O πρώτος μυστικός τύπος του σταυρού κρύβεται στον Παράδεισο της Εδέμ. Εκείνο το ξύλο της ζωής, του οποίου τους καρπούς δεν γεύτηκε ο άνθρωπος είναι ο πρώτος και αρχαιότερος τύπος του Τιμίου Σταυρού!
Στο πρώτο βιβλίο της Παλαιας Διαθήκης, την ΓΕΝΕΣΙΝ στο κεφάλαιο Β ‘ διαβάζομε: «Θεός παράδεισον εν Εδέμ κατά ανατολάς και εκεί τον άνθρω πον, ον επλασε· και εξανέτειλεν ο Θεός εκ της γης παν ξύλον ωραίον εις δρασιν και καλόν εις και το δόλον της ζωης εν μέσω του παραδείσου και το του ειδέναι γνωστόν καλού και πονηρού» (Γεν. β ‘ 8-9). Δηλαδή· ο παντοδύναμος Θεός διέταξε και φύτρωσε Παράδεισος, κήπος με πλούσια και ποικίλη βλάστηση, στην Εδέμ, τόπος απόλαυσης και χαράς, που βρίσκεται προς την Ανατολή. Εκείο πρόσταξε να ζη ο άνθρωπος, τον οποίον δημιούργησε (1). . Και ο Θεός πρόσταξε και βλάστησαν ακόμη από την γη τρία είδη δέντρων: πρώτον κάθε είδος και κάθε ποικιλία δέντρων που με το ύψος, το σχήμα, το φύλλωμα, τα άνθη τους να ευχαριστούν και να τέρπουν, και με την ποικιλία των καρπών τους να ικανοποιούν, να ευφραίνουν και να τρέφουν τον άνθρωπο. Στο κέντρο του Παραδείσου, σε προνομιακή θέση, ώστε να είναι ορατά καθημερινά από τον άνθρωπο, ο Θεός πρόσταξε και βλάστησαν άλλα δύο δέντρα. Το ένα ήταν δέντρο, που οι καρποί του είχαν χάρη μοναδική, υπερφυσική και δύναμη έκτακτη, διότι θα έδιναν αθανασία και αιώνια μακαριότητα σ’ εκείνον που θα τους έτρωγε. Το άλλο ήταν δέντρο, από τους καρπούς του οποίου όποιος έτρωγε, θα γνώριζε πειραματικά πόσο πικρό ήταν το ηθικό κακό (2).
«και ένετείλατο Κύριος ο Θεός Αδάμ από παντός ξύλου του εν τω παραδείσιο φαγή, από του ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν, ου φάγεσθε απ’ αυτού · η αν ήμερα φάγητε απ’ αυτού, (Γεν. β ‘ 16-17). Δηλαδή· ο Θεός έδωσε στον Αδάμ εύκολη εντολή, άκοπη, ταιριαστή και συμφέρουσα στο λογικό και την ελευθερία του, λέγων «από κάθε είδος δέντρου, που υπάρχει στον Παράδεισο, είσαι ελεύθερος να φάγης, από το δέντρο όμως, του οποίου οι καρποί θα σου γνωρίσουν πει ραματικά το ηθικό κακό, τόσον εσύ, δσον και η γυναίκα σου (που θα δημιουργηθη εντός ολίγου), δεν θα φάγετε (3) . Τήν ημέρα που θά παραβήτε την εντολή και θα φάτε από τον απαγορευμένο καρπό, θα αποθάνετε εξάπαντος με θάνατο πνευματικό (4). Θα χωρισθή δηλαδή από εμένα τον Θεόν, που σας έδωσα την ζωή. Ως αποτέλεσμα του θανάτου αυτού θα έλθη κατόπιν και ο σωματικός θάνατος, ο χωρισμός του σώματος από της ψυχής» (5).
Ο Αδάμ, εάν εφύλατε την εντολή του Θεού, δηλαδή εάν έτρωγε ότι ε πέτρεψε ο Θεός και απέφευγε ό,τι απαγόρευσε, θα ελάμβανε βραβείο το «ξύλον της ζωής» το οποίο προωρίζετο να χαρίση στον άνθρωπο την αθανασία και την αιώνιον ζωή. Οι πρωτόπλαστοι όμως παρήκουσαν (6) και απέθαναν πνευματικώς δηλ. χωρίσθησαν από τον Θεόν (Γεν. γ ‘ 6-8) (7).
«Και είπεν ο Θεός · ιδού Αδάμ γέγονεν ως εις εξ ημών του γινώσκειν καλόν και πονηρόν και νυν μη ποτε εκτείνη την χε; i ρα αυτού και λάβη από του από του ξύλου της ζωής και φάγη και ζήσεται εις τον αιώνα. Και εξαπέστειλεν αυτόν Κύριος ο Θεός εκ του παραδείσου της τρυφής εργάζεσθαι την γην, εξ ης ελήφθη.Και εξέβαλε τον και αυτόν απέναντι του παραδείσου της τρυφής και έταξε τα Χερουβείμ και την φλογίνην ρομφαίαν την στρεφομένην φυλάσσειν την οδόν του ξύλου της ζωής» (Γεν. γ ‘ 22-24). Δηλαδή· ο παντοδύναμος Τριαδικός Θεός είπε: ο Αδάμ εξετροχιάσθη· η αμαρτία τον έσκότισε τόσο, ώστε να νομίζη ότι είναι ως Θεός. Να· δεν έγινε Θεός, αλλά ως Θεός, ικανός να διακρίνη το καλό από το πονηρό (8). Και τώρα ας προσέξωμε μήπως απλώση το χέρι του και με τρόπο ανάρμοστο και καταφρονητικό λάβη από τον καρπό του δέντρου της ζωής και φάγη, και ζήση αιωνίως και προχωρή από του κακού στο χειρότερο και γίνη αυτός και το κακό αθάνατο(9)· πρέπει να εκδιωχθή από τον παράδεισο». Και έδιωξε ο Θεός τον Αδάμ από τον παράδεισο της χαράς και της τέρψης, για να εργάζεται με κόπο την γη, άπό το χώμα της οποίας είχε πλασθή το σώμα του (10). Έβγαλε τον Αδάμ και τον έφερε να κατοικήση άπέναντι από τον Παράδεισο της ευτυχίας και μακαριότητας για να βλέπη και ν’ αναλογίζεται κάθε μέρα από ποιά αγαθά έχει εκπέσει και σε ποιά κατάσταση ωδήγησε τον εαυτό του (11). . Και διέταξε ο Θεός τα Χερουβίμ, μία άπό τις άγγελικές τάξεις και την περιστρεφόμενη φλογίνη ρομφαία, που συμβολίζει την δύναμη του Θεού, η οποία είναι δραστική ως φλόγα φωτιάς, να φυλάττουν τον δρόμο, που ωδηγούσε προς το δέντρο της ζωής, που ήταν μέσα στον Παράδεισο (12).
«και είπε ο Κύριος ο Θεός· α νά μέσον σου και ανά μέσον της γυναικός και ανά μέσον του σπέρματος σου και ανά μέσον του σπέρματος αυτής· αυτός σου τηρήσει κεφαλήν , και συ τηρησεις αυτού πτέρναν» (Γεν. γ ‘ 15).
Δηλαδή· ο Θεός είπε στον Διάβολο θα θέσω έχθρα και μίσος, πόλεμο αδιάλλακτο και συνεχή μεταξύ σου, του Διαβόλου, και μεταξύ της γυναίκας και των ευσεβών απογόνων της, όσο θα γεννώνται φυσικώς από και γυναίκα. Και μεταξύ των απογόνων και των δαιμονοκινήτων οργάνων σου, και μεταξύ Εκείνου , του Χριστού, ο οποίος θα γεννηθή κατά τρόπον υπερφυσικό από γυναίκα Παρθένον, την Μαρία. Μόνος αυτός από όλους τους ανθρώπους δικαιούται να ονομάζεται σπέρμα γυναίκας και η μητέρα του Αυτός, ο Ιησούς Χριστός, ο υιός της Παρθένου, θα σου καταπατήση και συντρίψη την κεφαλή, θα ανατρέωη ολα τα δόλια σχέδιά σου, θα κατάργηση την βασιλεία και τα όργανά σου, θα σε αφανίση ολοσχερώς. Και συ, ο Διάβολος, θα του δαγκάσης μόνο την πτέρνα, θα τον μωλωπίσης απλώς. Θα προσβάλης μόνο την ανθρώπινη φύση του και θα του προξενήσης πόνο προσωρινό με τα όργανά σου, τους Γραμματείς και Φαρισαίους».
Στον στίχο Γεν. γ’ 15 περιέχεται ως εν σπέρματι, εν δυνάμει, ολόκληρο το έργο της απολύτρωσης: ήτοι: 1) Η ανθρώπινη και η θεία υπόσταση του Λυτρωτή. 2) Ο σταυρικός θάνατος του Λυτρωτή και η ήττα του Διαβόλου. 3) Η νίκη της ανθρώπινης φυλής είναι αποτέλεσμα αγώνα του σπέρματος της γυναίκας, του Χριστού, κατά του όφεως, του Διαβόλου. Γι’ αυτό ο στίχος αυτός ονομάστηκε «Πρωτευαγγέλιον».
Και ενώ τα Χερουβίμ και η φλογίνη ρομφαία απαγόρευσαν στους πρωτόπλαστους τον καρπό του δέντρου της ζωής, η αποκάλυψη του Θεού κατηύθυνε τα βλέμματά τους προς τον θάνατον και την ανάσταση του σπέρματος της γυναίκας. Ο υιός της Παρθένου θα ήταν η πηγή της λύτρωσης, της ζωής και της αθανασίας. ‘Ετσι όταν ο Αδάμ εστρέφετο προς τον Παράδεισο και έβλεπε απέναντι του τα Χερουβίμ και την φλογίνη ρομφαία, είχε κάθε λόγο να δοξάζη τον Θεό, ο Οποίος του έκλεισε τον Παράδεισο, του άνοιξε όμως άλλον δρόμο, προς τον ουρανό!…
«’Οτεδε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, εξαπέστελεν ο Θεός τον υιόν αυτού, γενόμενον εκ γυναικός… την υιοθεσίαν απολάβωμεν» (Γαλ. δ’ 4-5), με το νέο «ξύλο της ζωής» που είναι ο Σταυρός και η Εκκλησία είναι ο νέος πνευματικός Παράδεισος. Το αίμα του Ιησού Χριστού, ο καρπός της σταυρικής θυσίας Του, μας τρέφει (14) και μας χαρίζει την αθανασία και την αιώνιον ζωή (15)! Εκείνο, το οποίο θα λαμβάναμε από το «ξύλο της ζωής» του Παραδείσου της τρυφής (Γεν. β΄ 9), το ελάβαμε από τον Σταυρό του Χριστού, δια της Χάριτος του Θεού (16). Γι’ αυτό πολλοί Πατέρες της Εκκλησίας αναφερόμενοι στο «ξύλον της ζωής» του Παραδείσου, το θεωρούν ως προτύπωση του Τιμίου Σταυρού του Κυρίου μας Ιησού Χριστού!
Ο ’γιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, λέγει: «Τούτον τον Σταυρόν προετύπωσε το ξύλον της ζωης το εν τω Παραδείσω υπό Θεού πεφυτευμένον επεί γαρ δια ξύλου ο θάνατος, έδει (=έπρεπε) δια ξύλου δωρηθήναι την και την ανάστασιν».
Επίσης, ο ’γιος Φιλόθεος Κων/πόλεως, λέγει:» Το ξύλον του Παραδείσου αιχμάλωτον και γυμνόν εποίησε τον Αδάμ, και κρυβήναι αυτόν παρεσκεύασε· το ξύλον του σταυρού τον νικητήν Χριστόν εφ’ υψηλού πάσι εδείκνυεν… Ο θάνατος του Αδάμ και τους μετά ταύτα ανθρώπους κατεδίκασε και εθανάτωσε και κατέκρινεν· ο δε θάνατος του Χριστού και τους προ αυτού πεσόντας και θανατωθέντας ανέστησε και εζώωσε και πάσι τοις ανθρώποις σωτηρίας οδόν εχαρίσατο».
Ο ’γιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος θέτει σε γενικώτερη βάση το θέμα και λέγει: «Παρθένος και ξύλον και θάνατος της ήττης ημών ην τα σύμβολα. Παρθένος ην η Εύα· ούπω γαρ άνδρα εγίνωσκε· ξύλον ην και θάνατος ην το επιτίμιον του Αδάμ. Αλλ’ ιδού πάλιν Παρθένος και θάνατος, τα της ήττης σύμβολα και νίκης εγένετο σύμβολα. Αντί γαρ της Εύας, η Μαριάμ· αντί του ξύλου του ειδέναι το καλόν και το πονηρόν, το ξύλον του σταυρού· αντί του θανάτου του Αδάμ, ο θάνατος του Χριστού».
Το «ξύλο της ζωής» είναι ουσιαστικός και θεμελιώδης τύπος τοϋ Σταυρού του Χριστού, και όχι ψιλός και ξηρός τύπος, όπως πλήθος άλλων τύπων. Ε δώ μεταξύ τύπου και τυπόμενου υπάρχει θεολογικός δεσμός, διότι και τα δύο οδηγούν στον ίδιο σκοπό – την αιώνιον ζωήν! Γι ‘ αυτό πολλές φορές οι Πατέρες της Εκκλησίας όχι μόνον ρητορικώς αλλά και θεολογικώς χαρακτηρίζουν τον Τίμιον Σταυρόν ως «ξύλον σωτηρίας», «ξύλον αφθαρσίας», «ξύλον ζωής αιωνίου» και «φυτόν αναστάσεως». Την θεολογίαν του Τιμίου Σταυρού ως «ξύλον αιωνίου ζωής», οι Πατέρες την έξέφρασαν με πολλές εικόνες.
Ο ’γιος Κλήμης ο ’λεξανδρεύς, είδε τον Σταυρό ως δέντρο, πάνω στο οποίο κρεμάται η «ζωή ημών» ο Ιησούς Χριστός (Κολ. γ’4), και από το οποίο γευόμαστε τους καρπούς της θείας γνώσης και της αιωνίου αλήθειας.
Οι ’γιοι Κύριλλος Ιεροσολύμων και Φώτιος Κων/πόλεως, βλέπουν όλη την Οικουμένη σαν έναν Παράδεισο στο μέσον του οποίου έχει μπηχθή ο Σταυρός, το νέο ξύλο της ζωής, όπως και το αρχαίο εκείνο ξύλο ήταν φυτεμένο στο μέσον του Παραδείσου της Εδέμ. Με το νέο ξύλο της ζωής, τον τίμιον Σταυρόν του Χριστού, η πρώην καταραμένη γη γέμισε από ευλογίες και έγινε Παράδεισος!
Ο ιερομάρτυς Μεθόδιος, επίσκοπος Πατάρων, χρησιμοποιεί μία ωραιότατη αλληγορική εικόνα από την ζωή των ανθρώπων, την εικόνα του μουσικού οργάνου: «Ο άνθρωπος πριν σταυρωθή ο Ιησούς Χριστός, ήταν μαζί με το ικρίωμα του σταυρού ένα κακής κατασκευής όργανο. Ξύλο του οργάνου ήταν ο φονικός σταυρός και χορδές ο σταυρωμένος. Αλλά οι χορδές αυτές, αντί ν ‘ α ναδίδουν αρμονική μελωδία ανέδιδαν δυσαρμονία, διότι, αφ’ ότου αμάρτησε ο άνθρωπος εξέλιπε από την ύπαρξή του κάθε πνευματική αρμονία προς τον Θεό, προς τον εαυτό του και προς την κτίση. Η δυσαρμονία του οργάνου αυτού ηταν ο πνευματικός θάνατος. Τότε ο σταυρός ήταν ξύλο του θανάτου. Πάνω σε αυτό το όργανο τανύστηκε ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός, σαν μελωδική χορδή, διότι καμμιά αμαρτία και δυσαρμονία δεν υπήρχε μέσα του, και το μετέβαλε από ξύλο του θανάτου σε ξύλο της ζωής απαλλάσσοντάς το από κάθε καί φθορά. Η δυσαρμονία, η οποία στην αρχαία μουσική ορολογία ελέγετο φθορά, αλληγορικά σημαίνει την πνευματική φθορά, τον αιώνιο θάνατο. Τώρα όμως, που το ξύλο του θανάτου, έγινε ξύλο της ζωής, κάθε άνθρωπος που εναρμονίζεται προς «το ακήρατον μέλος της Αληθείας» περπατά δηλαδή τα ίχνη του Χριστού, είναι αδυνάτον να περιπέση σε φθορά, αλλά γίνεται μέτοχος ζωής αιωνίου».
Δια του ξύλου του Ζωοποιού Σταυρού η εκ του «ξύλου της γνώσεως» κατάρα εξεπλύθη, ο θάνατος καταργήθηκε, η πύρινη ρομφαία εστομώθη και παραγκωνίστηκε, και εμείς εισήλθαμε στον νέο Παράδεισο, την Εκκλησία, όπου εμείς οι Χριστιανοί γευόμεθα τους καρπούς του νέου «ξύλου της ζωής», του Τιμίου Σταυρού, που είναι η Θεία Ευχαριστία, η αναίμακτος θυσία. Και έτσι εισερχόμεθα στην αθανασία και αφθαρτοποιούμεθα. Μετά την παράβαση του παλαιού Αδάμ ετάχθησαν από τον Θεό αγγελικές δυνάμεις γύρω από το ξύλο της ζωής, για να μη επιτρέπουν στους α νθρώπους να φάγουν απ ‘αυτό. Αντιθέτως όμως, μετά την Σταύρωση και την Ανάσταση του Ιησού Χριστού, αγγελικές στρατιές δορυφορούν το ξύλο του Σταυρού και καλούν όλους τους πιστούς να φαγο^ ν άπό τους καρπούς του, με τους οποίους γίνονται αθάνατοι και μέτοχοι ζωής αιωνίου στην Βασιλεία του Θεού!
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) «Τι δήποτε τον παράδεισον εφύτευσεν ο Θεός μέλλων ευθύς τον Αδάμ δια την αμαρτίαν εξορίζειν εκείθεν; Πρώτον ουκ ανέχεται εκ προγνώσεως κατακρίναι ο Δεσπότης Θεός. Διο καί την παράβασιν προορών των αγαθών αυτώ μεταδέδωκε. Έπειτα και γνώναι αυτόν τας θείας δωρεάς εβουλήθη, ίνα τούτων στερηθείς μισήση την αμαρτίαν ως τοσούτων αυτόν γυμνώσασαν αγαθών (Θεοδώρητος).
(2) ‘ «Τρεις δε διαφοραί ξύλων ήσαν. Τα μεν εδόθη αυτώ ίνα ζη.Το δε ίνα ευ ζη. Το δε ίνα αεί ζη. Το δένδρον της γνώσεως ίνα ευ ζη και το δένδρον της ζωής ινα αεί ζη… Ου την γνώσιν ο Θεός κωλύει του καλού, αλλά θέλει μη είναι μετά του αγαθού την γνώσιν του κακού… ϊνα μη μίσγηται το πονηρόν μετά του αγαθού» (Σευηριανός).
(3)«Το ξύλον της γνώσεως ούτε φυτευθεν απ’ άρχης κακώς ούτε απαγορευθέν φθονερώς» (Γρηγόριος Θεολόγος).
(4) «Και ξύλον γνώσεως εκλήθη δια την περί τούτου γεγενημενην αίσθησιν της αμαρτίας και περί τούτου ο αγών τω Αδάμ προσετέθη» (Χρυσόστομος). Πως ήτο δυνατόν «τους κατ’ εικόνα θείαν γεγενημένους ουκ έχειν διάκρισιν αγαθού και κακού; Αγαθόν μεν το φυλάξαι την εντολήν , ολέ εθριον δε το παραδήναι. Είχον την γνώσιν, την δε πείραν προσέλαβον ύστερον» (Θεοδώρητος). «Τί ουν εστί καλόν; Η υπακοή. Τι δε πονηρόν; Η παρακοή» (Χρυσόστομος).
(4) «Ο γαρ κακούργος… τότε κυρίως αποθνήσκει , ό ταν τους νόμους παραβαίνη… καν δοκή ζην » (Ισίδωρος ΙΙηλουσιώτης).
(5)«Το δε αποθανείσθε τι αν άλλο είη ή το μη μόνον αποθνήσκειν αλλά και εν τη του θανάτου φθορά διαμένειν» (Μ. Αθανάσιος).
(6)«Η γυνη ηπατήθη, ο ανήρ επείσθη υπό της γυναικός» (Σευηριανός).
(7) Με την παράβαση των πρωτοπλάστων ώρμησε στον κόσμο ο θάνατος (Ρωμ. στ ‘ 23) ως σωματικός ή φυσικός (Γεν. β ‘ 17. γ 19) και ως πνευματικός (Ρωμ. στ’ 16) και αιώνιος (Ρωμ. ε’ 16-18, Α’ Κορ. ιε’ 22).
(8) «Δεικνύς ο Θεός της διαβολικής επαγγελίας το ψεύδος» (Θεοδώρητος).
«Λίαν τοις ρήμασιος τούτοις ωδίνησε τον Αδάμ εις συναίσθησιν αυτόν δια του ελέγχου αγαγών» (Γεννάδιος).
(9) «Εκώλυσε τον Αδάμ φαγείν μετά την παράβασιν από του δένδρου της ζωής, ίνα μη αθάνατον το κακόν γένηται» (’δηλος).
(10) «ίνα διηνεκή την υπόμνησιν έχη της ταπεινοφροσύνης την εργασίαν και ειδέναι ως εκείθεν αυτώ η σύστασις» (Ιω. Χρυσόστομος).
(11) «ίνα της αλύπου βιοτής εις μνήμην ερχόμενος μισή την αμαρτίαν ως πρόξενον της επιπόνου ζωής» (Θεοδώρητος). «Ίνα ορών τον Παράδεισον αναμιμνήσκηται της εκπτώσεως» (Ευσέβιος).
(12) «Ουκούν η της φλογίνης ρομφαίας όρασις και τα Χερουβίμ εχρησίμευσεν έως ότε έζη ο Αδάμ» (Ευσέβιος). «Της ρομφαίας εκείνης δια΄του στρέφεσθαι πάσας τας εκεί φερούσας οδούς αποφραττούσης και διηνεκή τόν φόβον αυτώ και την υπόμνησιν παρέχειν δυναμένης» (Ιω. Χρυσόστομος).
(13) «ου λέγει και τοις σπέρμασι ως επί πολλών αλλ’ ως εφ’ ενός και τω σπέρματί σου, ο εστί Χριστός» (Γαλ. γ΄ 16).
(14) « η γαρ σαρξ μου αληθώς έστι βρώσις, και το αίμα μου αληθώς εστιν πόσις» (Ιω. στ,, 55)
(15) «ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα ζωήν αιώνιον» (Ιω. στ΄ 54).
(16) «Ουδέ γαρ αποθανείν δύνανται· ισάγγελοι γαρ εισι και υιοί εισι του Θεού, της αναστάσεως υιοί όντες» (Λουκ. κ ‘ 36).
Ιερομονάχου Εφραίμ, Προτυπώσεις του Σταυρού στην Παλαιά Διαθήκη, Αθήνα 2006, σελ. 11-20