† Μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Γρηγορίου, πάπα Ρώμης, τοῦ Διαλόγου.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, ὁ Διάλογος, ἐγεννήθηκε περί τό ἔτος 540 μ.Χ. καί ἔζησε στή Ρώμη, κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ Α΄ τοῦ Μεγάλου (527-565 μ.Χ.). Ὀνομάσθηκε δέ Διάλογος, ἐπειδή τά περισσότερα ἔργα του τά ἔγραψε μέ διαλογικό τρόπο, δηλαδέ μέ ἐρωτήσεις καί ἀποκρίσεις. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Γορδιανός καί ἡ μητέρα του Συλβία. Τόσο οἱ γονεῖς του ὅσο καί οἱ δυό ἀδελφές τοῦ πατέρα του, ἡ Ταρσίλλα καί ἡ Αἰμιλιανή, διακρίνονταν γιά τήν εὐσέβειά τους καί ἐπέδρασαν εὐεργετικά στή διαμόρφωση τῆς προσωπικότητας τοῦ Γρηγορίου[1]. Ὡς γόνος πλούσιας οἰκογένειας ὁ Γρηγόριος ἔλαβε καλή μόρφωση, ἰδιαίτερα στή νομική. Βέβαια ἔζησε σέ μιά ἐποχή ὅπου ἡ καλλιέργεια τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καί τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων εἶχε σβήσει στή Ρώμη. Ὁ Γρηγόριος μᾶλλον ἦταν κάτοχος μόνο τῆς λατινικῆς γλώσσας, γεγονός πού δέν τοῦ ἐπέτρεπε νά μελετήσει τήν πλούσια θεολογική γραμματεία τῶν Ἑλλήνων Πατέρων.
Περί τό ἔτος 570 μ.Χ. διορίσθηκε ἀπό τόν αὐτοκράτορα Ἰουστῖνο Β΄ (565_576 μ.Χ.) στό ἀξίωμα τοῦ πραίτορος τῆς πόλεως τῆς Ρώμης (praetor urbanus). Δέν παρέμεινε ὅμως γιά μακρύ χρονικό διάστημα στή θέση αὐτή. Μετά τό θάνατο τοῦ πατέρα του διέθεσε τό μέγιστο μέρος τῆς περιουσίας, πού ἐκληρονόμησε, σέ φιλανθρωπικά ἔργα καί στήν ἵδρυση μονῶν. Ἵδρυσε ἕξι μοναστή-ρια στή Σικελία καί περί τό ἔτος 575 μ.Χ. μετέτρεψε τήν οἰκία του στή Ρώμη σέ μοναστήρι ἀφιερωμένο στόν Ἀπόστολο Ἀνδρέα. Ὁ ἴδιος ἔγινε μοναχός αὐτῆς τῆς μονῆς καί ἀργότερα ἀναδείχθηκε ἡγούμενός της. Στό μοναστήρι ἐζοῦσε μιά πολύ ἀσκητική ζωή καί ἀφιερώθηκε στήν προσευχή καί στή μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Πατέρων.
Δέν ἔμελλε ὅμως νά παραμείνει γιά πολύ καιρό στή μονή του, γιατί ἐχειροτονήθηκε διάκονος καί τό ἔτος 579 μ.Χ. ἐστάλη στήν αὐτοκρατορική αὐλή τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὡς ἀποκρισιάριος, δηλαδή ἀντιπρόσωπος, τοῦ Πάπα Ρώμης. Προφανῶς ἡ χειροτονία του ἔγινε ἀπό τόν Πάπα Βενέδικτο Α΄ (575-578 μ.Χ.) καί ἡ ἀποστο-λή του ἀπό τόν Πάπα Πελάγιο Β΄ (578-590 μ.Χ.). Στήν Κωνσταντι-νούπολη ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, μαζί μέ τούς μοναχούς πού τόν συνόδευσαν ἀπό τή Ρώμη, ἐζοῦσε μοναστική ζωή. Εἶχε ὅμως καί τήν εὐκαιρία νά γνωρίσει ἀπό κοντά τά πολιτικά καί ἐκκλησιαστικά προβλήματα τῆς αὐτοκρατορίας καί νά συνάψει γνωριμίες μέ σημαίνοντα πρόσωπα τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς, μέ τά ὁποῖα διετήρησε ἀλληλογραφία μετά τήν ἀναχώρησή του ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη. Ἀνάμεσα στά πρόσωπα αὐτά ἦταν ἡ Θεοκτί-στη, ἀδελφή τοῦ αὐτοκράτορος Μαυρικίου (582-602 μ.Χ.), ὁ πατρίκιος Ναρσῆς, ὁ ἰατρός τοῦ αὐτοκράτορος Θεόδωρος κ.ἄ. Στήν Κωνσταντινούπολη ἐπίσης γνώρισε τόν Ἐπίσκοπο Σεβίλλης Λέαν-δρο, ὁ ὁποῖος ἐταξίδευε κατά τό ἴδιο χρονικό διάστημα στήν πρω-τεύουσα τῆς αὐτοκρατορίας καί μέ τόν ὁποῖο διετήρησε ἀδελφική φιλία καί ἀλληλογραφία στά κατοπινά χρόνια.
Περί τό ἔτος 586 μ.Χ. ὁ Γρηγόριος μετακαλεῖται στή Ρώμη. Ὑπάρχει ἡ ἄποψη ὅτι μέ τήν ἐπανάκαμψή του στή Ρώμη ἐπέστρεψε στό μοναστήρι του καί τότε ἦταν πού ἔγινε ἡγούμενός του. Μιά ἄλλη ἄποψη ὑποστηρίζει ὅτι ὁ Γρηγόριος μετά τήν ἐπάνοδό του στή Ρώμη δέν ἐπέστρεψε στή μονή, ἀλλά ὑπηρέτησε ὡς διάκονος τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας καί σύμβουλος τοῦ Πάπα Πελαγίου Β΄. Σύμφωνα μέ τήν ἄποψη αὐτή ὁ Γρηγόριος ἔγινε ἡγούμενος πρίν τή χειροτονία του σέ διάκονο καί τήν ἀποστολή του στήν Κωνσταντι-νούπολη.
Τό ἔτος 590 μ.Χ. ὁ Πάπας Πελάγιος Β΄ ἀσθένησε ἀπό ἐπιδημική ἀσθένεια καί ἀπέθανε. Παρά τό ὅτι τόσο ὁ κλῆρος ὅσο καί ὁ λαός τῆς Ρώμης ἐζητοῦσαν τόν Γρηγόριο γιά Ἐπίσκοπό τους μετά τήν κοίμηση τοῦ Πάπα Πελαγίου Β΄ , ἡ ἀπροθυμία τοῦ ἰδίου νά ἀνέλθει στόν ἐπισκοπικό θρόνο ἦταν ἔκδηλη. Ἡ στάση του αὐτή προερχόταν ἀπό τή συναίσθηση τοῦ βάρους τῆς εὐθύνης τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος καί ἀπό τήν ταπεινή πεποίθηση ὅτι οἱ δικές του δυνάμεις δέν ἦταν ἐπαρκεῖς γιά ἕνα τόσο σπουδαῖο ἔργο. Ὅταν ὁ ἐπίσκοπος Ραβέννας Ἰωάννης δι’ ἐπιστολῆς τόν ἔψεξε γιά τή διστακτικότητά του αὐτή, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἀποφάσισε νά τοῦ ἀπαντήσει μέ τή συγγραφή μιᾶς ὁλόκληρης πραγματείας γιά τό βαρυσήμαντο ἔργο τοῦ ἐπισκόπου καί γιά τά προσόντα πού αὐτός πρέπει νά ἔχει. Ἐπρόκειτο δηλαδή γιά μιά ἀπολογία τοῦ Γρηγορίου σχετικά μέ τούς ἐνδοιασμούς του νά ἀναλάβει τό βάρος τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος.
Ὁ Γρηγόριος, παρά τούς ἔντονους προσωπικούς του ἐνδοιασμούς, ἀνῆλθε στόν ἐπισκοπικό θρόνο τῆς Ρώμης ὡς Πάπας Γρηγόριος Α΄. Ἡ κατάσταση πού εἶχε νά ἀντιμετωπίσει ἦταν πολύ δυσχερής. Ἀφ’ ἑνός ἡ ἐπιδημία λυμαινόταν τίς ζωές τῶν ἀνθρώπων καί ἀφ’ ἑτέρου μιά τρομερή πλημμύρα τοῦ ποταμοῦ Τίβερη εἶχε καταστρέψει σημαντικό ἀριθμό περιουσιῶν καί σιτηρῶν. Σημαντι-κότερο ἀκόμη πρόβλημα ἦταν ἡ παρουσία τῶν Λομβαρδῶν ὡς εἰσβολέων στήν Ἰταλία, οἱ ὁποῖοι κατεῖχαν τό μεγαλύτερο μέρος τῆς Βόρειας Ἰταλίας καί μεγάλο μέρος τῆς Νότιας Ἰταλίας. Οἱ Λομβαρ-δοί ἦταν αἰτία συνεχοῦς ἀναστατώσεως στήν Ἰταλία καί ἀπει-λοῦσαν νά καταλάβουν καί τά ὑπόλοιπα ἐδάφη της (Ρώμη, Ραβένα, Νεάπολη, Βενετία, Σικελία, Σαρδηνία, Κορσική), τά ὁποῖα ἀνῆκαν στή Βυζαντινή αὐτοκρατορία καί ἐποπτεύονταν ἀπό τόν ἔξαρχο τοῦ αὐτοκράτορος, ὁ ὁποῖος εἶχε τήν ἕδρα του στή Ραβέννα.
Μέ τήν ἀνάληψη τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος ὁ Γρηγόριος ἀναλώθηκε στήν ὑπηρεσία τοῦ ποιμνίου του καί τῆς Ἐκκλησίας στό σύνολό της. Φρόντισε μέ θαυμαστή ἐπιμέλεια τό φιλανθρωπικό ἔργο στή Ρώμη καί ἐμερίμνησε μέ ἐπιτυχία γιά τόν ἐκχριστιανισμό τῶν Ἀγγλοσαξόνων, ἀποστέλλοντας στή Βρεττανία ἀπό τή μονή τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου ὁμάδα σαράντα μοναχῶν ὡς ἱεραποστόλων μέ ἐπικεφαλῆς τόν Αὐγουστῖνο τῆς Καντουαρίας. Ἐπίσης ἐνδιαφέρ-θηκε γιά τήν ἀξιοποίηση, τήν ὀργάνωση τῆς καλλιέργειας καί τήν ὀρθή διάθεση τῶν προσόδων τῶν γαιῶν τοῦ παπικοῦ θρόνου. Ἀξιοσημείωτο εἶναι τό ὅτι ἐπέμενε νά δίδει ὁδηγίες στούς κατά τόπους ὑπευθύνους τῶν παπικῶν κτημάτων νά μεριμνοῦν γιά τήν ἀποφυγή κάθε ἀδικίας καί παράνομου πλουτισμοῦ στό διαχειρι-στικό τους ἔργο.
Ὁ Ἅγιος προσκαλοῦσε κατά διαστήματα τούς πιό πτωχούς τῆς πόλεως καί ἔτρωγε μαζί τους. Κάποτε, ἔδωσε ἐντολή νά ἔλθουν στήν Ἐπισκοπή δώδεκα πτωχοί, γιά νά τούς προσφέρει φαγητό. Τήν ὥρα ποὺ ἔτρωγαν, ὁ Ἅγιος ἔβλεπε δεκατρεῖς προσκεκλημένους καί ὁ ἕνας ἀπό αὐτοὺς ἦταν διαφορετικὸς στήν ὄψη. Εἶχε πρόσωπο φωτεινό καί πότε ἔμοιαζε μέ γέροντα στήν ἡλικία, πότε μέ νέο. Ὅταν οἱ ἄλλοι ἔφυγαν, τόν ἐρώτησε ποιός εἶναι καί ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Εἶμαι Ἄγγελος Κυρίου. Σέ ἔχω ἐπισκεφθεῖ καί ἄλλη φορᾶ, ὅταν ἤσουν μοναχός, καί μοῦ ἔδωσες ἐλεημοσύνη. Ὁ Θεός, θέλησε νά δοκιμάσει τήν προαίρεσή σου καί μέ τό παράδειγμά σου νά διδάξει καί ἄλλους. Μάλιστα, ἀπό τότε ἔλαβα ἐντολή νὰ εἶμαι πάντα μαζί σου, γιά νά σέ προστατεύω. Ὅ,τι θελήσεις ἀπό τόν Θεό νὰ μοῦ τό πεῖς καί θά τό μεταφέρω».
Ἐπειδή ἡ Ρώμη ἦταν ὁ μόνος πατριαρχικός θρόνος σέ ὅλη τή Δύση, ὁ Γρηγόριος προσπαθοῦσε νά ἐπιλύσει κατά τόν καλύτερο δυνατό τρόπο τά πολλαπλά προβλήματα πού ἐπαρουσίαζαν οἱ Ἐκκλησίες τῆς Ἰταλίας, τῆς Γαλατίας, τῆς Ἱσπανίας καί τῆς Βρεττανίας. Ἕνα ἀπό τά πιό σημαντικά προβλήματα πού εἶχε νά ἀντιμετωπίσει ἦταν τό σχίσμα τῶν ἐπισκόπων τῆς Λιγουρίας, τῆς Ἰστρίας καί τῆς Βενετίας, οἱ ὁποῖοι δέν ἐδέχοντο τήν Ε΄ Οἰκουμενι-κή Σύνοδο, ἡ ὁπία συν[λθε στήν Κωνσταντινούπολη, τό ἔτος 553 μ.Χ.. Αἰτία τοῦ προβλήματος ἦταν τό ὅτι ἡ Σύνοδος αὐτή εἶχε καταδικάσει ὡς νεστοριανικά τά γνωστά ὡς «Τρία Κεφάλαια», δηλαδή τό πρόσωπο καί τά ἔργα τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας, τά ἔργα τοῦ Θεοδωρήτου Κύρρου κατά τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καί τήν ἐπιστολή τοῦ Ἴβα Ἐδέσσης πρός Μάριν τόν Πέρση. Οἱ διαφωνοῦντες δυτικοί Ἐπίσκοποι ἐθεωροῦσαν ὅτι ἡ καταδίκη αὐτή προωθοῦσε ἕνα συμβιβασμό μέ τούς Μονοφυσίτες ἀναιρώντας ἔτσι τήν πίστη τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία συνῆλθε στή Χαλκηδόνα, τό ἔτος 451 μ.Χ.. Ἐπειδή ἡ Ρώμη, παρά τίς ἀρχικές ἀντιδράσεις της, εἶχε ἀποδεχθεῖ τήν Ε΄ Οἰκουμενική Σύνοδο καί τήν καταδίκη τῶν «Τριῶν Κεφαλαίων», οἱ διαφωνοῦντες δυτικοί Ἐπίσκοποι εἶχαν διακόψει τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία τους μέ τή Ρώμη. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος προσπάθησε ἐπανειλημμένως νά πείσει τούς διαφωνοῦντες Ἐπισκόπους ὅτι ἡ Ε΄ Οἰκουμενική Σύνοδος δέν ἀντετίθετο στό δόγμα τῆς Χαλκηδόνας. Πραγματικά κατόρθωσε νά μεταστρέψει τή γνώμη μερικῶν ἀπό αὐτούς, ἀλλά τό σχίσμα ἤρθη μετά τήν κοίμησή του.
Στό μεγάλο πρόβλημα τῆς ἀντιμετωπίσεως τῶν προκλήσεων τῶν Λομβαρδῶν, οἱ ὁποῖοι ἀπειλοῦσαν νά καταλάβουν τή Ρώμη, ὁ Γρηγόριος, παρά τίς ἐπανειλημμένες ἐκκλήσεις του, δέν κατέστη δυνατό νά λάβει βοήθεια γιά ἀναχαίτιση τοῦ ἐχθροῦ ἀπό τόν αὐτοκράτορα τῆς Κωνσταντινουπόλεως Μαυρίκιο καί ἀπό τό Βυζαντινό ἔξαρχο τῆς Ραβέννας Ρωμανό Πατρίκιο. Βέβαια ὁ αὐτοκράτορας Μαυρίκιος βρισκόταν σέ δεινή θέση, γιατί ἐκτός ἀπό τούς Λομβαρδούς εἶχε νά ἀντιμετωπίσει σέ διαφορετικά μέτωπα τούς Πέρσες, τούς Σλάβους, τούς Ἀβάρους, καί τούς Μαυρουσίους. Ἔτσι ὁ Γρηγόριος ἀναγκάσθηκε νά ἀναλάβει ὁ ἴδιος πολιτική πρωτοβουλία καί νά συνάψει συνθήκη μέ τούς Λομβαρδούς πληρώνοντάς τους ἕνα μεγάλο ποσό χρημάτων καί δίνοντας σ’ αὐτούς ἐτήσιο φόρο ὑποτελείας.
Εἶναι πράγματι λυπηρό τό ὅτι ἡ Βυζαντινή αὐτοκρατορία ἀδυνατοῦσε νά προασπίσει ἀποτελεσματικά τίς δυτικές κτήσεις της στά δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια. Αὐτό εἶχε ὀδυνηρές συνέπειες τόσο γιά τήν Πολιτεία ὅσο καί γιά τήν Ἐκκλησία. Οἱ Λατῖνοι βυζαντινοί ὑπήκοοι σταδιακά ἀποξενώθηκαν ἀπό τό κέντρο τῆς αὐτοκρα-τορίας, πού ἀδυνατοῦσε νά τούς βοηθήσει, οἱ δυτικές κτήσεις τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους ἔπεσαν στά χέρια τῶν βαρβαρικῶν φύλων, ἐνῶ ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης ἀνέλαβε πολιτικές ἐξουσίες, συνεργάσθηκε μέ τούς ἡγεμόνες τῶν βαρβαρικῶν φύλων καί σταδιακά ἔγινε ὁ ἴδιος κοσμικός ἄρχοντας.
Βέβαια ὁ Ἅγιος Γρηγόριος δέν φέρει καμιά εὐθύνη γιά τήν μετά ἀπό αἰῶνες ἐξέλιξη τοῦ παπικοῦ θρόνου σέ κοσμική ἐξουσία, οὔτε γιά τή συνεργασία μεταγενέστερων παπῶν μέ τούς Φράγκους. Ὁ ἴδιος ἔκανε αὐτό πού θεωροῦσε καθῆκον καί ὑποχρέωσή του γιά τήν προάσπιση τοῦ ποιμνίου καί τῆς πατρίδος του στούς χαλεπούς ἐκείνους καιρούς. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος μπορεῖ σέ ὁρισμένα θέματα νά διαφωνοῦσε μέ τό Βυζαντινό αὐτοκράτορα, ἀλλά αὐτό συνέ-βαινε συχνότατα καί μέ τούς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς. Ὅπως ὅμως φαίνεται μέσα ἀπό τά γραπτά κείμενά του, ἐθεωροῦσε τόν ἑαυτό του πιστό ὑπήκοο τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους. Οὐδέποτε ἀμφισβήτησε τήν ἐξουσία τοῦ Βυζαντινοῦ αὐτοκράτορος καί συμβούλευε τούς πιστούς νά ἀναπέμπουν προσευχές γι’ αὐτόν.
Ὡς συγγραφέας ὁ Ἅγιος Γρηγόριος διακρίθηκε κυρίως στή συγγραφή ἐξηγητικῶν καί ἠθικοπρακτικῶν ἔργων. Ἐκτός ἀπό τόν Ποιμαντικό Κανόνα, Ὑπόμνημα εἰς τόν Ἰώβ ἤ Ἠθικά, σαράντα Ὁμιλίες σέ εὐαγγελικές περικοπές καί εἴκοσι δύο Ὁμιλίες στόν Προφήτη Ἰεζεκιήλ, ὅπως ἐπίσης τό ἔργο Βιβλία δ΄ διαλόγων περί τοῦ βίου καί τῶν θαυμάτων Ἰταλιωτῶν πατέρων καί περί αἰωνιότητος τῶν ψυχῶν. Στό βιβλίο αὐτό ἐκτίθενται ὑπό μορφή διαλόγου μεταξύ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου καί τοῦ διακόνου Πέτρου βίοι Ἁγίων, θαύματα, ἐμφανίσεις κεκοιμημένων, γιά νά ἀποδειχθεῖ ἡ ἀθανασία τῆς ψυχῆς καί ἄλλα. Ἀσχολήθηκε, ἐπίσης, μέ τή συγγραφή λειτουργικῶν ὕμνων καί εὐχῶν. Σέ αὐτόν ἀποδίδονται ἕνα εἶδος λειτουργικοῦ ἐγχειριδίου καί ἕνα βιβλίο μέ ὕμνους τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἀκόμη μία παράδοση ἀποδίδει στόν Γρηγόριο τή συγγραφή τῆς Λειτουργίας τῶν Προηγιασμένων. Σώζεται, ἐπίσης, μεγάλος ἀριθμός Ἐπιστολῶν τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, στίς ὁποῖες παρουσιάζεται τόσο ἡ εὐλάβεια καί τό ἦθος τοῦ ἀνδρός ὅσο καί ἀκαταπόνητη ἐπισκοπική δραστηριότητά του.
Στό ὅλο γραπτό ἔργο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου δύο εἶναι τά σημεῖα πού παρουσιάζουν σημαντικές θεολογικές ἀδυναμίες. Κατ’ ἀρχήν στό ἔργο Διάλογοι ἀναπτύσσει τήν περί καθαρτηρίου πυρός δοξασία. Σύμφωνα μέ αὐτήν μετά θάνατον οἱ ψυχές πού βαρύνονται μέ συγγνωστά ἁμαρτήματα ἤ μέ ἐπιτίμια πού δέν ἐπρόφθασαν νά ἐκτελέσουν ὅσο βρίσκονταν ἐν σώματι ὑφίστανται μιά δοκιμασία πρόσκαιρων ποινῶν ὑπό τύπον ἠθικῆς καθάρσεως καί συγχωρή-σεως. Ἡ δοξασία αὐτή ἀπορρίπτεται ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Βέβαια ὡς πρός τό θέμα αὐτό πρέπει νά ἔχουμε ὑπ’ ὄψη μας τά ἑξῆς:
α) Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος παρουσιάζει τίς ἀντιλήψεις αὐτές ὄχι μέσα στά πλαίσια μιᾶς θεολογικῆς πραγματείας, ἀλλά μέσα σέ ἕνα πολύ ἐκλαϊκευμένο βιβλίο ἐντυπωσιακῶν διηγήσεων, θαυμάτων καί ὁραμάτων. Σέ τέτοιου εἴδους κείμενα δέν μποροῦμε νά ἀναζητοῦμε αὐστηρή θεολογική ἀκρίβεια.
β) Ἡ δοξασία γιά τό καθαρτήριο πῦρ ἔχει ἐρείσματα στή λατινική χριστιανική γραμματεία πού προηγήθηκε τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου. Σχετικές ἀναφορές ὑπάρχουν στίς Πράξεις τῶν Ἁγίων Περπέτουας καί Φιλικητάτης, στόν Τερτυλλιανό, στόν Ἅγιο Κυπριανό Καρθαγένης, καί στόν ἱερό Αὐγουστῖνο. Μπορεῖ βέβαια οἱ ἀναφορές αὐτές νά μήν εἶναι διεξοδικές, εἶναι ὅμως πολύ πιθανό ὅτι πάνω σέ αὐτές ἐστηρίχθηκε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος.
Ἕνα δεύτερο προβληματικό σημεῖο στό γραπτό ἔργο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου εἶναι ἡ ἐκ μέρους του ὑποστήριξη τῆς ἐσφαλμένης ἀντιλήψςως ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης δικαιοῦται στήν Οἰκουμενική Ἐκκλησία ὄχι ἁπλῶς πρωτεῖο τιμῆς, ἀλλά πρωτεῖο ἐξουσίας, ἀφοῦ κατέχει τό θρόνο τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, ὁ ὁποῖος –κατά τήν ἄποψη αὐτή– ἦταν ἡ κορυφή τῶν Ἀποστόλων καί στόν ὁποῖο ἐμπιστεύθηκε ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός τή φροντίδα τῆς Ἐκκλησίας Του. Σύμφωνα μέ τή θεωρία αὐτή ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἐξακολουθεῖ νά ζεῖ στά πρόσωπα τῶν διαδόχων του, δηλαδή τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ρώμης, καί νά ἀσκεῖ τή δικαιοδοσία του σέ ὅλη τήν ἀνά τήν οἰκουμένη Ἐκκλησία. Πρόκειται ἀσφαλῶς γιά ἀπόδοση στόν Ἀπόστολο Πέτρο ἑνός ἱστορικά καί θεολογικά ἀνυπόστατου ρόλου, ἀλλά καί γιά μιά ἐκκλησιολογικά ἀδικαιολόγητη παραδοχή τοῦ Πάπα Ρώμης ὡς ἐνσαρκωτή καί συνεχιστή τοῦ ρόλου αὐτοῦ διά μέσου τῶν αἰώνων.
Ἡ ἄποψη περί τοῦ πρωτείου ἐξουσίας τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης δέν ἀποτελεῖ ἐπινόηση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου. Τήν ἐκληρονόμησε ἀπό προγενέστερούς του καί συγκεκριμένα ἀπό τούς Πάπες Γελάσιο Α΄ (492-496), Λέοντα Α΄ (440-461) καί Ὁρμίσδα (514-523). Αἰῶνες μετά ἀπό τόν Ἅγιο Γρηγόριο ἡ θεωρία αὐτή ἐξελίχθηκε σέ μείζονα θεολογική καί ἐκκλησιαστική παρέκκλιση.
Πρέπει νά σημειώσουμε, ὅτι μετά τήν ἄνοδό του στόν παπικό θρόνο ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἀπέστειλε πρός τούς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς τήν καθιερωμένη ὁμολογία πίστεως, ἀναγράφοντας τή σειρά τῶν Πατριαρχείων, ὅπως αὐτή καθορίσθηκε μέ βάση τά πρεσβεῖα τιμῆς. Δηλαδή, ἔθεσε πρῶτα τό θρόνο τῆς Κωνσταντι-νουπόλεως καί κατόπιν τούς θρόνους Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων. Αὐτό δηλώνει ὅτι ἐδέχετο τά πρεσβεῖα τιμῆς πού ἀποδόθηκαν στήν Κωνσταντινούπολη.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἦταν ἄνθρωπος ταπεινοῦ φρονήματος. Παρά τό γεγονός ὅτι ἀποδεχόταν χωρίς κριτική ἐξέταση τή θεωρία περί τοῦ παπικοῦ πρωτείου, ὁ ἴδιος ἀρνιόταν κατηγορηματικά γιά τόν ἑαυτό του τόν τίτλο τοῦ «οἰκουμενικοῦ πάπα», τόν ὁποῖο τοῦ πρότεινε ὁ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Εὐλόγιος (579/80-607 μ.Χ.), καί μέ εἰλικρίνεια προτιμοῦσε τόν τίτλο «δοῦλος τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ». Ἐτόνιζε μάλιστα ἐμφαντικά –καί ἐν πολλοῖς τό ἀπεδείκνυε στήν πράξη– ὅτι ἐσεβόταν τά δικαιώματα καί τήν ἐκκλησιαστική δικαιοδοσία τῶν ἄλλων Ἐπισκόπων.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἐκοιμήθηκε ἀπό ἀρθριτική νόσο, τό ἔτος 604 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου καί δικαίου Φινεές, υἱοῦ τοῦ ἀρχιερέως Ἠλί.
Ὁ Δίκαιος Φινεές ἦταν ἱερέας τῶν Ἑβραίων, ἀπό τή φυλή τοῦ Ἀαρών, περί τοῦ ὁποίου διαβάζουμε στήν Παλαιά Διαθήκη: «Ὁ Κύριος ὡμίλησε πρός τόν Μωϋσῆν καί εἶπεν: ὁ Φινεές, ὁ υἱός τοῦ Ἐλεάζαρ υἱοῦ τοῦ Ἀαρών, ἔπαυσε τόν θυμόν μου κατά τῶν Ἰσραηλιτῶν, διότι οὗτος μέ ἱεράν ἀγανάκτησιν, διά τήν ἁμαρτίαν τῶν Ἰσραηλιτῶν, φονεύσας τούς ἐνόχους πρωταιτίους καί οὕτω δέν κατέστρεψα ἐν τῇ ἱερᾷ μου ἀγανακτήσει ὅλους τούς Ἰσραηλίτας. Ἕνεκεν τῆς τοιαύτης διαγωγῆς του δηλῶ: Νά! συνάπτω μετ’ αὐτοῦ ἐγώ ὁ Θεός συμβόλαιον ἰδιαιτέρων εἰρηνικῶν σχέσεων. Ὑπόσχομαι νά δώσω εἰς αὐτόν καί εἰς τούς ἀπογόνους του ἔπειτα ἀπό αὐτόν τήν ἱερωσύνην παντοτεινήν, ἐπειδή ἔδειξε ζῆλον ὑπέρ ἐμοῦ τοῦ Θεοῦ καί ἐξιλέωσε τόν θυμόν μου κατά τῶν Ἰσραηλιτῶν»[2].
Ὁ Φινεές διαδέχθηκε στήν ἀρχιερωσύνη τόν Δίκαιο Ἐλεά-αρ[3]. Ὡς πρός τούς ἀπογόνους του, ἐκτός μιᾶς διακοπῆς ἀπό τοῦ Ἠλί μέχρι τοῦ Δαυῒδ, οἱ ἀπόγονοί του ἔγιναν οἱ κληρονομικοί διάδοχοι τῆς ἀρχιερωσύνης μέχρι τῆς καταστροφῆς τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἔθνους. Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται καί στίς 2 Σεπτεμβρίου μετά τοῦ Δικαίου Ἐλεάζαρ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Ἀαρών, πρεσβυτέρου ἀδελφοῦ τοῦ θεόπτου Μωϋσέως.
Ὁ Ἅγιος Ἀαρών εἶναι ὁ πρῶτος ἀρχιερέας τῶν Ἰσραηλι-τῶν[4], ἀπό τή φυλή τοῦ Λευῒ, πρεσβύτερος ἀδελφός τοῦ Προφήτου Μωϋσέως, στόν ὁποῖο προσέφερε πολύτιμη συνδρομή κατά τήν ἀπελευθέρωση τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραήλ ἀπό τή δουλεία στήν Αἴγυπτο. Εὔγλωττος καί θαραλλέος, ὑποδείχθηκε ὑπό τοῦ Θεοῦ ὡς συνεπίκουρος[5] στόν Προφήτη Μωϋσῆ, ὅταν αὐτός ἐδίσταζε νά ἀναλάβει τό μέγα ἔργο, νά ἐξαγάγει τόν Ἰσραηλιτικό λαό ἀπό τή δουλεία, προφασιζόμενος μεταξύ τῶν ἄλλων καί τή βραδυγλωσσία του[6]. Πράγματι, ὁ Ἀαρών, ὅταν ἐπληροφορήθηκε ἀπό τόν Μωϋσέα τή θεία ἐντολή, συνήγαγε τούς πρεσβυτέρους τῶν υἱῶν Ἰσραήλ καί διεβίβασε τούς λόγους, τούς ὁποίους ἐλάλησε ὁ Κύριος πρός τόν Μωϋσῆ[7]. Ἀφοῦ ὁ λαός ἐπίστεψε στούς λόγους του, ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἀαρών μετέβησαν στόν Φαραώ καί διεβίβασαν τή διαταγή τοῦ Θεοῦ, νά ἀποστείλει τόν Ἑβραϊκό λαό νά ἑορτάσει στήν ἔρημο[8]. Ἐνώπιον μάλιστα τοῦ βασιλέως ὁ Ἀαρών μετέβαλε τή ράβδο του σέ φίδι καί κατόπιν τήν ἐπανέφερε στήν πρώτη κατάσταση[9].
Ὁ Φαραώ ὅμως ὄχι μόνο δέν ὑπάκουσε, ἀλλά κατέστησε ἀκόμη πιό βαρειά τή δουλεία. Ἡ καρδιά του ἐσκλήρυνε[10]. Οἱ Ἑβραῖοι ἄρχισαν νά γογγύζουν καί νά διαμαρτύρονται κατά τῶν δύο ἀνδρῶν. Πάλι ὁ Ἀαρών ἐμφανίσθηκε ἐνώπιον τοῦ Φαραώ, ὡς πληρεξούσιος τοῦ Μωϋσέως, καί ἐζήτησε ἀπό αὐτόν νά ἀφήσει τόν Ἰσραηλιτικό λαό νά ἀπέλθει ἀπό τήν Αἴγυπτο. Ὅταν δέ ὁ Φαραώ ἐζήτησε θαύματα, γιά νά πεισθεῖ ἀπό τούς δύο ἀπεσταλμένους τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἀαρών ἐξετέλεσε πάλι τά θαύματα αὐτά. Ἐπακολούθησαν οἱ ἑπτά πληγές τοῦ Φαραώ, ὁ ὁποῖος τελικά ἀναγκάσθηκε νά ἀφήσει τοῦς Ἑβραίους νά φύγουν ἀπό τήν Αἴγυπτο[11].
Καθ’ ὅλο τό διάστημα τῆς ἐξόδου τοῦ λαοῦ ἀπό τήν αἰγυπτιακή δουλεία καί τήν περιπλάνηση στήν ἔρημο, ὁ Ἀαρών ἦταν πρόθυμος συνεργάτης τοῦ Μωϋσέως στό δυσχερέστατο ἔργο τῆς διοικήσεως τοῦ λαοῦ, πού ὑπέφερε μύριες στερήσεις καί κακουχίες.
Ἦλθε ὅμως ἡ στιγμή κατά τήν ὁποία ὁ Ἀαρών δέν ἐμπόρεσε νά συγκρατήσει τόν ἐξεγερθέντα λαό. Ὁ Μωϋσῆς εἶχε ἀνέλθει στό ὄρος Σινᾶ, γιά νά λάβει τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἄργησε νά κατέλθει. Ὁ λαός τότε ἐγκτέλειψε τόν Θεό καί ἐζήτησε τή σωτηρία του σέ ψεύτικους Θεούς. Συνάχθηκε, λοιπόν, γύρω ἀπό τόν Ἀαρών καί τοῦ ἐζήτησε νά κατασκευάσει σέ αὐτόν ὁμοιώματα θεῶν. Τότε κατασκευάσθηκε ὁ χρυσός μόσχος[12].
Ὁ Ἅγιος Ἀαρών ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, ὡς ὁ Μωϋσῆς, πρίν εἰσέλθει στή γῆ τῆς ἐπαγγελίας, σέ ἡλικία 123 ἐτῶν. Ἐνταφιάσθηκε στό ὄρος Χόρ ἤ Ὤρ[13], κοντά στήν Πέτρα, πρωτεύουσα τῶν Ἰδου-μαίων.
Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται, ἐπίσης, τήν Κυριακή τῶν Προπατόρων.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη ὁσίου πατρός ἡμῶν Θεοφάνους, ἐπισκόπου Σιγριανῆς, τοῦ Ὁμολογητοῦ.
Ὁ Ὅσιος Θεοφάνης, ὁ Ὁμολογητής, ἐγεννήθηκε περί τό ἔτος 760 μ.Χ. ἀπό εὐσεβεῖς καί φιλόθεους γονεῖς, τόν Ἰσαάκ καί τήν Θεοδότη. Σέ ἡλικία ὀκτώ ἐτῶν ἔμεινε ὀρφανός ἀπό πατέρα καί ἡ μητέρα τοῦ ἀνέλαβε τό δύσκολο ἔργο τῆς ἀνατροφῆς, τῆς διαπαιδα-γωγήσεως καί τῆς μορφώσεως τοῦ υἱοῦ της Θεοφάνους.
Ὁ Ὅσιος, κατά παράκληση τῆς μητέρας του, ἐνυμφεύθηκε σέ νεαρά ἡλικία τήν εὐσεβή καί πλούσια Μεγαλώ. Ὁ γάμος αὐτός, πού ἦταν ἀντίθετος γιά τή μοναχική ζωή πού ἐπιθυμοῦσε ὁ Ὅσιος, διαλύθηκε. Ἡ μέν σύζυγος αὐτοῦ ἔγινε μοναχή στή μονή τῆς Πρι-γκήπου καί μετονομάσθηκε Εἰρήνη, ὁ δέ Ὅσιος κατέφυγε, τό 781 μ.Χ., στή μονή τοῦ Μεγάλου Ἀγροῦ στή Σιγριανή[14] καί ἐκεῖ ἐκάρη μοναχός ὑπό τοῦ ἡγουμένου αὐτῆς.
Ἀπό τή μονή αὐτή, ὡς λόγιος καί ἐνάρετος μοναχός, προσκλήθηκε μαζί μέ ἄλλους ἡγουμένους διαπρεπεῖς, τόν ἡγούμενο τῆς μονῆς Σακουδίωνος Πλάτωνα, τούς μοναχούς Νικηφόρο καί Νικήτα ἀπό τή μονή τοῦ Μηδικίου, τό μοναχό Χριστοφόρο ἀπό τή μονή τοῦ Μικροῦ Ἀγροῦ, στήν Ἑβδόμη Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Νίκαιος, τό ἔτος 787 μ.Χ. Ὅταν ἐπανῆλθε στή μονή του ἐγκατέστη-σε ἡγούμενο τόν μοναχό Στρατήγιο καί ἐκεῖνος ἀποσύρθηκε στήν ἀπέναντι νῆσο Καλώνυμον, ὅπου ἵδρυσε μεγάλη μονή καί ἐκεῖ, ἀφοῦ ἐγκαταβίωσε ἐπί ἑξαετία, ἀσχολήθηκε μέ τήν καλλιγραφία καί τίς συγγραφές. Ἀλλ’ ἀτυχῶς ἡ ὑγεία αὐτοῦ προσβλήθηκε ἀπό ὀξεία λιθίαση. Σέ αὐτή τή χαλεπή κατάσταση δέν παρέλειψε νά μεταβεῖ στήν Κωνσταντινούπολη, προσκληθείας ὑπό τοῦ Λέοντος τοῦ Ἀρμε-νίου (813-820 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος προσπάθησε διά τοῦ Πατριάρχου Ἰωσήφ τοῦ εἰκονομάχου νά ἑλκύσει αὐτόν στήν αἵρεση τῆς εἰκονο-μαχίας. Ὁ Ὅσιος φυσικά δέν ἦταν δυνατό νά ἀποδεχθεῖ μιά τέτοια πρόταση καί νά προδώσει τήν Ὀρθόδοξη πίστη. Ἔτσι τόν ἐνέκλει-σαν σέ σκοτεινό μέρος καί στή συνέχεια τόν ἐξόρισαν στή Σαμοθρά-κη, ὅπου μετά ἀπό εἴκοσι τρεῖς ἡμέρες ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 815 ἤ κατ’ ἄλλους τό 818 μ.Χ. Ἀργότερα οἱ μαθητές αὐτοῦ μετεκόμισαν τά ἱερά λείψανα αὐτοῦ, τό ἔτος 822 μ.Χ. , στή μονή του, ὅπου ἐτελεῖτο ἡ Σύναξη αὐτοῦ, ὅπως καί στή Μεγάλη Ἐκκλησία.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων ἐννέα Μαρτύρων τῶν ἐν Περσίδι.
Οἱ Ἅγιοι αὐτοί Μάρτυρες ἐμαρτύρησαν διά πυρός. Ἴσως εἶναι οἱ αὐτοί πού ἐμαρτύρησαν μαζί μέ τόν Ἅγιο Ἐπίσκοπο Αὐδᾶ ἤ Ἀβιδᾶ στήν Περσία. Ἡ μνήμη αὐτῶν ἑορτάζεται στίς 16 Μαῒου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου.
Ὁ Ἅγιος Συμεών, ὁ Νέος Θεολόγος, ἐγεννήθηκε τό ἔτος 949 μ.Χ. στή Γαλάτη τῆς Παφλαγονίας[15] ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς καί εὔπορους, τόν Βασίλειο καί τήν Θεοφανώ. Ὁ θεῖος του Βασίλειος, ὁ ὁπῖος κατεῖχε ὑψηλή θέση στόν αὐτοκρατορικό οἶκο τῆς Κωνστα-ντινουπόλεως, προσέλαβε ἐνωρίς τόν ἀνεψιό του κοντά του, ὅπου, ὡς ἦταν φυσικό, ἔτυχε καλῆς παιδείας. Ὅμως ὁ Ὅσιος δέν ἔδιδε προσοχή καί δέν ἔδειχνε ἐνδιαφέρον γιά μάθηση.
Κατά τήν ἐποχή αὐτή ὁ Συμεών ἐγνωρίσθηκε μέ ἕνα μοναχό τῆς περιωνύμου μονῆς τοῦ Στουδίου, ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν, ἐπίσης, Συμεών. Ὁ μοναχός αὐτός ἔγινε ἀπό τήν ἀρχή ὁ πνευματικός του πατέρας. Ὅταν κατά τό ἔτος 963 μ.Χ. ἀπέθανε ὁ θεῖος του, ὁ Συμεών προσῆλθε στή μονή τοῦ Στουδίου, ὅπου ἐζητοῦσε «τόν ἐκ νεότητος αὐτοῦ χρηματίσαντα πατέρα πενυματικόν καί διδάσκα-λον». Ὁ ἴδιος ὁ Ὅσιος Συμεών παρομοιάζει τό θεῖο του μέ τόν Φαραώ, τή διαμονή του στόν αὐτοκρατορικό οἶκο μέ τήν αἰχμαλω-σία τῶν Ἰσραηλιτῶν στήν Αἴγυπτο καί τόν πνευματικό του πατέρα μέ τόν Μωϋσῆ.
Κάποτε ὁ Γέροντάς του τοῦ ἔδωσε ἕνα βιβλίο μέ τά συγγράμ-ματα τῶν Ἁγίων Μάρκου τοῦ Ἐρημίτου καί Διαδόχου Φωτικῆς. Ζωηρή ἐντύπωση τοῦ προξένησε τό ἀκόλουθο ἀπόφθεγμα ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Ἀσκητοῦ πού εἶχε τόν τίτλο «Περί Νόμου Πνευματικοῦ»:
«Ἐάν ζητᾶς ὠφέλεια, ἐπιμελήσου τή συνείδησή σου,
κάνε ὅσα σοῦ λέει καί θά εὕρεις τήν ὠφέλεια».
Ὁ Ὅσιος Συμεών ἦταν σάν νά ἄκουσε τό λόγο αὐτό ἀπό τό στόμα τοῦ Θεοῦ καί ἄρχισε ἀμέσως νά κάνει ὅτι τόν πρόσταζε ἡ συνείδη΄σ ητου. Καί αὐτή, πού εἶναι κάτι θεϊκό, τόν παρακινοῦσε συνεχῶς στά ἀνώτερα, ὥστε ἔτσι αὔξησε τήν προσευχή καί τή μελέτη του, μέχρι τήν ὥρα πού ἄρχιζε νά λαλεῖ ὁ πετεινός, δηλαδή μέχρι τά χαράματα. Σέ αὐτό τόν ἐβοηθοῦσε καί ἡ συνεχής νηστείας. Ἔτσι καί πρίν φύγει ἀπό τόν κόσμο, ἐζοῦσε σχεδόν ἀσώματο βίο. Δέν τοῦ ἐχρειάσθηκε λοιπόν πολύς καιρός, γιά νά ἐκδημήσει ἐντε-λῶς ἀπό τά ὁρώμενα καί νά εἰσδύσει στά ἀόρατα θεῖα θεάματα.
Κάποια νύκτα, λοιπόν, πού προσευχόταν καί μέ καθαρό νοῦ ἐπεικοινωνοῦσε μέ τόν Θεό, εἶδε ξαφνικά νά λάμπει ἄπλετο φῶς ἀπό τούς οὐρανούς καί νά κατεβαίνει πρός αὐτόν. Ἐφώτισε τά πάντα καί τά μετέβαλε σέ μιά ὁλοκάθαρη ἡμέρα. Καθώς ἦταν καί ὁ ἴδιος τυλιγμένος ἀπό αὐτό τό φῶς, τοῦ ἐφαινόταν σάν νά ἐξαφανίσθηκε ὁλόκληρη ἡ οἰκία μαζί μέ τό δωμάτιό του, ἐνῶ ὁ ἴδιος εἶχε ἁρπαγεῖ στόν ἀέρα νοιώθοντας σάν νά μήν εἶχε καθόλου σῶμα. Κατάπληκτος ἀπό τό μέγα τοῦτο μυστήριο ἐκραύγαζε μέ μεγάλη φωνή τό «Κύριε, ἐλέησον». Καθώς εὑρισκόταν μέσα σ’ αὐτό τό θεῖο φῶς, βλέπει στά ὑψη τοῦ οὐρανοῦ μιά ὁλόφωτη νεφέλη ἄμορφη καί ἀσχημάτιστη, γεμάτη ἀπό τήν ἄρρητη δόξα τοῦ Θεοῦ. Στά δεξιά της ἔστεκε ὁ πνευματικός του πατέρας, Συμεών ὁ Εὐλαβής. Ἔμεινε σέ αὐτή τήν ἐκστατική κατάσταση γιά πολύ, χωρίς νά αἰσθάνεται, καυώς ἐβεβαίωνε ἀργότερα, ἐάν ἦταν μέσα στό σῶμα ἤ ἐκτός τοῦ σώματος. Ὅταν κάποτε έκεῖνο τό φῶς σιγά-σιγά ὑποχώρησε, ἦλθε στόν ἑαυτό του καί κατάλαβε πώς εὑρίσκεται μέσα στό δωμάτιο.
Μετά ἀπό αὐτή τή θεωρία ὁ Ὅσιος Συμεών ἱκέτευε συνεχῶς τόν Γέροντά του νά τόν κείρει μοναχό. Ἀλλά ὁ πνευματικός του πατέρας τόν ἀναχαίτισε, ἐπειδή ἦταν νέος στήν ἡλικία καί ὁ Ὅσιος ἐπέστρεψε στήν οἰκία τοῦ θείου του, ὅπου ἄρχισε μέ ἐπιμέλεια νά μελετᾶ. Βαθειά ἐντύπωση ἀπεκόμισε ἀπό τά ἔργα τῶν Ἁγίων Μάρκου τοῦ Ἀσκητοῦ καί Διαδόχου Γωτικῆς, τά ὁποῖα ἔλαβε ἀπό τά χέρια τοῦ πνευματικοῦ του.
Κατά τό ἔτος 970 μ.Χ. ὁ Συμεών ἐπισκέφθηκε τούς γονεῖς του καί τούς ἀνακοίνωσε τήν κλίση του γιά τό μοναχικό βίο. Μάταια ἐκεῖνοι προσπάθησαν νά μεταβάλουν τήν ἀπόφαση τοῦ μονάκριβου υἱοῦ τους. Ἡ ἀπόφαση τοῦ Συμεών ἦταν σταθερή. Ἀρνήθηκε ἐγγράφως τήν ἀνήκουσα σέ αὐτόν πατρική περιουσία καί κατέφυγε στή μονή τοῦ Στουδίου. Λίγο ἀργότερα μεταβαίνει στή μονή τοῦ Ἁγίου Μάμαντος τοῦ Ξηροκέρκου, ὑπό τόν ἡγούμενο Ἀντώνιο, πού εὑρισκόταν κοντά στή μονή τοῦ Στουδίου. Μετά διετία ἐκέρω ἐδῶ μοναχός, γιά νά φωτίζει ὅλους τούς πιστούς, μέ τό φῶς τῆς γνώσεως, πού ἐφώτιζε τόν ἑαυτό του. Ὅταν μετά ἀπό λίγο ἀπέθανε ὁ ἡγούμεος τῆς μονῆς, ὁ Ὅσιος Συμεών ἐχειροτονήθηκε πρεσβύτερος καί μέ τήν εὐλογία τοῦ Πατριάρχου Νικολάου τοῦ Χρυσοβέργη ((984-995 μ.Χ.) καί τήν ἔγκριση τῶν μοναχῶν τοῦ Ἁγίου Μάμαντος ἔγινε ἡγούμενος τῆς μονῆς.
Ὡς ἡγούμενος ὁ Ὅσιος ἔπρεπε νά ἀντιμετωπίσει πολλές δυσάρεστες καταστάσεις. Ὄχι μόνο τήν κατεστραμμένη μονή, ἀλλά πρό πάντων τό ἀνθρώπινο στοιχεῖο. Ἡ μονή παροιμοιαζόταν πρός κατάλυμμα κοσμικῶν καί νεκρῶν σωμάτων. Καί ἡ μέν μονή ὡς οἰκοδόμημα κατελαμπρύνθηκε, ἡ πνευματική ὅμως συγκρότηση τῶν μοναχῶν ἀπαιτοῦσε πολλές ἀνυπέρβλητες προσπάθειες. Ἡ διδασκαλία του συνάντησε τή μεγάλη ἀδιαφορία ὁρισμένης ὁμάδος μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι ἔφθασαν στό σημεῖο, κατά τή διάρκεια μιᾶς πρωϊνῆς κατηχήσεως, νά ἐπιτεθοῦν κατά τοῦ Γέροντός τους. Κατά τήν ὥρα τῆς ἐπιθέσεως ὁ Ὅσιος «τάς χεῖρας δεσμεύσας πρός ἑαυτόν καί εἰς οὐρανόν ἄρας αὐτοῦ τήν διάνοιαν, ἐπί χώρας ἄσειστος ἔστη, ὑπομειδιῶν καί φαιδρόν ἀτενίζων πρός τούς ἀλάστορας».
Αὐτό ἦταν ἀρκετό νά ἀφοπλίσει τελείως τούς τριάντα ἐκείνους μοναχούς, οἱ ὁποῖοι ἐπέδειξαν αὐτή τή συμπεριφορά. Ὁ Πατριάρχης Σισίννιος Β΄ (996-998 μ.Χ.), πρός τόν ὁποῖο κατέφυγαν ἀμέσως, γιά νά δικαιωθοῦν προφανῶς ἀπό αὐτόν, ἐξεπλάγη ἀπό τή μανία καί τό φθόνο τῶν ἀσύνετων μοναχῶν καί διέταξε νά ἐξορισθοῦν. Ὅμως ὁ Ὅσιος Συμεών παρεκάλεσε θερμῶς τόν Πατριάρχη νά τούς συγχωρέσει.
Ὁ Ὅσιος, παρά τά πολλά καθήκοντά του στή μονή, εὕρισκε καιρό νά γράφει «τῶν θείων ὕμνων τούς ἔρωτες», τούς «λόγους τῶν ἐξηγήσεων», τούς «κατηχητικούς λόγους», τά «Πρακτικά, Γνωστι-κά καί Θεολογικά Κεφάλαια».
Δυσάρεστα ζητήματα ἐναντίον τοῦ Ὁσίου ἐδημιούργησε ὁ σύγκελλος τοῦ Πατριάρχου Μητροπολίτης Νικομηδείας Στέφανος. Ἀγορμή πρός τοῦτο ἦταν ἡ ἀγαθή φήμη τοῦ ὁσίου. Ἐπειδή ὁ σύγκελλος δέν μποροῦσε νά εὕρει στό βίο τοῦ Ὁσίου κάποια κατη-γορία, ἐστράφηκε πρός τό πρόσωπο τοῦ κοιμηθέντος ἤδη Γέροντός του. Ἡ κατηγορία τοῦ συγκέλλου ἦταν ὅτι ὁ Ὅσιος ὑμνοῦσε τόν πνευματικό του πατέρα ὡς Ἅγιο. Τελικά ἔτεισε τή Σύνοδο νά διευρενήσει τό ζήτημα. Καί μετά τή διαδικασία αὐτή, ὅλοι ἀνεγνώ-ρισαν, ἐκτός τοῦ συγκέλλου, τό δίκαιο τοῦ Συμεών. Τότε ὁ σύγκελ-λος συνεργάσθηκε μέ μοναχούς πού ἐχθρεύονταν τόν Ὅσιο καί ἔκλεψε ἀπό τή μονή τήν εἰκόνα ἐπί τῆς ὁποίας εἶχε ἁγιογραφηθεῖ ὁ πνευματικός πατέρας τοῦ Ὁσίου μαζί μέ τόν Χριστό καί ἄλλους ἁγίους. Ὁ Ὅσιος διατάχθηκε νά προσέλθει στή Σύνοδο, γιά νά ἀπολογηθεῖ. Καί πάλι εὑρέθηκε ἀθῶος.
Ὁ Ὅσιος παρέμεινε ἐπί εἴκοσι πέντε χρόνια ὡς ἡγούμενος καί τό ἔτος 1005 ἀποσύρθηκε σέ ἡσυχαστήριο στό ἀντίπερα ἐρημόκα-στρο τῆς Χρυσουπόλεως, πού ἐκαλεῖτο Παλουκητόν καί ἡσύχαζε στή μονή τῆς Ἁγίας Μαρίνης. Στήν ἡγουμενεία τόν διαδέχθηκε ὁ μαθητής του Ἀρσένιος. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1022.
Ἡ Σύναξη αὐτοῦ ἐτελεῖτο στή μονή τοῦ Στουδίου, στή μονή τοῦ Ἁγίου Μάμαντος καί στή μονή τῆς Ἁγίας Μαρίνης.
Ὁ Ὅσιος Συμεών ἐδίδασκε ὅτι ἡ πρός Θεόν εἰλικρινής ἀγάπη καί ἡ μετάνοια ἦσαν ἀσφαλεῖς ὁδοί πρός τή θέωση. Ἡ τριαδολογική βάση τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπολήγει ἱστορικά στά χριστολο-γικά πλαίσια τῆς σωτηρίας καί τῆς λυτρώσεως, μέ σαφεῖς ἐκκλησιο-λογικές ἀλλά καί ἐσχατολογικές προεκτάσεις πρός τήν ὁλοκλήρωση καί πλήρωση τῆς τελειώσεώς του. Τό φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδος ἀποκαθαίρει τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, διαστέλει «τόν μέτοχον αὐτοῦ» ἀπό τόν κόσμο τοῦ σκότους καί τῆς πτώσεως καί δημιουρ-γεῖ τίς προϋποθέσεις, ὥστε οἱ πιστοί ἀπό τώρα νά ἀρχίσουν νά γεύονται τή μέλλουσα δόξα τους. Γράφει χαρακτηριστικά ὁ Ὅσιος Συμεών: «Τό φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδος φαῖνον ἐν καθαρᾶ καρδίᾳ παντός ἀφιστᾷ τοῦ κόσμου καί τόν μέτοχον αὐτοῦ ἀπ’ ἐντεῦθεν ἤδη ἐμφορεῖσθαι περί τῆς μελλούσης δόξης»[16]. Ἐδῶ ἡ θέωση σχετίζεται ἄμεσα μέ τό ἱστορικό καί ἐσχατολογικό ἔργο τῆς Θείας Οἰκονομίας, ἀφοῦ τελικός σκοπός εἶναι ἡ σωτηρία καί ἡ δοξοποίηση τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτοῦ τοῦ σωτηριολογικοῦ ἔργου «ἀπαρχή», «μεσότης» καί «τελειότης» εἶναι ὁ Χριστός.
Ἡ τελείωση καί ἡ θέωση ὁλοκληρώνεται στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀναφέρει σχετικά ὁ Ὅσιος ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἡ Βασιλεία καί ἡ Ἐδέμ. «Σύ βασιλεία οὐρανῶν, σύ γῆ, Χριστέ, πραέων, σύ χλόης παράδεισος, σύ ὁ νυμφών ὁ θεῖος»[17].
Γιά τή θεολογική του κατάρτιση καί δεινότητα ὁ Ὅσιος Συμεών ὀνομάσθηκε Νέος Θεολόγος, «ὁ Θεολόγος τοῦ φωτός»[18] ἤ «ὁ Ἅγιος τοῦ φωτός»[19]. Κατά τίς πνευματικές ἀναβάσεις τοῦ Ἁγίου[20], ἐπιδιδόμενος στήν ἡσυχία, ἐλευθερωνόταν ἀπό τήν ὕλη, ἡ γλώσσα του ἐγινόταν γλώσσα πυρός, συνέθετε καί θεολογοῦσε θείους ὕμνους, γινόταν ὁλόκληρος πῦρ, ὁλόκληρος φῶς καί θεωνόταν κατά χάριν[21]. Ἄλλοτε, μαρτυρεῖται ὅτι εὑρισκόταν ἐπάνω ἀπό τή γῆ, καί ἔχοντας τά χέρια ὑψωμένα καί προσευχόμενος, ἦταν «ὅλος φωτός καί ὅλος λαμπρότητος»[22].
† Τῆ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Συμεών τοῦ Εὐλαβοῦς.
Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Συμεών δέν ἀναφέρεται στούς Συναξαρι-στές, ἀλλά μνημονεύεται στό Βυζαντινόν Ἑορτολόγιον[23]. Ἔζησε περί τά μέσα τοῦ 10ου αἰῶνος μ.Χ. καί ἦταν διδάσκαλος τοῦ Ἁγίου Συμεών, τοῦ Νέου Θεολόγου, ὁ ὁποῖος συνέθεσε καί Ἀκολουθία πρός τιμήν τοῦ Ὁσίου, ἡ ὁποία δέν σώζεται[24].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Λαυρεντίου.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Λαυρέντιος κατατάσσεται μεταξύ τῶν τριακοσίων Μαρτύρων καί Ὁσίων τῆς Κύπρου, οἱ ὁποῖοι ἐπονο-μάζονται Ἀλαμάνοι[25]. Ὁμως δέν πρόκειται οὔτε γιά Ἀλαμάνους, οὔτε γιά Φράγκους, ἀλλά οἱ Ἅγιοι ἦσαν μοναχοί, οἱ ὁποῖοι κατά-γονταν ἀπό τήν Παλαιστίνη καί τή Συρία καί ἦλθαν στήν Κύπρο λόγῳ τῶν διώξεων ἐκ μέρους τῶν Ἀράβων, κατά τά βυζαντινά χρόνια καί πρίν ἀπό τήν ἐποχή τῶν Σταυροφοριῶν. Πιθανώτατα δέν ἦλθαν ὅλοι μαζί, ἀλλά λίγοι-λίγοι, σέ διαφορετικούς χρόνους. Τή μή δυτική καταγωγή τους μαρτυροῦν καί αὐτά τοῦτα τά ὀνόμα-τά τους[26].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Δημητρίου, βασιλέως τῆς Γεωργίας.
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος Β΄, ὁ Θυσιαζόμενος, ἦταν υἱός τοῦ βασι-λέως τῆς Γεωργίας Δαυῒδ († 1269) καί καταγόταν ἀπό τή δυνα-στεία τῶν Βαγρατιδῶν[27]. Ἐμαρτύρησε τό ἔτος 1289 ἀπό τούς Τούρ-κους, ἐπί σουλτάνου Ἀργκούν.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Νικηφόρου τῆς Κριμαίας.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Νικηφόρος ἐμαρτύρησε στήν Κριμαία, τό ἔτος 1730, ἀπό τό χάνο τῆς περιοχῆς.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!