο-καθολικό περιβάλλον, μετεστράφηκε ἀργότερα στήν Ὀρθόδοξη πί-στη. Ἀπό τή νεότητά του ἔζησε ἀσκητικό βίο καί εἶχε στήν καρδιά του μεγάλη εὐσπλαγχνία γιά τούς ἀνθρώπους. Ἐπιθυμώντας τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὁ Ἅγιος ἐγκατέλειψε τήν πατρική οἰκία, διεμοί-ρασε τήν περιουσία του στούς πτωχούς καί ἄρχισε νά ζεῖ ὡς περι-πλανώμενος. Τελικά ἔφθασε στή Ρωσία καί ἀπεφάσισε νά ζήσει στό Ροστώβ. Ἐδῶ ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ἐζοῦσε μέσα στό χιόνι καί στό κρύο, ὑπομένοντας κάθε προσβολή. Ἐγκαταστάθηκε σέ μία σαθρή ξύλινη καλύβα, τήν ὁποία ἔφτιαξε ὁ ἴδιος. Ἐπέλεξε ἕναν ἀκατα-νόητο τρόπο ζωῆς γιά τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τόν ὁποῖο ὁ Ἀπό-στολος Παῦλος περιγράφει στήν Α΄ ἐπιστολή του πρός Κορινθίους6.
Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ἐπερνοῦσε τόν καιρό του μέ ἀδιάλειπτη προσευχή, μή ἐπιτρέποντας στόν ἑαυτό του πολύ ὕπνο ἤ ξεκούραση. Ἐστεκόταν ὅλη τή νύκτα ἄγρυπνος καί δοξολογοῦσε τόν Θεό.
Τήν ἡμέρα ὁ Ἅγιος ἔκανε τούς γύρους τῆς πόλεωςς, ἐνεργώντας ὡς σαλός. Ὅπως ὁ Ἰώβ ὁ παλαιός στήν ὑπομονή του, ἔτσι καί ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος, ἐνῶ ἦταν ἀκόμα ζωντανός, ἦταν μαζί ἐπίγειος Ἄγγελος καί οὐράνιος ἄνθρωπος, μία φιλεύσπλαχνη ψυχή, ἁγνός στή σκέψη, μέ ἄγρυπνη καρδιά, πίστη ἀκαταίσχυντη καί ἀληθινή ἀγάπη χωρίς ὑποκρισία. Κατά τή διάρκεια τοῦ βίου του ἀξιώθηκε ἀπό τόν Θεό νά ἐπιτελεῖ θαύματα.
Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1474. Οἱ Χριστιανοί ἐπληροφορήθηκαν τήν κοίμησή του μόνο ὅταν περνώ-ντας ἔξω ἀπό τήν καλύβα του ἔνοιωσαν τήν εὐωδία, πού ἀνέδιδε τό ἱερό λείψανό του. Στόν τόπο τοῦ ἐνταφιασμοῦ τοῦ Ἁγίου ἐκτίσθηκε ὁ ναός τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου, στόν ὁποῖο φυλάσσονται τά λείψανά του.
Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ὀνομάζεται «Τβερντίσλοβ» (=πιστός τοῦ Λόγου), ἐπειδή ὁμιλοῦσε συνεχῶς γιά τόν Ἰησοῦ Χριστό.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἀντωνίου καί τῶν σύν αὐτῷ μαρτυρησάντων μοναχῶν τε καί λαϊκῶν.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀντώνιος, ἡγούμενος, ἐμαρτύρησε μαζί μέ σαράντα μοναχούς καί χίλιους λαϊκούς τῆς μονῆς τοῦ Ὁσίου Παϊσίου τοῦ Οὔγκλιχ († 6 Ἰουνίου) ἀπό τούς Πολωνούς, τό ἔτος 1609.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Δανιήλ καί τῶν σύν αὐτῷ μαρτυρησάντων μοναχῶν τε καί λαϊκῶν.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Δανιήλ, ἡγούμενος, ἐμαρτύρησε μαζί μέ τριάντα μοναχούς καί διακόσιους λαϊκούς τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἀπό τούς Πολωνούς, τό ἔτος 1609.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Μάρκου, τοῦ Κρητός.
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Μάρκος ἦταν γέννημα καί θρέμμα τῆς νήσου Κρήτης. Ὁ πατέρας του, ὀνόματι Ἀνδρέας, καταγόταν ἀπό τή Ζάκυνθο καί ἡ μητέρα του ἀπό τήν Κρήτη. Σέ μικρή ἡλικία, μετά τό θάνατο τῆς μητέρας του, ἀκολούθησε τόν πατέρα του στή Σμύρνη. Ἐκεῖ, λόγῳ τῆς βίαιης διαγωγῆς τοῦ πατέρα του, ἐξισλαμίσθηκε ἀπό τούς Τούρκους. Τέσσερα χρόνια παρέμεινε στόν Ἰσλαμισμό ὁ Μάρκος, μετονομασθείς σέ Μουσταφᾶ.
Στή συνέχεια, ἀφοῦ μετα-νόησε καί ἀνένηψε, ἀπέπτυσε τήν πλάνη τῶν Ἀγαρηνῶν καί διέφυγε στή Ζάκυνθο καί ἀπό ἐκεῖ στήν Κρήτη, ὅπου κατέφυγε στήν ἀκμάζουσα τότε ἱερά μονή τῆς Κυρίας Ἀκρωτηριανῆς (Τοπλοῦ) Σητείας, γιά περισυλλογή καί ἄσκηση. Ἀργότερα ἐπῆγε στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐξομολογήθηκε καί ἐμαθήτευσε κοντά στό σοφό καί πολυμαθῆ διδάσκαλο Μελέτιο Συρίγο. Ἐπανῆλθε στή Σμύρνη, ὅπου ἐκήρυξε δημόσια τόν Χριστιανισμό. Γιά τό λόγο αὐτό συνελήφθη καί ἀφοῦ μέ σθένος ἀρνήθηκε νά προδώσει τήν πίστη του, ἐβασανίσθηκε σκληρά καί τέλος ἀποκεφαλίσθηκε στή Σμύρνη, τό ἔτος 1643. Τό τίμιο λείψανό του, ἀφοῦ ἐξαγοράσθηκε ἀπό τούς Χριστιανούς, ἐνταφιάσθηκε στό ναό τῆς Ἁγίας Γωτεινῆς, ὁ δέ Θεός, σέ ἀνταμοιβή τῆς θυσίας του, τόν ἀνέ-δειξε πηγή ἰαμάτων, γιά τούς προστρέχοντες πρός αὐτόν μέ πίστη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Ἰωάννου τοῦ Βουλγάρεως, τοῦ χρυσοχόου.
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἰωάννης καταγόταν ἀπό τήν πόλη Σούμνα τῆς Βουλγαρίας καί ἀσκοῦσε τό ἐπάγγελμα τοῦ χρυσοχόου. Ἦταν ὡραῖος στήν ὄψη καί ἐνάρετος. Τόν Ἰωάννη ἐρωτεύθηκε μιά Ὀθωμανίδα, πού κατοικοῦσε κοντά στό ἐργαστήριό του. Ἐπειδή ἀπέτυχε στήν προσπάθειά της νά ἑλκύσει τόν ἡλικία δέκα ὀκτώ ἐτῶν Ἰωάννη, τόν ἐσυκοφάντησε, ὅτι ἀποπειράθηκε νά τή βιάσει. Κατόπιν τούτου, συνελήφη καί ὁδηγήθηκε στόν κριτή, ὁ ὁποῖος τόν ἐπίεζε νά ἀλλαξοπιστήσει καί νά νυμφευθεῖ τήν δῆθεν ὑπ’ αὐτοῦ βιασθεῖσα. Ὁ Ἰωάννης, ἀφοῦ ἀντέκρουσε τήν ἐναντίον του συκο-φαντία, ἐδήλωσε πρός τόν κριτή, ὅτι ἦταν καί θά παρέμενε μέχρι τέλους πιστός στή Χριστιανική πίστη του. Γιά τό λόγο αὐτό ἐβασανίσθηκε σκληρά καί ἐκλείσθηκε στή φυλακή. Ἡ πίστη τοῦ Νεομάρτυρος ἦταν ἀκατάβλητη. Οἱ βασανιστές τόν ἔβαλαν στόν τροχό, ἔσκισαν τό δέρμα αὐτοῦ ἀπό τῆς κοιλίας μέχρι τοῦ λαιμοῦ καί τόν ἔκαιγαν μέ ἀναμμένες λαμπάδες. Τέλος, μέ διαταγή τοῦ μουφτῆ, οἱ δήμιοι τόν ἀποκεφάλισαν, τό ἔτος 1802.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Νικήτα τοῦ Ἐγκλείστου, τοῦ ἐκ Κιέβου.
(Βλ. † 31 Ἰανουαρίου, † 30 Ἀπριλίου).
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἐν Ἰαροσλάβλ.
Ἡ ἱερά εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τοῦ Ἰαροσλάβλ (Πετσέρκ) ὑπῆρ-χε στήν ὁμώνυμη πόλη. Ἡ Ἀλεξάνδρα Ντομπίτσκινα, πού ὑπέφερε τρομακτικά γιά δέκα ἑπτά χρόνια ἀπό ψυχική καί σωματική ἀσθέ-νεια, εἶδε, τό ἔτος 1823, σέ ὅραμα μία ἐκκλησία μέ τήν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Ἀποφάσισε νά ψάξει γιά τό ναό τοῦ Ἰαροσλάβλ καί τήν εἰκόνα πού εἶχε δεῖ στό ὅραμα. Ὅταν εἰσῆλθε στό ναό, ἡ λυπη-μένη Ἀλεξάνδρα εἶδε στὸν τοῖχο τήν ἀπεικόνιση τῆς Θεοτόκου τῶν Σπηλαίων τῆς Θεοτόκου. Ξαφνικά εἶχε μία ἰσχυρή κρίση πυρετοῦ, μετά τήν ὁποία ἦλθε ἡ ἀνακούφιση καί ἡ πλήρης θεραπεία ἀπό τήν πολύχρονη ἀσθένεια. Ἀπό τότε ἡ εἰκόνα ἐπιτελεῖ πολλά θαύματα σέ ἐκείνους πού προστρέχουν μέ πίστη καί εὐλάβεια πρός τήν Ὑπερα-γία Θεοτόκο.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!
1 Kῶδιξ Vat. gr. 1613, Μηνολόγιον Αὐτοκράτορος Βασιλείου Β´, σελ. 98.
2 Ἡ Ἁγία Μυρόπη καταγόταν ἀπό τήν Ἔφεσο. Ἦταν εὐσεβάστατη καί καθημερινά προσερχόταν στόν τάφο τῆς Ἁγίας Ἑρμιόνης, θυγατρός τοῦ Ἀποστόλου Φιλίππου, καί ἀποδεχόταν τό ἀπό τόν τάφο τῆς Ἁγίας ἐξερχόμενο μῦρο, τό ὁποῖο διένειμε, ὡς εὐλογία, στούς πιστούς. Κατά τόν ἐπί Δεκίου ἐκραγέντα διωγμό, μέ τή μητέρα της κατέφυγε στή Χίο, ὅπου εἶχε γονικό κτῆμα ἀπό τή μητέρα της, πού καταγόταν ἀπό τή Χίο. Βλ. περί τῆς Ἁγίας, Σωφρονίου Εὐστρατιάδου, Ἁγιολόγιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, σελ. 340. Μιχαήλ Ἰ. Γαλανοῦ, Οἱ Βίοι τῶν Ἁγίων, τεῦχος Λ´, μήν Δεκέμ-βριος, Ἀθῆναι 1988, σελ. 10.
3 Σωφρονίου Εὐστρατιάδου, Ἁγιολόγιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, σελ. 340.
4 Χριστοφόρου Κ. Κομμοδάτου, Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων, σελ. 54.
5 Ἄντρου Παυλίδη, Ἀρχιμανδρίτη Κυπριανοῦ, Ἱστορία Χρονολογική τῆς νήσου Κύπρου, σελ. 527.
6 4, 10-13.