Ὑπό Ἀρχιμ. Βησσαρίωνος Δουσικιώτου
Στήν ἀρχή τῆς ζωῆς τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας, ὁ κάθε βαπτισμένος χριστιανός ὄχι μόνο ὀνομαζόταν ἀλλά καί ἦταν ἅγιος. Γι’ αὐτό καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀποστέλλει τίς ἐπιστολές του “πᾶσι τοῖς ἁγίοις” σέ ὅλους τούς ἁγίους – χριστιανούς “τοῖς οὖσι”, πού βρίσκονται, στή Ρώμη ἤ στήν Κόρινθο ἤ στούς Φιλίππους. Δηλαδή συγχρόνως χριστιανός καί ἅγιος μαζί. Ἄλλωστε ἡ ἁγιότητα εἶναι καί ὁ τελικός σκοπός τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Ὁ πρωτοκορυφαῖος Ἀπόστολος Πέτρος προτρέπει τούς χριστιανούς μέχρι τῆς συντελείας τῶν αἰώνων ” κατά τόν καλέσαντα ἡμᾶς ἅγιον καί αὐτοί ἅγιοι ἐν πάσῃ ἀναστροφῇ γεννήθητε, διότι γέγραπται ἅγιοι γίνεσθε ὅτι ἐγώ ἅγιος εἰμί ” .
Στήν ἐποχή μας, μέ τό ὑλιστικό ἐξ ὁλοκλήρου φρόνημα, ἡ λέξις ἅγιος ἠχεῖ κάπως παράξενα μέχρι καί ἀποκρουστικά. Διότι αὐτά, πού ὁ πολύς κόσμος θεωρεῖ ἀγαθά καί “κέρδος”, τήν ἐπιδίωξι τῶν ὑλικῶν, τήν ἀλαζονία τοῦ βίου, τήν ἱκανοποίησι τῶν παθῶν, τήν προβολή, τήν ἐξουσία ὁ ἅγιος λογίζεται ζημείαν καί τά περιφρονεῖ, διότι τοῦ εἶναι ἐμπόδια στήν ἁγιαστική του πορεία, ἀντιτάσσοντας τήν ταπείνωσι, τήν ἀφάνεια, τήν ἄσκησι, πού γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, εἶναι ἔννοιες ἀκατανόητες καί οὐτοπία.
Ὅμως ἡ θεία Γραφή μέ ἰδιαίτερη ἔμφασι τονίζει: “Οὗτοι οἱ ἅγιοι ἄνδρες, ὧν (τῶν ὁποίων) αἱ δικαιοσύναι οὐκ ἐπελήσθησαν (δέν λησμονήθηκαν)… καί ἡ δόξα αὐτῶν οὐκ ἐξαληφθήσεται (δέν θά χαθῆ). Τό σῶμα αὐτῶν ἐν εἰρήνῃ ἐτάφη καί τό ὄνομα αὐτῶν ζεῖ εἰς γενεάς… Σοφίαν αὐτῶν διηγήσονται λαοί καί τόν ἔπαινον ἐξαγγέλλει ἡ Ἐκκλησία”. (Σοφ. Σειράχ μδ΄ 3-15).
Αὐτόν τόν ἔπαινον καί αὐτά τά ἐγκώμια πρός τούς ἰδικούς της ἁγίους ἐξαγγέλλει καί διακηρύσσει σέ πανηγυρικό τόνο καί ἡ τοπική μας Ἐκκλησία καί τούς προβάλλει σάν τέλεια πρότυπα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς μέ τήν θέσπισιν ἀπό τόν φιλάγιο Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη μας κ.κ. Χρυσόστομο κοινῆς ἑορτῆς πρός τιμήν τους.
Ὁ χρόνος ὄχι μόνον δέν κατώρθωσε νά ξεθωριάσῃ τήν μνήμη τους καί νά τούς ρίξη στή λήθη ἀλλά κατά ἕνα παράδοξο τρόπο τούς ἀναδεικνύει περισσότερον καί ἀνακαινίζει “ὡς ἀετῶν” τήν νεότητά τους, ἔτσι ὥστε “μνήμη δικαίου μετ’ ἐγκωμίων”. Ὁ ἐνάρετος καί θεάρεστος βίος τους, ἡ ἀγγελική τους πολιτεία, οἱ πολύαθλοι ἀγῶνες τους, τά ὀδυνηρά τους μαρτύρια ἐξακολουθοῦν νά διασώζωνται μέ ἐνάργεια θαυμαστή στήν συνείδησι τοῦ λαοῦ μας, πρός τόν ὁποῖον ἀπευθύνεται ἡ προτροπή τοῦ φλογεροῦ Ἀποστόλου Παύλου: ” Ὧν (τῶν ἁγίων) ἀναθεωροῦντες τήν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τήν πίστιν”.
Ἕνας πρῶτος ὑπολογισμός τοῦ συμπατριώτου μας -ἀπό τό Δενδροχώρι Τρικάλων- Ἱερομονάχου Ἀθανασίου Σιμωνοπετρίτου, τοῦ διαπρεποῦς Ὑμνογράφου, ἀκαταπονήτου ἀναδιφητοῦ ἀλλά καί καλλικελάδου ψάλτου, τούς ἀνεβάζει “περί τήν μία τεσσαρακοντάδα, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τόν γνωστόν Ἅγιον Οἰκουμένιον, ἐπίσκοπον Τρίκκης. Φαίνεται πώς ἡ εὐλάβεια τῶν προγόνων μας, παρά τίς ποικίλες ἱστορικές ἐναλλαγές διατηρήθηκε ζωντανή καί ἐνεργός διά μέσου τῶν αἰώνων, ἀφοῦ σέ ὅλα σχεδόν τά ἐπίπεδα τῆς ἁγιότητος ἔχομε ἐκπροσώπους Τρικαλινούς: Ἱεράρχας, Ὁσίους, Νεομάρτυρας”, παρατηρεῖ ὁ π. Ἀθανάσιος
Ὡστόσο σέ πρώτη φάσι καταγράφονται ἀπό τόν ἴδιο δέκα ἕξι, διά τούς ὁποίους ἔχομε τεκμηριωμένα ἱστορικά στοιχεῖα.
Ὁ Ἅγιος Οἰκουμένιος ὁ Α΄ Ἐπίσκοπος Τρίκκης
Κατήγετο ἀπό τήν Καππαδοκία καί ἦταν ἀνεψιός τοῦ Ἁγίου Ἀχιλλείου Ἀρχιεπισκόπου Λαρίσης. Ὡς ἐπίσκοπος Τρίκκης ἔλαβε μέρος μαζί μέ τόν Ἅγιο Ἀχίλλειο στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο καί διακρίθηκε ὄχι μόνον γιά τήν εὐχέρεια τοῦ λόγου του καί τά ἰσχυρά θεολογικά του ἐπιχειρήματα, γιά νά διαλύση τίς κακοδοξίες τοῦ Ἀρείου ἀλλά καί γιά τίς θαυματουργίες του. Μέ τήν προσευχή του ἀπό ξερή πέτρα ἀνέβλυσε ἄφθονο νερό. Τό ἱερό του λείψανο συλήθηκε ἀπό τούς Βουλγάρους ἐπί Σαμουήλ κατά τήν ἐπιδρομή του στή Θεσσαλία ἀλλά κατά τήν ἀποχώρησί τους ἕνα τμῆμα του κατέπεσε, βρέθηκε μέ θαυμαστό τρόπο καί μετακομίστηκε στά Τρίκαλα.
Ἅγιος Οἰκουμένιος ὁ Β΄ Ἐπίσκοπος Τρίκκης, ὁ λεγόμενος Ἑρμηνευτής
Ἔζησε τόν 10ον μ.Χ. αἰῶνα καί ἔγραψε ἑρμηνεῖες καί ὑπομνήματα στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, στίς Ἐπιστολές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί στίς Καθολικές Ἐπιστολές.
Οἱ ἑπτά στή συνέχεια Ἅγιοι ἦταν μέν Μητροπολῖται Λαρίσης ἀλλ’ ὅμως εἶχαν ἕδρα, κέντρο καί ἀφετηρία τῶν πνευματικῶν δραστηριοτήτων τους τά Τρίκαλα μέ Μητροπολιτικό Ναό τοῦ Ἁγίου Στεφάνου. Λόγῳ τῶν συνεχῶν βαρβαρικῶν ἐπιδρομῶν ἀπό τίς ἀρχές ἀκόμη τοῦ 14ου αἰῶνος ἡ Λάρισα ἐγκαταλείφθηκε ἀπό τόν χριστιανικό πληθυσμό, ἡ Μητρόπολις συγχωνεύθηκε μέ τήν Ἐπισκοπή Τρίκκης καί αὐτή ἡ συνύπαρξις διατηρήθηκε γιά τετρακόσια χρόνια, μέχρι τό 1739.
Ὁ Ἅγιος Κυπριανός
Εἶναι ἀπό τού πιό λαοφιλεῖς Ἁγίους. Νεώτατος ἔγινε μοναχός, ἀσκήθηκε καί στό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου συνδέθηκε μέ τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ καί τούς ἁγίους πατέρας τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως. Τό 1318 ἐκλέχτηκε Μητροπολίτης Λαρίσης καί ἦλθε στά Τρίκαλα. Οἱ ἔντονες πολιτικές ἀναταραχές, πού συνέβησαν κατά τήν ἀρχιερατεία του, δέν ἔθιξαν στό παραμικρό τήν ὑψηλή ἁγιότητά του. Ἐκοιμήθη σέ μεγάλη ἡλικία, τό 1332, καί λίγο πρίν τήν ὁσιακή κοίμησί του ἀντιμετώπισε μέ θάρρος καί πίστι εἰς τόν Θεόν τήν μεγάλη πυρκαϊά, πού ἐξερράγη στά Τρίκαλα. Ἐτάφη στό Ναό τοῦ Ταξιάρχου Μιχαήλ μέσα στό κάστρο τῆς πόλεως καί ὄχι μόνο τό ἱερό του λείψανο θαυματουργοῦσε ἀλλά καί ὁ τάφος του. Οἱ τρικαλινοί ἔπαιρναν λάδι ἀπό τήν κανδήλα καί σκόνη ἀπό τόν τάφο του, γιά τήν ὑγεία τους, γιά τήν καρποφορία τῶν χωραφιῶν τους, γιά τήν προστασία τους ἀπό τήν ξηρασία, τό χαλάζι, τίς παγωνιές καί ἀκόμη γιά τή λύσι τῶν οἰκονομικῶν τους προβλημάτων. Ἡ ἁγιοποίησί του ἔγινε ἀπό τήν παλλαϊκή ἀπαίτησι τῶν τρικαλινῶν. Τόσο ἀγαπητός ἦταν στό ποίμνιό του.
Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος, ὁ ἐπιλεγόμενος Νέος Θεολόγος
Ἄμεσος διάδοχος τοῦ Ἁγίου Κυπριανοῦ. Ἔγραψε λαμπρά ἐγκώμια πρός τόν Ἅγιο Οἰκουμένιο Α΄ καί τόν Ἅγιο Κυπριανό. Σέ λόγο του τήν πόλι τῶν Τρικάλων τήν ἀποκαλεῖ πατρίδα του, εἴτε ἐπειδή γεννήθηκε σ’ αὐτήν, εἴτε ἐπειδή παρέμεινε τριάντα χρόνια ὡς Μητροπολίτης. Ἦταν μοναχός τῆς Ἁγίας Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί εἶχε στενές σχέσεις μέ τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ. Ἦταν ἐπίσης ἄριστος γνώστης τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσης καί βαθύς ὀρθόδοξος Θεολόγος, γι’ αὐτό καί τοῦ δόθηκε ἡ προσωνυμία “Νέος Θεολόγος”. Ἄφθαστος καί στή θύραθεν παιδεία. Λέγεται, πώς ἐκτός ἀπό τόν Ἅγιο Οἰκουμένιο τόν Α΄ καί τόν Ἅγιο Ἀντώνιο δέν πέρασε ἄλλος τόσο λόγιος Μητροπολίτης ὄχι ἀπό τά Τρίκαλα ἀλλά καί ἀπό τή Θεσσαλία. Ἡ λαμπρή ἀρχιερατεία του συνέπεσε μέ πολύ ἄστατη πολιτική κατάστασι, ἐκεῖνος ὅμως ἀναδείχθηκε πολύ ἀνώτερος τῶν περιστάσεων μέ τήν ἁγιώτατη προσωπικότητά του καί τήν ἀνεκτίμητη κοινωνική του δραστηριότητα, ἰδιαίτερα μετά τήν καταστροφή μεγάλου μέρους τῆς πόλεως τῶν Τρικάλων ἀπό τήν πυρκαϊά τοῦ 1332. Ἐκοιμήθη τό 1363 καί ἀνακηρύχθηκε Ἅγιος μέ τήν θέλησι σύσσωμου τοῦ τρικαλινοῦ λαοῦ.
Ὁ Ἅγιος Βησσαρίων ὁ Α΄
Ἐκλέχθηκε Μητροπολίτης Λαρίσης ἀπό Ἐπίσκοπος Δημητριάδος μέ ἕδρα τά Τρίκαλα τό 1490. Οἱ ἅγιες ἀρετές, τῆς βαθυτάτης του ταπεινοφροσύνης καί τῆς πατρικῆς του ἀγάπης, πού ἰδιαίτερα τόν περικοσμοῦσαν, τόν καταξίωσαν στή συνείδησι τοῦ τρικαλινοῦ λαοῦ ὡς ἅγιο. Περί τό 1485 παραιτήθηκε ἀπό τά ἀρχιερατικά του καθήκοντα γιά νά ἐπιδοθῆ ἀπερίσπαστα στήν ἄσκησι τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Τοιχογραφία στό βόρειο κλῖτος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῶν ἁγίων Ἀναργύρων Τρικάλων ἔτους 1627 τόν παριστάνει μέ τόν χαρακτηρισμό ὡς “πρώην”.
Ὁ Ἅγιος Διονύσιος, ὁ Ἐλεήμων
Ἄμεσος διάδοχος τοῦ Ἁγίου Βησσαρίωνος τοῦ “πρώην” εἶχε καί ἐκεῖνος ἕδρα τά Τρίκαλα. Διακρίθηκε στά ἀγωνίσματα τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς, τῆς ταπεινώσεως, τῆς πηγαίας πλουσίας ἀγάπης του. Δέν κρατοῦσε τό παραμικρό ὑλικό πρᾶγμα γιά τόν ἑαυτό του, ἀλλά τά πάντα διέθετε γιά τίς ἀνάγκες τοῦ πτωχοῦ λαοῦ του, γι’ αὐτό καί ὀνομάστηκε ἐπαξίως “Ἐλεήμων”. Λάτρης τοῦ μοναχικοῦ βίου ἀναδείχθηκε κτίτωρ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Νικολάου τοῦ Ἀναπαυσᾶ στά Μετέωρα. Τό 1499 παραιτήθηκε ἀπό τόν θρόνον του καί ἔζησε στήν Μονή του ἐξαϋλωμένο ἰσάγγελο βίο σάν ἁπλός μοναχός. Ἐκοιμήθη ὁσιακά στίς 28 Μαρτίου τοῦ 1510, ἡμέρα Μεγάλη Πέμπτη.
Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος, ὁ λεγόμενος Ἡσυχαστής
Διάδοχος τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἐλεήμονος στά Τρίκαλα. Γνήσιος συνεχιστής τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί μαθητής τοῦ ἀμιμήτου στήν ταπεινοφροσύνη Ἁγίου Νήφωνος Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Διονυσιάτου, προχώρησε σέ ὑψηλές πνευματικές καταστάσεις μέ τήν ἄσκησι τῆς νοερᾶς προσευχῆς, καρπός τῆς ὁποίας ἦταν οἱ ἐλλάμψεις του ἀπό τό ἄκτιστο φῶς. Προσέλαβε σάν ὑποτακτικό του τόν Ἅγιο Βησσαρίωνα τόν Β΄, ὅταν ἦταν μόλις δέκα χρονῶν παιδί, τόν γαλούχησε μέ τά ζωήρρυτα νάματα τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί τά ἰδεώδη τοῦ μοναχικοῦ πολιτεύματος καί τόν ἀνέδειξε Ἅγιο καί θαυματουργό. Ἐκοιμήθη ὁσιακά τέλη τοῦ 1526.
Ὁ Ἅγιος Βησσαρίων ὁ Β΄, “ὁ τοῦ Σωτῆρος”
Ὁ περικλεής κτίτωρ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ -Δουσίκου, τό καύχημα καί ἡ ἀειθαλής δόξα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Τρίκκης καί Σταγῶν. Γεννήθηκε τό 1490 στήν Πόρτα – Παναγιά. Μόλις δέκα χρονῶν ἀφιερώνεται ἀπό τούς εὐλαβεστάτους γονεῖς του εἰς τόν Θεόν. Νεώτατος περιβάλλεται τό ἀγγελικόν μοναχικόν σχῆμα. Τό 1517 ἐκλέγεται ἐπίσκοπος Ἐλασσῶνος, στήν ὁποία δέν ἔγινε δεκτός, τό 1521 ἀναλαμβάνει τήν διοίκησι τῆς ἐπισκοπῆς Σταγῶν καί τόν Μάρτιο τοῦ 1527 ἀναβιβάζεται στόν θρόνο τῆς Μητροπόλεως Λαρίσης μέ ἕδρα τά Τρίκαλα καί ἀκτινοβολεῖ μέ τήν ἁγιότητα τῆς ζωῆς του καί τήν ἐκπληκτική ἀγαθοεργό δρᾶσι του, ἐνῶ συγχρόνως ὑπομένει σκληρές δοκιμασίες.
Σέ μία περιοδεία του στή Μολδοβλαχία τό 1528 κερδίζει τήν ἐκτίμησι τῶν ἐκεῖ ἡγεμόνων, λαμβάνει γενναῖες δωρεές καί πλουτίζει τήν ἐπαρχία μας μέ μνημειακά ἔργα μεγάλης σημασίας. Ὀργανώνει κοινότητες, ἀνοίγει διαβάσεις, κτίζει γεφύρια, ἐλευθερώνει αἰχμαλώτους, ἀναχαιτίζει τούς ἐξισλαμισμούς καί κτίζει τήν ἱστορική Ἱερά Μονή Δουσίκου.
Ἐκοιμήθη μόλις πενήντα ἐτῶν στίς 13 Σεπτεμβρίου τοῦ 1540. Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στίς 15 Σεπτεμβρίου, ἡ δέ χαριτόβρυτος Κάρα του φυλάσσεται ὡς ἀνεκτίμητον κειμήλιον στήν Ἱερά Μονή του. Τά Τρίκαλα τόν τιμοῦν ἰδιαίτερα τήν Κυριακή τῆς Σαμαρειτίδος στόν Ἱερό περικαλλῆ προσκυνηματικό Ναό, πού ἔκτισε πρός τιμήν Του ὁ σεπτός Γέρων Μητροπολίτης Ἀλέξιος καί λιτανεύεται ἡ Τιμία Κάρα τοῦ Ἁγίου μέ κάθε μεγαλοπρέπεια καί τή συμμετοχή πλήθους τρικαλινοῦ λαοῦ.
Ὁ Ἅγιος Νεόφυτος ὁ Β΄
Ἀνεψιός ἀπό ἀδελφό τοῦ Ἁγίου Βησσαρίωνος γεννήθηκε στήν Πόρτα Παναγιά. Πολύ νέος ἔγινε μοναχός στήν Ἱερά Μονή Δουσίκου, τοῦ θείου του, καί ἔφθασε σέ ὑψηλά μέτρα πνευματικῶν χαρισμάτων. Τό 1534 ἦταν ἤδη Ἐπίσκοπος Σταγῶν καί τό 1550 προάγεται σέ Μητροπολίτη Λαρίσης μέ ἕδρα τά Τρίκαλα. Εἶναι ὁ πρῶτος Μητροπολίτης, πού ἔλαβε τό ἐξαίρετο προνόμιο “τοῦ φορεῖν σάκκον ἱερόν” ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Ἰωάσαφ, λόγῳ τῶν πληθωρικῶν ἀρετῶν του. Πρόσθεσε σημαντικές οἰκοδομές στήν Μονή Δουσίκου, ἀνήγειρε τό ὑπέροχο Καθολικό της, διότι ἐκεῖνο πού ἔκτισε ὁ Ἅγιος Βησσαρίων κατέρρευσε ἀπό τόν σεισμό τῆς 1ης Ἀπριλίου τοῦ 1544 καί ἐνήργησε γιά τήν ἁγιογράφησί του ἀπό τόν ἐξαίρετο ἐκπρόσωπο τῆς Κρητικῆς Σχολῆς Τζώρτζη, πού μᾶς ἄφησε ἕνα ἔργο ὑψηλῆς καλλιτεχνικῆς πνοῆς. Ἀναδείχθηκε ἔτσι ὁ Ἅγιος Νεόφυτος ὁ Νέος Κτίτωρ τῆς Μονῆς Δουσίκου. Ἐκοιμήθη τό 1568 στήν Κωνσταντινούπολι, ὅπου ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία, λόγῳ τῆς σοφίας, τῆς συνέσεως καί τῆς ἁγιότητός του τόν εἶχε πολύτιμο συνεργάτη της.
Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος Ἀρχιεπίσκοπος Ἐλασσῶνος καί Σούζδαλ
Ἀνεψιός ἀπό ἀδελφή τοῦ Ἁγίου Νεοφύτου τοῦ Β΄ καί μικρανεψιός τοῦ Ἁγίου Βησσαρίωνος γεννήθηκε στά Καλογριανά Καρδίτσης. Πολύ νέος περιεβλήθηκε τό μοναχικόν σχῆμα στή Μονή Δουσίκου, ὅπου πῆρε ἰσχυρά πνευματικά ἐφόδια. Εἶναι ὁ μόνος λόγιος τῆς ἀνατολῆς, πού ποτέ δέν πῆγε στή δύσι. Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Ἱερεμίας ὁ Β΄ ὁ Τρανός τόν γνώρισε ὡς Ἱερομόναχο στή Μονή Δουσίκου, ὅταν ἦταν Μητροπολίτης Λαρίσης, καί ὡς Πατριάρχης πλέον τόν ἐκάλεσε καί τόν τοποθέτησε ἐφημέριο στόν πατριαρχικό Ναό τῆς Παμμακαρίστου στήν Κωνσταντινούπολι. Τό 1584 ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος Ἐλασσῶνος, στήν ὁποία ὅμως ποτέ δέν πῆγε, διότι ἀμέσως ὁ Πατριάρχης Ἱερεμίας τόν ἔστειλε στό Λβώφ τῆς Οὐκρανίας, ὅπου ἐργάστηκε μέ ἐπιτυχία κατά τῆς Οὐνίας, μία ὕπουλη δρᾶσι τῶν παπικῶν κατά τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Τό 1588 τόν πῆρε μαζί του στή Μόσχα γιά τήν ἐγκατάστασι τοῦ Πρώτου Πατριάρχου Ρωσίας Ἰώβ καί τόν ἄφησε ἐκεῖ ἔξαρχό του. Τοποθετήθηκε τιμητικά Ἀρχιεπίσκοπος Σούζδαλ καί μολονότι ἀνεστρέφετο στά ἀνάκτορα τοῦ τσάρου ζοῦσε σάν Δουσικιώτης μοναχός μέ βαθειά ταπεινοφροσύνη στέλνοντας ἀπό ἐκεῖ στή Μονή του πολλές εἰκόνες πού εὑρίσκονται σ’ αὐτήν μέχρι σήμερα. Τιμᾶται ὡς Ἅγιος καί τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Κοσμᾶς
Τόν βίο του ἀνεκάλυψε ὁ διακεκριμένος Ὑμνογράφος τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας Ἱερομόναχος Ἀθανάσιος ὁ Σιμωνοπετρίτης σέ χειρόγραφο τῆς Μονῆς Ἰβήρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Γεννήθηκε στά Τρίκαλα ἀρχές τοῦ 15ου αἰῶνος καί γιά λόγους πού δέν γνωρίζομε ἔφθασε στήν μακρυνή Προῦσα τῆς Βιθυνίας. Ἦταν σεμνός, εὐλαβής, ἔγγαμος καί συκοφαντήθηκε ἀπό μία ἁμαρτωλή μουσουλμάνα. Ὁδηγήθηκε στόν ἡγεμόνα τῆς Προύσης, στόν ὁποῖο ὁμολόγησε μέ παρρησία τόν Χριστόν Θεόν ἀληθινόν. Καταδικάστηκε νά καῆ ζωντανός. Ἐνῶ ἔτρεχε γεμᾶτος χαρά νά ριφθῆ στή φωτιά, ἕνας τοῦρκος τόν μαχαίρωσε στό στῆθος καί, ὅπως ἦταν αἱμόφυρτος, τόν ἔρριξαν στίς φλόγες καί ἔλαβε ἐπάξια τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Ἐφραίμ
Γεννήθηκε στά Τρίκαλα στά τέλη τοῦ 14ου αἰῶνος, δηλ. τήν ἐποχή πού οἱ τοῦρκοι κατέλαβαν τή Θεσσαλία τό 1394. Γιά νά σωθῆ ἀπό τόν ἐκτουρκισμόν ἀνεχώρησε ἀπό τήν ἀγαπητή γενέτειρά του καί μέ περιπέτειες πολλές ἔφθασε στήν σταυροπηγιακή Μονή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου τοῦ Ὑμητοῦ ἤ ὄρους ἀμώμων τῆς Ἀττικῆς, στήν ὁποία ἔγινε μοναχός καί ζοῦσε σάν ἄγγελος Κυρίου. Σέ ἐπιδρομή ἀγαρηνῶν στή Μονή τόν συνέλαβαν καί ἀφοῦ τόν ἐβασάνισαν ἐπί ὀκτώμισυ μῆνες μέ φρικτά μαρτύρια γιά νά ἀρνηθῆ τόν Χριστό, στό τέλος τόν κρέμασαν ἀνάποδα σέ παλαιά μουριά, τόν κάρφωσαν καί στίς 5 Μαΐου τοῦ 1426 παρέδωσε τό πνεῦμα του στόν ἠγαπημένο του Κύριο. Τό χαριτόβρυτο λείψανό του ἀνακάλυψε ἡ Καθηγουμένη τῆς Μονῆς Μακαρία Μοναχή τό ἔτος 1950 μετά ἀπό θαυμαστές ἐμφανίσεις τοῦ ἰδίου τοῦ Ἁγίου. Στά Τρίκαλα ἐντοπίστηκε καί τό σπίτι τοῦ Ἁγίου Ἐφραίμ.
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Ἰάκωβος
Ἀποτελεῖ μία μεγάλη ὁσιακή μορφή, πού γεννήθηκε στήν ἐπαρχία Καστοριᾶς τό 1455. Περνώντας ἀπό τή Θεσσαλία μέ τήν συνοδεία του γνωρίστηκε προσωπικά μέ τόν Ἅγιο Μᾶρκο τόν Ἡσυχαστή καί μέ τόν ὑποτακτικό του Ἅγιο Βησσαρίωνα, νεώτατον τότε ἐπίσκοπον, πού θαύμασαν τά ὑψηλά πνευματικά του χαρίσματα. Μέ τά Τρίκαλα συνδέθηκε ἰδιαίτερα τό 1519, ὅταν μετά ἀπό συκοφαντίες συνελήφθηκε ἀπό τόν Μπέη τῶν Τρικάλων καί κλείστηκε στίς φυλακές τους. Ἐκεῖ πλῆθος τρικαλινῶν τόν ἐπισκεπτόταν καθημερινά καί τούς ἐδίδασκε γιά τή σωτηρία τους. Τελικά μαρτύρησε μαζί μέ τούς δύο μαθητάς του τό ἴδιο ἔτος στό Διδυμότειχο.
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Νικόλαος
Σέμνωμα τῆς πόλεώς μας προβάλλει ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Νικόλαος, πού κατήγετο ἀπό τήν περίφημη πόλι τῶν μεγάλων ἐθνικῶν εὐεργετῶν, τό Μέτσοβο, καί μαρτύρησε στά Τρίκαλα στίς 17 Μαΐου τοῦ 1617. Πέρυσι, μέ τήν συμπλήρωσι τετρακοσίων ἐτῶν ἀπό τό μαρτύριό του, τό ἡμερολόγιο τῆς Μητροπόλεώς μας ἀφιερώθηκε στήν ὑπέροχη μορφή του.
Πολύ νέος ἦρθε στά Τρίκαλα γιά νά ἐργασθῆ, ὅπου μέ βίαιο τρόπο οἱ τοῦρκοι τόν ἐξηνάγκασαν νά ἐξισλαμισθῆ. Μετά ἀπό λίγα χρόνια ἐλεγχόμενος ἀπό τήν χριστιανική του συνείδησι ἐξομολογήθηκε τό ἁμάρτημά του καί μέ τήν εὐχή τοῦ πνευματικοῦ του, πού ἔβλεπε τόν φλογερό του πόθο γιά τό μαρτύριο, ὁμολογεῖ μέ παρρησία ἐνώπιον τοῦ τούρκου δικαστοῦ τήν στερεάν πίστιν του στόν Χριστό. Ἔτσι καταδικάστηκε στόν διά πυρᾶς θάνατον στήν πλατεῖα τῶν Τρικάλων μετά ἀπό ὀδυνηρά μαρτύρια. Ἡ τιμία του Κάρα διασώθηκε θαυματουργικά καί σήμερα φυλάσσεται στήν Ἱερά Μονή Βαρλαάμ Μετεώρων. Ἐκπέμπει ἔντονη ἄρρητη εὐωδία καί θαυματουργεῖ.
Ὁ σεπτός Γέροντας Μητροπολίτης Ἀλέξιος ἐνήργησε διά τήν ἐπίσημον ἁγιοκατάταξίν του ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο τό ἔτος 1988. Στά Τρίκαλα κτίστηκε περικαλλής Ἱερός Ναός πρός τιμήν τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Νικολάου, στόν ὁποῖον τήν παραμονή τῆς μνήμης του μεταφέρεται ἀπό τήν Ἱερά Μονή Βαρλαάμ ἡ εὐωδιάζουσα τιμία Κάρα του πρός εὐλογία καί ἁγιασμό τοῦ τρικαλινοῦ λαοῦ, πού τόν εὐλαβεῖται θαθύτατα.
Ὁ Ὅσιος Δανιήλ
Ταπεινόν ὅσο καί λαμπρό τέκνο τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας γεννήθηκε στό Τσιότι – Φαρκαδόνα Τρικάλων σήμερα. Ἀπό πολύ νωρίς ἄναψε στήν καρδιά του ἡ φλόγα τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ καί προσῆλθε στή Μονή τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, ὅπου ἔλαβε τό ἀγγελικό μοναχικό σχῆμα. Ἐκεῖ ἀσκήθηκε μέ ἱερό ζῆλο στίς ἅγιες ἀρετές τῆς ὑπακοῆς, τῆς ἁγνότητος καί τῆς τελείας ἀκτημοσύνης. Ἐπιδέξιος καλλιτέχνης μᾶς ἄφησε τρεῖς ξυλογλύπτους σταυρούς, ὁ ἕνας μέ χρονολογία 1609, ἀριστουργήματα μικροτεχνίας μέ πλῆθος λεπτεπιλέπτων παραστάσεων. Γιά τό σκάλισμα τοῦ ἑνός ἀπαιτήθηκαν δεκατέσσερα ὁλόκληρα χρόνια. Στή Μονή τοῦ Μεγάλου Μετεώρου φυλάσσεται ἡ τιμία Κάρα του, ἡ ὁποία κάθε χρόνο, τό πρῶτο Σάββατο τῆς Μεγάλης καί Ἁγίας Τεσσαρακοστῆς μεταφέρεται γιά προσκύνησι καί λιτανεύεται στήν ἰδιαιτέρα του πατρίδα Φαρκαδόνα. Ὁ Ὅσιος Δανιήλ ἀποτελεῖ ἕνα ἀπαράμιλλο παράδειγμα ἰσχυρᾶς ἀγάπης πρός τόν Χριστόν, ἀφαντάστου ὑπομονῆς, βαθυτάτης ταπεινοφροσύνης καί ἀφανείας.
Ὁ Ὅσιος Φιλόθεος
Κατήγετο ἀπό τή Σκλάταινα – Ρίζωμα Τρικάλων σήμερα. Σύγχρονος τοῦ Ἁγίου Βησσαρίωνος ἀκολούθησε μέ πιστότητα τόν μοναχικόν βίο στή Μονή τοῦ Ἁγίου Στεφάνου Μετεώρων, τῆς ὁποίας μάλιστα ἀναδείχθηκε καί νέος κτίτωρ μέ τήν ἀνάκτισι τοῦ παλαιοῦ καθολικοῦ, τίς πολλές ἐπεκτάσεις τῶν κτιρίων καί τήν θέσπισι τοῦ κοινοβιακοῦ τρόπου ζωῆς στήν ἀδελφότητα. Πορεύτηκε τή στενή καί τεθλιμμένη ὁδό τῆς ταπεινώσεως, τῆς ἀσκήσεως καί τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς ἀκτινοβολώντας τό φῶς τῆς ἁγιότητος. Στή γενέτειρά του Ρίζωμα κτίστηκε πρός τιμήν του Ἱερός Ναός καί ἡ μνήμη του τιμᾶται στίς 17 Ἰανουαρίου τήν δέ Κυριακή τοῦ Τυφλοῦ λιτανεύεται μεγαλόπρεπα ἡ Ἱερή του εἰκόνα.
Στά δύσκολα τοῦτα χρόνια τῆς ἀποστασίας πού ζοῦμε οἱ τοπικοί μας Ἅγιοι εἶναι ὄχι μόνον οἱ θερμοί πρεσβευταί μας πρός τόν Κύριον γιά νά μείνωμε ἑδραῖοι καί ἀμετακίνητοι στήν πίστι τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἔμειναν ἐκεῖνοι, ἀλλά εἶναι καί οἱ στοργικοί πατέρες μας, οἱ ἐν Χριστῷ “πρωτότοκοι ἀδελφοί” μας, πού μέ ἕνα ὑπερφυσικό τρόπο μᾶς διδάσκουν, πώς ποτέ δέν εἶναι ἀκατόρθωτη ἡ χριστιανική ἁγιότητα. Γι’ αὐτό καί προβάλλουν μπροστά μας σάν τέλεια πρότυπα χριστομιμήτου βίου. Ἄλλωστε “τιμή ἁγίου, μίμησις ἁγίου” διακηρύσσει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος. Τότε τιμοῦμε τοῦ Ἁγίους, ὅταν καταβάλλωμε προσπάθειες νά μιμηθοῦμε τήν ἁγία ζωή τους.
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στόν πλατύτερο βίο τοῦ κραταιοῦ προστάτου μας Ἁγίου Βησσαρίωνος τονίζει ἰδιαίτερα αὐτή τήν ἀλήθεια, ὅπως καί τήν πνευματική ὠφέλεια, πού προέρχεται ἀπό τήν ἐντοπιότητα τοῦ Ἁγίου καί κατ’ ἐπέκτασιν ὅλων τῶν τοπικῶν ἁγίων μας.
“Εἶναι ὠφελιμώτερος, γράφει, εἰς ἡμᾶς ὁ βίος τοῦ Ἁγίου Βησσαρίωνος, διατί ὁ Ἅγιος οὗτος δέν ἐστάθη κανένας ξένος οὔτε ἀπό κανέναν μακρυνόν τόπον, ὁπού νά μήν τόν ἠξεύρωμεν. Ἀλλά εἶναι ἰδικός μας συμπατριώτης καί πνευματικός μας Πατήρ, γέννημα καί θρέμμα τούτου τοῦ ἰδικοῦ μας τόπου καί μέ τούς ἰδίους ὀφθαλμούς μας βλέπομεν καί μέ τά ἴδια μας τά χέρια ψηλαφοῦμεν καί κατοικοῦμεν καί ἀπολαμβάνομεν τά ἔργα τῶν χειρῶν του. Ὅθεν καί, ὅταν ἀκούωμεν τήν ἔνθεον πολιτείαν του, ἀκόλουθον εἶναι νά παρακινώμεθα περισσότερον εἰς τήν μίμησιν τῶν θεαρέστων κατορθωμάτων του καί πράξεων λέγοντες ἔτσι εἰς τόν ἑαυτόν μας. Ἐάν ὁ Ἅγιος Βησσαρίων εἶναι ὁ πνευματικός μας Πατήρ καί τίποτες δέν ἐμποδίσθη ἀπό τόν τόπον εἰς τό νά κάμῃ τάς ἐντολάς τοῦ Κυρίου καί νά γένῃ Ἅγιος, διατί ἡμεῖς οἱ συμπατριῶται του καί τά τέκνα τά ἰδικά του νά προφασιζώμεθα, πώς ὁ τόπος οὗτος μᾶς γίνεται ἐμπόδιον εἰς τήν ἀρετήν; Διατί νά μή μιμηθῶμεν καί ἡμεῖς ὅσο τό δυνατόν τόν ἰδικόν μας Ἅγιον καί νά ἀκολουθήσωμεν τήν ἐνάρετον αὐτοῦ πολιτείαν;”
Εἴθε μέ τίς πρεσβεῖες τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί ὅλων τῶν ἰδικῶν μας ἁγίων ν’ ἀνταποκριθοῦμε καταφατικά σ’ αὐτά τά ἐρωτήματα τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου καί ἐπί πλέον κατά τόν ἀπόστολον Παῦλον “τοσοῦτον ἔχοντες περικείμενον νέφος μαρτύρων, – καί τοπικῶν ἁγίων – ὄγκον ἀποθέμενοι πάντα (ἄς πετάξωμε ἀπό πάνω μας κάθε βάρος βιοτικῶν πραγμάτων) καί τήν εὐπερίστατον ἁμαρτίαν, δι’ ὑπομονῆς τρέχωμεν (ἄς τρέχωμεν) τόν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα, ἀφορῶντες (προσβλέποντες) εἰς τόν τῆς πίστεως ἀρχηγόν καί τελειωτήν Ἰησοῦν”, εἰς τόν Ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα εἰς τούς αἰῶνας. Ἀμήν.