Ο Αρχιεπίσκοπος πρώην Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Ιάκωβος κατά κόσμον Γεώργιος Βαβανάτσος υπήρξε ένας από τους πλέον σημαίνοντες και αμφιλεγόμενους Ιεράρχες της Εκκλησίας της Ελλάδος μέσα στον 20ό αιώνα.
Γεννήθηκε στο Γαλαξίδι Παρνασίδας στις 22 Ιουνίου 1895.Φοίτησε στο δημοτικό σχολείο και το σχολαρχείο Γαλαξειδίου και από μικρή ηλικία συμμετείχε ενεργά στη λατρευτική ζωή της τοπικής εκκλησίας. Ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Γυμνάσιο του Πειραιά, εισήλθε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη συνέχεια στη Νομική.
Το 1918 χειροτονήθηκε διάκονος από τον μακαριστό Μητροπολίτη Φθιώτιδος Ιάκωβο Παπαϊωάννου και μετά την εκλογή του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου προσελήφθη ως διάκονος του, με το οφίκιο του Μεγάλου Αρχιδιακόνου. Το 1921 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος και προχειρίστηκε σε Αρχιμανδρίτη από το Μητροπολίτη Καρυστίας Παντελεήμονα Φωστίνη. Παράλληλα ανέλαβε και τα καθήκοντα του Γραμματέα της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, του μητροπολιτικού Συμβουλίου και του Επισκοπικού Δικαστηρίου. Εν συνεχεία το 1931 διορίστηκε από τον Αρχιεπίσκοπο ως Πρωτοσύγκελος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής. Λίγα χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα στις 11 Ιανουαρίου του 1935 χειροτονήθηκε επίσκοπος Χριστουπόλεως διατηρώντας παράλληλα τη θέση του πρωτοσύγκελου ως μέγας πρωτοσύγκελος. Στις 30 Σεπτεμβρίου 1936 εξελέγη από την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος Μητροπολίτης της νεοπαγούς Μητρόπολης Αττικής και Μεγαρίδος.
Η ποιμαντική δράση του Ιακώβου ως Μητροπολίτη Αττικής και Μεγαρίδος έκανε την επαρχία του πρότυπο διοικητικής, οργανωτικής και πνευματικής δράσης. Ο ίδιος έδωσε απ’ αρχής βάρος στην επιμόρφωση του εφημεριακού κλήρου. Στο πλαίσιο αυτό ίδρυσε προπαρασκευαστική σχολή για μετεκπαίδευση των εφημερίων. Στον τομέα της πνευματικής καθοδήγησης και στήριξης της νεολαίας ίδρυσε ομίλους νέων και πρότυπες εκκλησιαστικές κατασκηνώσεις. Το 1947 η Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος έθεσε υπό την αιγίδα της το όλο νεανικό έργο της Μητρόπολης Αττικής. Πεδία ενεργειών του Ιακώβου υπήρξαν ακόμη η ίδρυση και η οργάνωση μοναστικών κοινοτήτων.
Στις 13 Ιανουαρίου του 1962 έγινε η εκλογή του Αρχιεπισκόπου με μυστική ψηφοφορία εντός του Μητροπολιτικού Ναού Αθηνών με την παρουσία του υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων. Το τελικό αποτέλεσμα ανέδειξε Αρχιεπίσκοπο τον Ιάκωβο με 33 ψήφους έναντι 20 του Χρυσοστόμου και 4 του Γερμανού σε σύνολο 57 ψηφισάντων αρχιερέων. Το αποτέλεσμα της εκλογής ανακοινώθηκε στις 14:30 ώρα με χαρμόσυνες κωδωνοκρουσίες. Το μήνυμα του νέου Αρχιεπισκόπου δόθηκε με την παρουσία 32 αρχιερέων και την αποχή 25, χαρακτηριστικό της διχοστασίας, που είχε δημιουργηθεί στους κόλπους της Ιεραρχίας. Η τελετή διαβεβαίωσης και η ενθρόνιση του Αρχιεπισκόπου πραγματοποιήθηκαν στις 18 Ιανουαρίου του 1962 υπό ισχυρή αστυνομική φύλαξη. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο εκτός του συγχαρητήριου τηλεγραφήματος με πρωτοβουλία του Πατριάρχη Αθηναγόρα απέστειλε αντιπροσωπεία Ιεραρχών για συνάντηση με το νέο προκαθήμενο, θέλοντας έτσι να δείξει τη στήριξή του.
Ωστόσο, επί ένα δεκαήμερο εφημερίδες και άλλα έντυπα καταχωρούσαν δημοσιεύματα εναντίον του Αρχιεπισκόπου ενώ κυβερνητικοί παράγοντες και μητροπολίτες άρχισαν τις πιέσεις ώστε να παραιτηθεί. Κάθε ημέρα που περνούσε οι πιέσεις ήταν ισχυρότερες. Η κρίση στους κόλπους της Εκκλησίας της Ελλάδος πέρασε σε νέα, τελική φάση στις 24 Ιανουαρίου. Η άρνηση του Ιάκωβου να παραιτηθεί παρά τις πιέσεις που του ασκούνταν οδήγησε σε κυβερνητική παρέμβαση. Συγκροτήθηκε σύσκεψη υπουργών υπό τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή και ακολούθησε ανακοίνωση με την οποία η κυβέρνηση δήλωνε έτοιμη να φέρει στη Βουλή νομοσχέδιο το οποίο προέβλεπε ότι ο προκαθήμενος της Εκκλησίας θα εκλέγεται από μικτό σώμα κληρικών και λαϊκών και σε περίπτωση διχοστασίας για το πρόσωπο του εκλεγμένου Αρχιεπισκόπου, το σώμα αυτό θα μπορεί να κηρύξει τον Αρχιεπισκοπικό θρόνο σε χηρεία.
Η κίνηση αυτή εξανάγκασε τον Ιάκωβο σε υποχώρηση. Συγκάλεσε στις 25 Ιανουαρίου την Ιερά Σύνοδο, και υπέβαλε την παραίτησή του στο κείμενο της οποίας διατυπώθηκαν αιχμές κατά της κυβέρνησης: «Ἐκλεγεὶς ὑπὸ θεόθεν ὁδηγηθέντων ἱεραρχῶν τῆς σεπτῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος προκαθήμενος αὐτῆς καὶ κανονικῶς καὶ νομίμως ἀναλαβὼν ἀπὸ τῆς ἡμέρας τῆς ἐκλογῆς καὶ τῆς ἐνθρονίσεώς μου τὴν διακυβέρνησιν τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν, ἄγομαι εἰς τὴν ἀπόφασιν καὶ ἤδη προβαίνω εἰς πραγματοποίησιν τῆς ὑποβολῆς τῆς παραιτήσεώς μου ἀπὸ τοῦ Ἀρχιεπισκοπικοὺ Θρόνου τῶν Ἀθηνῶν, οὐ μέντοι γε τῆς Ἀρχιερωσύνης μου, οὐχὶ οἰκεία βουλήσει ἀλλὰ πολλῇ καὶ καταθλιπτικῇ τῇ Κυβερνητικῇ πιέσει καὶ πρὸς ἀποτροπὴν ἀναμίξεως τῆς Πολιτείας εἰς τὴν ἐσωτερικὴν σύστασιν καὶ διοίκησιν τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποίαν ἀνάμιξιν, ὣς ἐκτὸς τοῦ κανονικοῦ συστήματος τῆς Ἐκκλησίας εὑρισκομένην, θεωρῶ καταστρεπτικὴν καὶ ὀλέθριον διὰ τὸ κῦρος καὶ τὴν κανονικὴν αὐτοτέλειαν τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποίαν ἠγάπησα μέχρι λατρείας καὶ ὑπηρέτησα πιστῶς καὶ ἀφοσιωμένως ἐπὶ 44 συναπτὰ ἔτη. Θυσιάζω καὶ σφαγιάζω ἐμαυτὸν καὶ ῥίπτομαι ὣς ὁ Ἰωνᾶς εἰς τὴν θάλασσαν, χάριν τῆς κανονικῆς διοικήσεως καὶ τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καὶ εἶμαι βέβαιος ὅτι ἡ Ἱστορία θὰ ἐκτιμήσῃ τὴν ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας αὐτοθυσίαν μου καὶ ὁλοκληρωτικὴν προσφοράν μου, μὲ τὴν διάπυρον εὐχὴν ὅπως ἡ Πολιτεία μὴ τολμήσῃ να ἐπέμβῃ στα ἐσωτερικὰ τῆς Ἐκκλησίας. Εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ μου διὰ τὴν περὶ ἐμοῦ ἀνεξιχνίαστον αὐτοῦ οἰκονομίαν καὶ δέομαι αὐτοῦ ὅπως τὴν Ἐκκλησίαν Αὐτοῦ καὶ δὴ καὶ τὴν τῆς Ἑλλάδος τοιαύτην διατηρεῖ ἀνωτέραν πάσης ἔσωθεν ἢ ἔξωθεν ἐπερχομένης ἐπιβουλῆς».
Ἀθῆναι 25 – 1 -1962
Ὁ Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος Ἰάκωβος
Όπως αναφέρεται στην επιστολή του αυτή, ο Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος πίστευε σθεναρά ότι η ανάμιξη της Πολιτείας στα εσωτερικά ζητήματα της Εκκλησίας θα ήταν καταστροφική κι ότι η πιθανότητα μιας τέτοιας ανάμιξης τον οδήγησε στην υποβολή της παραιτησής του. Πάντως το ανώτατο εκκλησιαστικό δικαστήριο, στις 4 Απριλίου, αθώωσε παμψηφεί τον παραιτηθέντα Ιάκωβο. Μετά την παραίτησή του έλαβε από τη Σύνοδο τον τίτλο του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου πρώην Αθηνών και Πάσης Ελλάδος και καταστάθηκε Πρόεδρος της Μητρόπολης Αττικής και Μεγαρίδος, επιστρέφοντας στο εκεί ποιμαντικό του έργο. Πέθανε στις 25 Οκτωβρίου 1984 στην Μονή Παναγίας Φανερωμένης όπου και ετάφη. Η κηδεία του τελέστηκε στην Ιερά Μητρόπολη Αθηνών χοροστατούντος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Σεραφείμ.
της Μαρίας Χατζησταμάτη