Πέρασε η πρώτη ημέρα «σκληρής» καραντίνας. Όλοι ενταχθήκαμε σε ένα σύστημα όπου η έξοδός μας από το σπίτι πρέπει να δικαιολογείται. Ήταν αναμενόμενο να γίνει, γιατί ο Έλληνας δυστυχώς έχει μέσα του μια περισσότερη δόση αμεριμνησίας απ’ ότι θα χρειαζόταν. Πιστεύω λοιπόν πως ήταν σωστή αυτή η απόφαση. Θέλουμε δεν θέλουμε θα κάνουμε υπομονή γιατί ξέρουμε πως είναι για το καλό μας.
Η καθημερινότητα όπως την είχαμε μάθει άλλαξε εν ριπή οφθαλμού κι εμείς πρέπει να ακολουθήσουμε αυτήν την αλλαγή. Ο κορονοιός είναι ένα πρόβλημα που πρέπει να το ξεπεράσουμε. Χρειάζεται μεγάλος αγώνας από όλους μας και όπως είναι λογικό, κάθε μεγάλος αγώνας απαιτεί και μεγάλες θυσίες. Ας αφήσουμε λοιπόν έστω και για λίγο την μέχρι πρότινος συνήθειά μας να κοιτάμε μόνο τον εαυτό μας. Τώρα πρέπει να κοιτάξουμε και γύρω μας. Πρέπει να αγωνιστούμε και για το καλό του διπλανού μας. Πρέπει να αγωνιστούμε για το συλλογικό καλό. Ας μη σταθούμε λοιπόν ανεύθυνα απέναντι στον αδελφό μας.
Ωραία και σημαντικά είναι τα λόγια που ανέφερα αλλά δεν αποτελούν τον σκοπό του κειμένου μου καθαυτό.
Μέσα σε όλα αυτά, δημιουργήθηκε μέσα μου η εξής απορία: Η κυβέρνηση φύλαξε τους πολίτες της. Έλαβε σωστά μέτρα πρόληψης. Εμείς σαν Εκκλησία τι κάναμε; Τι μέτρα πρόληψης λάβαμε; Δεν αναφέρομαι σε μέτρα που αφορούν την αποτροπή της διάδοσης της νόσου. Αυτά τα μέτρα τα πήραμε και περισσότερο απ’ ότι θα έπρεπε. Τα πήραμε όπως θα τα έπαιρνε μια Μ.Κ.Ο. ή ένας δημόσιος φορέας που λειτουργεί με τρόπο ορθολογιστικό και κοσμικό (ακόμα κι αν δεν είμαστε κάτι τέτοιο). Τι μέτρα πήραμε για να προστατέψουμε τους αδελφούς μας από τον διάβολο;
Βρισκόμαστε περίπου στα μισά της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Λέμε πως κάνουμε μια πορεία από τον Γολγοθά μέχρι την Άνω Ιερουσαλήμ. Μια πορεία από το Πάθος στην Ανάσταση. Καθαρίζουμε τους εαυτούς μας για να εορτάσουμε την Εορτή των Εορτών. Το Άγιο Πάσχα. Μέσα σε αυτήν μας την πορεία εμφανίσθηκε ένα μεγάλο εμπόδιο κι εμείς καλούμαστε να το προσπεράσουμε. Αποφανθήκαμε λοιπόν πως για να προσπεράσουμε το εμπόδιο αυτό, πρέπει να πετάξουμε τον εξοπλισμό μας. Αν ήμασταν ορειβάτες θα πετάγαμε τα σακίδια και τα σκοινιά μας. Αν είμασταν αλεξιπτωτιστές θα πετάγαμε τα αλεξίπτωτά μας. Αν ήμασταν στρατιώτες θα πετάγαμε τα όπλα μας. Είναι ιδέα μου ή ο τρόπος αυτός είναι ανόητος; Μήπως με αυτόν τον τρόπο δεν θα τα καταφέρουμε ποτέ; Μήπως σωστότερα, αντί να οδηγούμαστε στη σωτηρία μας, οδηγούμαστε στην καταστροφή;
Αυτό ακριβώς κάναμε σαν Εκκλησία. Θέλοντας να νικήσουμε την ασθένεια πετάξαμε τα φάρμακα. Χαρακτηρίσαμε (εμμέσως) τον Χριστό ως επικίνδυνο. Πετάξαμε το μόνο μας εφόδιο στον αγώνα μας. Όχι μόνο στον αγώνα της Τεσσαρακοστής αλλά και στον αγώνα της ζωής. Στερήσαμε τον Χριστό από τους αδελφούς μας, για χάρη άγευστων Θεϊκής Εμπειρίας, λες και θα μας εκτιμήσουν ποτέ… Λες και θα πάψουμε να είμαστε γι’ αυτούς οι σκοταδιστές χριστιανοταλιμπάν που ξέμειναν από το παρελθόν… Θα είμαστε μισούμενοι απ’ όλους για το όνομα Του Χριστού. Πάντοτε θα είμαστε. Μας το είπε ο ίδιος άρα είναι δεδομένο…
Όλοι εμείς (κλήρος και λαός) που κάποτε μιλούσαμε για πίστη και θαύματα, τώρα που ήρθαν τα δύσκολα, αποδείξαμε την υποκρισία μας. Αποδείξαμε πως είμαστε Χριστιανοί μόνο εν καιρώ ειρήνης. Αποδείξαμε πως μια ζωή πιστεύαμε εκ του ασφαλούς. Αποδείξαμε πως πιστεύαμε με όρια. Είμαστε τόσο δεμένοι με τον φόβο που προδόσαμε και τον ίδιο Τον Θεό.
Αποδείξαμε πως είμαστε ανάξιοι να κουβαλούμε το βάρος του Χρίσματος. Αποδείξαμε πως όλη η παράδοση της Εκκλησίας μας που κάποτε μας ήταν καύχημα, δεν μας δίδαξε τίποτα και δεν φταίει εκείνη αλλά εμείς φταίμε. Πραγματικά αναρωτιέμαι πως θα παρουσιασθούμε στο Φοβερό Βήμα του Χριστού… Εύχομαι να του ζητήσουμε συγχώρηση και όχι να εφευρίσκουμε γελοίες δικαιολογίες όπως τώρα.
Στόματα που νομίζαμε ότι ήταν στόματα λεόντων, έδωσαν το φιλί της προδοσίας στον Χριστό. Ακούσαμε πράγματα τραγικά αυτές τις ημέρες. Κάποιοι δικαιολογούν τους εχθρούς της πίστεώς μας. Καλά έκαναν λένε και έκλεισαν τις εκκλησίες. Ας δεχθούμε λένε το επιτίμιο (αυτό που μας έβαλαν οι άπιστοι). Ας κάνουμε λένε στο σπίτι μας ότι κάναμε και στην εκκλησία (με τι να αντικαταστήσουμε όμως την Θεία Κοινωνία;). Λυπάμαι βαθύτατα, γιατί εκείνοι που θα έπρεπε να μας στηρίζουν στην πίστη αυτές τις δύσκολες ημέρες τώρα βρίσκουν «προφάσεις ἐν ἀμαρτίαις». Προσπαθούν να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα, παρουσιάζοντάς μας ως λογικά. Πραγματικά λυπάμαι γιατί σήμερα δεν υπάρχει Μέγας Βασίλειος που να σηκώνει κεφάλι στον Μόδεστο. Δεν υπάρχει Ιερός Χρυσόστομος που να ελέγχει την Αυτοκράτειρα. Δεν θυσιάζονται πολλοί κληρικοί και λαϊκοί για την πίστη μας. (Εννοείται βέβαια πως υπάρχουν εξαιρέσεις). Πραγματικά λυπάμαι…
Ας μην εννοηθεί το κείμενό μου αυτό ως μια δημόσια κατάκριση. Δεν έχω αυτόν τον σκοπό. Ας θεωρηθεί ως μια κραυγή Ιεράς αγανάκτησης και αγωνίας για την εκκλησία μας. Ας γίνει αφορμή πολλών σκέψεων για την κατάστασή μας και πρώτα τη δική μου… Αμήν!
Σ.Τ.