Συγχύζεται ὁ νοῦς μου μὲ τὴν ἐκφώνηση «μακαριστὸς Μητροπολίτης Σεραφείμ», γιατὶ δὲν μπορῶ ἀκόμη, παρότι παρῆλθε ἕνας χρόνος, νὰ συνειδητοποιήσω ὅτι ἔφυγε ἀπὸ κοντά μας ἕνα ζωντανὸ πρότυπο διαυγοῦς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Ἀναπαύομαι μόνο μὲ τὴν πεποίθηση, ὅτι μὲ τὴν λέξη «μακαριστός» γιὰ τὸν Μητροπολίτη Σεραφεὶμ δὲν ἐννοοῦμε τὸν κεκοιμημένο, ἀλλὰ τὸν συγκαταριθμούμενο μεταξὺ τῶν μακάρων, αὐτῶν ποὺ μακαρίζει ὁ Κύριος, τοὺς ἐλεήμονες, τοὺς εἰρηνοποιούς, τοὺς πραεῖς, τοὺς καθαροὺς τῇ καρδίᾳ, τοὺς πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην, ἀλλὰ καὶ τοὺς δεδιωγμένους δι’ αὐτήν.
Ὁ Μητροπολίτης Σεραφεὶμ ὑπῆρξε φιλοκαλικὸς Ἐπίσκοπος, βγαλμένος μέσα ἀπὸ Παπαδιαμαντικὰ κείμενα, τοῦ ὁποίου ἡ καρδιὰ ἦταν φάτνη Χριστοῦ, καὶ ὁ ἀγώνας του συνέτεινε στὴν προσπάθεια νὰ μὴν λυπεῖ τὸ «Πνεῦμα τὸ Ἅγιον» (Ἐφεσ. δ΄ 30), νὰ μὴν λυπεῖ Αὐτὸν ποὺ εἶχε γεννηθεῖ στὴν καρδιά του, τὸν γλυκύτατό μας Ἰησοῦν, Αὐτὸν γιὰ τὸν ὁποῖο καθένα μας παρώτρυνε ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος τῆς Εὐβοίας μὲ τὴν φράση: «Ἀδελφέ, μὴν λυπεῖς τὸν Ἰησοῦν»!
Ὁ Μητροπολίτης Σεραφεὶμ ὑπῆρξε ἕνας ὑψιπέτης ἀετὸς τοῦ Πνεύματος, διακατεχόμενος ἀπὸ τὸ ἡρωϊκὸ φρόνημα τοῦ προκατόχου του Γερμανοῦ Καραβαγγέλη καὶ τοῦ ἥρωος Παύλου Μελᾶ. Ἦταν ὁ φίλος τῶν Ἁγίων, τῶν Μαρτύρων καὶ τῶν Ὁσίων, ὁ ἀνύστακτος Λειτουργὸς τῶν Θείων Μυστηρίων, τὸ πρότυπο τῆς ἀγάπης καὶ τῆς φιλανθρωπίας, ἡ ἀγκαλιὰ τοῦ ὁποίου ἦταν πάντοτε ἀνοικτὴ καὶ χωροῦσε ὅλους, ἦταν «οὐρανοῦ ἰσοστάσιος».
Ὁ Μητροπολίτης Σεραφεὶμ ἦταν ἀκέραιος περὶ τὴν πίστη τῶν πατέρων μας μὲ γνήσιο Ὀρθόδοξο φρόνημα, ποὺ ἄνοιγε τὰ φτερά του καὶ πετοῦσε στὶς ἐπάλξεις τῶν οὐρανῶν, συνομιλοῦσε καὶ συνευφραινόταν μὲ τοὺς Ἁγίους, τοὺς ἀσκητές, τοὺς ὁμολογητές, τοὺς μάρτυρες, τοὺς ἱεράρχες, αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ποίμαιναν καὶ διαπαιδαγωγοῦσαν τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ σύμφωνα μὲ τὸ πλήρωμα τοῦ νόμου, τὴν ἀγάπη, τοὺς ὅρους τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τὶς πατρῶες παραδόσεις.
Ὁ Μητροπολίτης Σεραφεὶμ ἀξιώθηκε νὰ ἀρχιερατεύσει στὴν βυζαντινὴ ἐπαρχία τῆς Καστοριᾶς καὶ νὰ ἀναδείξει καὶ νὰ τιμήσει τὸ πλῆθος τῶν Καστοριέων Ἁγίων. Ρέκτης καὶ φιλοΐστωρ καθὼς ἦταν ἔψαξε καὶ βρῆκε τοὺς Ἁγίους ποὺ γεννήθηκαν, ἔδρασαν, κοιμήθηκαν ὁσιακὰ ἢ μαρτυρικὰ στὴν θεόσωστη ἐπαρχία του, καὶ αὐτοὺς ποὺ ἐξαιρέτως τιμῶνται σὲ αὐτήν.
Ὁ Μητροπολίτης Σεραφεὶμ κήρυττε ἀνελλιπῶς τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ μὲ γραπτὸ ἢ προφορικὸ κήρυγμα πάντοτε ψυχωφελές, μεστὸ νοημάτων καὶ Θείας ἀγάπης, κατηχοῦσε, λόγος σαπρὸς δὲν ἐξερχόταν ἀπὸ τὰ χείλη του καὶ μεριμνοῦσε γιὰ τὴν ἐπιμόρφωση τῶν ἱερέων καὶ τῶν στελεχῶν τῆς Μητροπόλεώς του.
Ὁ Μητροπολίτης Σεραφεὶμ ἦταν ἄκρως ἐλεήμων καὶ φιλόξενος. Ἔκλαιε μετὰ κλαιόντων καὶ ἔχαιρε μετὰ χαιρόντων. Δὲν ἡσύχαζε νύχτα καὶ ἡμέρα, ἀφοῦ γνώριζε ὅτι ὑπῆρχαν γύρω του, ἐγγὺς καὶ μακράν, συνάνθρωποί μας ἐμπερίστατοι. Ἄλλωστε ἀγαποῦσε τὴν πτωχεία τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἐφάρμοζε κοινοβιάζοντας στὸ ἐπισκοπεῖο μαζὶ μὲ τὴν θεοσύλλεκτη ἀδελφότητά του, ἀπὸ τὴν ὁποία οὔτε ἀπαιτοῦσε, οὔτε ἀπολάμβανε διαφορετικὰ ἀγαθὰ καὶ περιποιήσεις.
Ὁ Μητροπολίτης Σεραφεὶμ μεριμνοῦσε ἀδιάκοπα γιὰ τὰ Μοναστήρια τῆς ἐπαρχίας του, γιὰ ὅλους τοὺς Ναούς, μικρούς, μεγάλους, ἀρχαίους καὶ νεόδμητους, τοὺς ὁποίους εἶχε εὐπρεπίσει καὶ τοὺς λειτουργοῦσε μὲ κάθε εὐκαιρία. Καμάρωνε γιὰ τὸν Ἅγιο Νικάνορα στὴν Χλόη καὶ γιὰ τὸν Ἅγιο Νεκτάριο στὸ Ἄργος Ὀρεστικό.
Ὁ Μητροπολίτης Σεραφεὶμ ὑπῆρξε πρότυπο ἱεράρχη μὲ ἄμετρη ἀγάπη γιὰ τὴν μυστηριακὴ ζωή, γιὰ τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες τοῦ νυχθημέρου, γιὰ τὴν τιμὴ καὶ τὴν δόξα τῶν Ἁγίων μας. Ἤθελε νὰ προβάλλουμε πρότυπα ἤθους καὶ πίστεως στὴν ρευστὴ σημερινὴ πραγματικότητα, στὶς ἡμέρες τοῦ χάους, τῆς ἀνασφάλειας, τῆς ἀβεβαιότητος, τῆς ἀπαξίας κάθε ἠθικῆς τάξεως, τῆς αὐτονομήσεως καὶ τῆς ἐγωκεντρικῆς συμπεριφορᾶς τῶν ἀνθρώπων, τῆς ἀπαρνήσεως τοῦ ἱστορικοῦ μας παρελθόντος, τῆς χωρὶς παιδαγωγία ἐκπαιδεύσεως τῶν παιδιῶν μας, αὐτῶν ποὺ οἱ συμπεριφορές μας τοὺς ἀποστεροῦν τὴν ἀνάπτυξη ὁραματισμῶν γιὰ κάτι καλύτερο, ἀφοῦ τὸ καλύτερο δὲν τὸ διδάχθηκαν καί, φυσικά, δὲν τὸ γνωρίζουν. Ἤθελε νὰ προβάλλονται σὰν φωτεινὰ ἀστέρια, σὰν ὁδοδεῖκτες πρὸς τὴν ἠθικὴ πρόοδο, τὴν ἀνθρωπιὰ καὶ τὶς ἀξίες τῆς ζωῆς ποὺ δὲν σταματᾶ ἐδῶ, ἀλλὰ συνεχίζεται στὸ ἐπέκεινα, οἱ μορφὲς τῶν Ἁγίων μας, τῶν ἡρώων τῆς πατρίδος μας, τῶν κυβερνητῶν ποὺ αἰσθάνονται τὴν ἐξουσία ὡς διακονία καὶ ὄχι ὡς πηγὴ πλουτισμοῦ, ὅλων αὐτῶν ποὺ βιωματικὰ ὁμολογοῦν, ὅτι «οὐκ ἔχομεν ᾧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Ἑβρ. ιγ΄ 14).
Γνώριζε ὅτι σήμερα ἡ ἀξία εἶναι πολὺ περιορισμένη στοὺς ἄρχοντες, στοὺς καθηγητές, στοὺς ἡγέτες, στοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ἄνδρες, στοὺς δικαστικούς, στοὺς στρατιωτικοὺς καὶ γενικὰ στὴν ἡγεσία τοῦ κοινωνικοῦ ἱστοῦ, σ’ αὐτοὺς ποὺ μερικὲς φορὲς ἐπιδιώκουν ἀξιώματα, γιὰ νὰ κρύψουν τὴν ἀπαξία τους καὶ ἐπιμένουν νὰ δίνουν τὸ παράδειγμα καὶ νὰ παιδαγωγοῦν τὸ λαό. Θλιβόταν βλέποντας ὅτι δὲν ὑπάρχουν φωτεινοὶ ἀστέρες νὰ φωτίζουν τὴν σκοτεινιὰ τοῦ κόσμου, νὰ δίνουν τὸ καλὸ παράδειγμα, νὰ εἶναι βαπτισμένοι στὴν Ὀρθόδοξη πατερικὴ θεολογία καὶ νὰ βρίσκουν τὴν πράξη «εἰς θεωρίας ἐπίβασιν», ὅπως οἱ μεγάλοι ἀσκητὲς τῆς ἐρήμου, οἱ θεοφόροι Ἅγιοι Πατέρες, οἱ σφραγισμένοι μὲ τὴν σφραγίδα τῆς δωρεᾶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὁ ἐνιαύσιος κύκλος τῶν λειτουργιῶν καὶ τῶν ἀκολουθιῶν τοῦ εἰκοσιτετραώρου ὑπῆρχε ἡ πνευματικὴ ἀγαλλίαση τοῦ Μητροπολίτου Σεραφεὶμ καὶ δὲν ἐννοοῦσε νὰ ἀπέχει ἀπὸ αὐτὲς παρὰ τὸν φόρτο τῶν καθηκόντων του καὶ ἐνίοτε τῶν προβλημάτων ὑγείας του. Ἦταν ὁ Ἱερεὺς τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ. Ἡ Χαρὰ τοῦ Χριστοῦ μας ἀντανακλοῦσε στὸ πρόσωπό του καὶ στὰ χείλη του ὑπῆρχε μιὰ ἀέναη δοξολογία. Ἂν ἀπομονώναμε τὴν καρδιά του, θὰ βλέπαμε, ὅπως στὴν καρδιὰ τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου, ὅτι ἦταν γραμμένη ἡ λέξη «Χριστός». Ἔτσι, ὅταν τελοῦσε τὶς λειτουργίες του ἔλαμπε ἀπὸ χαρὰ καὶ συνήνωνε σὲ αὐτὲς γῆ καὶ οὐρανό, στρατευόμενη καὶ θριαμβεύουσα Ἐκκλησία. Ἰδιαιτέρως ἔχαιρε, ὅταν ἔψαλλε τὸ ὄνομα τοῦ κάθε ἑορταζομένου Ἁγίου μὲ κατάνυξη καὶ μὲ ἄπειρη εὐλάβεια ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Ἀναγίγνωσκε τὶς προφητεῖες εὐκρινῶς, τὰ αἰτήματα μὲ ἱκετευτικὸ τόνο, τὶς εὐχὲς μὲ μυστηριακὸ ὕφος. Ζοῦσε καὶ βίωνε τὰ γεγονότα τοῦ λειτουργικοῦ χρόνου ὡς σημερινά, ἀφοῦ στὴν λατρεία κυριαρχεῖ ἡ φράση «σήμερον», τόσο στὶς ἀκολουθίες ὅσο καὶ στὶς ἑορτὲς τῆς πίστεώς μας. Σήμερον γεννᾶται ἐκ Παρθένου· σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου· σήμερον ὁ Χριστὸς παραγίνεται ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Φαρισαίου· σήμερον δέχεται ἡ Βηθλεὲμ τὸν καθήμενον διὰ παντὸς σὺν Πατρί. Ἔτσι, ἐνῶ τὰ τελούμενα συντελέσθηκαν ἅπαξ ἀποκαλύπτονταν μπροστά του καὶ μπροστὰ σὲ ὅλο τὸ ἐκκλησίασμα ὡς παρόντα, καθὼς συμβαίνει πάντοτε, καλώντας ὅλους νὰ συμμετέχουμε σὲ αὐτά. Νὰ τὰ οἰκειωθοῦμε. Τὸ ἐκκλησιαστικό του φρόνημα ἦταν σταθερὸ καἲ σὲ ὑψηλὸ βαθμό. Ἔλεγε, ὅτι χρειάζεται ἡ Ἐκκλησία διὰ τῶν φορέων της νὰ «γινώσκει ἃ ἀναγιγνώσκει» (Πραξ.η΄ 40), ἀλλὰ καὶ οἱ ἐκκλησιαζόμενοι νὰ αἰσθάνονται ὡς σπίτι τους τὴν λατρεύουσα ἐνορία. Θλιβόταν ὅταν ἔβλεπε τὶς προκαταλήψεις σὲ βάρος τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς ἀδιαφορίας πολλῶν ἐκπαιδευτικῶν ἔναντι τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν, λόγῳ τῆς ὁποίας ἡ Λειτουργικὴ Παράδοση ὁλοένα καὶ περιορίζεται.
Ὁ Μητροπολίτης Σεραφεὶμ βίωνε καθημερινὰ ἕνα πανηγύρι. Ἡ λειτουργική του ζωὴ ἦταν ἕνα «γλέντι», ὅπως ἔλεγε ὁ νέος Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας μας, Καλλίνικος τῆς Ἐδέσσης. Γνώριζε πολὺ καλὰ ὅτι ἡ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι τὸ ἀρραγὲς θεμέλιο γιὰ τὸ κτίσιμο τῆς σταδιακῆς πνευματικῆς ὡριμότητας καὶ τῆς γνήσιας χριστιανικῆς ἀγωγῆς τῶν πιστῶν. Μὲ τὴν συμμετοχὴ τῶν πιστῶν στὴν Θεία Λατρεία, ἔλεγε, βιώνουμε τὴν «καλὴν ἀλλοίωσιν», μεταμορφωνόμαστε, γινόμαστε «καινὴ κτίσις» (Β΄ Κορ. ε΄ 17), γινόμαστε πολίτες τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Στὶς λειτουργικές του πρωταρχικὲς δραστηριότητες δὲν πρέπει νὰ παραλείψουμε ὅτι ἑτοίμασε τοὺς φακέλλους ποὺ ἔστειλε στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο γιὰ τὶς ἁγιοκατατάξεις τῶν Ἁγίων τῆς ἐπαρχίας του καὶ αὐτοὺς τῶν ἱερῶν τους Ἀκολουθιῶν πρὸς τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ὅπως, τῆς Ὁσίας Σοφίας, τῆς Κλεισούρας, τοῦ Ἱερομάρτυρος Βασιλείου ἀπὸ τὸ Χιλιόδενδρο καὶ τῶν προσφάτων, τῶν Ἁγίων Νεομαρτύρων τῆς Καστοριᾶς, Μάρκου Κλεισουριέως, Γεωργίου Χασὰν καὶ Ἰωάννου Νούλτσου, τῶν Καστοριέων καθὼς καὶ Πλάτωνος,τοῦ νέου ἱερομάρτυρος, τοῦ Ἀϊβαζίδου, ἔχοντας τοὺς Ἁγίους αὐτοὺς πρεσβεύοντας πρὸς τὸν Ὕψιστον ὑπὲρ αὐτοῦ.
Ὡς πρότυπο φιλαγιότητος καὶ φιλακολουθίας, ὁ Ἐπίσκοπος Σεραφεὶμ μερίμνησε γιὰ τὴν ὑμνογραφικὴ κάλυψη τῶν κενῶν ποὺ ὑπῆρχαν στὶς μνῆμες τῶν Ἁγίων τῆς Καστοριᾶς, τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ, πολιούχου Καστοριᾶς, τοῦ Προφήτου Ἠλιού, προστάτου τῶν γουναροποιῶν, τοῦ Ὅσίου Διονυσίου ἐκ τῆς Κορησοῦ, κτίτορος τῆς Μονῆς Φιλοθέου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, Θεοδοσίου Ὁσίου ἐκ τῆς Κορησοῦ, Μητροπολίτου Τραπεζοῦντος, Ναοὺμ Ὁσίου, τοῦ φωτιστοῦ τῶν Σλαύων, Νικοδήμου Ὁσίου, κτίτορος Μονῆς Τισμάνας στὴν Ρουμανία, Ἰωάσαφ Ὁσίου τοῦ Μετεωρίτου, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, Διονυσίου Ὁσίου, τοῦ ἐν Ὀλύμπῳ, Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, Γερασίμου τοῦ Παλλαδᾶ, τοῦ ἐκ Καστορίας Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας, Ἰακώβου Ὁσιομάρτυρος τοῦ ἐκ τῆς Καστορίας, Νικάνορος Ὁσίου, λυτρωτοῦ τῆς Καστορίας ἐκ τῆς πανώλους καὶ προστάτου τῶν παίδων, Σοφίας, τῆς νεοφανοῦς Ποντίας Ὁσίας, τῆς ἐν Κλεισούρᾳ, Ἰωάννου Βατάτζη, τοῦ αὐτοκράτορος, Νεκταρίου Ὁσίου τοῦ Ἰάγαρη, Πλάτωνος Νεομάρτυρος, τοῦ Ἀϊβαζίδου, Πρωτοσυγκέλλου Καστορίας ἐπὶ Μητροπολίτου Γερμανοῦ Καραβαγγέλη, Ἰωάννου (Νούλτσου) Νεομάρτυρος καὶ Γεωργίου τοῦ Χασὰν Νεομάρτυρος, τῶν Καστοριέων, Νικοδήμου Ὁσιομάρτυρος ἐκ Βυθκουκίου, Μάρκου Νεομάρτυρος τοῦ Κλεισουριέως, Βασιλείου νέου Ἱερομάρτυρος ἐν Χιλιοδένδρῳ καὶ Ἀλυπίου Ὁσίου τοῦ Κιονίτου τιμωμένου ἐν Καστορίᾳ.
Ἡ ἀγάπη καὶ ἡ εὐλάβεια τοῦ Μητροπολίτου Σεραφεὶμ στὴν Παναγία μας δὲν περιγράφεται. Μερίμνησε γιὰ τὴν καταγραφή, συντήρηση, διάσωση καὶ ἐξύμνηση πολλῶν ἱερῶν εἰκόνων τῆς Θεοτοκοφρουρήτου, ὅπως ἔλεγε, Καστοριᾶς. Στὸ ὑπὸ ἔκδοση Θεοτοκάριο ποὺ εἶχε κατὰ νοῦν νὰ ἐκδόσει, ἀλλὰ παρέμεινε ἡ ἐπιθυμία του ἀνεκπλήρωτη, περιλαμβάνονται 18 Παρακλητικοὶ Κανόνες, στὶς ἑξῆς περίπυστες καὶ θαυματουργὲς εἰκόνες τῆς Παναγίας μας, ποὺ ἀξίζει νὰ ἀναφέρουμε:
Παναγία, Πορφύρα, Μαυριώτισσα, Ρασιώτισσα, Ἑβραΐς, Καστριώτισσα ἢ Κουμπελίδικη, Προφητῶν τὸ Κήρυγμα, Ὁδηγήτρια Ἄργους Ὀρεστικοῦ ἢ Γραμμούστιανη,, Φανερωμένη, Ἐλεοῦσα Μονῆς Κλεισούρας, Βλαχερνίτισσα, Παραμυθία, Ἐλεοῦσα Καστορίας, Ἐλπὶς ἀπηλπισμένων, Δακρυῤῥοοῦσα, Πορταΐτισσα, Γοργοϋπήκοος, Τριχεροῦσα, Φοβερὰ Προστασία. Ἐπίσης μερίμνησε γιὰ συγγραφὴ Ἀκολουθιῶν στὴν Παναγία τῆς Γράμμουστας καὶ ἀναστάσιμη στὴν Παναγία τὴν Μαυριώτισσα.
Μεταδημότευσε γιὰ τοὺς οὐρανοὺς ὁ Μητροπολίτης Σεραφείμ, ἀλλὰ μᾶς ἄφησε παρακαταθήκη τὸ παράδειγμά του, παράδειγμα φιλαγιότητος καὶ φιλακολουθίας, ὥστε νὰ τὰ ἔχουμε πυξίδα στὴν οὐρανοδρόμο πορεία μας, τὴν πορεία μας πρὸς τὸν ἀναστημένο Λυτρωτή μας, τὸν γλυκύτατό μας Ἰησοῦ.
Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,