Του Πρωτοσυγκέλλου της Ι.Μ. Φωκίδος, Γέροντος Νεκταρίου Μουλατσιώτη
Εὔλογα ὅμως θά ρωτήσει κανείς τό ἑξῆς: Ἄραγε ἡ Ἀνατολή καί ἡ Ὀρθοδοξία ἀντιλαμβάνονται ἀλλιῶς τό Θεό, τόν Παράδεισο καί τήν Κόλαση; Ἄλλη εἶναι ἡ θεολογική σκέψη στήν Ὀρθοδοξία καί στήν Ἀνατολή; Στό πρῶτο ἐρώτημα ἀπαντοῦμε ἀπερίφραστα, ναί. Στό δεύτερο ἀπαντοῦμε ὅτι θά ἔπρεπε νά εἶναι ἄλλη, γιατί δυστυχῶς, ὅπως προαναφέραμε, ἡ δυτική θεολογία ἐπέδρασε ἐν μέρει καί στή σύγχρονη θεολογία τῆς Ἀνατολῆς.
Γι᾿ αὐτό ἐξάλλου ἀποσχίσθηκε ἐδῶ καί αἰῶνες ἡ Δύση ἀπό τήν Ἀνατολή, δημιουργώντας μιά νέα “Ἐκκλησία”, τήν παπική ἤ, ὅπως οἱ πολλοί τήν ἀποκαλοῦν, τήν “Καθολική”, μέ τά πάμπολλα προτεσταντικά σχίσματά της. Τό οὐσιαστικό πρόβλημα μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσης ἦταν καί παραμένει νά ὑφίσταται ἡ διαφορετική θεώρηση τῶν πραγμάτων. Ὁ ἄνθρωπος τῆς Δύσης εἶναι ψυχρός καί ὀρθολογιστής, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος τῆς Ἀνατολῆς λειτουργεῖ καρδιακά καί συναισθηματικά.
Ὁ ἄνθρωπος τῆς Δύσης καί ὁ τρόπος πού σκέφτεται δέ χωράει στήν Ἀνατολή. Γι᾿ αὐτό καί ὅσες φορές ἐπιτέθηκε ἡ Δύση στήν Ἀνατολή γιά νά τήν κατακτήσει, ἀπέτυχε. Ἔτσι παταγωδῶς θά ἀποτύχει τελικά καί ἡ σημερινή της ἐπίθεση, πού ὀνομάζεται παγκοσμιοποίηση. Ἡ Δύση εἶναι ὀρθολογιστική καί ψυχρή, ἐνῶ ἡ Ἀνατολή καρδιακή καί θερμή. Δυό κόσμοι ἐντελῶς διαφορετικοί καί ἀντίθετοι.
Τί σημαίνει ἡ λέξη πίστη
Ὁ Χριστιανισμός καί ἰδιαίτερα ἡ Ὀρθοδοξία, ὅπως προαναφέραμε, δέν εἶναι μιά ἁπλή θρησκεία, ἀλλά πίστη καί βίωμα καθημερινό, ἕνας τρόπος καθημερινῆς ζωῆς. Οἱ θρησκεῖες εἶναι συνήθως δημιουργήματα τῶν ἀνθρώπων, πού τίς δημιούργησαν, γιά νά καλύψουν τά προσωπικά τους κενά καί γιά νά δώσουν ἑρμηνεῖες σέ ἀνεξήγητα γιά τήν ἐποχή τους φαινόμενα τῆς φύσης. Ὁτιδήποτε ἐντυπωσιακό, τό θεοποιοῦσαν. Ἔτσι λάτρεψαν ὡς θεούς τόν ἥλιο, τή σελήνη, τά ἄστρα καί ὅ,τι ἄλλο τούς ἐντυπωσίαζε καί δέν μποροῦσαν ἀνθρωπίνως νά τό ἑρμηνεύσουν ἤ νά τό ἐλέγξουν.
Ἄς ἔλθουμε τώρα νά ἐξετάσουμε τή μεγαλύτερη διαφορά πού ὑπάρχει μεταξύ τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τοῦ Μουσουλμανισμοῦ, τοῦ Βουδισμοῦ καί τοῦ Κομφουκισμοῦ.
Ὅταν ἐμφανίστηκε ὁ Μωάμεθ πάνω στή γῆ, κήρυξε τήν ὕπαρξη ἑνός Θεοῦ, τοῦ Ἀλλάχ, καί ἑνός προφήτη του, πού ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Μωάμεθ. Ἐπίσης δίδαξε τούς ἀνθρώπους ὅτι πρέπει νά ζοῦν σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, πού ἀνεγράφησαν στό Κοράνιο. Γιά τόν ἑαυτό του ὁ Μωάμεθ, κράτησε τόν τίτλο τοῦ διδασκάλου-προφήτη, ὁ ὁποῖος ἔδειξε στούς ἀνθρώπους τό δρόμο γιά τό πῶς θά φτάσουν στό Θεό.
Ὁ Βουδισμός ἀπό τήν ἄλλη πλευρά εἶναι, στήν οὐσία, ἀθεΐα, γιατί διακηρύττει ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός. Βούδας σημαίνει ὁ φωτισμένος ἄνθρωπος, δηλαδή ὁ διδάσκαλος, ὁ φιλόσοφος, τοῦ ὁποίου στόχος καί σκοπός εἶναι νά ὁδηγήσει τούς ἀνθρώπους στήν ἀπάθεια, στό νιρβάνα. Ἰδανικό τοῦ βουδιστῆ εἶναι νά ζεῖ κατά τέλειο τρόπο, ὥστε νά μή μετεμψυχωθεῖ ξανά, ἀλλά νά μηδενιστεῖ. Σέ γενικές γραμμές αὐτή εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ Βουδισμοῦ, ἄν καί ὑπάρχουν καί ἄλλες παρεκκλίσεις του.
Ὁ Βούδας, λοιπόν, δέν εἶναι Θεός ἤ Θεότητα, ἀλλά γιά τούς ἀνθρώπους πού ἀσπάζονται τό Βουδισμό θά λέγαμε ὅτι εἶναι κι αὐτός ἕνας “προφήτης-διδάσκαλος”. Ὁ Κομφούκιος, ὁμοίως, κράτησε γιά τόν ἑαυτό του τόν τίτλο μόνο τοῦ διδασκάλου, ὁ ὁποῖος μέσα ἀπό τή διδασκαλία καί τή φιλοσοφία του προσπαθοῦσε νά ὁδηγήσει τούς ἀνθρώπους στήν τελειότητα, δηλαδή στό “Θεό”.
Ὁ Χριστός, ἀντίθετα, ὅταν ἐμφανίστηκε δημοσίως καί ἄρχισε νά διδάσκει, εἶπε καί ἰσχυρίσθηκε γιά τόν ἑαυτό Του ὅτι ὁ Θεός τοῦ σύμπαντος, ὁ Θεός πού δημιούργησε τή γῆ, τόν οὐρανό καί τά ἄστρα, τόν ἄνθρωπο, τά ὁρατά καί τά ἀόρατα, δέν εἶναι κανένας ἄλλος παρά ὁ Αὐτός ὁ Ἴδιος. Δίδαξε, δηλαδή, ὅτι ὁ Ἴδιος εἶναι ὁ Θεός. Μπορεῖτε νά φανταστεῖτε ἐκεῖνο τό λαό, ὁ ὁποῖος ἄκουγε τόν Ἰησοῦ καί ἔβλεπε ἐνώπιόν του ἕναν ἁπλό ἄνθρωπο, ξαφνικά νά Τόν ἀκούει νά τοῦ λέει “ἐγώ εἶμαι ὁ Θεός τοῦ σύμπαντος, πού δημιούργησε τά πάντα”; Μπορεῖτε νά σκεφτεῖτε τίς ἀντιδράσεις τοῦ λαοῦ αὐτοῦ; Φανταστεῖτε νά συνέβαινε αὐτό στίς μέρες μας! Νά ἔβγαινε ἕνας ἄνθρωπος στό κέντρο τῆς Ἑλλάδας, π.χ. στήν πλατεία Ὁμονοίας, καί νά διακήρυττε γιά τόν ἑαυτό του ὅτι εἶναι ὁ Θεός τοῦ σύμπαντος! Τί θά γινόταν; Οἱ ἄνθρωποι θά ἔπαιρναν πέτρες νά τόν λιθοβολήσουν… Μά τό ἴδιο ἀκριβῶς συνέβη καί τότε μέ τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ, ὅπως ἀναφέρει ἡ Καινή Διαθήκη (Ἰωάν. ι΄, 22-42). Ὁ λαός ἔπιασε πέτρες, γιά νά Τόν λιθοβολήσει. Ἀλλά καί γι᾿ αὐτό τό λόγο φώναξαν οἱ ἀρχιερεῖς πρίν τή Σταύρωση ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἐβλασφήμησε καί Τόν καταδίκασαν σέ θάνατο, σχίζοντας μάλιστα καί τά ἰμάτιά τους.
Ὅταν, λοιπόν, κάποιος κηρύττει δημοσίως ὅτι εἶναι ὁ Θεός τοῦ σύμπαντος, δύο πράγματα εἶναι δυνατόν νά συμβαίνουν: Ἤ λέει τήν ἀλήθεια ἤ εἶναι ψυχασθενής. Ἀποτέλεσμα ὅμως μιᾶς τέτοιας ἀποκαλυπτικῆς διδασκαλίας, στήν ὁποία ἀποκαλύπτεις τό ποιός εἶσαι καί τό τί εἶσαι, εἶναι ὅτι προκαλεῖται διχασμός τοῦ λαοῦ. Γι᾿ αὐτό καί ἀναφέρει συχνά ἡ Καινή Διαθήκη (Λουκ. ιβ΄ 49-59) ὅτι τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ δίχαζε συνεχῶς τό λαό καί ἦταν ἡ πέτρα τοῦ σκανδάλου.
Ἡἀποδοχή τῶν ὅσων κήρυττε ὁ Χριστός περί τοῦ ἑαυτοῦ Του, τοῦ ὅτι δηλαδή εἶναι ὁ Θεός, δημιούργησε ἀπό τότε ἕως καί σήμερα δύο κατηγορίες ἀνθρώπων: Ἐκείνων πού ἐμπιστεύτηκαν ὅτι τούς ἔλεγε τήν ἀλήθεια κι ἐκείνων πού οὐδεμία ἐμπιστοσύνη ἔδειξαν ἀπέναντί Του, ἀλλά ἀντιθέτως ἔλεγαν ὅτι τρελάθηκε, ὅπως ἀναφέρει ἡ Καινή Διαθήκη στό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο, κεφ. ι΄, στ.20. Ὅσοι Τόν ἐμπιστεύτηκαν καί πίστεψαν ὅτι λέει τήν ἀλήθεια, αὐτοί εἶναι οἱ χριστιανοί. Ὅσοι δέν Τόν ἐμπιστεύθηκαν, αὐτοί ἔγιναν οἱ ἀρνητές Του.
Πίστη, λοιπόν, στό Χριστιανισμό καί ἰδιαίτερα στήν Ὀρθοδοξία σημαίνει ἐμπιστοσύνη στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Πιστεύω, δηλαδή, ὅτι μοῦ εἶπε τήν ἀλήθεια. Αὐτό, ὅπως καταλαβαίνετε, εἶναι κάτι τό ἐντελῶς προσωπικό. Ἐμεῖς οἱ χριστιανοί πιστεύουμε ὅτι ὁ Χριστός μᾶς εἶπε τήν ἀλήθεια περί τοῦ προσώπου Του καί περί ὅσων μίλησε. Ἐμεῖς Τόν ἐμπιστευτήκαμε, κάποιοι ἄλλοι ὅμως, πού δέν Τόν ἐμπιστεύτηκαν, Τόν ἀρνήθηκαν, Τόν ἀπέρριψαν καί συνεχίζουν μέχρι καί σήμερα νά Τόν ἀπορρίπτουν.
Πίστη σημαίνει ἐμπιστοσύνη. Γι᾿ αὐτό καί ὅταν ὁ Ἰησοῦς πλησίαζε κάποιον ἀσθενή, πρίν τόν θεραπεύσει, τόν ρωτοῦσε ἄν Τόν ἐμπιστεύεται καί ἄν δέν ἔχει τήν παραμικρή ἀμφιβολία ὅτι ὅσα τοῦ λέει εἶναι ἡ μόνη ἀλήθεια. Ἐπιπλέον, σεβόμενος καί τήν ἐλεύθερη βούληση τοῦ ἀνθρώπου, ρωτοῦσε τόν ἀσθενή ἄν θά ἤθελε νά θεραπευθεῖ ἤ ὄχι, ὅπως αὐτό καταγράφεται στήν Καινή Διαθήκη στό κατά Ἰωάννη Εὐαγγέλιο, (κεφ. ε,΄ στ. 6). Κι ἄν ὁ ἀσθενής Τοῦ ἔλεγε “ναί, Κύριε, Σέ ἐμπιστεύομαι”, τότε ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀπαντοῦσε: “Αὐτή ἡ ἐμπιστοσύνη πού Μοῦ δείχνεις, αὐτή καί σέ ἔσωσε”. Γι᾿ αὐτό καί συναντοῦμε συχνά στήν Καινή Διαθήκη τό “ἡ πίστις σου σέσωκέ σε”.
Ἑπομένως, ὁ Ἰησοῦς ἔθετε ἀπευθείας τό ἐρώτημα στούς ἀνθρώπους ἄν ἀποδέχονταν ἤ ὄχι τά ὅσα τούς δίδασκε, ἄν δηλαδή Τόν ἐμπιστεύονταν ὅτι τούς λέει τήν ἀλήθεια ἤ ὄχι. Καί τό ἔκανε αυτό, ἀφενός μέν ἐπειδή οἱ ἀρχιερεῖς καί τό ἱερατεῖο Τόν ἀμφισβητοῦσαν καί Τόν πολεμοῦσαν, καί ἀφετέρου ἐπειδή ἡ θεότητά Του δέν ἦταν ὁρατή στά μάτια τῶν ἀνθρώπων.
Ἐδῶ, λοιπόν, καταρρίπτεται αὐτό πού ἰσχυρίζονται ὁρισμένοι γιατροί, ὅτι πολλές θεραπεῖες πιστῶν γίνονται, ἐπειδή οἱ ἴδιοι πιστεύουν ὅτι θά γίνουν καλά, καί ὅτι δῆθεν ἐνεργοποιοῦνται ἔτσι οἱ ἐσωτερικές ὑγιεῖς δυνάμεις τοῦ ὀργανισμοῦ καί καταπολεμοῦν τήν ἀσθένειά τους, ὥστε νά ἐπέρχεται δι᾽ αὐτοῦ τοῦ τρόπου ἡ θεραπεία τους. Πιστεύουν, δηλαδή, ὅτι σ’ αὐτές τίς περιπτώσεις ἔχουμε ἕνα φυσικό ἀποτέλεσμα καί ὄχι ἕνα θαῦμα πού ἐτέλεσε ὁ Θεός, ὡς δῶρο στόν ἄνθρωπο. Ἡ θεωρία τους ὅμως αὐτή καταρρίπτεται, γιατί ὁ Ἰησοῦς, ὅπως εἴδαμε, ἁπλῶς ρωτοῦσε τούς ἀσθενεῖς ἄν Τόν ἀποδέχονταν ἤ ὄχι ὡς Θεό καί ἄν Τόν ἐμπιστεύονταν ὅτι τούς ἔλεγε τήν ἀλήθεια. Κι ἄν αὐτοί ὁμολογοῦσαν ὅτι Τόν ἀποδέχονταν ὡς Θεό, τότε τούς ἀποδείκνυε ἐν ἔργοις ὅτι εἶναι ὄντως ὁ Θεός, θεραπεύοντάς τους. Γιατί μόνο ἕνας Θεός μποροῦσε νά ἔχει τέτοια θεραπευτική δύναμη.
Ὡς παράδειγμα ἀναφέρουμε τή Μάρθα, τήν ἀδελφή τοῦ νεκροῦ Λαζάρου, τόν ὁποῖο ἀνέστησε ὁ Ἰησοῦς. Ἡ Μάρθα Τοῦ παραπονέθηκε ὅτι δέ θά πέθαινε ὁ ἀδελφός της, ἄν Ἐκεῖνος εἶχε ἔλθει νωρίτερα, κι ὁ Ἰησοῦς τῆς εἶπε ὅτι ὁ ἀδελφός της θά ἀναστηθεῖ. Τότε ἐκείνη Τοῦ ἀνταπάντησε: “Γνωρίζω, Κύριε, ὅτι τήν ἐσχάτη ἡμέρα ὅλοι οἱ νεκροί θά ἀναστηθοῦν”. Μά ὁ Χριστός τῆς ξαναλέει: “Μάρθα, ἐγώ εἶμαι ἡ Ἀνάσταση καί ἡ ζωή” (Ἰωάν. ια΄, 21-26). Αὐτό πού τῆς εἶπε ὁ Ἰησοῦς εἶναι τρομερό! Ἄν κάποιος Τοῦ ἔχει ἐμπιστοσύνη, τό ἀποδέχεται・ἄν ὄχι, τό ἀπορρίπτει. Αὐτό σημαίνει πίστη στόν Ἰησοῦ. Ἤ ἀποδέχεσαι ὅτι σοῦ λέει τήν ἀλήθεια, ἄρα δέχεσαι ὅτι εἶναι ἡ Ἀνάσταση καί ἡ ζωή, ἤ λές “αὐτός μοῦ λέει παραμύθια”. Πίστη, λοιπόν, εἶναι ἐμπιστοσύνη σέ ἕνα πρόσωπο.
(Συνεχίζεται στο επόμενο άρθρο…)