τοῦ ἀρχιμ. Ἰακώβου Κανάκη
Ἀγαπητοί μου, ἄς εὐχαριστήσουμε τόν Θεό πού ἀκόμα καί στίς μέρες μας, σέ μιά ὁμολογουμένως δύσκολη ἐποχή, ἀναδεικνύει ἁγίους ὅπως ὁ ὅσιος γέροντας Παΐσιος ὁ ἁγιορείτης. Τό πρόσωπό του θά προσπαθήσουμε νά προσεγγίσουμε. Εἶναι ὅμως δύσκολο ἐγχείρημα αὐτό καί τολμηρό θά ἔλεγα. Γιατί δύσκολο καί τολμηρό; Γιατί ἁπλά ὁ ἅγιος καταλαβαίνει τόν ἅγιο. Ἔτσι ἀφοῦ ἁγιότητα ἐκ μέρους μας δέν ὑπάρχει, βρισκόμαστε μπροστά σέ ἕνα σταυροδρόμι ἐπιλογῆς: σιγή ἤ προσπάθεια; Διαλέξαμε τό δεύτερο. Πράγματι, μιά ἐσωτερική ἐπιθυμία μᾶς προτρέπει νά ἀναφερθοῦμε στόν ἅγιο καί μάλιστα ὄχι μέ τόν συνηθισμένο τρόπο. Τί ἐννοῶ; Ὅταν κάποιος καλεῖται νά μιλήσει γιά κάποιον ἀναφέρεται σέ περιστατικά πού ἔζησε μαζί του. Ἡ γνωστή ἐρώτητη εἶναι: «τόν γνωρίσες; τί σοῦ εἶπε;». Προσωπικά δέν εἶχα αὐτήν τήν μεγάλη τιμή καί εὐλογία, ἀλλά σήμερα δέν ἤθελα νά ποῦμε γενικά πῶς βλέπω ἐγώ ἤ ἄλλοι τόν ὅσιο γέροντα, ἀλλά τί ἔχει πεῖ ὁ ἴδιος, τί πίστευε ὁ ἴδιος γιά δύο σημαντικά θέματα. Γιά τήν Ἐκκλησία καί γιά τούς κληρικούς. Ἔτσι, δέν πρόκειται νά ἀναφερθοῦμε σέ θαύματα καί σημεῖα, πού διά τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ ὄντως ἐπιτελοῦσε ὁ ἅγιος γέροντας. Τέτοια ὑπάρχουν ἄπειρα σέ βιβλία πού ἔχουν ἐκδοθεῖ. Μάλιστα σέ τέτοιο σημεῖο γίνεται ἡ καταγραφή θαυμάτων, ὅπου ὁ γέροντας παρουσιάζεται ὡς κάποιος φοβερός μέν θαυματοποιός ἀλλά χωρίς νά ἀναφέρονται γι᾽αὐτόν τόσες ἄλλες πτυχές τῆς ζωῆς του, ἀκόμα δέ καί ὁ τρόπος πού ἔφθασε στήν ἀπόκτηση τῶν πολλῶν χαρισμάτων του ἤ πιό ἁπλά ὁ τρόπος πού ἔφθασε στήν ἁγιότητα. Σήμερα θά προσπαθήσουμε νά γίνουμε ὁ ἀναμεταδότης τῶν ὅσων μέ ἐγκυρότητα ἐμπιστεύθηκε ὁ ἴδιος στίς μοναχές στό μοναστήρι τῆς Σουρωτῆς, πού καθοδηγοῦσε πνευματικά.[2] Θά ἀναφέρουμε ἀκριβῶς τά λόγια πού εἶπε ὁ ἴδιος ἀφοῦ οἱ μοναχές κατέγραφαν μέ προσοχή τά λεγόμενά του χωρίς νά προσθέτουν ἤ νά ἀφαιροῦν στοιχεῖα. Θά δοῦμε λοιπόν, αὐτό εἶναι τό θέμα μας, πῶς ὁ γέροντας ἔβλεπε τήν Ἐκκλησία καί τούς κληρικούς. Εἶναι σοβαρό τό ζήτημα ὅπως ἐπίσης πολύ σοβαρές, ἐνδιαφέρουσες καί σημαντικές οἱ σχετικές τοποθετήσεις τοῦ ἁγίου. Πιστεύουμε ὅτι τά ὅσα ἔχει πεῖ ἀποτελοῦν συνισταμένη τῆς διδασκαλίας τῶν προτέρων αὐτοῦ Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Θά ἔλεγε ὅμως κάποιος πού θά ὠφελήσει ἐσᾶς, τά λαϊκά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἡ σημερινή μας ἀναφορά στά παραπάνω θέματα. Μπορεῖ νά πιστεύετε ὅτι ἴσως θά πρέπει μόνο οἱ ἱερεῖς νά διαβάσουν μέ προσοχή τά ὅσα ὁ ἅγιος γέροντας -μέ μιά προστατευτική αὐστηρότητα θά ἔλεγα- μᾶς λέει καί κανείς ἄλλος. Νομίζω ὅμως ὅτι δέν εἶναι ἔτσι. Εἶναι καλό καί ἐσεῖς νά ἀκούσετε τά σχετικά μέ τούς ἱερεῖς γιά νά ξέρετε ποιόν ἱερέα τελικά θέλετε, νά ἔχετε τά κριτήρια νά διακρίνετε, καί ὄχι νά κρίνετε, πῶς εἶναι ὁ ἱερέας τῆς Ἐκκλησίας μας. Πῶς νά εἴμαστε δηλαδή ἐμεῖς οἱ ἱερεῖς σας, πού σᾶς διακονοῦμε. Φυσικά νά ξέρουμε ἐπίσης ποιά εἶναι ἡ Ἐκκλησία πού ἀνήκουμε καί ἀγαποῦμε καί ποιά εἶναι ἡ ὑγιῆς σχέση μεταξύ τῶν μελῶν τῆς τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς. Ἄς ξεκινήσουμε μέ τήν Ἐκκλησία.
Α´ ΜΕΡΟΣ
Ὁ ὅσιος γέροντας Παΐσιος ἔνιωθε τόν ἐαυτό του μέλος τῆς Ἐκκλησίας, πονοῦσε γι᾽ αὐτήν καί συχνά τήν ὀνόμαζε Μητέρα Ἐκκλησία.[3] Ἔλεγε: «Μία μάνα ἡ φυσική, μία ἡ Παναγία καί μία ἡ Ἐκκλησία». Καί ἔτσι εἶναι βεβαίως διότι ὅτι λέγεται γιά τήν Παναγία λέγεται καί γιά τήν Ἐκκλησία[4] καί τό ἀντίστροφο.[5] Σημείωνε: «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας δέν ἔχει καμμία ἔλλειψη. Ἡ μόνη ἔλλειψη πού παρουσιάζεται, εἶναι ἀπό μᾶς τούς ἴδιους, ὅταν δέν ἀντιπροσωπεύουμε σωστά τήν Ἐκκλησία… Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί Αὐτός τήν κυβερνάει. Δέν εἶναι ναός πού κτίζετε μέ πέτρες, ἄμμο καί ἀσβέστη ἀπό εὐσεβεῖς καί καταστρέφεται μέ φωτιά βαρβάρων, ἀλλά εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός…».[6]
Κάνει ἐντύπωση ὅτι ἐάν καί ἀσκούμενος στήν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους, παρακολουθοῦσε μέ προσοχή τά Ἐκκλησιαστικά θέματα. Τόν ἀπασχολοῦσαν τά προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας καί ἀσχολεῖτο μέ αὐτά μέ ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον. Μάλιστα, ὅταν ἄκουγε γιά διάφορα σκάνδαλα στήν Ἐκκλησία ἔκανε τήν προσευχή του πιό ἔντονη. Ὅταν, «ὡς ἀσυρματιστής» λάμβανε μήνυμα γιά κάποιο σοβαρό θέμα δέν δίσταζε νά βγαίνει ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος καί νά ἐπισκέπτεται Ἐπισκόπους ἤ ἄλλα πρόσωπα πού μποροῦσαν νά βοηθήσουν ἤ νά βοηθηθοῦν. Σχετικά μέ τό θέμα αὐτό ἀναφερόταν στήν σωστή ἀντιμετώπιση τῶν ἐκκλησιαστικῶν θεμάτων καί συμβούλευε: «Νά ἀποφεύγωνται τά ἄκρα· μέ τά ἄκρα δέν λύνονται τά θέματα… Τά δύο ἄκρα ταλαιπωροῦν τήν Μητέρα Ἐκκλησία… Ἐκεῖνοι πού θά μπορέσουν νά λυγίσουν τά δύο ἄκρα, γιά νά ἐνωθοῦν- νά ὁμονοήσουν-, θά στεφανωθοῦν ἀπό τόν Χριστό μέ δύο ἀμάραντα στεφάνια».[7] Παράλληλα εἶχε ἀναφέρει: «Νά προσέχουμε νά μή δημιουργοῦμε θέματα στήν Ἐκκλησία οὔτε νά μεγαλοποιοῦμε τίς μικρές ἀνθρώπινες ἀταξίες πού γίνονται, γιά νά μή δημιουργοῦμε μεγαλύτερο κακό καί χαίρεται ὁ πονηρός. Ὅποιος γιά μικρή ἀταξία ταράσσεται πολύ καί ὁρμάει ἀπότομα μέ ὀργή, δῆθεν νά τήν διορθώση, μοιάζει μέ ἐλαφρόμυαλο νεωκόρο πού βλέπει νά στάζει τό κερί καί ὁρμάει ἀπότομα, μέ φόρα, γιά νά τό διορθώση δῆθεν, ἀλλά παίρνει σβάρνα ἀνθρώπους καί μανουάλια, καί δημιουργεῖ μεγαλύτερη ἀταξία τήν ὤρα τῆς λατρείας. Δυστυχῶς στήν ἐποχή μας ἔχουμε πολλούς πού ταράσσουν τήν Μητέρα Ἐκκλησία».[8]
Ἀκόμα γιά τό θέμα αὐτό,μιλώντας μέ περισσή διάκριση, σοφία καί χάρη ἀνέφερε: «Ὅλοι χρειάζονται στήν Ἐκκλησία. Ὅλοι προσφέρουν τίς ὑπηρεσίες τους σ᾽αὐτήν· καί οἱ ἤπιοι χαρακτῆρες καί οἱ αὐστηροί. Ὅπως στό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀπαραίτητα καί τά γλυκά καί τά ξινά, ἀκόμα καί τά πικρά ραδίκια, γιατί τό καθένα ἔχει τίς δικές του οὐσίες καί βιταμίνες, ἔτσι καί στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ὅλοι εἶναι ἀπαραίτητοι. Ὁ ἕνας συμπληρώνει τόν χαρακτῆρα τοῦ ἄλλου καί ὅλοι εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά ἀνεχώμαστε ὄχι μόνον τόν πνευματικό χαρακτήρα τοῦ ἄλλου ἀλλά ἀκόμη καί τίς ἀδυναμίες πού ἔχει σάν ἄνθρωπος. Δυστυχῶς μερικοί ἔχουν παράλογες ἀπαιτήσεις ἀπό τούς ἄλλους. Θέλουν νά ἔχουν ὅλοι ἴδιο πνευματικό χαρακτήρα μέ τόν δικό τους, καί ὅταν κάποιος δέν συμφωνῆ μέ τόν χαρακτήρα τους, δηλαδή ἤ εἶναι λίγο ἐπιεικής ἤ λίγο ὀξύς, ἀμέσως βγάζουν τό συμπέρασμα ὅτι δέν εἶναι πνευματικός ἄνθρωπος».[9]
Παράλληλα πίστευε αὐτό πού εἶχε ἀναφέρει ὁ μεγάλος θεολόγος ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς ὅτι δηλαλή μέ τήν πνευματική πρόοδο κάθε πιστοῦ μέλους τῆς Ἐκκλησίας ὀμορφαίνει ὅλη ἡ Ἐκκλησία. Τόνισε ὅτι «Ὅλα τά χαρίσματα ἐν τῆ Ἐκκλησία, ὅλαι αἱ διακονίαι, ὅλοι οἱ Διδάσκαλοι, οἱ Ἐπίσκοποι, οἱ ἱερεῖς, οἱ Λαϊκοί ἀποτελοῦν ἕν σῶμα, τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλοι αὐτοί εἶναι ἀναγκαῖοι εἰς κάθε ἕνα καί ὁ καθένας εἶναι ἀναγκαῖος εἰς ὅλους. Ὅλους αὐτούς ἐνώνει εἰς ἕν καθολικόν καί θεανθρώπινον σῶμα τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό Πνεῦμα τῆς κοινωνίας καί οἰκοδομῆς τῆς Ἐκκλησίας.»[10]
Κάνει ἰδιαίτερη ἐντύπωση ὅτι ὁ γέροντας «συλλαμβάνεται» νά ἔχει μελετήσει καί βιώσει τήν ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας βάσει τῶν πρό αὐτοῦ Πατέρων. Μέσα ἀπ’ τήν Ἐκκλησία, κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο,[11] ἀποκαλύπτεται στούς ἀνθρώπους ὅλη ἡ Οἰκονομία τῆς σωτηρίας δηλαδή τό «Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί».[12] Μέσα στήν Ἐκκλησία φανερώνεται ἡ ἀλήθεια αὐτή. Ὄντως τό μυστήριο αὐτό εἶναι μέγα ἀφοῦ ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος καί ὁ ἄνθρωπος Θεός καί γι᾽ αὐτό οἱ ἄνθρωποι πρέπει νά ζοῦμε ἀξίως αὐτοῦ τοῦ Μυστηρίου.[13] Ἄλλες παρόμοιες θέσεις ἀναφέρουν: «Ἐκκλησία εἶναι ὁ Θεάνθρωπος,[14] διότι ὁ Θεός Λόγος ἔγινε ἡ κεφαλή τοῦ Θεανθρωπίνου σώματος τῆς Ἐκκλησίας ὅπως καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει ὅτι ὁ Θεός Πατήρ διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «ἔδωκε» τόν Θεάνθρωπον, «κεφαλήν ὑπέρ πάντα τῆ Ἐκκλησία, ἥτις ἐστί τό σῶμα Αὐτοῦ, τό πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πάσι πληρομένου».[15] Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία ἔλαβε μέ κεφαλή της τόν Θεάνθρωπο ὅλες τίς θεῖες καί μεταμορφωτικές θεοποιές δυνάμεις της. Εἶναι φοβερό ὅτι ἡ ἴδια ἡ ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ Λόγου ἔγινε ἡ αἰώνια ὑπόσταση τῆς Ἐκκλησίας. Μέσω τῆς Ἐκκλησίας ὡς τοῦ θεανθρωπίνου σώματός Του ὁ Κύριος ἕνωσε ὅλα τά ἀγγελικά καί ἀνθρώπινα ὄντα καί ὅλα τά κτίσματα σέ ἕνα αἰωνίως ζῶντα ὀργανισμό.[16] Καί ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέει: «Ἐάν ὁ Χριστός εἶναι εἷς τότε μία εἶναι ἡ Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας καί ἕν τό σῶμα».[17] Καί ὁ Ἱερός Καβάσιλας προσθέτει γιά τήν Ἐκκλησία ὅτι: «σημαίνεται δέ ἡ Ἐκκλησία ἐν τοῖς μυστηρίοις, οὐχ ὡς ἐν συμβόλοις, ἀλλ᾽ ὡς ἐν καρδία μέλη, καί ὡς ἐν ρίζη τοῦ φυτοῦ κλάδοι, καί καθάπερ ἔφη ὁ Κύριος, ὡς ἐν ἀμπέλω κλήματα (Ἰω. 15, 1-5)».[18] Παρόμοιες προσεγγίσεις εἶναι καί οἱ ἀκόλουθες: «Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μυστήριον μέγα ἀποκαλυφθέν κατά τό πλήρωμα τοῦ χρόνου».[19] Γι’ αὐτήν προορίζονταν τά πάντα, «διά τήν Ἐκκλησίαν ὁ οὐρανός, οὐ διά τόν οὐρανόν ἡ Ἐκκλησία».[20] Ἐπίσης ὑφίσταται οὐράνιος Ἐκκλησία, ἡ τῶν ἀγγέλων, ὑπό γενικώτερη ἔννοια, ἀλλ᾽ εἰδικώτερα Ἐκκλησία λέγεται τό ἄθροισμα τῶν πιστῶν, τῶν πρό Χριστοῦ καί τῶν μετ᾽ Αὐτόν.[21] «Ἀρξαμένη ἀπό τῆς δημιουργίας τῶν πρωτοπλάστων, ἐπανιδρύθη ὁριστικῶς διά τοῦ Χριστοῦ. Ἀποτελεῖ ἕν σῶμα, τοῦ ὁποίου τό μέν Θεῖον στοιχεῖον εἶναι ἡ Κεφαλή, τό δέ ἀνθρώπινον εἶναι τά μέλη εἴτε ἔντιμα εἴτε μή».[22] «Θά ἔλεγε κανείς πώς ὁ Θεός δημιούργησε τήν Ἐκκλησία, καί μονάχα αὐτήν. Ὅλα τά ἄλλα εἶναι χῶρος τῆς Ἐκκλησίας, αὐτῆς τῆς κοινωνίας τῶν ὄντων, κατά τό πρότυπο τῆς ἀγαπητικῆς κοινωνίας τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ Ἐκκλησία λοιπόν ἀρχίζει μέ τήν δημιουργία, καί ἐπομένως ἔχει ἕναν ἁπτό, αἰσθητό καί ἱστορικό χαρακτήρα. Ὁ Θεός μέ τήν δημιουργία ἔκτισε τήν Ἐκκλησία πού εἶναι σύμβολο, τύπος καί εἰκόνα δική του. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν δημιούργημα, γιατί ἀνήκει στήν Ἐκκλησία πού καί ἡ ἴδια εἶναι κατ᾽εἰκόνα καί καθ᾽ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ».[23] Τίς παραπάνω πατερικές ἀναφορές γνώριζε ὁ ἅγιος καί τίς ἐξέφραζε συνολικά μέ τόν δικό του ἁπλό, γλαφυρό καί μοναδικό τρόπο.
Β´ Μ Ε Ρ Ο Σ
Ἀφοῦ ξεκινήσαμε ἀπό τήν Ἐκκλησία θά προχωρήσουμε στούς κληρικούς. Πάντοτε στά λεγόμενά μας κοθοδηγός μας εἶναι ὁ ἅγιος γέροντας Παΐσιος.
Ἐκτός λοιπόν ἀπό τήν Ἐκκλησία γενικά, μέ ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον μιλοῦσε ὁ γέροντας στούς κληρικούς, τούς ὁποίους τιμοῦσε ὅλως ἰδιαιτέρως, στούς ὁποίους μάλιστα τόνιζε συχνά τήν μεγάλη τους εὐθύνη ἔναντι τοῦ Θεοῦ ἀλλά καί τῶν ἀνθρώπων. Σημείωνε ὅτι ὁ κληρικός εἶναι τό παράδειγμα μέσα στήν κοινωνία ἐνῶ ἔθιγε καί τό ζήτημα τῆς ἐκκοσμίκευσης τοῦ κλήρου.[24]
Πῶς ὅμως ἤθελε τόν ἱερέα ὁ γέροντας Παΐσιος;
Ἀπό τήν Ἐκκλησία πηγαίνουμε στούς λειτουργούς τῶν μυστηρίων της ἀφοῦ ὡς ψυχή ἡ Ἐκκλησία ἔχει τό ἱερατεῖο, ὡς νοῦ τό θεῖο θυσιαστήριο καί ὡς σῶμα τό ναό. «Μέ τό σῶμα του, ὡς ναό, διενεργεῖ τήν καλλιέργεια τῆς ψυχῆς μέ τήν τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν. Μέ τήν ψυχή, ὡς ἱερατεῖο, καλλιεργεῖ τή φυσική θεωρία μέ τήν γνώση τῶν λόγων. Καί μέ τό νοῦ, ὡς θυσιαστήριο, προσεγγίζει τά ὕψη τῆς μυστικῆς θεολογίας πού πραγματώνει τήν κατά τό ἐφικτό ἕνωση Θεοῦ καί ἀνθρώπου».[25]
Ὁ γέροντας ἀναφέρει, ὄχι τό τί θέλει ὁ Θεός ἀπό τούς κληρικούς διότι αὐτό δέν εἶναι κάτι ἁπλό ἀλλά τό τί θέλουν οἱ ἄνθρωποι. Ὅμως οἱ ἄνθρωποι, θά ἀναρωτηθεῖ κάποιος, ἔχουν τά κριτήρια αὐτά γιά νά διακρίνουν τόν εὐλαβή κληρικό; Λέει ὁ γέροντας: «Παλιά οἱ ἱερεῖς ἔκαναν ἄσκηση, εἶχαν ἀρετή, ἦταν ἅγιοι, καί οἱ ἄνθρωποι τούς εὐλαβοῦνταν. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι θέλουν δύο πράγματα ἀπό τόν ἱερέα· νά εἶναι ἀφιλοχρήματος καί νά ἔχη ἀγάπη. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι βροῦν αὐτά σέ ἕναν ἱερέα, τόν θεωροῦν ἅγιο καί τρέχουν στήν Ἐκκλησία· καί ἀφοῦ τρέχουν στήν Ἐκκλησία, σώζονται. Μετά συγκαταβαίνει ὁ Θεός καί σώζει καί τόν ἱερέα. Ὁ ἱερεύς πάντως πρέπει νά ἔχη μεγάλη καθαρότητα».[26] Καί συμπληρώνει: «Ἐξάλλου ὁ κόσμος ἔχει ἀλάθητο κριτήριο καί διακρίνει ποιοί ἔγιναν ἱερεῖς ἀπό ἀγάπη πρός τόν Θεό, γιά νά διακονήσουν τήν Ἐκκλησία Του».[27]
Ὁ γέροντας ἀναφέρει τί θά ἔκανε ἐάν ἦταν ὁ ἴδιος ἱερέας: «Ἄν ἤμουν στόν κόσμο ἱερεύς, δέν θά μποροῦσα νά κλείσω ποτέ τήν πόρτα μου. Θά ἔπρεπε νά ἀνταποκρίνωμαι πάντοτε, χωρίς διακρίσεις, σέ ὅ,τι μοῦ ζητοῦσαν ὅλοι. Πρῶτα θά φρόντιζα γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους τῆς ἐνορίας μου καί ἔπειτα, ὅ,τι περίσσευε, θά ἔδινα στούς ἄλλους πού θά μοῦ ζητοῦσαν νά τούς βοηθήσω. Θά ἐνδιαφερόμουν ὄχι μόνο γιά τούς πιστούς, ἀλλά καί γιά τούς ἀπίστους καί γιά τούς ἄθεους καί γιά τούς ἐχθρούς τῆς Ἐκκλησίας. Ἤ, ἄν ἤμουν Πνευματικός καί μοῦ ἔλεγε ἕνας κάτι γιά ἕναν ἄλλον, θά φώναζα καί ἐκεῖνον, γιά νά βγάλω ἄκρη. Θά ἔπαιρνα τηλέφωνο, γιά νά δῶ τί κάνει ὁ ἄλλος πού εἶχε ἕναν πειρασμό, πού ἀντιμετώπιζε κάποιο πρόβλημα κ.λπ. Πῶς θά μποροῦσα νά ἡσυχάσω; Ὁ ἱερεύς πρέπει νά τραβάη μπροστά, γιά νά ἀκολουθοῦν οἱ πιστοί».[28] «Ἐπίσης ὁ Λειτουργός τοῦ Ὑψίστου πρέπει νά ἔχη πολλή προσοχή, καθαρότητα, ἀκρίβεια. Εἶναι ἀνώτεροι ἀπό τούς Ἀγγέλους οἱ ἱερεῖς. Οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι καλύπτουν τά πρόσωπά τους τήν ὥρα πού τελεῖται τό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἐνῶ ὁ ἱερεύς τό τελεῖ.»[29]
Γιά τήν προετοιμασία τῶν ἱερέων γιά τήν Θεία Λειτουργία καί τήν μεταξύ τῶν κληρικῶν ἐπιβεβλημένη ἀγάπη ὁ γέροντας χρησιμοποίησε ἕνα θαυμαστό γεγονός: «Ἡ Θεία Κοινωνία θεραπεύει, ἁγιάζει αὐτόν πού ἀγωνίζεται. Ἕναν πού δέν ἀγωνίζεται, πῶς νά τόν βοηθήση; Τί νά ἀλλοιώση ὁ Χριστός, ἀφοῦ δέν ἀλλιώνεται ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος; Κάποτε, στήν σπηλιά τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου ἦταν ἕνας Γέροντας μέ δύο ὑποτακτικούς. Ὁ ἕνας ἦταν ἱερομόναχος καί ὁ ἄλλος ἱεροδιάκονος. Μιά μέρα λοιπόν πῆγαν οἱ ὑποτακτικοί του σέ ἕνα ἐξωκκλήσι, γιά νά λειτουργήσουν. Ὁ ἱερεύς ὅμως φθονοῦσε πολύ τόν διάκο, καί τόν ζήλευε, ἐπειδή ὁ διάκος ἦταν πιό ἔξυπνος καί ἐπιτήδειος σέ ὅλα· ἀλλά καί ὁ διάκος δέν βοηθοῦσε μέ τόν ἐγωιστικό του τρόπο. Ὁ ἱερεύς εἶχε προετοιμασθῆ ἐξωτερικά, διαβάζοντας τήν Θεία Μετάληψη καί κάνοντας ὅλα τά σχετικά τυπικά. Δυστυχῶς ὅμως δέν ἔκανε τό κυριώτερο, τήν ἐσωτερική προετοιμασία· δηλαδή νά ἐξομολογηθῆ ταπεινά, γιά νά διώξη τόν φθόνο καί τήν ζήλεια ἀπό τήν καρδιά του, τά ὁποῖα δέν φεύγουν μέ τό νά ἀλλάξουμε τά ροῦχα μας καί νά λούσουμε τό κεφάλι. Ἔτσι λοιπόν μέ τήν ἐξωτερική αὐτή προετοιμασία προχώρησε στό φοβερό θυσιαστήριο, γιά νά λειτουργήση. Μόλις ὅμως ἄρχισε νά προσκομίζη, τί συνέβη; Ἀκούστηκε ξαφνικά ἕνας μεγάλος κρότος καί εἶδε νά φεύγη τό ἅγιο Δισκάριο ἀπό τήν Προσκομιδή καί νά ἐξαφανίζεται. Ἑπόμενο ἦταν νά μήν μπορέσουν πιά νά λειτουργήσουν. Ἐάν δέν τούς ἐμπόδιζε ὁ Καλός Θεός μέ αὐτόν τόν τρόπο καί λειτουργοῦσε ὁ ἱερεύς μέ τήν ψυχική κατάσταση στήν ὁποία βρισκόταν, μοῦ λέει ὁ λογισμός ὅτι θά πάθαινε μεγάλο κακό».[30]
Εἶναι σαφές ὅτι ὁ ὅσιος σέβεται τούς κληρικούς[31] κάτι πού φαίνεται καί ἀπό τίς διαπροσωπικές συναναστροφές μαζί τους ἀλλά καί μέσα ἀπό τίς ἐπιστολές του σέ ἱερατικά πρόσωπα. Γιά παράδειγμα ὁ γέροντας ἀπευθύνεται σέ ἐπιστολή του μέ μεγάλο σεβασμό πρός Μητροπολίτη. Ἀρχικά τοῦ λέει: «Σεβασμιώτατε Δέσποτα, προσκυνῶ· τήν δεξιά Σας ἀσπάζομαι. Ἔλαβα τήν ἐπιστολή Σας, ἐχάρηκα καί Σᾶς εὐχαριστῶ γιά ὅλα», καί κλείνει τήν ἐπιστολή ὑπογράφοντας: «Μέ σεβασμό, τό τέκνο Σας μοναχός Παΐσιος».[32] Σέ ἐπιστολή ἀναφέρει σέ Μητροπολίτη ἕνα σημαντικό θέμα περί τοῦ μοναχισμοῦ χωρίς ὅμως νά κάνει τόν διδάσκαλο καί τόν καθηγητή. Ὁμιλεῖ μέ πόνο γιά τό πρόβλημα ἀλλά πάντα μέ σεβασμό γνωρίζοντας ὅτι ὁμιλεῖ σέ Ἐπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας. Μιλά μέ πόνο καί πραγματικό ἐνδιαφέρον γιά τήν πορεία τοῦ μοναχισμοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας ἀλλά πάντοτε μέ εὐγένεια θίγει τό θέμα ἐνῶ στήν συνέχεια τῆς ἐπιστολῆς ζητάει συγχώρεση «Συγχωρέστε με, Δέσποτά μου» λέει χαρακτηριστικά καί συνεχίζει: «ἀλλά εἶπα τόν πόνο μου…». Ὁλοκληρώνει δέ τήν ἐπιστολή μέ τίς ἐκφράσεις: «Εὔχεσθε», «Μέ τίς εὐχές Σας νά περάσουμε καλή Σαρακοστή», «Ἔχετε τήν μετάνοια τῶν Πατέρων καί τήν δική μου».
Σέ ἄλλη ἐπιστολή του διακρίνεται καί πάλι ἡ μέριμνα καί τό ἐνδιαφέρον του γιά τήν Ἐκκλησία. Ἀπευθυνόμενος σέ ἕνα νέο πού ἐπιθυμεῖ νά ἱερωθεῖ ὁμολογεῖ ὅτι τά ὅσα τόν συμβούλευσε εἶναι καρπός τῆς μέριμνας καί τῆς ἀγάπης του τόσο γιά τόν ὑποψήφιο ὅσο καί γιά τήν Ἐκκλησία γενικότερα. Καί πάλι τήν Ἐκκλησία ὀνομάζει Μητέρα λέγοντας: «Ἡ χαρά μου θά εἶναι νά γίνης ἕνας καλός κληρικός καί νά ὑπηρετῆς τήν Μητέρα Ἐκκλησία ὅπου ἀναπαύεσαι, καί μέ ὅποια ἀκόμη ζωή μπορεῖς, εἴτε ἔγγαμος εἴτε ἄγαμος…».[33]
Ἀπό τά παραπάνω εἶναι ξεκάθαρος ὁ ὀρθόδοξος τρόπος προσέγγισης καί βίωσης τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν λειτουργῶν της. Ὁ ἅγιος Παΐσιος εἶναι ἐκφραστής τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας γιατί καί ὁ ἴδιος ὑπῆρξε ἕνας ἐξ αὐτῶν. Ὁ λόγος του μᾶς δίνει ἀφορμή γιά πνευματική ζύμωση σκεπτόμενοι πράγματα καί καταστάσεις τῆς ἐποχῆς μας καί ταυτόχρονα ὡθεῖ σέ ἐγρήγορση καί ἀγώνα. Ἄς ἔχουμε τήν τόση ἀγάπη του γιά τήν Ἐκκλησία καί τό μεγάλο δέος του γιά τήν ἱερωσύνη. Ἄς εὐχαριστήσουμε τόν Θεό πού μᾶς ἔδωσε ἕναν τέτοιον ἅγιο στίς μέρες μας!
[1] Ἡ παροῦσα ἐκφωνήθηκε στόν ἱερό ναό Ἁγίου Κωνσταντίνου Πειραιῶς.
[2] Λαμβάνουμε ὑπόψιν μας καί τίς ἐπιστολές τοῦ γέροντα τίς ὁποίες ἔχει ἐκδώσει ὁ Νικόλαος Ζουρνατζόγλου.
[3] Γέροντος Παϊσίου ἁγιορείτου, Μέ πόνο καί ἀγάπη γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, Τόμος Α´, Ἱερόν ἠσυχαστήριον «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης, σ. 323.
[4] Ὁρισμός γιά τήν Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει διότι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ζωή καί ἡ ζωή δέν ὁρίζεται ἀλλά περιγράφεται. Περιγράφεται μόνο μέ εἰκόνες καί βοηθητικούς ὅρους καί αὐτό τό βλέπουμε τόσο στά βιβλικά καί πατερικά κείμενα. Τήν Ἐκκλησιολογία λοιπόν δέν εἶναι διόλου ἀπαραίτητο νά τήν ἐντοπίσουμε σέ λογικῶς διαρθρωμένα καί κλειστά συστήματα μιᾶς παράδοσης. (Ματσούκα Νίκου, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β’, εκδ. Πουρναρᾶ Θεσσαλονίκη 2010, σ. 354).
[5] Ἀρχιμ. Φοῦντα Ἰερεμίου, (νῦν μητροπολίτου Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως), Θυμίαμα, Ἀριθμ. Φύλ. 4, Ἰανουάριος 1991, Μάνδρα Ἀττικῆς, σσ. 140-141, 165.
[6] Γέροντος Παϊσίου ἁγιορείτου, Μέ πόνο καί ἀγάπη γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, Τόμος Α´, Ἱερόν ἠσυχαστήριον «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης, σ. 318.
[7] Γέροντος Παϊσίου ἁγιορείτου, Μέ πόνο καί ἀγάπη γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, Τόμος Α´, Ἱερόν ἠσυχαστήριον «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης, σ. 322.
[8] Γέροντος Παϊσίου ἁγιορείτου, Μέ πόνο καί ἀγάπη γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, Τόμος Α´, Ἱερόν ἠσυχαστήριον «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης, σσ. 322-323.
[9] Γέροντος Παϊσίου ἁγιορείτου, Μέ πόνο καί ἀγάπη γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, Τόμος Α´, Ἱερόν ἠσυχαστήριον «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης, σσ. 323-324.
[10] Ἀρχιμ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, «Ἡ Ὁρθόδοξος Ἐκκλησία καί ὁ Οἰκουμενισμός», ἐκδόσεις Ἱερᾶς Μονῆς Ἀρχαγγέλων Τσελιέ, Βαλιέβο Σερβία, 1974, σ. 36.
[11] Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, Ὁμιλία 11, PG 62, 553 – 556.
[12] Α’ Τιμ. 3,16.
[13] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἐκδ. Ὀρθ. Πίστεως 3,1, PG. 94, 984B.
[14] Ἀρχιμ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, « Ἡ Ὁρθόδοξος Ἐκκλησία καί ὁ Οἰκουμενισμός», ἐκδόσεις Ἱερᾶς Μονῆς Ἀρχαγγέλων Τσελιέ, Βαλιέβο Σερβία, 1974, σ. 18.
[15] Ἐφ. 1, 22-23.
[16] Ἀρχιμ. Ἰουστίνου Πόποβιτς «Ἡ Ὁρθόδοξος Ἐκκλησία καί ὁ Οἰκουμενισμός», ἐκδόσεις Ἱερᾶς Μονῆς Ἀρχαγγέλων Τσελιέ, Βαλιέβο Σερβία, 1974, σελ. 21. Ὁ Μέγας Βασίλειος ἀναφέρει: «Τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἀρχιτεκτονεῖ Ἐκκλησίαν Θεοῦ» (PG. 30, 289D).
[17] Γρηγορίου Θεολόγου, Ὁμ. 37, 8, PG. 36, 292B.
[18] Ν. Καβάσιλα, PG 150, 452C – 453A.
[19] Ἰω. Χρυσοστόμου, Ὁμ. 20, 4, Εἰς Ἐφεσίους, PG 62, 140.
[20] Ἰω. Χρυσροστόμου, Πρό ἐξορίας 2, PG 52, 429.
[21] Ἰω. Χρυσοστόμου, Ὁμ. 3, 1, Εἰς Ἐφεσίους, PG 62, 75.
[22] Ἰω. Χρυσοστόμου, Ὁμ. 10, 1, Εἰς Ἐφέσιους, PG 62, 75.
[23] Μαξίμου ὁμολογητοῦ, Μυσταγωγία, PG 91, 664D.
[24] Γέροντος Παϊσίου ἁγιορείτου, Μέ πόνο καί ἀγάπη γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, Τόμος Α´, Ἱερόν ἠσυχαστήριον «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης, σσ.314-317.
[25] Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Μυσταγωγία, PG 91, 627ABC: «Καί πάλιν κατ᾽ἄλλον τρόπον θεωρίας ἄνθρωπον εἶναι τήν ἁγίαν τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίαν ἔλεγε, ψυχήν μέν ἔχουσα τό ἱερατεῖον, καί νοῦν τό θεῖον θυσιαστήριον καί σῶμα τόν ναόν».
[26] Γέροντος Παϊσίου ἁγιορείτου, Μέ πόνο καί ἀγάπη γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, Τόμος Α´, Ἱερόν ἠσυχαστήριον «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης, σ. 311.
[27] Γέροντος Παϊσίου ἁγιορείτου, Μέ πόνο καί ἀγάπη γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, Τόμος Α´, Ἱερόν ἠσυχαστήριον «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης, σ. 310.
[28] Γέροντος Παϊσίου ἁγιορείτου, Μέ πόνο καί ἀγάπη γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, Τόμος Α´, Ἱερόν ἠσυχαστήριον «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης, σ. 313. Παρόμοια διδασκαλία μᾶς ἔχει παραδώσει καί ὁ Ὅσιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης, (Γέρων Πορφύριος – Ὁρόσημο ἁγιότητος στό σύγχρονο κόσμο (Πρακτικά Διορθόδοξου Μοναστικού Συνεδρίου, Ὑπό τήν αἰγίδα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης), ἔκδ. Ἱ. Μονῆς Χρυσοπηγῆς, Χανιά 2008, σ. 72.
[29] Γέροντος Παϊσίου ἁγιορείτου, Μέ πόνο καί ἀγάπη γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, Τόμος Α´, Ἱερόν ἠσυχαστήριον «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης, σ. 334.
[30] Γέροντος Παϊσίου ἁγιορείτου, Μέ πόνο καί ἀγάπη γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, Τόμος Α´, Ἱερόν ἠσυχαστήριον «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης, σ.σ. 333-334.
[31] Ἡ σωστή ἐκκλησιολογική βάση ἀπαντᾶ σέ ὅλες τίς ἁγιασμένες μορφές τῆς ἐποχῆς μας, ὅπως αὐτή τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Κατρακούλη, ὁ ὁποῖος σημείωνε πρός τόν ἐπιχώριο ἀρχιερέα στόν ἐνθρονιστήριο λόγο του: «Ἡμεῖς, Σεβασμιώτατε, μέ τήν Χάριν τοῦ Θεοῦ καί διά τῶν εὐχῶν Ὑμῶν, θά ἀρχίσωμεν τόν πνευματικόν ἀγῶνα ἀπό τάς πρακτικάς ἀρετάς….». (Ὁ πατήρ Δαμασκηνός, Ἱερά Μονή ἁγίου Ἰωάννου Μακρυνοῦ, Μέγαρα 2006, σ..). Καί στήν συνέχεια εἶπε: «…ἡ ἀδελφότης τίθεται ἐν ἀγάπη καί ὑπακοή στήν διάθεσι τοῦ ἐπιχωρίου ἐπισκόπου…» καί ἐν κατακλείδι εἶπε: «Διότι θά πρέπει νά γνωρίζωμεν ὅτι ὁ μοναχισμός, χωρίς καλήν ἐκκλησιολογικήν τοποθέτησιν, ὑπόκειται εἰς διάλυσιν καί οἱ μοναχοί διακινδυνεύουν τήν σωτηρίαν αὐτῶν». (Ὁ πατήρ Δαμασκηνός, Ἱερά Μονή ἁγίου Ἰωάννου Μακρυνοῦ, Μέγαρα 2006, σελ. 287). Ἀκόμα καί στήν προσευχή του ὁ γέροντας Δαμασκηνός ἔδειχνε τήν ὀρθή του ἐκκλησιολογία ἀφοῦ μετά τούς ἁγίους προσευχόταν ὡς ἐξῆς: «Κατόπιν πηγαίνω στόν Δεσπότη μας, στούς Πατριάρχας, Οἰκουμενικό, Ἱεροσολύμων, Ἀλεξανδρείας. Μετά κάνω κομποσχοίνι γιά τόν Ἀρχιεπίσκοπο, ἀκολούθως γιά τό Ἅγιον Ὄρος καί ὅλες τίς γνωστές μας μονές». (Ὁ πατήρ Δαμασκηνός, Ἱερά Μονή ἁγίου Ἰωάννου Μακρυνοῦ, Μέγαρα 2006, σελ. 402).
[32] Νικολάου Ζουρνατζόγλου, «Κείμενα – Ἐπιστολές Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου», 1924- 1994 σσ. 64- 65.
[33] Νικολάου Ζουρνατζόγλου, «Κείμενα – Ἐπιστολές Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου», 1924-1994, σ. 235.