Ὁ Ὅσιος Δαυῒδ, ὁ Γέρων, γεννήθηκε κατά τούς χρόνους τῆς δουλείας στούς Τούρκους, τό 1519, στό χωριό Γαρδινίτσα τῆς Λοκρίδος, ἀπέναντι ἀπό τήν Εὔβοια. Ἦταν γέννημα εὐσεβεστάτων γονέων, τοῦ εὐλαβεστάτου ἱερέα Χριστοδούλου καί τῆς πρεσβυ-τέρας του Θεοδώρας καί ἔλαβε ἀπό αὐτούς χριστιανική ἀνατροφή καί διδάχθηκε ἀπό μικρός τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τήν εὐ-σέβεια. Ἀλλά καί ὁ ἴδιος ἦταν καλεσμένος ἀπό τόν Θεό νά ἀκο-λουθήσει τήν ὁδό τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί νά διαλάμψει μέ τόν ὁσιακό βίο καί τίς ἀρετές του. Ὅταν ὁ Δαυΐδ ἦταν τριῶν ἐτῶν, πα-ρουσιάσθηκε ἐνώπιόν του ὁ Τίμιος Πρόδρομος στήν οἰκία του καί τοῦ εἶπε: «Ἔλα μαζί μου, παιδί μου ἀγαπητό». Καί ὁ μικρός Δαυΐδ, σάν νά ἦταν μεγάλος στήν ἡλικία, ἀκολούθησε τόν ἐπισκέπτη του, ὁ ὁποῖος τόν πῆγε σέ μιά κοντινή Ἐκκλησία, τιμώμενη στό ὄνομά του. Ὁ Ἅγιος Πρόδρομος Ἰωάννης ἔφερε τόν Δαυῒδ μπροστά στήν εἰκόνα του, αὐτός δέ μπῆκε μέσα στήν εἰκόνα. Ὁ μικρός Δαυΐδ κά-θησε ἐκεῖ ἕξι ἡμέρες ἔχοντας σταυρωμένα μέ εὐλάβεια τά χέρια του. Ἐκεῖ τόν βρῆκε καί ὁ ἐναγώνιος γιά τήν ἐξαφάνισή του πατέρας του παπα-Χριστόδουλος, ὅταν πῆγε τό Σάββατο, γιά νά κάνει Ἑσπερινό στήν Ἐκκλησία. «Ποιός σέ ἔφερε, παιδί μου, ἐδῶ;», τόν ἐρώτησε. Καί ὁ Δαυῒδ τοῦ ἔδειξε μέ τό δάκτυλό του τήν εἰκόνα τοῦ Προδρόμου. Ὁ εὐλαβής ἱερέας πατέρας του κατάλαβε ὅτι ὁ μικρός του υἱός Δαυΐδ ἔχει τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ ἐπάνω του καί δόξασε γι’ αὐτό, μαζί μέ τήν πρεσβυτέρα του, τόν Θεό. Φρόντιζαν δέ νά τόν παιδαγωγοῦν κατάλληλα, ὥστε νά γίνει ἄξιος ὑπηρέτης τοῦ Θεοῦ. Τόν ἔβαλαν νά μάθει τά ἱερά γράμματα καί ὁ Δαυΐδ ἔδειχνε μεγάλη ἐπιμέλεια σ’ αὐτό. Χαρά του ἦταν ἡ προσευχή καί ἡ μελέτη τῶν Ἁγίων Γραφῶν, προόδευε δέ πολύ στήν ἀσχολία του αὐτή καί ὅλοι, μά προπαντός οἱ γονεῖς του, δόξαζαν τόν Θεό βλέποντας τήν πνευ-ματική του προκοπή. Γι’αὐτή τή θεία σοφία καί φρόνηση, πού εἶχε ὡς χάρισμα ἀπό τήν παιδική ἡλικία, ὁ Ὅσιος Δαυῒδ καλεῖται Γέ-ρων.
Πνευματικός καθοδηγητής τοῦ Δαυῒδ ἦταν ὁ ἱερομόναχος Ἀκάκιος, ὁ ὁποῖος τόν ἀνέλαβε ὡς ὑποτακτικό του, τόν πῆγε στο μοναστήρι καί τόν ἔκανε συνασκητή του μαζί μέ τούς ἄλλους ἐκεῖ μοναχούς. Μάλιστα ὁ Ἀκάκιος μιλοῦσε στόν Δαυΐδ καί γιά ἄλλους ἐνάρετους ἄνδρες καί φωτισμένους πατέρες καί πήγαινε μαζί του νά τούς ἀκούσει καί νά λάβουν τήν εὐχή τους. Ἔτσι πῆγαν στούς Πα-τέρες τῆς Ὄσσας Ὀλύμπου, στό Μοναστήρι τοῦ Οἰκονομίου, καί τέλος ἦλθαν στό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου περιόδευσαν ὅλα τά ἐκεῖ μονα-στήρια καί τίς σκῆτες. Ὁ Δαυΐδ ὠφελήθηκε πολύ ἀπό τήν ἀρετή τῶν μοναχῶν πού ἐγνώρισε καί ἐπιθύμησε νά γίνει μιμητής τῆς ἀρετῆς τους.
Ὅταν ὁ γέροντάς του Ἀκάκιος ἐπισκέφθηκε τήν Κωνσταντι-νούπολη, γιά νά λάβει τήν εὐχή τοῦ Πατριάρχου Ἰερεμία, ὁ ὑπο-τακτικός του Δαυΐδ παρέμεινε στό Ἅγιον Ὄρος, στή μονή τῆς Μεγίστης Λαύρας, ἀθλούμενος σέ ἀσκητικούς ἀγῶνες. Ὅταν ὁ ἱε-ρομόναχος Ἀκάκιος ἐξελέγη Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἄρτης τόν ἐκάλεσε να διακονήσει κοντά του. Τότε ὁ Ὅσιος Δαυῒδ ἔλαβε καί τή χάρη τῆς ἱερωσύνης καί ἀνέλαβε τήν ἡγουμενία τῆς μονῆς Βαρνάκοβας. Ἐκεῖ τόν εἶδε λειτουργοῦντα ὁ ἀκόλουθος τοῦ Πα-τριάρχου Ἰερεμίου, ὁ ρήτορας Ἐμμανουήλ, καί ὑπερυψωμένο ἀπό τή γῆ, ἔχοντας λουσμένο μέ θεῖο φῶς τό πρόσωπό του τήν ὥρα πού τελοῦσε τήν Προσκομιδή.
Ἐπειδή στή μονή Βαρνάκοβας ὁ Ὅσιος δέν κατόρθωσε νά ἀνυψώσει τό πνευματικό ἐπίπεδο τῶν σκληροτράχηλων μοναχῶν, ἔφυγε καί ἐγκαταστάθηκε στό ὄρος Στεῖρι τῆς Βοιωτίας, ὅπου ἵδρυσε ἀσκητήριο καί προσείλκυσε μαθητές του μοναχούς. Ἐκδι-ωχθείς ἀπό τίς τουρκικές ἀρχές ἦλθε στήν Εὔβοια κοντά στό χωριό Ροβιές. Ἐκεῖ, ἐπί τοῦ Ξηροῦ ὄρους, ὑπῆρχε ἕνας παλαιός ναός τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, τόν ὁποῖο ὁ Ὅσιος ἀνήγειρε ἐκ βά-θρων καί ἵδρυσε ἐκεῖ Μοναστήρι, ὅπως ἐπιθυμοῦσε. Ἡ φήμη τῆς ἁγιότητάς του προσείλκυσε πολλούς ἐραστές τῆς μοναχικῆς πολι-τείας και ἦλθαν πολλοί μοναχοί. Ἀπό ἐδῶ ὁ Ὅσιος, μαζί μέ τά ἀσκητικά θαυμαστά παλαίσματά του, ξεκινοῦσε τις ἱεραποστολι-κές του περιοδεῖες σέ διάφορα μέρη τῆς σκλαβωμένης πατρίδος γιά διδαχή καί στηριγμό τῆς πίστης τῶν Χριστιανῶν καί γιά παρηγοριά τῶν θλιβομένων.
Ὁ Ὅσιος Δαυῒδ ἔφθασε σέ βαθύ γῆρας. Ἀφοῦ προεῖδε τό θά-νατό του καί εὐχήθηκε τούς μοναχούς του δίδοντας κατάλληλες συμβουλές σ’ αὐτούς, παρέδωσε τήν ἁγία του ψυχή στόν Κύριο καί Θεό του.
Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Δαυῒδ ἑορτάζεται τήν 1η Νοεμβρίου[1].
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Μέγα εὕρατο, Εὔβοια κλέος, τὸν πανένδοξον, Δαυῒδ τὸν θεῖον, ὡς ἱερᾶς ἀρετῆς καταγώγιον, καὶ τοῦ Χριστοῦ ὀπαδὸν ἀληθέστατον, καὶ τῶν Ὁσίων ἁπάντων ἐφάμιλλον, διὸ, Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
[1] Ἀκολουθία τοῦ ὁσίου καί θεοφόρου πατρός ἡμῶν Δαυῒδ τοῦ ἐν Εὐβοίᾳ τῇ νήσῳ ἀσκήσαντος, μετά Κανόνος Παρακλητικοῦ, Ἀθῆναι 1960.