Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε χαρμόσυνος θεομητορικὴ ἑορτή. Ἑορτάζουμε τὴ γέννησι τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ποῖο εἶνε τὸ περιεχόμενο τῆς ἑορτῆς καὶ τί συναισθήματα μᾶς δημιουργεῖ;
Ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔτσι καὶ ἡ Παναγία ἀπὸ κάποιους ἦρθε στὸν κόσμο. Ποιός γεννήθηκε ἀπὸ βράχο; Κανείς. Ἀπὸ μιὰ μάνα κ’ ἕνα πατέρα γεννηθήκαμε ὅλοι. Καὶ ἡ Παναγία εἶχε γονεῖς· τὴ μητέρα της τὴν ἔλεγαν Ἄννα, τὸν πατέρα της Ἰωακείμ.
Ἦταν εὐλαβέστατοι ἄνθρωποι, ἀλλὰ ἄτεκνοι. Καὶ τότε ἡ ἀτεκνία ἐθεωρεῖτο ὄνειδος. Ὅποιος εἶχε παιδιά, αὐτὸς ἐθεωρεῖτο εὐτυχής. Ὅποιος εἶχε πολλὰ παιδιά (5, 6, 7, 8…), τὸν μακαρίζανε. Ἐκεῖνες ἦταν πατριαρχικὲς οἰκογένειες. Τώρα τὰ παιδιὰ τὰ θεωροῦν συμφορά. Γεννοῦν ἕνα, μετὰ βίας δύο, παραπάνω ὄχι, στόπ! Αὐτὸ εἶνε μιὰ κατάρα. Τὸ ἄτεκνο λοιπὸν ἐκεῖνο ἀνδρόγυνο παρακαλοῦσε τὸ Θεὸ μέρα – νύχτα νὰ τοὺς δώσῃ παιδί, γιὰ νὰ τοῦ τὸ ἀφιερώσουν.
Ποῦ σήμερα τέτοια μάνα! Δὲν ὑπάρχει πλέον διάθεσι προσφορᾶς. Σὲ λίγο καιρὸ τρία ἐπαγγέλματα θὰ σβήσουν· ὁ ἀστυνομικός, ὁ νοσοκόμος, καὶ ὁ κληρικός. Γιατί νὰ φυλάῃ ὁ ἀστυνομικὸς τὴν τάξι καὶ νὰ κινδυνεύῃ; γιατί νὰ ξενυχτᾷ ἡ νοσοκόμος κοντὰ στὸν ἄρρωστο καὶ νὰ μὴν πάῃ νὰ τραγουδήσῃ στὸ κέντρο νὰ μαζέψῃ χρῆμα; Καὶ κορόϊδο εἶνε ὁ ἄλλος νὰ γίνῃ παπᾶς, γιὰ νὰ τοῦ κάνουν στὸ δρόμο αἰσχρὲς χειρονομίες; Ὄχι. Θὰ ἐκλείψουν μερικὰ τέτοια ἀναγκαῖα ἐπαγγέλματα, καὶ αὐτὸ θὰ εἶνε σημάδι παρακμῆς.
Εἶχε λοιπὸν προχωρήσει πλέον ἡ ἡλικία τοῦ Ἰωακεὶμ καὶ τῆς Ἄννας. Μπορῇ ἀπὸ ἕνα κούτσουρο νὰ βγῇ λουλούδι κι ἀπὸ ἕνα ξερὸ βράχο νὰ βγῇ κρίνος; Ἄλλο τόσο μπορεῖ ἀπὸ μιὰ στεῖρα γυναῖκα νὰ βγῇ τὸ ἄνθος ποὺ λέγεται παιδί. Ὅ,τι εἶνε τὸ ἄνθος στὴ φύσι κι ὅ,τι εἶνε ἕνα ἀστέρι στὸν οὐρανό, αὐτὸ εἶνε τὸ παιδὶ μέσα στὴν οἰκογένεια· δίνει παρηγοριά, χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι.
Παρακαλοῦσαν τὸ Θεὸ νὰ τοὺς δώσῃ παιδί, γιὰ νὰ τοῦ τὸ ἀφιερώσουν. Ποιά μάνα, ὅταν γεννάῃ
ἀγοράκι, λέει «Θεέ μου, ἀξίωσέ με νὰ τὸ ἀφιερώσω, νὰ γίνῃ ἕνας παπᾶς, νὰ γίνῃ ἕνας καλόγερος»; Μηχανικός, γιατρός, δικηγόρος νὰ γίνῃ, αὐτὰ θεωροῦνται μεγάλα. Παπᾶς;… Πῆγα κάποτε σὲ χωριὰ
πέρα ἀπ’ τὸν Ἁλιάκμονα, στὰ Χάσια, ἐκεῖ ποὺ ὑπῆρχαν κλέφτες στὰ βουνά. Ἐκεῖ ὅταν γεννιόταν ἀγοράκι, οἱ γειτόνισσες εὔχονταν· «Κυρὰ Μαρία, νὰ σοῦ ζήσῃ, νὰ γίνῃ καπετάνιος!…». Ἂν τὸ παιδάκι ἀρρώσταινε καὶ κινδύνευε νὰ πεθάνῃ, τότε ἔλεγαν· «Ἂς ζήσῃ, κι ἂς γίνῃ καὶ παπᾶς». Καταλάβατε; τὸ πρῶτο ἦταν νὰ γίνῃ καπετάνιος, τὸ τελευταῖο ἦταν νὰ γίνῃ παπᾶς. Καὶ σήμερα ποιός πατέρας ἢ μάνα θεωροῦν καμάρι ν’ ἀφιερωθῇ τὸ παιδί τους στὸ Θεό;
Ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα ὅμως ἦταν εὐσεβεῖς καὶ εὐγενεῖς. Γι’ αὐτὸ ὅταν ὁ Θεὸς τοὺς χάρισε ἕνα χαριτωμένο κοριτσάκι, τὸ ὠνόμασαν Μαρία καὶ τὸ ἀφιέρωσαν στὸ Θεό. Τί σημαίνει τὸ ὄνομα Μαρία; Πολλὲς γυναῖκες ἔχουν τὸ ὄνομα αὐτό, ἀλλὰ δὲν ξέρουν τί σημαίνει. Μαρία εἶνε ἑβραϊκὴ λέξι καὶ σημαίνει «δέσποινα», «κυρία». Ὄχι κυρία νομάρχου, κυρία εἰσαγγελέως, κυρία προέδρου, κυρία φρουράρχου· τίποτε ἀπ’ αὐτά. Ἀλλὰ Δέσποινα τοῦ κόσμου, Δέσποινα τῶν ἀγγέλων, ὄντως Κυρία. Αὐτὸ εἶνε ἡ Παρθένος Μαρία.
Σήμερα λοιπὸν εἶνε παγκόσμιος χαρὰ ἐπὶ τῇ γεννήσει τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ποιοί χαίρουν μὲ τὴν ἑορτὴ τῆς Παναγίας μας; Χαίρει ἡ ἁγία Τριάς, Πατὴρ Υἱὸς καὶ ἅγιον Πνεῦμα, διότι βρέθηκε ἡ μόνη ἀξία γιὰ νὰ βαστάσῃ στὰ σπλάχνα της τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ, βρέθηκε τὸ δοχεῖον τὸ καθαρόν, ἡ ὑπερευλογημένη Θεοτόκος. Χαίρουν καὶ θαυμάζουν οἱ ἄγγελοι, γιατὶ βλέπουν ἕνα πλάσμα τῆς γῆς νὰ ὑψώνεται πάνω ἀπὸ τὶς νεφέλες καὶ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ καὶ νὰ γίνεται «τιμιωτέρα τῶν χερουβὶμ καὶ ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν σεραφίμ»· χαίρει ἰδίως ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ, ποὺ εὐηγγελίσθη σ᾿ αὐτὴν τὸ «χαῖρε» (Λουκ. 1,28). Χαίρουν οἱ προφῆται, ἀπὸ τὸν Ἠσαΐα ποὺ τὴν ἀνήγγειλε πρὸ 800 ἐτῶν μέχρι τὸν τίμιο Πρόδρομο ποὺ τὴν καλωσώρισε μὲ σκιρτήματα ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας του. Ἀγάλλονται οἱ δίκαιοι τῆς παλαιᾶς διαθήκης, ποὺ τὴν περίμεναν ἐπὶ αἰῶνες. Χαίρει ὁ κόσμος ὅλος, ἀναθαρροῦν οἱ ἁμαρτωλοὶ ποὺ βλέπουν ὅτι ἦρθε ἡ λύτρωσί τους.
Ὅλοι χαίρουν. Ἀλλὰ ἡ ἴδια ἡ Παναγία; Ἡ ἰδια ἡ Παναγία δὲν χαίρει. Εἶνε θλιμμένη. Ἂν μπορούσαμε νὰ τὴ δοῦμε, θὰ τὴ βλέπαμε ντυμένη στὰ μαῦρα νὰ κλαίῃ, καὶ τὰ δάκρυά της νὰ πέφτουν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ κάτω στὴν ἁμαρτωλὴ γῆ. Γιατί δὲν χαίρει ἡ Παναγία;
Πῶς νὰ χαίρῃ; Λυπᾶται πρῶτα-πρῶτα, διότι ὑπάρχουν στόματα ἀκάθαρτα καὶ ἀπαίσια, γεννήματα ἐχιδνῶν, ποὺ βλαστημᾶνε τὸ ὄνομά της μέρα – νύχτα. Καμμιά γυναίκα, ὁσοδήποτε ἁμαρτωλὴ καὶ νά ᾿νε, δὲν ὑβρίζεται ὅσο ὑβρίζεται ἡ Παναγία μας ἀπὸ τὰ στόματα τῶν Ἑλλήνων! Νὰ σᾶς πῶ ἕνα φοβερὸ πρᾶγμα; Ὁ Θεὸς νὰ μᾶς ἐλεήσῃ! Πέρα ἀπὸ τὸν Ἕβρο χιλιάδες Τουρκαλᾶδες εἶνε ἕτοιμοι νὰ μᾶς κόψουν μὲ τὰ σπαθιά, χιλιάδες Τοῦρκοι στρατιῶτες λυσσοῦν νὰ μᾶς σκοτώσουν μὲ τὰ ὅπλα. Ἀπ᾿ ὅλους αὐτοὺς οὔτε ἕνας, οὔτε ἕνας, δὲ βλαστημάει τὸν Ἀλλάχ! Νὰ προχωρήσω; Ἔρχονται στὸ γραφεῖο μου στρατιῶτες ἀπὸ τὴν Ἀλεξανδρούπολι, τὴν Κοζάνη καὶ ἀλλοῦ, καλὰ παιδιά, ποὺ πιστεύουν στὸ Θεό. Καὶ φρίττουν καὶ κλαῖνε καὶ μοῦ λένε· «Θὰ μᾶς τιμωρήσῃ ὁ Θεός. Ἀπ᾿ τὸ πρωῒ μέχρι τὸ βράδυ μικροὶ καὶ μεγάλοι βλαστημᾶνε». Πῶς νὰ μᾶς ἐλεήσῃ ὁ Θεός; Ὁ Τοῦρκος δὲ βλαστημάει τὸν Ἀλλάχ, κι ὁ Ἕλληνας στρατιώτης νὰ βλαστημάῃ τὰ θεῖα, καὶ κανείς νὰ μὴ διαμαρτύρεται! Τολμάει κανεὶς νὰ ὑβρίσῃ κάποιον ἀπὸ τοὺς ἑκάστοτε ἄρχοντες; Ποιός; Ἄ, εἶνε μεγάλοι ὅλοι αὐτοί, καὶ μικρὸς ὁ Χριστός! Γι’ αὐτὸ εἶνε ντυμένη στὰ μαῦρα ἡ Παναγιά. Θρηνεῖ γιὰ τὶς βλαστήμιες. Καὶ ὄχι μόνο τῶν ἀνδρῶν ἀλλὰ τελευταίως καὶ τῶν γυναικῶν. Ὣς τώρα ξέραμε, ὅτι οἱ γυναῖκες τοὐλάχιστον δὲ βλαστημοῦν· τώρα μαθαίνω καὶ φρίττω, ὅτι καὶ οἱ γυναῖκες χυδαιολογοῦν καὶ βλαστημοῦν. Αὐτὸ δὲν τὸ περίμενα. Ἔτσι καταντήσαμε τὸ πιὸ βλάστημο ἔθνος στὰ Βαλκάνια καὶ στὸν κόσμο ὅλο.
Ἡ Παναγία κλαίει ἀκόμη γιὰ τὴ φθορὰ τοῦ γυναικείου γένους. Ἕνας ἄλλος τύπος γυναικὸς ἐπικρατεῖ, ξένος πρὸς τὸν χαρακτῆρα τῆς ὀρθοδόξου Ἑλληνίδος. Εἶνε ἡ γυναίκα μὲ τὸ παντελόνι, ἡ γυμνή, μὲ τὸ τσιγάρο, μὲ τὰ βαμμένα νύχια καὶ τὰ κομμένα μαλλιά, ποὺ ἄφησε τὸ σπίτι καὶ τὰ παιδιά της καὶ συχνάζει ἀδιάντροπη στὰ κέντρα. Θρηνεῖ ἡ Παναγιά μας γιὰ τὴν ἐγκατάλειψι καὶ διάλυσι τῆς οἰκογενείας, γιὰ τὶς πορνεῖες, τὶς μοιχεῖες, τὰ διαζύγια, γιὰ ὅλα τὰ κακὰ ποὺ ἔχουν ἐξαπλωθῆ γύρω μας.
Ντυμένη λοιπὸν στὰ μαῦρα ἡ Παναγιὰ γιὰ τὶς βλαστήμιες τῶν ἀντρῶν, γιὰ τὴ διαφθορὰ τῶν γυναικῶν, καὶ ἀκόμη γιὰ τὸ μεγάλο ἔγκλημα τῶν ἐκτρώσεων. Ἂν ἤμουν εἰσαγγελεὺς καὶ ἀστυνομία, θὰ ἔκανα ἔρευνα στὶς γυναικολογικὲς κλινικὲς καὶ θά ᾿βρισκα – τί θά ᾿βρισκα· τὰ κομματιασμένα ἔμβρυα ποὺ πετοῦν στοὺς ὀχετούς! Πόσα παιδάκια; 400.000 τὸ ἔτος! Ἀκοῦτε; 400.000! Γι’ αὐτὸ σβήνουμε ὡς ἔθνος. Στὴν Τουρκιὰ νά παιδιά, στὴν Ἀλμπάνια νά παιδιά… ᾿Εμεῖς μὲ τὶς ἐκτρώσεις ἔχουμε τὰ λιγώτερα παιδιά. Πλουτίσανε οἱ ἀθεόφοβοι γυναικολόγοι· παιδὶ καὶ λίρα, ἔκτρωσι καὶ λίρα. Μολύναμε τὴ γῆ μας μὲ ἀθῷο αἷμα! Κλαίει ἡ Παναγιὰ γιὰ τὴν ἀθλιότητά μας.
Ντυμένη τέλος στὰ μαῦρα ἡ Παναγιὰ – γιατί; Γιατὶ πολλὲς ἐκκλησίες της, πέρα στὶς ἀλύτρωτες πατρίδες, ὅπως λ.χ. στὴν Κύπρο, δὲν λειτουργοῦν σήμερα. Πλῆθος ἐκκλησιὲς παντοῦ, μέσα σὲ χωριά, πάνω σὲ ὑψώματα, δίπλα σὲ ἀκρογιάλια, ὄμορφες ἐκκλησιές, μνημεῖα τέχνης αἰώνων, ἀφιερωμένες στὸ ὄνομα τῆς Παναγίας (ἄλλη στὸ Γενέσιο, ἄλλη στὴν Κοίμησι, ἄλλη στὸν Εὐαγγελισμὸ κ.λπ.), μένουν σήμερα κλειστές, ἢ εἶνε γκρεμισμένες καὶ βεβηλωμένες· μὲ τσακισμένους τοὺς σταυρούς, μὲ κλεμμένα ἢ πεταμένα τὰ ἅγια δισκοπότηρα, μὲ ἀναποδογυρισμένες τὶς κολυμβῆθρες, μὲ σπασμένες ἢ μουτζουρωμένες τὶς εἰκόνες, μὲ τοὺς τάφους ἀτιμασμένους… Ντυμένη στὰ μαῦρα ἡ Παναγιὰ κλαίει. Κλαίει γιὰ μᾶς, κλαίει γιὰ τὴν Κύπρο, κλαίει ἡ γλυκειά μας Μάνα γιὰ ὅλο τὸν κόσμο.
Ἂς προσευχηθοῦμε, ἀγαπητοί μου, σήμερα. Ἂς κρατήσουμε τὴν πίστι μας. Ἂς κλειστοῦμε στὰ σπίτια μας καὶ ἂς κλάψουμε κ᾿ ἐμεῖς μαζὶ μὲ τὴν Παναγία. Σὰν ἁμαρτωλοὶ ἐμεῖς ἂς θρηνήσουμε γιὰ τὰ ἁμαρτήματά μας. Κι ἂς πάρουμε μιὰ ἀπόφασι· νὰ ζήσουμε σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Υἱοῦ της τοῦ ἠγαπημένου, γιὰ νὰ ἔχουμε τὴν εὐλογία καὶ ὡς ἄτομα καὶ ὡς οἰκογένειες καὶ ὡς ἔθνος· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον Ιερό ναὸ του Αγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 7-9-1974 ἡμέρα Σάββατο βράδυ)