Ἡ ἐντολὴ τοῦ Δεκαλόγου λέγει: «Ἕξι ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος ἐργασία, ἀλλὰ τὸ Σάββατον πρέπει νὰ εἶναι ἀφιερωμένον εἰς τὴν λατρείαν τοῦ Θεοῦ». Αὐστηρὰ ἐτηροῦσαν τὴν ἐντολὴν αὐτὴν οἱ Ἰουδαῖοι. Ὅποιος παρέβαινε τὴν ἐντολὴν καὶ ἐδούλευε τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου, ἐτιμωρεῖτο μὲ αὐστηρὴ τιμωρία. Καὶ ὄχι μόνον τὰ παλαιὰ χρόνια, ἀλλὰ καὶ σήμερον ἀκόμη οἱ Ἑβραῖοι τηροῦν αὐστηρὰ τὴν ἀργίαν τοῦ Σαββάτου…
Σάββατον λοιπὸν ἐπῆγε ὁ Χριστός μας εἰς μίαν συναγωγήν. Ἡ συναγωγὴ εἶναι ἕνα κτίριον σὰν εἶδος σχολείου ἢ ἐκκλησίας. Τὸ κτίριον αὐτὸ ἔχει σκοπὸν νὰ συγκεντρώνῃ τοὺς Ἑβραίους κάθε Σάββατον, διὰ νὰ διαβάζουν ἐκεῖ τὸ νόμον τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ προσεύχωνται. Τὴν συναγωγὴ τὴν λέει ὁ λαός μας Χάβρα.
Εἰς τὴν συναγωγὴν ἐπῆ γε ὁ Χριστὸς τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου. Ἐπῆγε, διὰ νὰ διδάξη. Ἀνάμεσα εἰς τοὺς ἀνθρώπους ποὺ εὑρίσκοντο μέσα εἰς τὴν συναγωγὴν ἐκείνην τὴν ἡμέραν ἦτο καὶ μία γυναίκα.
Ἦτο ἄρρωστη ἀπὸ ἐνέργεια τοῦ σατανᾶ. Τὸ κορμί της εἶχε λυγίσει. Ὅπως πιάνεις μία ἴσια βέργα καὶ τὴν λυγίζεις, ἔτσι ὁ σατανᾶς κατὰ παραχώρησιν Θεοῦ, ἐλύγισε τὴν σπονδυλικήν της στήλη.
Τὴν ἐλύγισε τόσον πολύ, ὥστε τὸ κεφάλι τῆς δυστυχισμένης γυναικὸς ἄγγιζε τὴν γῆν καὶ ἀπὸ μακρυὰ ἐφαίνετο ὅτι περπατᾶ ὄχι ἄνθρωπος ἀλλὰ ἕνα ζῶον τετράποδον. Τὰ χέρια της εἶχαν γίνει πόδια, ποὺ τὰ ἐστήριζε εἰς τὴν γῆν, διὰ νὰ μπορῆ νὰ περπατᾶ. Εἰς αὐτὴν τὴν κατάστασιν εὑρίσκετο ἡ γυναίκα 18 ὁλόκληρα χρόνια. Ζωὴ ὁλόκληρη.
Τί θλιβερὸ θέαμα! Αὐτὴ ἡ σακατεμένη γυναίκα καὶ ἂν δὲν ἐπήγαινε τὸ Σάββατον εἰς τὴν συναγωγὴν θὰ ἦτο δικαιολογημένη. Καὶ ὅμως. Ἦτο παροῦσα.
Καὶ διὰ τοῦτο ἠξιώθη νὰ ἴδη τὸ θαῦμα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστὸς τὴν εἶδε, τὴν εὐσπλαχνί σθη καὶ βραβεύοντας τὴν ἀφοσίωσίν της εἰς τὸν Θεόν, τὴν ἐθεράπευσε. Τὸ κορμί της ποὺ ἦτο τόσον κυρτωμένο, ἔγινε καὶ πάλιν ἴσιο σὰν κυπαρίσσι.
Μὲ ὄρθιον πιὰ τὸ κορμὶ περπατοῦσε καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν.
Ἀδελφοί μου, αὐτὴ ἡ γυναίκα τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Κυριακῆς πόσους χριστιανοὺς δὲν θὰ δικάση κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς Κρίσεως. Ἡ γυναίκα αὐτή, ἄρρωστη, σακατεμένη, εἰς ἀθλίαν κατάστασιν, βαδίζοντας μὲ τὰ τέσσερα εὑρίσκετο εἰς τὴν συναγωγὴν καὶ ἐφαίνετο ὅτι ἐπήγαινε τακτικὰ κάθε Σάββατον.
Οἱ χριστιανοὶ δὲν ἔχομεν τὸ Σάββατον. Ἔχομεν τὴν Κυριακήν. Ἡ Κυριακὴ ἀντικατέστησε τὸ Σάββατον. Ἡ Κυριακὴ εἶναι ἡ ἡμέρα ἡ μεγάλη καὶ ἔνδοξος.
Ἡ Κυριακὴ εἶ ναι ἡ ἡμέρα, ποὺ ὁ Χριστὸς ἐνίκησε τὸν θάνατον, ἔφερε νέα ζωὴν καὶ ἐδημιούργησε τὸν νέον κόσμον, τὸν κόσμον τῆς χάριτος. Καὶ θὰ ἔπρεπε τὴν Κυριακὴ νὰ τηροῦμεν οἱ χριστιανοὶ μὲ ἐξαιρετικὴν εὐλάβειαν.
Θὰ ἔπρεπε τὴν ἁγίαν αὐτὴν ἡμέραν νὰ σταματοῦν ὅλαι αἱ ἐργασίαι, ἐκτὸς ἀπὸ τὰς ἀπολύτως ἀπαραιτήτους καὶ ἀναγκαίας. Θὰ ἔπρεπε τὴν ἡμέραν αὐτὴν ὅλοι νὰ τρέχουν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, διὰ νὰ λατρεύσουν τὸν Θεόν, τὴν Ἁγίαν Τριάδα, τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸν καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.
Διότι τὰ τρία αὐτὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος εἰργάσθησαν διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Πατὴρ ἠθέλησε, ὁ Υἱὸς ἦλθε εἰς τὴν γῆν καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐφώτισε τὸν κόσμον.
«Εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸν» ψάλλομεν εἰς τὴν Θ. Λειτουργίαν, «ἐλάβομεν πνεῦμα ἐπουράνιον. Εὕρομεν πίστιν ἀληθῆ, ἀδιαίρετον Τριάδα προσκυνοῦντες. Αὕτη γὰρ ἡ μᾶς ἔσωσε».
Ὁ χριστιανὸς ποὺ πηγαίνει κάθε Κυριακὴν καὶ ἑορτὴν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ παρακολουθεῖ μὲ εὐλάβειαν ὅσα ἐκεῖ λέγονται καὶ γίνον ται καὶ μὲ πίστιν πλησιάζει καὶ κοινωνεῖ τὰ Ἄχραντα Μυστήρια, αὐτὸς ὁ χριστιανὸς ὠφελεῖται, κερδίζει πράγματα ἀνεκτίμητα.
Ἂν εἰς τὸ τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας ὁ ἱερεὺς εἰς τὸν καθένα, ποὺ ἐκκλησιάζεται, ἔδινε σὰν δῶρον μίαν χρυσῆ λίρα, μπορεῖ νὰ φαντασθῆ κανεὶς τί θὰ γινόταν; Ὅλοι θὰ ἐπήγαιναν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, διὰ νὰ πάρουν τὴν λίρα. Ἀλλὰ τί εἶναι ἡ λίρα καὶ κάθε ἄλλος ὑλικὸς θησαυρὸς ἐμπρὸς εἰς τὸν πνευματι κὸν θησαυρόν, ἐμπρὸς εἰς τὰς θεϊκὰς εὐλογίας, ποὺ σκορπᾶ ὁ ἥλιος τῆς Θείας Λειτουργίας; Ἄνθρωποι ποὺ ἐμβῆκαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν λυπημένοι, στενοχωρημένοι, μελαγχολικοί, σκυφτοί, ὅταν ἐτελείωσε ἡ Θεία Λειτουργία καὶ ἐπῆραν τὴν εὐλογίαν τῆς Ἐκκλησίας ἐβγῆκαν γεμᾶτοι χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι.
Καὶ ὅπως ἡ συγκύπτουσα γυναίκα τοῦ Εὐαγγελίου ἐμπῆκε εἰς τὴν Ἐκκλησίαν μὲ σκυμμένον τὸ κεφάλι καὶ ἐβγῆκε μὲ τὸ κεφάλι ὄρθιον, βλέποντας τὸν οὐρανόν, ἔτσι καὶ κάθε ψυχή, ποὺ ἐλύγισε ὁ σατανᾶς καὶ βλέπει μόνον τὰ χαμηλά, μόνον τὰ γήϊνα καὶ ἐγκόσμια, μόνον τὰ ἁμαρτωλὰ ὕστερα ἀπὸ ἕνα ἐκκλησιασμὸν βγαίνει διαφορετική.
Σχετικῶς ἀναφέρεται εἰς τὸ «Γεροντικὸν» τὸ ἑξῆς περιστατικόν. Ὁ μακάριος Ἀββᾶς Παῦλος ὁ ἁπλοῦς, ὁ μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου ἐδιηγήθη εἰς τοὺς πατέρας ὅτι ἐπῆγε εἰς ἕνα Μοναστήρι, διὰ νὰ προσκυνήση καὶ ἀποκομίση ὠφέλεια ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς. Καὶ ἀφοῦ συνωμίλησαν γύρω ἀπὸ τὰ συνηθισμένα, εἰσῆλθαν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, διὰ νὰ κάμουν τὴν συνήθη ἀκολουθίαν.
Ὁ δὲ μακάριος Παῦ λος –λέγει– ἐπρόσεχε τὸν καθένα, ποὺ ἔμπαινε εἰς τὴν ἐκκλησία, διὰ νὰ ἰδῆ μὲ τί ἄρα ψυχὴ ἔμπαινε εἰς τὴν σύναξιν. Διατὶ τοῦ ἦτο δοσμένο καὶ αὐτὸ τὸ χάρισμα ἀπὸ τὸν Κύριον, νὰ
βλέπη τὸν καθένα ὅπως ἦτο εἰς τὴν ψυχήν, καθὼς ἐμεῖς βλέπομεν ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου τὸ πρόσωπον.
Ἔμπαιναν λοιπὸν ὅλοι μὲ λαμπρὰν τὴν ὄψιν καὶ ἀστραφτερὸν πρόσωπον καὶ ὁ καθένας εἶχε τὸν ἄγγελόν του χαρωπὸν κοντά του. Ἀλλὰ –λέγει– βλέπει καὶ ἕνα μαῦρον καὶ ζοφερὸν εἰς ὅλον τὸ σῶμα καὶ γύρω του συνωστισμένοι νὰ τὸν τραβοῦν ἀπὸ παντοῦ οἱ δαίμονες καὶ νὰ τοῦ βάζουν καπίστρι, ἐνῶ ὁ Ἅγιος Ἄγγελός του ἀκολουθοῦσε ἀπὸ μακρὰν σκυθρωπὸς καὶ ὅλο κατήφεια.
Ὁ δὲ Παῦλος δακρύζοντας καὶ κτυπῶν τας μὲ τὸ χέρι του τὸ στῆθος του ἐκάθητο ἐμπρὸς εἰς τὴν
ἐκκλησίαν κλαίοντας πικρὰ αὐτὸν ὁπού εἶδε εἰς τέτοιο κατάντημα. Οἱ ἄλλοι τότε πατέρες βλέποντας τὴν παράδοξον στάσιν τοῦ Ἀββᾶ Παύλου, τὸ πῶς ἄλλαξε ἀπότομα καὶ ἔπεσε εἰς δάκρυα, τὸν ἐρωτοῦσαν καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς εἰπῆ διατὶ ἔκλαιε, νομίζοντας ὅτι τὸ ἔκανε ἔχοντας κάτι ἐναντίον ὅλων τους, καὶ τοῦ ζητοῦσαν νὰ εἰσέλθη μαζί τους εἰς τὴν ἐκκλησίαν.
Ἀλλὰ ὁ Παῦλος, ἀποτινάζοντάς τους, ἐκάθητο ἔξω θρηνῶν μὲ ὅλην του τὴν ψυχὴν ἐκεῖνον, ποὺ εἶχε ἰδῆ ἔτσι.
Ὕστερα δὲ ἀπὸ ὀλίγον, ἀφοῦ ἡ ἀκολουθία ἐτελείωσε καὶ ὅλοι ἔβγαιναν, πάλιν ἐκοίταζε ὁ Παῦλος τὸν
καθένα, θέλοντας νὰ μάθη πῶς βγαίνουν. Καὶ βλέπει ἐκεῖνον τὸν ἄνθρωπον, ὁπού εἶχε πρὶν ὅλον τὸ
σῶμα του μαῦρο καὶ ζοφερόν, νὰ βγαίνη ἀπὸ τὴν ἐκκλησία μὲ λαμπρὸν πρόσωπον, μὲ λευκὸν τὸ σῶμα καὶ οἱ δαίμονες νὰ τὸν ἀκολουθοῦν ἀπὸ πολὺ μακρυά, ἐνῶ ὁ ἅγιος Ἄγγελος, πλησίον του, τὸν συνώδευε ἱλαρὸς καὶ πρόθυμος καὶ χαίρων γι᾽ αὐτὸν πολύ.
Τότε ὁ Παῦλος ἀνεπήδησε μὲ χαρὰ καὶ ἐφώναζε εὐλογῶν τὸν Θεὸν καὶ λέγων «Ὢ ἀνείπωτος φιλανθρωπία καὶ ἀγαθότης τοῦ Θεοῦ». Καὶ ὕστερα ἔτρεξε, ἀνέβη εἰς ἕνα σκαλοπάτι καὶ ἔλεγε
μὲ δυνατὴ φωνὴ «Ἐλᾶτε νὰ ἰδῆτε τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, τί φοβερὰ καὶ ἄξια κάθε καταπλήξεως εἶναι.
Ἐλᾶτε νὰ ἰδῆτε Αὐτόν, ποὺ θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν. Δεῦτε προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν Αὐτῷ καὶ εἴπωμεν· σὺ μόνος δύνασαι νὰ ἀφαιρῆς ἁμαρτίας».
Συνέρρεαν δὲ ὅλοι μὲ προθυμίαν, θέλοντες νὰ ἀκούσουν τὰ λεγόμενα. Καὶ ἀφοῦ ἐσυνάχθησαν ὅλοι, ἱστοροῦσε ὁ Παῦλος τί εἶχε ἰδῆ πρὶν εἰσέλθουν εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ τί ἀκολούθησε μὲ τὴν ἔξοδόν τους. Καὶ ἐζήτησε ἐπιμόνως ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν ἄνθρωπον νὰ εἰπῆ πῶς ὁ Θεὸς τοῦ ἐχάρισε τέτοια ξαφνικὴ μεταβολή.
Καὶ αὐτὸς ἔχων ἐλεγχθῆ ἀπὸ τὸν Παῦλον, ἐμπρὸς εἰς ὅλους, χωρὶς νὰ ἐντρέπεται, ἱστοροῦσε τὰ σχετικὰ μὲ τὸν ἑαυτὸν του λέγοντας: «Ἐγὼ εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς καὶ πολὺ καιρὸν τώρα ζοῦσα μὲ σαρκικὰς ἁμαρτίας.
Μπαίνοντας δὲ σήμερον εἰς τὴν ἁγίαν τοῦ Θεοῦ ἐκκλησίαν ἄκουσα τὸν προφήτην Ἠσαΐα, ὅπου μία περικοπή του ἀνεγνώσθη ἢ μᾶλλον τὸν ἴδιον τὸν Θεὸν νὰ ὁμιλῆ μὲ τὸ στόμα ἐκείνου. «Λούσασθε, καθαροὶ γένεσθε, ἀφέλετε τὰς πονηρίας ὑμῶν ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν, ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν μου μάθετε καλὸν ποιεῖν· καὶ ἐὰν ὦσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν ὡς φοινικοῦν, ὡς χιόνα λευκανῶ· καὶ ἐὰν θέλητε καὶ εἰσακούσητέ μου τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς φάγεσθε».
Καὶ ἐγὼ τότε –λέγει– ὁ σαρκολάτρης ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Προφήτου κατενύχθην εἰς τὴν ψυχὴν καὶ ἐστέναξα μέσα μου καὶ εἶπα εἰς τὸν Θεόν· Σὺ εἶσαι ὁ Θεός, ὁ ἐλθὼν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι. Αὐτὰ ποὺ τώρα ὑπεσχέθης μὲ τὸν Προφήτην ἐκπλήρωσέ τα καὶ εἰς ἐμὲ τὸν ἁ μαρτωλὸν καὶ
ἀνάξιον. Διατὶ ἰδοὺ ἀπὸ τώρα σοῦ δίδω τὸν λόγον μου, ἔρχομαι δὲ μαζί σου καὶ ἀπὸ τὴν καρδιά μου σοῦ ἐξομολογοῦμαι, ὅτι πλέον δὲν θὰ πράξω τίποτε τὸ κακόν.
Ἀλλὰ ἀποτάσσομαι κάθε παρανομίαν καὶ θὰ σὲ ὑπηρετῶ ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα μὲ καθαρὰ συνείδησιν. Σήμερα, Κύριε, καὶ ἀπὸ τὴν ὥραν αὐτήν, δέξου με μετανοημένον, πεσμένον εἰς τὰ πόδια σου, μὲ τὴν ἀπόφασιν νὰ ἀπέχω πλέον ἀπὸ κάθε ἁμαρτίαν.
Διατί, μὲ αὐτὴν τὴν ἀπόφασιν –λέγει– βγῆκα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἔχοντας ὁριστικῶς στρέψει τὴν ψυχήν μου, ὥστε τίποτε τὸ φαῦλον πλέον νὰ μὴ πράξω ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ».
Καὶ ἀκούοντές τον, ἐφώναξαν ὅλοι μαζὶ εἰς τὸν Θεὸν «Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε, πάντα
ἐν σοφίᾳ ἐποίησας».
Ὢ Ἁγία Τριάς, τί εὐλογίες εἶναι αὐτές, ποὺ δίδεις εἰς τοὺς χριστιανούς, ποὺ ἐκκλησιάζονται. Ὅπως
γράφει ὁ ἀείμνηστος Π. Τρεμπέλας «ἡ λατρεία τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας ὁμολογεῖται ἀπὸ ὅλους, ὅσοι ἐνέκυψαν εἰς αὐτὴν καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς ἀνήκοντας εἰς τὰς ἐκκλησίας τῆς Δύσεως, ὅτι ὑπερβαίνει εἰς ἐκφραστικότητα, πνευματικότητα καὶ ὑπερουρανίους πτήσεις καὶ ἀνατάσεις τὴν λατρείαν τῶν ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν».
Γράφει π.χ. κάποιος ξένος λειτουργιολόγος: «Ἐὰν θέλωμεν νὰ μάθωμεν τί εἶναι ἡ Ὀρθόδοξος
Ἐκκλησία, ἂς ἐρωτήσωμεν τὴν λατρείαν της. Εἰς ὅλα τὰ συγκινητικὰ σύμβολα καὶ εἰκόνας, λόγια καὶ τελετὰς, βλέπει ἡ Ἐκκλησία μίαν μεγαλοπρεπῆ Θεοφάνειαν, ὁ Θεὸς φανεροῦται εἰς τὸν ἄνθρωπον, εἰσέρχεται εἰς αὐτόν, τὸν ἁγιάζει, τὸν μεταπλάσσει, τὸν κάμνει θεόμορφον.
Ὅ,τι γίνεται ἐδῶ εἰς τὴν γῆν, εἶναι πραγματικὴ ἀπεικόνισις τοῦ οὐρανίου ἀρχετύπου. Ἡ ἐπὶ γῆς
θεία Λειτουργία εἶναι ἀνάγλυφος εἰκὼν τῆς οὐρανίου Λειτουργίας.
Ὅταν εἰσερχώμεθα εἰς τὸν Ἱ. Ναόν, αἰσθανόμεθα ὅτι εἴμεθα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, συναντῶμεν τὸν Θεόν. …
Τὸ εἰκονοστάσιον τοῦ ὀρθοδόξου Ἱ. Ναοῦ εἶναι σὰν μία ἐπίσημος πόλη εἰς τὸ βασίλειον τοῦ Οὐρανοῦ, εἰς τὸ ὁποῖον μᾶς ὁδηγεῖ ἡ Θ. Λειτουργία».
Καὶ συνεχίζει ὁ ἀείμνηστος Τρεμπέλας «Ἡ ὀρθόδοξος λατρεία συναρπάζει τοὺς μετ᾽ εὐλαβείας
παρακολουθοῦντας αὐτὴν πιστούς, διδάσκει τούτους, ἐμπνέει αὐτοὺς καὶ μεταρσιώνει τὸ ἐσωτε-
ρικόν των, ἀνυψώνουσα αὐτὸ εἰς ἀγγελικοὺς ὁρίζοντας. Πρὸς τοῦτο ὅμως εἶναι ἀπαραίτητον πρωτίστως μὲν μετὰ φόβου Θεοῦ καὶ εὐλαβοῦς ἀφωσιώσεως νὰ συμμετέχη ταύτης πᾶς πιστός, ἔπειτα δὲ καὶ νὰ κατανοῆ πλήρως τὴν ἔννοιαν καὶ τὴν βαθυτέραν σημασίαν τῶν ὅσων λέγονται καὶ ψάλλονται καὶ τελοῦνται κατ᾽ αὐτήν, εἰς τρόπον ὥστε ὁ πιστὸς κατὰ τὴν θείαν Λατρείαν ὄχι νὰ προσεύχεται γενικῶς ἀλλ᾽ αἱ δεήσεις καὶ ἱκεσίαι καὶ δοξολογίαι καὶ εὐχαριστίαι αὐτοῦ πρὸς τὸν Θεὸν νὰ εἶναι αὐταὶ αὗται αἱ ἐν τῇ θείᾳ Λειτουργίᾳ ἀποπεμπόμεναι καὶ ἐκφραζόμεναι.
Καὶ μὲ ἄλλας λέξεις, οἱ συμμετέχοντες τῆς θείας λατρείας πιστοὶ δὲν εἶναι ἀρκετὸν νὰ προσεύχωνται, ἀλλ᾽ εἶναι ἀπαραίτητον νὰ συνενώνουν τὰς προσευχάς των μετὰ τῶν λειτουργῶν καὶ τῶν ἄλλων πιστῶν, παρακολουθοῦντες μαζὶ μὲ αὐτοὺς ὅ,τι λέγεται καὶ ὅ,τι τελεῖται εἰς τὴν θείαν Λειτουργίαν».
Κέντρον τῆς ὅλη λατρείας μας εἶναι ἡ τέλεσις τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἡ εἰδικώτερον θεία Λειτουργία καλουμένη. Διὰ τὴν Θεία Λειτουργα θὰ ὁμιλήσωμεν εἰς τὸ ἑπόμενο.