Του Πρωτοσυγκέλλου της Ι.Μ. Φωκίδος, Γέροντος Νεκταρίου Μουλατσιώτη (Συνέχεια από το προηγούμενο – Ὁ Θεός στήν Ἀνατολή – Μέρος α’)
Ἄρα, ὅταν λέω ὅτι πιστεύω στόν Ἰησοῦ, σημαίνει ὅτι Τόν ἐμπιστεύομαι καί, φυσικά, ἀποδέχομαι ὅτι ὅλα αὐτά πού μοῦ λέει εἶναι ἀλήθεια. Αὐτό ἀκριβῶς εἶναι πίστη: Τυφλή ἐμπιστοσύνη! Τελώντας, λοιπόν, ὁ Ἰησοῦς διάφορα θαύματα ἀποδείκνυε κάθε φορά ὅτι αὐτό πού ἔλεγε, αὐτό καί ἦταν. Γι᾿ αὐτό ἀμέσως μετά ἀνέστησε καί τό Λάζαρο, ἀφοῦ Αὐτός, ὅπως εἶπε, εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς καί ἡ Ἀνάσταση.
Ὁμοίως, ὅταν διατάζει τήν ἄλογη φύση, τόν ἄνεμο καί τή θάλασσα, τή διατάζει ὡς ἔχων ἐξουσίαν. Γι᾿ αὐτό καί δέ ρωτάει τά στοιχεῖα τῆς φύσης ἄν θέλουν να πειθαρχήσουν, ὅπως ρωτοῦσε τούς ἀνθρώπους, παρά μόνο ἐντέλλεται πρός αὐτά, λέγοντας “σιώπα, πεφίμωσο” (Μάρκ. δ΄, 39). Καί, ἀσφαλῶς, ὁ ἄνεμος καί ἡ θάλασσα ἀμέσως ἠρεμοῦν, ἀποδεικνύοντας δι᾿ αὐτοῦ τοῦ τρόπου ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ δημιουργός Θεός τους καί γι᾿ αὐτό ἡ φύση Τόν ὑπακούει τυφλά. Ταυτόχρονα δέ ἐπιπλήττει καί τούς μαθητές Του, γιατί, ἐνῶ βλέπουν καθημερινά τόσα θαύματα, πού ἀποδεικνύουν ξεκάθαρα τό ποιός εἶναι, αὐτοί ἀκόμη συνεχίζουν νά μήν Τόν ἐμπιστεύονται.
Μέ πάρα πολλές ἐνέργειές Του ὁ Ἰησοῦς τόνιζε σχεδόν καθημερινά τή θεότητά Του. Μάλιστα οἱ ἀρχιερεῖς, τό ἱερατεῖο, οἱ Γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι δέν τό ἀνεχόντουσαν αὐτό, καί γι᾿ αὐτό συχνά- πυκνά Τοῦ ἔλεγαν ὅτι βλασφημεῖ, οἰκειοποιούμενος ἰδιότητες ἤ ἐνέργειες πού ἀνήκουν μόνο στό Θεό. Ἄς δοῦμε ἀκόμη μερικές περιπτώσεις:
Στό κατά Μάρκον Εὐαγγέλιο διαβάζουμε στό κεφάλαιο β΄ γιά τή θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ στήν πόλη τῆς Καπερναούμ. Βλέποντας ὁ Ἰησοῦς τήν ἐμπιστοσύνη πού εἶχαν οἱ συγγενεῖς τοῦ παραλυτικοῦ πρός τό πρόσωπό Του, λέει στόν ἄρρωστο: “Ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου”. Τότε ὅμως οἱ Γραμματεῖς διελογίζοντο τά ἑξῆς: “Τί οὗτος οὕτω λαλεῖ βλασφημίας; Τίς δύναται ἀφιέναι ἁμαρτίας, εἰ μή εἷς ὁ Θεός’’; Δηλαδή, μέ ποιό δικαίωμα συγχωρεῖ αὐτός τίς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου, ἀφοῦ μόνο ὁ Θεός ἔχει αὐτή τή δύναμη; Κι ὁ Ἰησοῦς τούς ἀπαντᾶ: “Μάθετε, λοιπόν, ὅτι ὄχι μόνο ἔχω αὐτή τή δύναμη καί τήν ἐξουσία, νά συγχωρῶ ἁμαρτίες, ἀλλά ἔχω καί τή δύναμη, ὡς Θεός, νά τόν θεραπεύσω”. Κι ἀμέσως δίνει ἐντολή στόν παραλυτικό νά σηκωθεῖ καί νά περπατήσει. Ὁ δέ παραλυτικός σηκώθηκε ἀμέσως καί περπάτησε. Κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπο ὁ Ἰησοῦς ἐπιβεβαίωσε ὅτι, ὡς Θεός, μπορεῖ νά κάνει ὅ,τι θέλει.
Οἱ Ἰουδαῖοι ὅμως μένουν ἄφωνοι καί ὅταν Τόν ἀκοῦνε νά ἀναφέρεται στίς δέκα ἐντολές, τίς ὁποῖες εἶχε δώσει ὁ Θεός στό θεόπτη Μωυσῆ στήν κορυφή τοῦ ὄρους Σινᾶ. Μένουν ἄφωνοι, γιατί τούς λέει: “Ὁ Θεός εἶπε στούς πατέρες μας “οὐ φονεύσεις’’. ΕΓΩ ὅμως σᾶς λέω ὅτι ὄχι μόνο δέ θά φονεύετε, ἀλλά καί….”. Καί παρακάτω συμπληρώνει: “Ὁ Θεός εἶπε στούς πατέρες μας “οὐ μοιχεύσεις’’. ΕΓΩ ὄμως σᾶς λέω ὅτι ὅποιος βλέπει ξένη γυναῖκα καί τήν ἐπιθυμήσει, ἤδη ἐμοίχευσε μέσα στήν καρδιά του”.
Οἱ Ἰουδαῖοι ἔκπληκτοι ἀκοῦνε τά ὅσα λέει καί Τόν θεωροῦν βλάσφημο, γιατί ξέρουν πολύ καλά ὅτι τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ μόνο ὁ Ἴδιος ὁ Θεός μπορεῖ νά τίς διορθώσει καί κανείς ἄλλος. Διερωτῶνται, λοιπόν: “Ποιός νά εἶναι ἄραγε τώρα αὐτός, πού βάζει τό Θεό μας στήν ἄκρη καί λέει ὅτι ἐσεῖς θά κάνετε αὐτό πού ΕΓΩ σᾶς λέω; Ποιός εἶναι αὐτός ὁ νέος νομοθέτης, πού τολμᾶ καί προσθέτει καί τροποποιεῖ τό Νόμο τοῦ Θεοῦ”; Εἶναι ὁ Ἰησοῦς, πού διακηρύττει ὅτι εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Θεός, ὁ Δημιουργός τοῦ κόσμου. Εἶναι Αὐτός πού ἔδωσε στό Μωυσῆ τίς δέκα ἐντολές, καί γι᾿ αὐτό ἔχει τώρα τό δικαίωμα νά τίς τροποποιεῖ καί νά τούς λέει ὅτι θά κάνετε αὐτό πού θέλω ΕΓΩ (Ματθ. ε΄, 21-22, 27-28). Διότι, ὅπως συνέχισε νά τούς λέει: “Ὑμεῖς ἐκ τῶν κάτω ἐστέ, ΕΓΩ ἐκ τῶν ἄνω εἰμί・ ὑμεῖς ἐκ τοῦ κόσμου ἐστέ, ΕΓΩ οὐκ εἰμί ἐκ τοῦ κόσμου τούτου… ἐάν γάρ μή πιστεύσητε ὅτι ΕΓΩ ΕΙΜΙ, ἀποθανεῖσθε ἐν ταῖς ἁμαρτίαις ὑμῶν… ὅταν ὑψώσητε τόν Υἱόν τοῦ ἀνθρώπου, τότε γνώσεσθε ὅτι ΕΓΩ ΕΙΜΙ” (Ἰωάν. η΄, 23-28). Δηλαδή, εἶναι σά νά λέει στούς Ἰουδαίους: “Λαέ μου, ὅταν μέ σταυρώσετε, τότε καί μόνο τότε θά καταλάβετε ὅτι ΕΓΩ ΕΙΜΙ. Ἐγώ εἶμαι ὁ Θεός πού ἦταν πάντα κοντά σας, ὁ Δημιουργός τοῦ κόσμου, ὁ Πατέρας, ὁ Φίλος καί ὁ Ἀδελφός σας. Ὁ Θεός τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης”.
Ὁμοίως, μέ ἕνα ἄλλο θαῦμα Του, τό ὁποῖο ἐπιτελεῖ κοντά στήν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ (Ἰωάν. θ΄, 1-7), τούς ὑπενθυμίζει καί πάλι ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ Δημιουργός τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Ὁποῖος παίρνοντας πηλό ἀπό τή γῆ ἔπλασε τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα. Ὑπενθυμίζουμε τό γεγονός: Κοντά στήν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ συνάντησε ἄνθρωπο τυφλό ἐκ γενετῆς, πρᾶγμα πού σημαίνει ὅτι τά μάτια του ἦταν χωρίς βολβούς, καί λέγοντάς του ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι τό Φῶς, κάνει τήν ἴδια ἀκριβῶς κίνηση πού ἔκανε καί μέσα στόν Παράδεισο, ὅπως ἀναφέρει ἡ Ἁγία Γραφή. Σκύβει, παίρνει χῶμα, τό κάνει πηλό, τόν βάζει στίς κόγχες τῶν ματιῶν τοῦ τυφλοῦ καί τοῦ λέει: “Πήγαινε πλύσου τώρα στήν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ καί θά δεῖς”. Καί πράγματι, ἀπέκτησε μάτια, ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, καί εἶδε τό φῶς του! Μέ τό θαῦμα αὐτό οἱ ἀρχιερεῖς ἐκνευρίστηκαν πάρα πολύ καί δέν παραδέχονταν μέ τίποτα ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶχε τελέσει τέτοιο σημεῖο, λέγοντας μάλιστα ὅτι “ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμούς τυφλοῦ γεγεννημένου”. Ὅταν ὅμως ὁ Ἰησοῦς συνάντησε ἀργότερα τόν τυφλό, ἡ πρώτη ἐρώτηση πού τοῦ ἔκανε ἦταν ἄν ἐμπιστεύεται τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος δέ, ὅπως ἦταν φυσικό, Τόν ρώτησε ποιός εἶναι, γιά νά Τόν ἐμπιστευτεῖ. Κι ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀπάντησε: “Αὐτόν πού βλέπεις μπροστά σου κι αὐτός πού σοῦ μιλᾶ, αὐτός εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ”. Τότε ἐκεῖνος ἀμέσως Τοῦ εἶπε “Σέ ἐμπιστεύομαι, Κύριε” καί ἔπεσε κάτω καί Τόν προσκύνησε (Ἰωάν. θ΄, 35-38).
Σύμφωνα μέ τήν πρώτη ἐντολή τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου, ἀπαγορεύεται ἡ προσκύνηση ὁποιουδήποτε ἀνθρώπου καί ὁποιουδήποτε ἀντικειμένου, εἴτε εὑρίσκεται στόν οὐρανό, εἴτε στή γῆ, εἴτε ὑποκάτω τῆς γῆς. Ὑπενθυμίζουμε τήν πρώτη ἀπό τίς δέκα ἐντολές: “Ἐγώ εἰμί Κύριος ὁ Θεός σου… καί δέ θά προσκυνήσεις τίποτε ἄλλο ἐκτός ἀπό Ἐμένα”.
Καταλαβαίνετε, λοιπόν, ὅτι προσκυνώντας ὁ πρώην τυφλός Ἰουδαῖος τό Χριστό καί ὁμολογώντας ὅτι Τόν ἐμπιστεύεται ὡς Υἱό τοῦ Θεοῦ ἀποδέχεται, οὐσιαστικά, ὅτι ὁ Ἰησοῦς τοῦ λέει τήν ἀλήθεια. Γι᾿ αὐτό ἀμέσως Τόν προσκυνᾶ ὡς Θεό, διαφορετικά ὡς Ἰουδαῖος δέν ἔπρεπε νά προσκυνήσει, γιατί θά παρέβαινε τήν πρώτη ἐντολή. Οἱ Ἰουδαῖοι προσκυνοῦν μόνο τόν ἀληθινό Θεό καί τίποτε ἄλλο, γιατί ἀλλιῶς θεωροῦνται παραβάτες τοῦ Δεκαλόγου. Ἡ προσκύνηση, λοιπόν, τοῦ Ἰουδαίου στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ εἶναι καθαρή ὁμολογία ὅτι Τόν ἀποδέχεται ὡς Θεό. Καί ἡ φράση “Υἱός Θεοῦ” σημαίνει ὅτι εἶναι κι Αὐτός Θεός, γιατί τά ζῶα γεννοῦν μόνο ζῶα, ὁ ἄνθρωπος γεννᾶ ἄνθρωπο καί ὁ Θεός γεννᾶ Θεό.
Γι᾿ αὐτό κι ἐμεῖς στό Σύμβολο τῆς Πίστης μας διακηρύσσουμε: “Πιστεύω (= ἔχω ἐμπιστοσύνη)… εἰς ἕνα Θεό …καί εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ τόν μονογενῆ, τόν ἐκ τοῦ Πατρός γεννηθέντα… Θεόν ἀληθινόν, ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα, οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῶ Πατρί, δι᾿ οὗ τά πάντα ἐγένετο”. Ὁμολογοῦμε, δηλαδή, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεός ἀληθινός, ὁ Ὁποῖος γεννήθηκε ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ καί ὅτι τά πάντα ἔγιναν ἀπό Αὐτόν. Ἑπομένως, γιά μᾶς τούς ὀρθόδοξους χριστιανούς ὁ Θεός δέν εἶναι μιά ἀόριστη, ὑπερφυσική καί ἀνώτερη δύναμη, ἡ ὁποία κατοικεῖ κάπου ψηλά στούς οὐρανούς καί ρυθμίζει ἀπό ἐκεῖ τή ζωή μας. Γιά μᾶς ὁ Θεός μας εἶναι κάτι τό πολύ συγκεκριμένο, εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ἔτσι, ἐμεῖς οἱ χριστιανοί δέ δημιουργοῦμε ὁ καθένας ἕναν δικό του Θεό, γιά νά λύσουμε τά ἀνερμήνευτα τοῦ σύμπαντος καί ἄλλες προσωπικές μας ἀπορίες. Ἐμεῖς ἐμπιστευτήκαμε τά ὅσα μᾶς ἀποκάλυψε για τόν ἑαυτό Του καί γιά ὁλόκληρη τήν Ἁγία Τριάδα ὁ Ἰησοῦς Χριστός καί τά ἀποδεχτήκαμε ὡς ἀλήθεια. Γι᾿ αὐτό ἄλλοι τά πιστεύουν καί ἄλλοι τά ἀπορρίπτουν. Τό πρόβλημα εἶναι θέμα πίστης, θέμα ἐμπιστοσύνης. Τίποτε λιγότερο, τίποτε περισσότερο!