Στέκομαι στὴν ἄκρη τοῦ βουνοῦ… τὸ βλέμμα ἀπὸ ψηλά, εἶναι ἡ ἀντικειμενική μου σκέψη… ἕνα βλέμμα ἐλεύθερο… ποὺ πάει, ὅπου τὸ σπρώχνει ἡ παρόρμηση… χωρὶς νὰ γνωρίζῃ, οὔτε τὸ γιατί, οὔτε τὸ πῶς…!
Γυρίζω τὸ βλέμμα μου, πότε δεξιὰ καὶ πότε ἀριστερά… τί νὰ πρωτοθαυμάσω; τί νὰ πρωτοπεριγράψω;
Ὀμορφιὰ ποὺ αἰχμαλωτίζει τὸ βλέμμα…
Ἂν ὑπάρχει παράδεισος στὴ γῆ, τότε σίγουρα βρίσκεται στὴν Ἑλλάδα…!
Ἀχ!!! Ἑλλάδα, πατρίδα τῆς ψυχῆς μου… ἀγαπημένη μου πατρίδα, εἶσαι ὁ παράδεισος πάνω στὴ γῆ… ἡ ὀμορφιά σου καὶ ἡ χάρη σου, δὲν ἔχουν τέλος…!
Καὶ αὐτὴ ἡ ὄμορφη Ἑλλάδα… ἡ Ἑλλάδα πρὸ κρίσης, ἡ ἀγγελικὰ πλασμένη… δὲν ἔχει τώρα παρὰ μόνο ἕνα ὄνομα…!
Ἡ κοσμομαγεύτρα κάποτε, ἀναστενάζει τώρα… σιγοτρέμει καὶ ἀργοσβήνει…!
Ἡ πληγὴ ποὺ ἄνοιξε τὸ ἑλληνικὸ χρέος, δὲν εἶναι μόνο οἰκονομική, ὄχι-ὄχι, φίλοι μου, εἶναι πρωτίστως ἀνθρωπιστική…!
Ὁ πόνος, λόγω τῆς κρίσης χρέους, γίνεται αἰσθητὸς ἀπὸ τὶς πιὸ εὐάλωτες ὁμάδες, κυρίως, τῶν ἡλικιωμένων…!
Ἴσως, κάποιοι ἀπ’ αὐτούς, νὰ εἶναι, τελικά, οἱ “εὐνοούμενοι” τῆς κατάστασης…
Ὅλα μετρᾶνε, ἀλλὰ ἕνα πρᾶγμα μετράει περισσότερο, καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ ἀνθρωπιστικὸ ζήτημα γιὰ τοὺς Ἕλληνες, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀντιμέτωποι μὲ μιὰ κοινωνικὴ καὶ ἀνθρώπινη καταστροφή…!!!
Πρὸ τῆς κρίσης, οἱ γέροι δὲν χωροῦσαν στὰ σπίτια… ἦταν βάρος… λερώνονταν… “τὰ κεριά, κοστίζουν περισσότερο ἀπὸ τὴν τούρτα”, σοῦ ἔλεγαν…! Καὶ μὲ γεμάτο εἰρωνία καλοσυνάτο τρόπο τοὺς ἔλεγαν:
Πατέρα, πολλὰ µᾶς ἔκανες, καὶ σὲ εὐχαριστοῦµε… µά, ξέρεις; εἶναι δύσκολα ἐδῶ, µὲ γέροντες νὰ ζοῦµε…!!!
Καὶ καταλήγει στοῦ γηροκοµείου τὴν αὐλή, πάνω σ’ ἕνα παγκάκι, νὰ κάθεται ὁλοµόναχο, θλιµµένο τὸ γεροντάκι…!!!
Τὰ ἱδρύματα ἦταν ὑπερπλήρη… οἱ ἐπισκέψεις τῶν παιδιῶν, ἐλάχιστες ἕως ἀνύπαρκτες… ἡ μοναξιὰ τῶν ἡλικιωμένων, ζωγραφισμένη στὰ τσαλακωμένα πρόσωπα…!
Καὶ τώρα;…
Τώρα ποὺ ἦρθε ἡ ὥρα, γιὰ μάχη καὶ γιὰ ζωή… γροθιά μου ἡ γροθιά σου, δίπλα μου, γέρο, στάσου… ἡ πείνα εἶναι ντροπή, γι’ αὐτὸ ἡ σύνταξή σου, ὅσο καὶ ἂν εἶναι, μοῦ ἀρκεῖ…!!!
-Πατέρα, θά ‘ρθῃς στὸ σπίτι μας, μαζί μας γιὰ νὰ μείνῃς.
-Δὲν πειράζει γιόκα μου καὶ ἐδῶ στὸ ἵδρυμα καλὰ θέ’ νὰ ‘ναι…
-Μά, τί λὲς πατέρα;… ὄχι-ὄχι! θά ‘ρθῃς νὰ μείνῃς μαζί μας.
-Μά, παιδί μου, μήπως…!!!
-Ὄχι, πατέρα, ὄχι… καὶ ἡ γυναίκα μου σὲ θέλει, καὶ τὰ παιδιά μου θὰ χαροῦν, καὶ θὰ ἔχουν ἕναν ἄνθρωπο νὰ παίζουν τώρα ποὺ εἶναι μικρά, καὶ ἐσὺ θὰ τὰ ἀπολαμβάνῃς…!
-Δόξα σοι ὁ Θεός, τὰ παιδιά μου μὲ θέλουν καὶ μὲ ἀγαποῦν… δὲν τοὺς εἶμαι βάρος καὶ μὲ ἐπιζητοῦν…!!!
Καὶ ἐγὼ ποὺ νόμιζα πῶς……!!!
Καὶ ὅλα κυλᾶνε μιὰ χαρά… καὶ οἱ “γέροι”, νομίζουν, ὅτι ζοῦν τὸ ὄνειρό τους.
Ὥσπου, μιὰ μέρα νὰ ἐξηγήσουν ἀδυνατοῦν… κάθονται, μοιρολατροῦν καὶ λένε:
Ἀχ!… χαράματα, γεράματα μὲ πήρανε τὰ κλάματα… ἤμουνα νιὸς καμμιὰ φορὰ καὶ ἄβγαλτο παλληκάρι, τὶς γειτονιὲς σεργιάνιζα δὲν ἄφηνα λαγκάδι… καὶ τώρα; καὶ τώρα βρίσκομαι στὸν ἴσκιο τοῦ θανάτου…! νερὸ ζητῶ νὰ πιῶ… πατέρα σήκω πάρε…! Στὰ πόδια μας μὴ στέκεσαι, το δῶμα σου σὲ φτάνει…! Ἔχουμε ἐπισκέπτες σήμερα, στὴν ἄλλη ἄκρη πάνε…! Τὰ ἐγγονάκια μὴν ἐνοχλεῖς, τὸ διάβασμα τοὺς φτάνει…! Πατέρα μὴ μιλᾶς, ἡ γνώση σου δὲν πιάνει…!
Τὸ ζαρωμένο πρόσωπο, πικρία μαύρη βγάζει… μά, ποῦ νὰ πῇ τὸν πόνο του, καὶ ἡ καρδιά του αἷμα στάζει…!
Καὶ τότε οἱ λογισμοὶ ἀνάβουνε, γυρίζουν στὸ κεφάλι… τὸν χάροντα παρακαλοῦν γιὰ νά ‘ρθῃ νὰ τοὺς πάρῃ…!!!
Καὶ οἱ γέροντες, ποὺ σὲ αὐτὴ τὴν ἡλικία τοὺς λείπει μόνο τὸ χάδι, τὴ μοναξιὰ αἰσθάνονται μὲς τὸ βαθὺ σκοτάδι…!
Γνωρίζετε, φίλοι μου, τί εἶναι τὰ “γηρατειά”;
Εἶναι οἱ ἀπαντήσεις σὲ ὅλες τὶς ἐρωτήσεις, γιατὶ ὁ γέρος κουβαλάει στὴν πλάτη του τὴν πεῖρα τόσων χρόνων, τόσων ἐμπειριῶν, τόσων βιωμάτων… ὅμως, κανεὶς δὲν τοὺς ρωτάει…!
“Κάθε γέροντας ποὺ πεθαίνει, εἶναι μιὰ βιβλιοθήκη ποὺ καίγεται”. (Αμαντου Χαμπατε Μπα)
Καὶ ξέρετε τί κάνει τοὺς γέρους ἑλκυστικούς, στὰ παιδιὰ καὶ στὰ ἐγγόνια;… Τὰ λεφτὰ καὶ μόνο τὰ λεφτά…!!!
Ἂν ὁ κορβανᾶς εἶναι ἄδειος… χμμμ! Παπποῦ, ἄδειασέ μας τὴ γωνιά, τὸ σπίτι εἶναι μικρὸ δὲν χωρᾶμε… καὶ ἂς ὑπάρχουν δωμάτια ἄδεια καὶ περισσεύουν…!
Ἄµα γεράσῃ ὁ ἄνθρωπος, δὲν τὸν συµπαθοῦνε… τὸ θάνατο παρακαλοῦν, νὰ τὸν ξεφορτωθοῦνε…!
Γι’ αὐτὸ καὶ κράτα, γέροντα, τὰ περιουσιακά σου… γιατὶ µιὰ µέρα θὰ βρεθῇς, στὸ δρόµο ἀπὸ τὰ παιδιά σου…!!!
Στοχαστής