τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
† Τῇ Τρίτῃ Κυριακῇ ἀπό τοῦ Πάσχα (τῶν Μυροφόρων), μνήμη πάντων τῶν ἐν Θεσσαλονίκῃ διαλαμψάντων Ἁγίων.
Kατ’ αὐτή τήν ἡμέρα ἑορτάζουν οἱ κάτωθι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Θεσσαλονίκης, ἀφοῦ δέν ὑπάρχει καθορισμένη ἡμέρα τῆς μνήμης αὐτῶν.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας Μάρτυρος Θεοδώρας, θυγατρός τοῦ Μαξιμιανοῦ.
Στὴν Διήγηση τοῦ ᾿Ιγνατίου, ἡγουμένου τῆς μονῆς ᾿Ακαπνίου, περὶ τῆς θεανδρικῆς εἰκόνος τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, τῆς φανερωθείσης ἐν τῇ κατὰ Θεσσαλονίκῃ μονῇ τῶν Λατόμων, πολύ-τιμη ὄχι μόνο ἐπειδὴ ἀναφέρεται στὸ περίφημο ψηφιδωτὸ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ μὲ τὸ θαυμάσιο ἀποκαλυπτικό του περιεχόμενο, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ σημαντικὰ ἁγιολογικά, ἱστορικὰ καὶ τοπογραφικὰ στοιχεῖα ποὺ προσφέρει, παραδίδεται μία πλήρης ἁγιολογικὴ διή-γηση γιὰ τὴΝ Θεοδώρα, κόρη τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καὶ τὴΝ μοναδικὴ πηγή, ποὺ μᾶς διασώζει τὰ σχετιζόμενα μὲ τὸν βίο καὶ τὸ μαρτυρικὸ τέλος τῆς παρθενομάρτυρος Θεοδώρας στὴ Θεσσαλονίκη.
῾Ο συναυτοκράτωρ τοῦ Διοκλητιανοῦ, Μαξιμιανός, εὑρισκόμενος στὴν Θεσσαλονίκη μαζὶ μὲ τοὺς οἰκείους του, προετοιμαζόταν γιὰ πόλεμο ἐναντίον τῶν Σαρματῶν (“Σαυροματῶν”). Κάποια ἡμέ-ρα, ἡ μοναχοκόρη του, ποὺ ὀνομαζόταν Θεοδώρα, βαδίζοντας στὴν παραλία ἐκτὸς τῆς πόλεως, πλησίασε στὸ μέρος ὅπου διέμεναν οἱ διωκόμενοι Θεσσαλονικεῖς Χριστιανοί, τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ Ἐπί-σκοπός τους ᾿Αλέξανδρος ἐτελοῦσε τὴν θεία λατρεία. ῾Η Θεοδώρα, ἐντυπωσιασμένη ἀπὸ τοὺς ὕμνους τῶν Χριστιανῶν καθὼς καὶ ἀπὸ τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα (περὶ τῆς μελλούσης κρίσεως) ποὺ δια-βαζόταν ἐκεῖ, ζήτησε νὰ συναντηθεῖ κρυφὰ μὲ τὸν Ἐπίσκοπο. Τὸ βράδυ τῆς ἴδιας ἡμέρας ὁ Ἐπίσκοπος ᾿Αλέξανδρος ἐπισκέφθηκε μυστικὰ τὴν Θεοδώρα· ἀπὸ ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἄρχισε ἡ κατήχηση τῆς Θεοδώρας, ἡ ὁποία δέχθηκε ἐν τέλει τὸ θεῖο βάπτισμα ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἐπίσκοπο.
῾Η συγκατοίκησή της, ὡστόσο, μὲ τοὺς εἰδωλολάτρες γονεῖς της, τὴν παρεμπόδιζε στὴν ἀπρόσκοπτη ἐκτέλεση τῶν θρησκευτικῶν της καθηκόντων. Γι᾿ αὐτὸ τὸν λόγο προσποιήθηκε πὼς ἔπασχε ἀπὸ κάποια ἀσθένεια καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν πατέρα της νὰ τῆς κτίσει μία κατοικία μὲ λουτρὸ στὴν ἄνω πόλη, στὴν περιοχὴ τῶν Λατομίων (“περὶ τὰ βορειότερά που καὶ ἀνωφερέστερα μέρη τῆς πόλεως, ἃ δὴ Λατόμια ἐγχωρίους ὀνομάζονται, διὰ τὸ τοὺς λίθους ἐκεῖθεν, οἶ-μαι, λατομεῖσθαι τοὺς χρησίμους εἰς οἰκοδομάς”), γιὰ νὰ μείνει ἐκεῖ μὲ στόχο τὴν βελτίωση τῆς ὑποτιθέμενης κλονισμένης ὑγείας της. Στὴν νέα κατοικία της ἡ Θεοδώρα εἶχε πλέον τὴν ἄνεση ὄχι μόνο νὰ ἐκτελεῖ πιστὰ τὰ χριστιανικά της καθήκοντα, ἀλλὰ καὶ νὰ δέχεται τὸν Ἐπίσκοπο ᾿Αλέξανδρο, ὁ ὁποῖος τῆς ἐκήρυττε τὸν θεῖο λόγο.

Μετὰ τὴν ἀναχώρηση τοῦ Μαξιμιανοῦ ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη, γιὰ νὰ ἐκστρατεύσει ἐναντίον τῶν Σαρματῶν, ἡ Θεοδώρα μετέτρεψε τὸ κτίσμα τοῦ λουτροῦ σὲ χριστιανικὸ ναό, ὁ ὁποῖος καθιερώθηκε ἀπὸ τὸν Ἅγιο ᾿Αλέξανδρο. Στὴν συνέχεια ἀνέθεσε σ᾿ ἕνα ζωγράφο τὴν ἁγιογράφηση τῆς ἀνατολικῆς ἀψίδας μὲ τὴν μορφὴ τῆς Θεο-τόκου. ᾿Ενῶ ὅμως τὸ ἔργο αὐτὸ εἶχε σχεδὸν περατωθεῖ, ὁ ζωγράφος ἀντίκρυσε ἔκπληκτος τὴν τελευταία ἡμέρα τῆς ἐργασίας του, μία τελείως διαφορετικὴ τοιχογραφία: τὴν μορφὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἐπάνω σὲ φωτεινὴ νεφέλη, στὰ τέσσερα ἄκρα τῆς ὁποίας ὑπῆρχαν οἱ τέσσερις πτερωτὲς μορφὲς – σύμβολα τῶν Εὐαγγελιστῶν, τοῦ ἀν-θρώπου, τοῦ ἀετοῦ (πάνω), τοῦ λέοντος καὶ τοῦ βοὸς (κάτω). ῾Ο Χριστὸς ἐκρατοῦσε μὲ τὸ ἀριστερὸ χέρι Του εἰλητάριο, ἐνῶ τὸ δεξὶ χέρι Του ἦταν στραμμένο πρὸς τὸν οὐρανό. ᾿Εκτὸς καὶ ἑκατέρωθεν τῆς νεφέλης βρίσκονταν ἔκθαμβοι οἱ προφῆτες ᾿Ιεζεκιὴλ καὶ ᾿Αββακούμ.
Τὸ θαυμαστὸ γεγονὸς ἀνακοινώθηκε στὴν Θεοδώρα, ἡ ὁποία ἐπιδείκνυε καθημερινὰ ἰδιαίτερη φροντίδα καὶ τιμὴ πρὸς τὴν θεσπέ-σια παράσταση τοῦ ψηφιδωτοῦ. ῾Ωστόσο, κάποιος ὑπηρέτης της κατέδωσε τὴν Θεοδώρα στὴν μητέρα της, ἡ ὁποία τῆς ἐζήτησε νὰ μάθει ἐὰν ἦταν ἀληθεῖς οἱ πληροφορίες της. ῾Η Θεοδώρα ἀρνήθηκε τὴν ὕπαρξη τῆς εἰκόνος καὶ συγχρόνως ἐμερίμνησε γιὰ τὴν ἀπόκρυ-ψη καὶ τὴν ἀσφαλῆ προστασία της· τὴν ἐκάλυψε μὲ δέρμα βοδιοῦ τὸ ὁποῖο ἐστερεώθηκε μὲ πλίνθους καὶ ἐπιχρίσθηκε μὲ ἀσβέστη.
῞Οταν μετὰ ἀπὸ ἀρκετὲς ἡμέρες ἡ μητέρα τῆς Θεοδώρας ἀπο-φάσισε νὰ τελεσθεῖ θυσία στὴν ῎Αρτεμη γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ αὐτο-κράτορος συζύγου της, στὴν ὁποία συμμετεῖχε πλῆθος κόσμου, ἐκά-λεσε καὶ τὴν κόρη της νὰ συμμετάσχει σ᾿ αὐτήν. ῾Η Θεοδώρα ἀρνή-θηκε μὲ κατηγορηματικὸ τρόπο, γεγονὸς ποὺ προκάλεσε τὴν ὀργὴ καὶ τὶς ἀπειλὲς τῆς μητέρας της. ῾Η στέρεη πίστη της ὅμως, ὁδήγησε τὴν ἐξοργισμένη μητέρα της στὴν ἀπόφαση νὰ ἐνημερώσει ἀμέσως τὸν σύζυγό της καὶ πατέρα τῆς Θεοδώρας, Μαξιμιανό, ὁ ὁποῖος διέταξε νὰ ἐγκλείσουν τὴν Θεοδώρα στὴν φυλακὴ ὡς τὴν ἡμέρα τῆς ἐπανόδου του, καὶ νὰ πυρπολήσουν τὸ οἴκημα καὶ τὸ λουτρὸ ποὺ τῆς εἶχε κτίσει στὰ Λατόμια. ῾Ωστόσο ἡ φωτιὰ δὲν κατέστη δυνατὸ νὰ προξενήσει φθορὲς στὸ ἱερὸ ἐκτύπωμα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ὅπως διαπιστώθηκε ἀρκετοὺς αἰῶνες ἀργότερα.
῾Η παρθένος Θεοδώρα ὁδηγήθηκε στὴν φυλακή, ὅπου καὶ ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο. ῾Η τελευταία πληροφορία ποὺ παρέχει ἡ Διήγηση τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς ᾿Ακαπνίου, ᾿Ιγνατίου, εἶναι ὅτι τὸ σῶμα τῆς κόρης τοῦ εἰδωλολάτρη καὶ διώκτη Μαξιμιανοῦ, παρέ-λαβαν οἱ Χριστιανοὶ τῆς πόλεως, οἱ ὁποῖοι ἀσφαλῶς θὰ τὸ τοπο-θέτησαν μέσα σὲ τάφο – μαρτύριο, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἐτελοῦσαν τὴν γενέθλιο μνήμη τῆς Θεοδώρας κατ᾿ ἔτος, σύμφωνα μὲ τὶς προσφιλεῖς συνήθειες τῶν Χριστιανῶν τῆς ᾿Εκκλησίας τῶν διωγμῶν.
Ἡ ζωὴ καὶ τὸ μαρτύριο τῆς παρθενομάρτυρος Θεοδώρας τὴν κατατάσσουν στὸν ὅμιλο τῶν ἁγίων γυναικῶν τῆς ᾿Εκκλησίας μας, οἱ ὁποῖες κατάγονταν ἀπὸ ἐπιφανεῖς οἰκογένειες τοῦ Ρωμαϊκοῦ κρά-τους, ἀσπάσθηκαν τὴν πίστη τοῦ Ναζωραίου καὶ ἐδέχθηκαν μαρτυ-ρικὸ θάνατο, ἀκόμη καὶ κατόπιν ἐντολῆς τῶν γονέων τους πρὸς τοὺς δημίους.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἀνδρέου, ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης.
Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας καταγόταν ἀπό τήν ῾Ιεράπολη τῆς Συρίας, κοντὰ στὸν ποταμὸ Εὐφράτη, καί ἀνῆλθε στόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης μετά τόν Εὐξίθεο ἤ Εὐδόξιο. Ἡ ἀρχιε-ρατεία του ἐκυμάνθηκε ἐπί τῶν βασιλέων Ζήνωνος (474-475, 476-491 μ.Χ.), Βασιλίσκου (475-476 μ.Χ.) καί Ἀναστασίου Α΄ (491-518 μ.Χ.).
Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας ἀγωνίσθηκε κατά τοῦ θεσμοῦ τοῦ βικαριά-του ὅσο καί κατά τῶν παπικῶν ἀξιώσεων γενικά ἐπί τῆς ἐκκλησια-στικῆς ἐπαρχίας τοῦ ᾿Ιλλυρικοῦ. Κατά τήν διάρκεια τῆς ἀρχιερω-σύνης τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα ἐπιτελέσθηκε στό ναό τῆς ᾿Αχειροποιήτου καί τό θαῦμα μέ τήν δεκαπεντάχρονη κωφάλαλη Ἑβραία.
Ἰδιαίτερα σημαντική εἶναι ἡ ψηφιδωτή ἐπιγραφή «ΥΠΕΡ ΕΥ-ΧΗΣ ΑΝΔΡΕΟΥ ΤΑΠΙΝΟΥ» πού εὑρίσκεται στό τρίβηλο τοῦ νάρθηκος τοῦ ναοῦ τῆς ᾿Αχειροποιήτου, ἡ ὁποία χρονολογεῖται στήν δεκαετία 450-460 μ.Χ. Ὁ Ἀνδρέας τῆς ἐπιγραφῆς ἐταυτίσθηκε μέ τόν πρεσβύτερο Ἀνδρέα, πού ἐκπροσώπησε τόν Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Εὐξίθεο στήν Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο. Εἶναι ὡστόσο πολλή πιθανή ἡ ταύτιση τοῦ Ἀνδρέου τῆς ἐπιγραφῆς, καθὼς καί τοῦ πρεσβυτέρου ᾿Ανδρέα μέ τόν Ἅγιο Ἀνδρέα, ὁ ὁποῖος διαδέχθηκε στόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης τόν Ἅγιο Εὐξίθεο.
Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας ἐκοιμήθηκε περί τίς ἀρχές τοῦ 6ου αἰῶνος μ.Χ.
† Τῆ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Γεωργίου, ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης. Ὁ Ἅγιος Γεώργιος, Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ἔζησε κατά τόν 11ο αἰώνα μ.Χ. καί ἀρχιεράτευσε στήν τρίτη δεκαετία αὐτοῦ.Τό ὄνομά του ἀναφέρεται στήν 29η θέση τοῦ Συνοδικοῦ τῆς Θεσσαλο-νίκης, πού εἶναι ἕνα σημαντικό κείμενο τῆς ὑστεροβυζαντινῆς πε-ριόδου γιά τήν ἐπισκοπική καί γενικότερα τήν ἐκκλησιαστική ἱστο-ρία τῆς Θεσσαλονίκης. Μέ βάση τήν ἁγιογράφηση τοῦ Ἁγίου στό καθολικό τῆς ἱερᾶς μονῆς Βατοπαιδίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους θεωρεῖ-ται ὅτι ὅ Ἅγιος Γεώργιος ἦταν μοναχός στή μονή αὐτή.
† Τῆ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἰσιδώρου τοῦ Γλαβᾶ, ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης.
Ὁ Ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Γλαβᾶς ἐγεννήθηκε τό ἔτος 1342 καὶ ἀνα-τράφηκε στὴν Θεσσαλονίκη κατὰ τὰ σκληρὰ χρόνια τοῦ ἐμφυλίου πολέμου. Ἀρχιεράτευσε καί ἀπέθανε κατὰ τὰ πονεμένα χρόνια τῆς πρώτης Τουρκοκρατίας, ἀφοῦ ἔζησε 55 χρόνια. ῍Αν καὶ δὲν ὑφίστα-ται συστηματικὴ βιογραφία του, πλὴν ἑνὸς ρητορικοῦ ἐπικηδείου λόγου, τὰ κύρια βιογραφικά του δεδομένα ἔχουν ἀποκατασταθεῖ ἀκριβῶς μὲ βάση τὸ ἐγκώμιό του στὸ Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας, δύο ἐπιγραφὲς στὸν ναὸ τοῦ ἁγίου Δημητρίου, δύο πατριαρχικὲς πράξεις καὶ ὁρισμένα σημειώματα σὲ ἄλλα κείμενα.
῞Οταν τὴν 1η ᾿Απριλίου 1375, ἐπὶ ἀρχιερατείας Δωροθέου, ἐκάρη μοναχός, ὁ ᾿Ιωάννης ἄλλαξε τὸ ὄνομά του σὲ ᾿Ισίδωρο. Μετὰ πενταετία, στὶς 25 Μαΐου 1380, ἐχειροτονήθηκε μητροπολίτης Θεσ-σαλονίκης σὲ διαδοχὴ τοῦ Δωροθέου, ποὺ εἶχε ἀποθάνει πρὸ ὀλί-γων μηνῶν. Κάποια διένεξη μεταξὺ τοῦ ᾿Ισιδώρου καὶ τοῦ Πατριάρχου Νείλου ὁδήγησε τὸν πρῶτο στὴν ἀπόφαση νὰ ὑποβάλει παραίτηση, ἡ ὁποία δὲν ἔγινε δεκτή· ὅταν ὅμως ἐγκατέλειψε τὴν θέση του, γιὰ νὰ μεταβεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη, ἐκηρύχθηκε ἔκπτωτος, τὸ 1384. ῍Αν καὶ κατόπιν διευθετήσεως τῆς διαφορᾶς ἀποκαταστάθη-κε στὴν θέση του θεωρητικά τὸ 1386, δὲν ἔσπευσε ἀμέσως στὴν Θεσσαλονίκη, ποὺ ἦταν μάλιστα ἀπὸ τριετίας στενὰ πολιορκημένη, κι ἔτσι δὲν παρίστατο στὴν ἅλωση τῆς πατρίδος του ἀπὸ τοὺς Τούρ-κους τὸν ᾿Απρίλιο τοῦ 1387.
Δὲν ἔσπευσε οὔτε τότε νὰ ἐπιστρέψει στὴν ἕδρα του, διότι εἶχε ἄλλο θλιβερὸ καθῆκον· ἐχρειάσθηκε νὰ περιοδεύσει ἐπὶ πολλὰ ἔτη τὰ στρατόπεδα αἰχμαλώτων, ὅπου εἶχαν συρθεῖ ὡς δοῦλοι χιλιάδες Θεσσαλονικέων μετὰ τὴν κατάληψι τῆς πόλεως ἀπὸ τοὺς Τούρκους, γιὰ νὰ τοὺς ἀνακουφίσει μὲ τὰ παρηγορητικὰ λόγια του καὶ γιὰ νὰ διευκολύνει τὴν ἀπελευθέρωση ὅσο τὸ δυνατὸ περισσοτέρων ἀπὸ αὐτοὺς μὲ τὴν συγκέντρωση καὶ μεταβίβαση λύτρων. ᾿Επανῆλθε στὴν ἕδρα του τὸ φθινόπωρο τοῦ 1393 καί ἐργάσθηκε στοὺς κόλπους τῆς ᾿Εκκλησίας του μέσα στὰ περιορισμένα πλαίσια τῆς δουλείας. Ἀπέθανε μετὰ τέσσερα περίπου ἔτη, τὸ 1397. Τὸ ἐξαιρετικὰ τιμητικὸ ἐγκώμιό του στὸ Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας, παράρτημα τῆς ᾿Εκκλησίας Θεσσαλονίκης, ἐγράφη ἀπὸ τὸν Συμεὼν Θεσσαλονίκης, ὅπως συνάγεται ἀπὸ τὸ μονόγραμμά του ποὺ ἔχει τοποθετηθεῖ στὸ περιθώριο τοῦ Κώδικος.
«᾿Ισιδώρου τοῦ ἐν μακαρίᾳ τῇ λήξει γενομένου ἁγιωτάτου ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, τοῦ δίκην ἀστέρος λαμπροῦ τὴν ποίμνην αὐτοῦ ταύτην καταφωτίσαντος ταῖς καθ᾿ ἡμέραν ἱεραῖς αὐτοῦ διδασκαλίαις καὶ εἰσηγήσεσι, καὶ κατὰ τὸν καλὸν καὶ πρῶτον ποιμένα Χριστὸν τοῦ ποιμνίου πάντα τρόπον πεφροντικότος καὶ μα-κρὰς ὁδοιπορίας ὑπενεγκόντος, καὶ πᾶν εἴ τι θεῖον καὶ πρὸς σωτη-ρίαν ἐνάγον καὶ λόγοις διδάξαντος καὶ ἔργοις ἐνδειξαμένου, καὶ τῷ ὄντι τοῖς ἐπ᾿ ἀρετῇ καὶ σοφίᾳ πρὸ αὐτοῦ διαλάμψασιν ἐξισωθέντος τοῖς ὅλοις, αἰωνία ἡ μνήμη».
῾Ο Ἅγιος ᾿Ισίδωρος διακρίθηκε γιὰ τὴν ὁμιλητική του δραστηριότητα σ᾿ ὅλη τὴν διάρκεια τοῦ ἀρχιερατικοῦ του σταδίου καὶ ἰδιαιτέρως κατὰ τὴν τελευταία φάση του ποὺ διανύθηκε στὴν ἕδρα του, τῆς ὁποίας διατηροῦνται προϊόντα σὲ σημαντικοὺς ἀριθμούς, καλύπτοντα τὸ Κυριακοδρόμιο, μεγάλες ἑορτὲς κινητὲς καὶ ἀκίνη-τες, καὶ διάφορες ἐπὶ μέρους περιστάσεις. Στὶς σωζόμενες 58 ὁμιλίες διακρίνεται ἡ ἀγωνία τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας ἐνώπιον τῆς ἐξοντω-τικῆς ἀπειλῆς τῶν τουρκικῶν ὁρδῶν καὶ ἡ πίστη στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Στὴν δομή τους οἱ ὁμιλίες φαίνονται ἐπηρεασμένες ἀπὸ τὸ ὁμιλιάριο τοῦ παλαιοῦ κατόχου τοῦ ἀρχιεπισκοπικοῦ θρόνου Θεσσαλονίκης, ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. ᾿Οκτὼ ἐπιστολὲς τοῦ Ἁγίου Ἱεράρχου, ἡ μία ἀπευθυνομένη πρὸς τὸ ποίμνιό του ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, ἔχουν ἐκδοθεῖ, καθὼς καὶ μερικὲς περίεργες κα-νονικὲς ἀποκρίσεις. ᾿Αντιθέτως ἀνέκδοτα παραμένουν δύο σύντο-μα δοκίμια, ἕνα περὶ τοῦ πασχαλίου κύκλου καὶ τὸ ἄλλο περὶ τῶν φάσεων τῆς σελήνης.
† Τῆ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἰωάννου Α΄, ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης. ῍Αν καὶ ἡ συγγραφική του ἐπίδοση καὶ ἡ ἄλλη δραστηριότητά του παρουσιάζεται καὶ μαρτυρεῖ ὅτι πρόκειται περὶ ἐξαίρετης προσωπι-κότητος, πολὺ λίγα στοιχεῖα εἶναι γι᾿ αὐτὸν γνωστά, πέρα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὰ δικά του κείμενα. ᾿Απὸ τὸ α¢ βιβλίο τῶν Διηγήσεων τῶν Θαυμάτων τοῦ ἁγίου Δημητρίου, τοῦ ὁποίου εἶναι συγγραφεύς, συνάγεται ὅτι ὡς νεαρὸς κληρικὸς μετέσχε ἐνεργά στὴν ἀπόκρουση δύο ἐπιδρομῶν τῶν ᾿Αβαροσλάβων ἐναντίον τῆς Θεσ-σαλονίκης, τὸ 597 καὶ τὸ 603 ἢ 609 (Θαῦμα Α 14 καὶ Α 12), ἐπὶ ἀρχι-ερατείας τοῦ Εὐσεβίου. Παρόμοια δραστηριότητά του, κατὰ τὴν διάρ-κεια τῆς ἀρχιερατείας αὐτοῦ τοῦ ἰδίου, ἀναφέρει ὁ συνεχιστής του συντάκτης τοῦ β¢ βιβλίου τῶν Διηγήσεων τῶν Θαυμάτων, σὲ δυὸ περιπτώσεις σλαβικῶν ἐπιθέσεων, ποὺ πρέπει νὰ τοποθετηθοῦν στὰ ἔτη 615 καὶ 618 περίπου.
῾Ο ᾿Ιωάννης διαδέχθηκε στὴν ἕδρα τῆς Θεσσαλονίκης τὸν Εὐ-σέβιο, ποὺ εἶναι γνωστὸς ἀπὸ ἕνα σημαντικὸ σημείωμα τοῦ Φωτίου, μία ἐπιστολὴ τοῦ Πάπα Γρηγορίου τοῦ Μεγάλου, ἀπὸ τὸ σύγγραμ-μά του Δέκα Λόγοι κατὰ ᾿Ανδρέου ᾿Εγκλείστου καὶ ἀπὸ τὶς φευγα-λέες ἀναφορὲς στὶς Διηγήσεις τῶν Θαυμάτων. Τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ περιγραφόμενα θαύματα στὶς Διηγήσεις πραγματοποιήθηκαν κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἀρχιερατείας τοῦ Εὐσεβίου, ποὺ πιθανῶς πρέπει νὰ τοποθετηθεῖ στὰ ἔτη 590-610.
Δὲν μπορεῖ νὰ καθορισθεῖ μὲ ἀκρίβεια ὁ χρόνος ἀρχιερατείας τοῦ ᾿Ιωάννου Α¢, ἀλλὰ χωρὶς ἀμφιβολία περιλαμβάνεται στὰ ἔτη 610-625, μὲ πολλὴ πιθανότητα τῆς ἐπεκτάσεώς της κατὰ πέντε ἔτη στὴν ἀρχὴ καὶ ἄλλα τόσα στὸ τέλος, 605-630. ῞Ενα μῆνα μετὰ τὸν θάνατό του συνέβη στὴν πόλη τρομερὸς σεισμός, ποὺ ὅμως δὲν εἶχε ἀντίστοιχα καταστρεπτικὲς συνέπειες. Τὸν σεισμὸ εἶχε προβλέψει ὁ Ἅγιος καὶ εἶχε παρακαλέσει μάλιστα τὸν Θεὸ νὰ μὴ συμβεῖ ἐπὶ τῆς ζωῆς του, ὅπως καὶ ἔγινε.
Τὰ σωζόμενα δείγματα τῆς συγγραφικῆς παραγωγῆς τοῦ ᾿Ιω-άννου εἶναι ἐξαίρετα. Πρῶτο μεταξύ τους εἶναι φυσικὰ οἱ Διηγήσεις Θαυμάτων τοῦ ἁγίου Δημητρίου, καὶ συγκεκριμένως τὸ πρῶτο βι-βλίο τους, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ δεκατρεῖς ἐκθέσεις κατανεμημένες σὲ δεκαπέντε λόγους ἢ κεφάλαια. Οἱ ἐκθέσεις ἐκφωνήθηκαν ἀρχικὰ ὡς ὁμιλίες, ὅπως συνάγεται ἀπὸ πλῆθος ἐνδείξεων ποὺ εἶναι κατάσπαρτες σὲ ὅλο τὸ κείμενό τους. ῞Οταν ἐτελείωσε ἡ σειρὰ τῶν ὁμι-λιῶν, ποὺ ἀρχικὰ μπορεῖ νὰ συμπεριελάμβανε περισσότερα τεμάχια ἀπὸ ὅσα σώζονται, πραγματοποιήθηκε ἡ σύνδεσή τους σὲ μία συγγραφικὴ ἑνότητα μὲ λίγες διαφοροποιήσεις, ὁπότε εἰσήχθηκαν ὁ πρόλογος, ἡ ἀρίθμηση, ὁ γενικὸς τίτλος καὶ οἱ ἐπὶ μέρους τίτλοι. Τὰ κεφάλαια 13-15, ποὺ ἐκθέτουν ἕνα πολυσύνθετο θαῦμα κατὰ τὴν διάρκεια μιᾆς πολιορκίας, πρέπει νὰ ἐκφωνήθηκαν ὡς ἑνιαῖο σύνο-λο, ἂν καὶ πολὺ ἐκτενές.
Δὲν εἶναι πιθανὸ νὰ πρόκειται γιὰ σειρὰ ἐτησίων ὁμιλιῶν ποὺ ἐκφωνήθηκαν ἀνὰ μία κατὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Δημητρίου, δηλα-δὴ σὲ δέκα τρία ἔτη, ἀλλὰ πρόκειται μᾶλλον γιὰ ἔκτακτη σειρά, μὲ τὴν ὁποία ὁ συγγραφεὺς θέλησε νὰ ἐγκαινιάσει τὴν σταδιοδρομία του στὸν ἀποστολικὸ θρόνο αὐτῆς τῆς πόλεως. Μπορεῖ λοιπὸν σὲ τρεῖς ἢ τέσσερις ὁμάδες νὰ ἐκφωνήθηκαν κατὰ τὰ πρῶτα ἔτη τῆς ἀρχιερατείας του στὶς ἡμέρες τῶν προεορτίων τῆς 26 ᾿Οκτωβρίου.
῾Η γλῶσσα τοῦ κειμένου τούτου εἶναι ὄχι μόνο ὁμαλή, ἀλλὰ καὶ σημαντικὰ ὑψηλότερη ἀπὸ τῶν ἄλλων ἁγιολογικῶν κειμένων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἐνῶ στὰ καθαρῶς ὁμιλητικὰ κείμενα εἶναι ἀκό-μη κομψότερη. ῾Ο σκοπὸς τοῦ κειμένου καθορίζεται ἀπὸ τὸ ἀντικείμενό του· ὁ ᾿Ιωάννης λέγει ὅτι σκοπός του εἶναι νὰ τονίσει ἕναν ὕμνο στὸν Θεὸ καὶ μία δοξολογία γεμάτη κατάνυξη γιὰ ὅσα ἔχει δωρίσει στὴν θεοφύλακτη καὶ φιλόχριστη καὶ φιλομάρτυρα πόλη τῆς Θεσσαλονίκης, ἕνα τεῖχος δηλαδὴ ἄσειστο νοητό, ὀχύρωμα ἀκαταγώνιστο ἀπέναντι στοὺς δαίμονες καὶ τοὺς βαρβάρους, γαλή-νιο καταφύγιο ἀπὸ τὶς βιοτικὲς τρικυμίες, αἰώνιο φυλακτήριο τῶν σωμάτων καὶ τῶν ψυχῶν· τὸν Ἅγιο Δημήτριο. ᾿Ιδιαιτέρως βέβαια σκοπὸς τοῦ ᾿Ιωάννου εἶναι νὰ διηγηθεῖ τὰ θαύματα τοῦ ἀθλοφόρου Δημητρίου ὑπὲρ τῆς πόλεως, γιὰ νὰ παραστήσει στὴν φιλόθεη ἀκοὴ τῶν ἀκροατῶν, ὅτι ἡ σωτηρία προῆλθε τότε στὴν πόλη ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ὄχι ἀπὸ ἀλλοῦ, καὶ νὰ διεγείρει τὶς διάνοιες ὅλων πρὸς τὴν θεία κατάνυξη, τὴν θεάρεστη ἐξομολόγηση καὶ τὴν συνεχῆ εὐχαριστία πρὸς τὸν ἀθλοφόρο. Εἶναι, λοιπὸν, σκοπὸς τῶν διηγήσεων τούτων ἡ δοξολογία πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἡ εὐχαριστία πρὸς τὸν ἀθλοφόρο Δημήτριο, ἡ ἀνάπτυξη τῆς εὐλάβειας τῶν πολιτῶν πρὸς τὸν πολιοῦ-χο τους καὶ γενικώτερα ἡ ἠθικὴ καὶ πνευματικὴ οἰκοδόμησή τους.
᾿Εφ᾿ ὅσον τὰ περισσότερα θαύματα ποὺ περιγράφονται σ᾿ αὐ-τὸ τὸ κείμενο εἶναι πολιουχικά, δηλαδὴ ἐνεργοῦνται ἀπὸ τὸν Δημήτριο μὲ τὴν ἰδιότητά του ὡς προστάτου τῆς Θεσσαλονίκης, εἶναι εὔ-λογο ὅτι ἅπτονται τῆς ἱστορίας τῆς πόλεως, ἀλλ᾿ οἱ Διηγήσεις δὲν πρέπει νὰ χαρακτηριστοῦν ὡς ἱστορικὰ κείμενα. ῾Ο ᾿Ιωάννης δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν ἱστορικὴ ἀκρίβεια, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἱστορικὴ πλαισίωση τῶν θαυματουργιῶν τοῦ ἁγίου Δημητρίου. Γι᾿ αὐτὸ τὰ ἱστορικὰ στοιχεῖα τους πρέπει νὰ ἀξιολογοῦνται καὶ νὰ ἀξιοποιοῦνται μὲ περίσκεψη. Πολυάριθμες εὐχές του ἔχουν ἐνσωματωθεῖ σ᾿ αὐ-τὲς τὶς Διηγήσεις καὶ μία ἀπ᾿ αὐτὲς στὴν ἔκθεση τοῦ συνεχιστοῦ του.
Στὴν Ζ¢ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἀναγνώσθηκε ἕνα χωρίο ἀπὸ τὶς ὁμιλίες του Εἰς τοὺς πειρασμοὺς τοῦ Χριστοῦ στὴν ἔρημο, ὅπου ὁ ᾿Ιωάννης δικαιολογεῖ τὴν εἰκονογράφηση, χάρη στὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ τὴν προσκύνηση τῶν εἰκόνων· ἀλλὰ τίποτε ἄλλο δὲν σώζεται ἀπὸ αὐτὲς τὶς ὁμιλίες.
῾Ο συνεχιστὴς τῶν Διηγήσεων τῶν Θαυμάτων ὁμιλεῖ ἐπανειλημμένως περὶ ὁσίας μνήμης τοῦ ᾿Ιωάννου καὶ τὸν θεωρεῖ ὡς προστάτη τῆς Θεσσαλονίκης, δεύτερον μετὰ τὸν Ἅγιο Δημήτριο. Καὶ μὲ τὸν τρόπο του κατοχυρώνει τὴν ἁγιότητα τοῦ προκατόχου του διὰ τῆς ἀναφορᾶς τῆς προορατικῆς ἱκανότητός του. ῾Ο ὅσιος πατήρ μας ᾿Ιωάννης, λέγει ὁ συνεχιστὴς (Θαῦμα Β 3, 2) κατὰ θεία ἀποκάλυψη ἔμαθε ὅτι ἐπρόκειτο νὰ καταφερθεῖ θεήλατος σεισμὸς στὴν πόλη λόγω τῆς ἀμετανοησίας μας. Καὶ παρεκάλεσε τὸν Θεὸ νὰ μὴ πραγματοποιηθεῖ ὁ σεισμὸς ἐν ζωῆ του, ὅπως καὶ συνέβη· ὁ σεισμὸς ἔγινε ἕνα μῆνα μετὰ τὸν θάνατό του.
᾿Επικύρωση τῆς ἁγιότητος τοῦ ᾿Ιωάννου ἦλθε διὰ τῆς Ζ¢ Οἰ-κουμενικῆς Συνόδου (787), στὴν πέμπτη συνεδρίαση τῆς ὁποίας ὁ Νικόλαος Κυζίκου ἐπικαλέσθηκε καὶ ἀνέγνωσε χωρίο ἀπὸ τὴν «βί-βλον τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν ᾿Ιωάννου ἐπισκόπου Θεσσαλονί-κης», δηλαδὴ ἀπὸ τὶς ὁμιλίες στοὺς πειρασμοὺς τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἀναφέρθηκε παραπάνω. ῾Η χειρόγραφη ἐπίσης παράδοση συνοδεύει πάντοτε σχεδὸν τὸ ὄνομα μὲ τὸ ἐπίθετο ἅγιος: “Τοῦ ἁγίου ᾿Ιωάννου ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης”.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ Ὁσίου πατρός ἡμῶν Γερμανοῦ. Ὁ Ὅσιος Γερμανός ἐγεννήθηκε περί τό ἔτος 1252 ἀπό τήν εὐγενῆ, πλούσια καί εὐσεβῆ οἰκογένεια τῶν Μαρούληδων στή Θεσσα-λονίκη. ῾Ο πατέρας του ἦταν οἰκονομικός διαχειριστής τῆς πόλεως, διορισμένος ἀπό τό βασιλέα, προφανῶς τόν Ἅγιο ᾿Ιωάννη Γ΄ τόν Βατάτζη († 4 Νοεμβρίου, 1222-1254 μ.Χ.), καί παράλληλα ἐξασκοῦ-σε δικαστικά καθήκοντα. Ὁ πατέρας τοῦ Ὁσίου Γερμανοῦ ἦταν ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς, μέ πλῆθος ἀρετῶν, ἀλλά καί μέ ταπεινὸ φρόνημα. ῾Η ὑψηλή κοινωνική του θέση δέν τόν ἐμπόδιζε στήν ἁπλότητα καί τήν φιλανθρωπία.
Ὁ Ὅσιος Γερμανὸς ἦταν τό τρίτο παιδί τῆς οἰκογένειας, σέ σύνολο ὀκτώ, τέσσερα ἀγόρια καί τέσσερα κορίτσια. Τό κοσμικό του ὄνομα ἦταν Γεώργιος. Ἀπό τήν παιδική ἡλικία χαρακτηριζόταν ἀπό σοφία καί φρόνηση γεροντική. ῾Η ἀγάπη του γιά τούς συνανθρώπους του ἔφθανε στό σημεῖο νά μήν τρώει ἤ νά τρώει ἐλάχιστα, ὥστε νά πηγαίνει καί νά μοιράζει τήν τροφή του στούς ἐνδεεῖς. Ὅλη τήν νύχτα προσευχόταν κρυφά περιμένοντας τά ἀδέλφια του νά κοιμηθοῦν, ὥστε νά μπορεῖ ἀπερίσπαστος νά κάνει τίς μετάνοιές του καί νά παραδίδει τήν ὕπαρξή του στόν Θεό. ῾Η προσευχὴ συνδυαζό-ταν μέ τήν ἄσκηση καί ἡ ἀγάπη πρός τό Θεό μέ τήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον. Ἀναφέρεται ἕνα χαρακτηριστικό περιστατικό, ὅταν γιά πρώτη φορά ὁ πατέρας του τόν κατέστησε ὑπεύθυνο στόν ἀμπε-λῶνα, ὅπου ἐδούλευαν οἱ ἐργάτες. Κατά τό μεσημέρι, ὅταν ὁ ἱδρῶ-τας ἔτρεχε ἀσταμάτητα καί τά σημάδια τῆς κούρασης ἦταν ἔντονα, ὁ νεαρὸς Γεώργιος δέν ἄντεχε νά τούς βλέπει νά ὑποφέρουν καί διέτα-ξε νά σταματήσουν τήν ἐργασία, γιά νά ξεκουρασθοῦν. ῾Ο πατέρας του, ὅταν ἦλθε ἀργότερα, τόν ἐπιτίμησε πατρικά.
Ἤδη ἀπό τά πρῶτα του βήματα ὁ Γεώργιος φαινόταν ὅτι δέν θά μποροῦσε νά μείνει στόν κόσμο, καθώς ἡ ψυχή του ἐποθοῦσε τό βίο τῆς ἀσκήσεως καί τῆς ἀγγελικῆς πολιτείας. Ὅταν ἡ μεγάλη του ἀδελφὴ παντρευόταν καί στό σπίτι εἶχαν ἑορτή, ἔφυγε ἀπαρατήρη-τος καί ἐπισκέφθηκε τά μοναστήρια τῆς Θεσσαλονίκης. Ἔμεινε μέ τόν ἁγιορείτη μοναχό Ἰωάννη πού ἐκεῖνο τόν καιρό βρισκόταν στήν Θεσσαλονίκη καί τοῦ ἐζήτησε νά μαθητεύσει κοντά του. Τότε ὁ Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος ἔμελλε νά γίνει ὁ πρῶτος γέροντας τοῦ Ἁγίου, προεῖδε τό μέλλον του καί δέν ἀποποιήθηκε τήν αἴτηση τῆς καρδιᾶς του. ῾Ωστόσο τόν συμβούλευσε νά ἐπιστρέψει στό σπίτι του καί νά συνεχίσει τίς σπουδές του περιμένοντας πρῶτα νά περάσει λίγος χρόνος καί κατόπιν, ἀφοῦ θά ἔχει ἐνηλικιωθεῖ, νά ἀκολουθήσει τόν μοναχικὸ βίο. ῾Ο Γεώργιος ἔκανε ὑπακοή καί δέν ἔφυγε κατ᾿ εὐθεῖαν γιά τό Ἅγιον ῎Ορος. Συνέχισε τά μαθήματά του σύμφωνα μέ τήν συμβουλή τοῦ πνευματικοῦ του. Μή ἀντέχοντας ὅμως τίς αἰσχρό-τητες καί ψευδολογίες τῶν μύθων τῶν ποιητῶν ἐγκαταλείπει σχολή καί μαθήματα, οἰκογένεια καί συγγενεῖς, γονεῖς καί ἀδελφούς καί ἀναχωρεῖ γιά τόν Ἄθωνα «πάντων ξένος τε καί γυμνός». ῾Ο Γεώρ-γιος ἐγκαταβίωσε στόν Ἄθωνα σέ ἡλικία 18 ἐτῶν, δηλαδή τό ἔτος 1270.
Τό κελλί τοῦ γέροντος ᾿Ιωάννου ἦταν ἐξάρτημα τῆς μονῆς Δοχειαρίου. Τήν ὥρα πού αὐτός προσευχόταν τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τόν ἐφώτισε καί εἶδε τόν νεαρό Γεώργιο νά καταφθάνει. Στέλνει ἕνα μα-θητή του στίς Καρυές, τόν βρίσκει καί τόν ὁδηγεῖ στή συνοδεία. Κείρεται μοναχός καί λαμβάνει τό ὄνομα Γερμανός. ῾Ο νεαρός μονα-χός μέ ἄσκηση, ἀγρυπνίες καί προσευχὴ ἐπρόκοψε πολύ, ὥστε ὁ γέροντάς του ᾿Ιωάννης νά μήν ἀναπαύεται σέ κανέναν ἄλλον ἀπό τούς μαθητές του ὅσο στόν Γερμανό. Πρόθυμος στά διακονήματα, ἀποτελοῦσε παράδειγμα καρτερίας καί ἀντοχῆς στίς σωματικές κα-κουχίες. Ἄν καί γόνος πλούσιας οἰκογένειας συχνά ἐπήγαινε φορτωμένος ὡς ὑποζύγιο στό Βατοπαίδι. Ἐπίσης ἐξασκοῦσε τό διακό-νημα τοῦ καλλιγράφου. Ἀναφέρεται ἕνα περιστατικό ὅπου ὁ γέροντας τόν ἐταπείνωσε δημόσια σέ σύναξη πατέρων στό Βατοπαίδι. Ὁ Γερμανός ὡστόσο ἐδέχθηκε τήν ἐπιτίμηση ἀναντίρρητα, ἀσκού-μενος ἔτσι ἀκόμη περισσότερο στήν ταπείνωση καί τήν ὑπακοή.
Ὁ γέροντας ᾿Ιωάννης βάζει τόν ὑποτακτικό του σέ καινούρια δοκιμασία. ῾Υπακούοντας στήν παράκληση τοῦ πατέρα τοῦ Γερμα-νοῦ, τόν στέλνει στήν Θεσσαλονίκη, στήν μονὴ τοῦ ᾿Ιωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ. ᾿Εκεῖ ἔχει τήν δυνατότητα νά δέχεται τούς γονεῖς καί τούς συγγενεῖς του καί νά τούς νουθετεῖ καί ὠφελεῖ μέ τήν διδα-σκαλία του, τό σεμνό του ἦθος καί τήν ταπεινοφροσύνη. Στήν συνέ-χεια ὁ γέροντάς του τόν ἀνακαλεῖ στὸν Ἄθωνα, στήν ἡσυχία. ῾Ο γέροντας ᾿Ιωάννης μέ τόν πρῶτο του μαθητή Γρηγόριο καί τόν Γερμανό ἐξεκίνησαν γιά τήν μονή τῶν Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, στήν Θεσσαλονίκη, ἐξάρτημα τῆς μονῆς Ξηροποτάμου, μέ σκοπό νά στηρίξουν τούς πιστούς λόγῳ τῶν ἐπερχομένων δεινῶν. Ἦταν ἡ ἐποχή τῶν διωγμῶν τοῦ λατινόφρονος αὐτοκράτορος Μιχαήλ Η΄ τοῦ Παλαιολόγου (1259-1282) ἐναντίον τῶν ὑπερασπιστῶν τῆς Ὀρθοδοξίας, τῶν ἀντιτιθεμένων στήν ἕνωση τῆς Συνόδου τῆς Λυῶνος. Στό δρόμο ὁ γέροντας ᾿Ιωάννης προεῖδε τό μαρτυρικό τους τέλος. Στέλνει πίσω τόν νεαρό Γερμανό μέ τήν προφητεία ὅτι θά ἐγκα-τασταθεῖ στήν Μεγίστη Λαύρα τοῦ Ἁγίου ᾿Αθανασίου καί ὅτι θά φθάσει σέ βαθιά γεράματα γενόμενος μέγας στήν ἀρετὴ καί τά πνευματικά κατορθώματα, ἐφάμιλλος τῶν ἀρχαίων καί μεγάλων ἀσκητῶν. Ὅταν ὁ γέροντας ᾿Ιωάννης μέ τόν ὑποτακτικό του Γρηγόριο ἔφθασαν στην Θεσσαλονίκη τό 1275 ἔπεσαν θύματα τοῦ διωγμοῦ καί εἶχαν μαρτυρικὸ τέλος.
Στήν συνέχεια ὁ Ὅσιος Γερμανός δέν ἔμεινε μόνος. Βρῆκε ὁδηγό γιά τόν πνευματικό του ἀγώνα τόν μοναχό ᾿Ιώβ, ξακουστό γιά τήν ἄσκηση καί τήν ἀρετή του. Στήν ἀρχή ἔμενε σέ κελλὶ στίς Καρυές καί κατόπιν κατέβηκαν μαζί σέ σπήλαιο τῆς Λαύρας, σέ ἀπόκρημνο μέρος δίπλα στήν θάλασσα, ἀφιερωμένο στήν Παναγία. ῎Ετσι ἐκπληρώθηκε τό πρῶτο μέρος τῆς προφητείας τοῦ γέροντος ᾿Ιωάννου ὅτι θά μείνει στήν Λαύρα. ᾿Εκεῖ νέοι ἀγῶνες καί πνευμα-τικές ἀσκήσεις τούς ἀνέμεναν. ῾Ο Ὅσιος Γερμανός ἔμεινε συνολικά πέντε χρόνια ὑπό τήν καθοδήγηση τοῦ ᾿Ιώβ, μέχρι πού ὁ τελευταῖος, τό ἔτος 1280, ἔγινε ἡγούμενος τῆς Λαύρας. ᾿Αγαπώντας τήν ὑπακοή καί τήν μαθητεία βρῆκε ἄλλον γέροντα, τόν Μύρωνα, περιφανῆ καί γενναῖο στούς ἀγῶνες, τόν ὁποῖο ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπό-λεως Ἀθανάσιος Α΄ (1289-1293, 1304-1310, † 28 Ὀκτωβρίου) προ-βάλλει σέ ἐπιστολή του ὡς πρότυπο μοναχοῦ. ῎Επειτα ἐμαθήτευσε στόν ἐκ Θετταλῶν Μαλαχία, ἄνδρα ἀσκητικότατο καί σπουδαῖο, πού ἔγινε ἡγούμενος τῆς Λαύρας καί λίγο ἀργότερα, τό ἔτος 1305, Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, στήν συνέχεια στόν Ἀθανάσιο (Με-ταξόπουλο), πού διετέλεσε κατόπιν ἡγούμενος τῆς Λαύρας (πρὶν τὸ 1308-1309), καί τέλος στόν γέροντα Θεοδώρητο. ῾Ο Ὅσιος Γερμανός δέν ἐμπιστευόταν τόν ἑαυτό του καί ἤθελε πάντα ἐμπειρότερους ἀπό αὐτόν νά τόν καθοδηγοῦν καὶ ὅταν οἱ ἐξωτερικὲς συνθῆκες τὸν ἐμπόδιζαν νὰ συνεχίσει τὸν πνευματικὸ δεσμό του, ἔψαχνε καὶ ἔβρισκε ἄλλο πνευματικὸ πατέρα. ῾Η ἄσκηση κοντὰ στοὺς προ-αναφερθέντες πατέρες γιὰ περισσότερα ἀπὸ 40 χρόνια τοῦ ἀπέφερε πλούσια πνευματικὴ ἐμπειρία, σημαντικὴ παρακαταθήκη γιὰ ὅλη του τὴν μοναχικὴ ζωή.῾Ο Ὅσιος Γερμανός ἐσυνήθιζε νά πηγαίνει στήν μονή Καρακάλλου τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί νά διδάσκει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ γιά τήν πνευματική ὠφέλεια τῶν συνασκητῶν του. Μιά φορά, φεύγο-ντας ἀπό τήν σύναξη τῶν μοναχῶν, ἀπό ἀπροσεξία δέν ἀναγνώρισε καί δέν ἐχαιρέτισε τόν ἱερομόναχο Πεζό, παλαιό συνασκητή του στόν πρῶτο του γέροντα ᾿Ιωάννη. ῾Ο μοναχὸς ἐσκανδαλίσθηκε ἀπό τήν συμπεριφορά αὐτή τοῦ Ὁσίου· ὁ τελευταῖος μόλις τό ἔμαθε ἐπέ-στρεψε κατευθεῖαν στήν μονή κλαίγοντας καί ζητώντας συγγνώμη.
῾Ο Ὅσιος ἀξιώθηκε καί τοῦ προορατικοῦ χαρίσματος· πολλές φορὲς προεφήτευε μέσα ἀπό τίς διδασκαλίες του, ἀλλά ὁρισμένες φορές φανερά. Τά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του ἦταν γεμάτα ἀπό ἄφθονη πνευματικὴ διδασκαλία πρός τούς συνασκητές του, συνδυαζόμενη ἀπό τήν ἀδιάλειπτη προσευχή. Ὅταν προσευχόταν τό πρόσωπό του ἀλλοιωνόταν καί ἡ μορφή του ἔλαμπε. Εἶχε κατορθώσει νά μετατρέψει ὅλη του τήν ζωή σέ προσευχὴ μέ δάκρυα καί κατάνυξη.
Ὁ Ὅσιος Γερμανός ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1336, σέ ἡλικία 84 ἐτῶν.
† Τῆ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἰσιδώρου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. ῾Η νίκη τοῦ ᾿Ιωάννου ΣΤ΄ Καντακουζηνοῦ, τὸ 1347, ἀπετέλεσε σταθμό, ὄχι μόνο στὰ πολιτικὰ πράγματα, ἀλλὰ καὶ στὰ ἐκκλησια-στικά, ὅπου ἐπικράτησαν καθ᾿ ὅλη τὴ γραμμὴ οἱ ἡσυχαστικὲς ἀπό-ψεις. Οἱ τρεῖς πρῶτοι μετὰ τὴν μεταβολὴ αὐτὴ Πατριάρχες ἦσαν μαθητές καὶ φίλοι τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ. Πρῶτος ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν ὁ ᾿Ισίδωρος Βουχερᾶς.
῾Ο Ἅγιος ᾿Ισίδωρος, καταγόμενος ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη ὅπου ἐγεννήθηκε γύρω στὸ 1300, ἐσπούδασε ἐντατικὰ στὴν γενέτειρά του κι ἔπειτα ἀσκήτευσε σ᾿ αὐτὴν καὶ στὸ Ἅγιον ῎Ορος. Στὸ ῎Ορος φαί-νεται ὅτι ἐμαθήτευσε κοντὰ στὸν διάσημο ἡσυχαστὴ Γρηγόριο Σι-ναΐτη καὶ ἀκολούθως συνδέθηκε μὲ τὸν Γρηγόριο Παλαμᾶ. ῞Ολοι αὐτοί, ὅταν τὸ καλοκαίρι τοῦ 1325 οἱ πειρατικὲς ἐπιδρομὲς τῶν Τούρκων ἐντάθηκαν, ἔφυγαν γιὰ τὴν Θεσσαλονίκη μαζὶ μὲ μία πολύ-μελῆ ὁμάδα μοναχῶν. ῾Ο ᾿Ισίδωρος συνέστησε τότε στὴν Θεσσαλο-νίκη ἀδελφότητα μὲ πυρῆνα τὴν ὁμάδα ποὺ εἶχε ἔλθει μαζί του ἀπὸ τὸ ῎Ορος. ᾿Απὸ μέλη αὐτῆς τῆς ἀδελφότητος ἔμαθε ὁ Βαρλαὰμ ὁ Καλαβρὸς τὰ σχετικὰ μὲ τὴν τεχνικὴ μέθοδο τῆς ἡσυχαστικῆς προ-σευχῆς καί ἔλαβε ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἐπίθεσή του ἐναντίον τοῦ ἡσυ-χασμοῦ. ῾Ο ᾿Ισίδωρος εἶχε στενὴ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Παλαμᾶ καὶ ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν τὸν ἐπληροφόρησε περὶ τοῦ περιεχομένου τῶν περὶ ἐκπορεύσεως τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος πραγματειῶν τοῦ Βαρλαάμ, ἀφ᾿ ἑτέ-ρου δὲ τὸ 1337 τὸν προσκάλεσε νὰ ἔλθει αὐτοπροσώπως στὴν Θεσ-σαλονίκη γιὰ ν᾿ ἀναλάβει τὴν ὑπεράσπιση τῶν προσβαλλομένων μο-ναχῶν (Φιλοθέου, Βίος Γρηγορίου Παλαμᾶ 5, 10).
᾿Αργότερα ἀκολούθησε τὸν Γρηγόριο στὴν Κωνσταντινούπολι τὸ 1341. ᾿Εκλέχθηκε μητροπολίτης Μονεμβασίας τὸ ἴδιο ἔτος, ἀλλὰ λόγῳ τῆς ἐκρήξεως τοῦ ἐθνοκτόνου ἐμφυλίου πολέμου δὲν μπόρεσε νὰ ἐνθρονισθεῖ· ἀναγκάσθηκε μάλιστα μετὰ τριετία νὰ ἐγκαταλείψει καὶ θεωρητικά τὴ θέση του κατόπιν ἐνεργειῶν τῶν Πατριαρχῶν Κωνσταντινουπόλεως ᾿Ιωάννη Καλέκα καὶ ᾿Αντιοχείας ᾿Ιγνατίου, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τοποθετηθεῖ στὸ πλευρὸ τοῦ ᾿Ακινδύνου κατὰ τὴ θεολογικὴ ἔριδα.
Στίς 17 Μαΐου 1347, ὁ Ἅγιος ᾿Ισίδωρος προβλήθηκε ὡς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἐχειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν ᾿Αθανά-σιο Κυζίκου στὸν ναὸ τῶν Βλαχερνῶν. Κατὰ τὶς ὑπάρχουσες μαρτυ-ρίες ὁ ᾿Ισίδωρος ὄχι μόνο εἶχε δικαιωθεῖ ἀπὸ τὶς τρεῖς Συνόδους ποὺ εἶχαν προηγηθεῖ ἀμέσως τῆς χειροτονίας του, κατὰ τὸ αὐτὸ ἔτος, ἀλλὰ καὶ εἶχε μνημονευθεῖ σ᾿ αὐτὲς εὐφήμως. ῾Ο ἴδιος ὁ ᾿Ισίδωρος σημειώνει στὴ Διαθήκη του ὅτι τοῦ εἶχε προταθεῖ τὸ ἀξίωμα τοῦτο ἕξι μῆνες πρὸ τῆς ἐκλογῆς του, δηλαδὴ περὶ τὰ μέσα Νοεμβρίου 1346, ἀλλ᾿ αὐτὸς ἐδίσταζε νὰ τὸ δεχθεῖ τότε. Φαίνεται ὅμως ὅτι τοῦτο ὑπῆρξε ἁπλῆ σκέψη τῆς αὐτοκράτειρας ῎Αννας, ἡ ὁποία ἔμεινε ἀνε-νέργητη, διότι στὴν νικηφόρο παράταξη τοῦ Καντακουζηνοῦ ἀρχι-κὰ ἐπικρατοῦσαν ἄλλες σκέψεις. ῾Ο Καντακουζηνὸς βεβαιώνει ὅτι ὁ Παλαμᾶς ἦταν ὁ καταλληλότερος ὑποψήφιος γιὰ τὴν ἕδρα τοῦ Πα-τριάρχου, λόγω τῆς ἀρετῆς του καὶ τῆς πολιτικῆς του τοποθετήσεως, ἐπειδὴ ὅμως φιλοδοξίες ἐκδηλώνονταν ἀπὸ πολλὲς πλευρές, ἀπο-φάσισε ν᾿ ἀφήσει τὸ θέμα τῆς ἐπιλογῆς στὴν ἱεραρχία. Τελικὰ ὅλοι ἀποδέχθηκαν τὸν βατοπεδινὸ μοναχὸ Σάββα, ποὺ εἶχε διατηρήσει μία συμβιβαστικὴ στάσι ἀπέναντι τῶν δύο ἐκκλησιαστικῶν μερίδων μὲ περισσότερη εὐμένεια τώρα πρὸς τὸν Παλαμικὸ ἡσυχασμό· ἀλλ᾿ ὁ Σάββας ἀπέρριψε τὴν προσφορά.
Τότε ἐστράφηκαν πρὸς τὸν ᾿Ισίδωρο, ὁ ὁποῖος συνεδύαζε στὸ πρόσωπό του τὴν συμπάθεια τόσο τῆς Παλαιολογίνας ὅσο καὶ τοῦ Καντακουζηνοῦ. ῾Ο νέος Πατριάρχης ἐφάνηκε δραστήριος στὴν ἐπάνδρωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως μὲ πρόσωπα φιλικά διακείμενα πρὸς τὸν ἡσυχασμό, κυρίως τῶν ἐπισκοπῶν ποὺ ἐχήρευαν καὶ λόγῳ τῶν πολιτικῶν περιστάσεων καὶ τῆς καταδίκης πολλῶν φιλησυχαστῶν ἐπισκόπων καὶ οἱ ὁποῖες ἦσαν πολλές – ἀνέρχονταν στὸν ἀριθμὸ 32. ῎Ετσι ἐκλέχθηκαν τριανταδύο νέοι ἐπίσκοποι, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἦταν καὶ ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς, ποὺ κατελάμβανε τὴν ἕδρα τῆς Θεσσαλονίκης.
Σώφρων καὶ δραστήριος Πατριάρχης ὁ ᾿Ισίδωρος ἔλαβε ἱκανὰ μέτρα ὑπὲρ τῆς χειμαζομένης ᾿Εκκλησίας. Τὴν ἡσυχαστικὴ πολιτικὴ προήγαγε ὄχι μόνο μὲ τὸ ὡς ἄνω μέτρο τῆς ἐπανδρώσεως τῶν θέσε-ων, ἀλλὰ καὶ μὲ ἄλλα μέσα. ῞Ενα ἀπὸ τὰ μέτρα του ἀποσκοποῦσε στὴν εἰρήνευση τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων· εἶναι ἡ ἄρση τῶν ἀμοιβαίων ἀφορισμῶν ὅλων ἐκείνων ποὺ κατὰ κάποιον τρόπο ἔλα-βαν μέρος στὸν ἐμφύλιο πόλεμο καὶ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἔριδα καὶ ἀλληλοαναθεματίσθηκαν. Τὸ μέτρο τοῦτο φαίνεται νὰ εἶχε εὐμενῆ ἀπήχηση στὴν ἀντίπαλη μερίδα τῆς ἱεραρχίας.
Τὴν ἀντιπολίτευση τυπικά ἐκπροσωποῦσε ὁ καθαιρεμένος Πατριάρχης ᾿Ιωάννης Καλέκας, ποὺ εὑρισκόταν στὴν ἀνακτορικὴ φυλακή, ὅπου τὸν ἐπισκέφθηκε ὁ Καντακουζηνὸς μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ τὸν μεταστρέψει ὑπὲρ τοῦ ἡσυχασμοῦ. ᾿Επειδὴ ὅμως αὐτὸς ἐφάνηκε ἀνένδοτος, ἐξορίσθηκε στὸ Διδυμότειχο, ἀπὸ ὅπου ἀσθενὴς μετα-φέρθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ ν᾿ ἀποθάνει στίς 29 Δεκεμ-βρίου τοῦ ἔτους 1347. Διαλλακτικὴ τακτικὴ ἔδειξε ὁ Καντα-κουζηνὸς καὶ πρὸς τὸν ᾿Ακίνδυνο, ὁ ὁποῖος ἀπὸ φόβο μήπως κακο-ποιηθεῖ ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα λόγῳ τῆς ἐχθρικῆς πρὸς αὐτὸν στα-σεώς του, ἐκρύβη καὶ ἀπὸ τὸ καταφύγιό του ἐξέφρασε τὸ παράπονο ὅτι ἀδικεῖται. Δὲν ἐγκατέλειψε τὸ καταφύγιο οὔτε ὅταν ὁ αὐτο-κράτορας τὸν προέτρεψε ν᾿ ἀντιμετωπίσει ἐλεύθερα τοὺς ἀντιπάλους του. ᾿Ἀπέθανε γρήγορα, τὸ ἑπόμενο ἔτος 1348, ἴσως καὶ ἀπὸ τὴν ἐπιδημία τοῦ μαύρου θανάτου καὶ αὐτὸς καὶ ὁ Καλέκας.
Οἱ προϊστάμενοι τῆς ἀντιησυχαστικῆς μερίδος ποὺ ἀπέμειναν ἐπιθυμοῦσαν νὰ παρουσιάζονται ὡς ἀνεξάρτητοι, γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν ἐχρησιμοποιοῦσαν τὸ ὄνομα τοῦ ᾿Ακινδύνου, καὶ πολὺ περισσότερο τοῦ Βαρλαάμ. Μεταξὺ αὐτῶν ἦσαν μερικοὶ ἐπίσκοποι φίλοι τοῦ Καλέκα καὶ ἀρκετοὶ ἐπίσκοποι φίλοι τοῦ Καντακουζηνοῦ ποὺ διαφώνησαν στὴν ἐκλογὴ τοῦ ᾿Ισιδώρου. Τέλος, προστέθηκε σ᾿ αὐ-τοὺς δραστηριώτερα ὁ Νικηφόρος Γρηγορᾶς, ὁ ὁποῖος καὶ ἀνέλαβε τὴν ἡγεσία τῆς ὁμάδος, καταπολεμώντας τοὺς ἡσυχαστές μὲ πεῖσμα, ἀλλὰ ὄχι καὶ μὲ μέθοδο.Πολλοὶ ἱεράρχες εἶχαν ἀποχωρήσει ἀπὸ τὴν ἐκλογικὴ συνέ-λευση, ἐφ᾿ ὅσον προέβλεπαν ἐκλογὴ τοῦ ᾿Ισιδώρου καὶ συντάχ-θηκαν μὲ τοὺς ἀντιπάλους τῆς ἡσυχαστικῆς μερίδος. ᾿Αφοῦ συγκρό-τησαν ἀντισύνοδο στὸν ναὸ τῶν ᾿Αποστόλων, συνέταξαν ὑπό-μνημα, μὲ τὸ ὁποῖο ἀπαιτοῦσαν νὰ συγκληθεῖ νέα Σύνοδος, ἐφ᾿ ὅσον κατὰ τὴν ἄποψή τους ἡ ἐκλογὴ εἶχε συντελεσθεῖ μὲ χρήση πολιτικῆς βίας, κάτι ποὺ ἦταν ἀνακριβές. Οἱ δέκα ἀντιησυχαστές ἐπίσκοποι, ποὺ ἔχοντας σύμφωνη γνώμη καὶ μερικῶν ἄλλων ὥστε συνολικά ν᾿ ἀνέρχονται σὲ εἰκοσιδύο, συνῆλθαν σὲ Σύνοδο στὴν μονὴ τοῦ ἁγίου Στεφάνου, τὸν ᾿Ιούλιο τοῦ 1347 καὶ ἐξέφεραν καταδίκη κατὰ τοῦ ᾿Ισιδώρου μὲν ὡς δῆθεν ἅρπαγος τοῦ πατριαρχικοῦ θρόνου διὰ τῆς χρήσεως πολιτικῆς δυνάμεως, κατὰ τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ δὲ ὡς ἀρχηγοῦ κακοδοξίας. Τὸν Αὔγουστο τοῦ ἰδίου ἔτους ὁ ᾿Ισίδωρος συ-νεκάλεσε Σύνοδο, ἡ ὁποία καθήρεσε πάλι ὅλους τοὺς ἀντιησυχα-στές ᾿Ακινδυνόφρονες, ἐνῶ παράλληλα ἐφρόντισε νὰ ὑπογραφεῖ καὶ ἀπὸ ἄλλα πρόσωπα ὁ τόμος τῆς προηγουμένης Συνόδου, καὶ μάλι-στα ἀπὸ τὸν Πατριάρχη ῾Ιεροσολύμων. ῾Η ἀπόφαση αὐτὴ ἀποτε-λοῦσε μέτρο μεθοδεύσεως τῆς μεταστροφῆς τῶν ἀντιθέτων ἱεραρχῶν, γι᾿ αὐτὸ καὶ καθυστερήθηκε ἐπὶ πολὺ ἡ ἐφαρμογή της, μέχρι τοῦ 1351.
Δύο εἰδικώτερα μέτρα τοῦ ᾿Ισιδώρου ἀπέβλεπαν στὴν διαπότιση ὅλων τῶν πτυχῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου μὲ τὸ ἡσυχαστικὸ πνεῦμα. ᾿Εκρίθηκε ὅτι ἡ προσθήκη ἀποκηρύξεως τῆς ἀντιησυχα-στικῆς αἱρέσεως στὴν ὁμολογία πίστεως, τὴν ἀπαγγελλομένη ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς κατὰ τὴν χειροτονία τους, θὰ προσέφερε ἀποτελε-σματικὸ ὅπλο στὸν ὑπὲρ τῆς δογματικῆς ἀληθείας ἀγῶνα. ῾Η σχετι-κὴ πρόταση ἔχει ὡς ἑξῆς: «Βαρλαὰμ δὲ καὶ ᾿Ακίνδυνον… τοὺς ὁμό-φρονας καὶ ὀπαδοὺς τούτων κατὰ τὴν περίληψιν τῶν προβεβηκότων ἐπ᾿ αὐτοῖς ἱερῶν τόμων, τὸ μὲν ὡς κακοδόξους ὑποβάλλομαι καί, εἰ μὴ μεταμεληθεῖεν, καθυποβάλλω τῷ ἀναθέματι ὡς μὴ συνε-πομένους καὶ συνᾴδοντας τοῖς θείοις καὶ ἱεροῖς ἡμῶν πατράσι καὶ τῷ θειοτάτῳ μου δεσπότῃ, τῷ οἰκουμενικῷ πατριάρχῃ Κυρίῳ ᾿Ισιδώρῳ καὶ τῇ κατ᾿ αὐτὸν θείᾳ καὶ ἱερᾷ συνόδῳ».
῞Ενα ἄλλο μέτρο εἶναι ἡ εἰσαγωγὴ ὕμνων ποὺ προέβαλαν τὴν βασικὴ ἡσυχαστικὴ διδασκαλία στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες. Τὰ προσφε-ρόμενα περὶ τούτου ἀπὸ τὶς πηγὲς στοιχεῖα εἶναι ἐλλιπῆ καὶ δὲν ἐπιτρέπουν ν᾿ ἀντιληφθοῦμε περὶ τίνος ἀκριβῶς ἐπρόκειτο. Σὲ ἄλλα σημεῖα τους γίνεται λόγος περὶ τροπαρίων καὶ σὲ ἄλλα περὶ κανό-νος καὶ κανόνων. Πρόκειται πιθανῶς περὶ ἑνὸς κανόνος ποὺ ἐκπο-νήθηκε ἀπὸ τὸν ᾿Ισίδωρο καὶ ἐψάλλετο στὴ θέση παλαιοτέρων τριαδικῶν ὕμνων κατὰ τὴν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου. Μέρος μόνο τοῦ ποιήματος τούτου ἔχει διασωθεῖ στὸν Λόγον Διασαφοῦντα τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ καὶ πληρέστερα στὸν Διάλογον περὶ δόγματος, ποὺ διατηρεῖται ἀνέκδοτος, στὸν κώδικα Πάτμου 366 (φ. 390β).
«Φαμέν σου θεότητα κυρίως τὴν ἐνέργειαν, πόθῳ δὲ πολλάκις καὶ τὴν φύσιν· αὗται δ᾿ ἐπεί σοι κοιναὶ τυγχάνουσι μιᾶς καὶ θεότη-τος, Τριὰς ἄδομεν, ἀκτίστου σε, ὁποτέραν ἂν λέγοι τις».
Οἱ ἀντιπαλαμικοὶ ἤγειραν μεγάλο θόρυβο, λόγῳ τοῦ ὁποίου ἐχρειάσθηκε νὰ ἀναιρεθοῦν οἱ ἀπόψεις τους. ῾Ο συντάκτης τοῦ Διαλόγου περὶ δόγματος τονίζει ὅτι ὁ Πατριάρχης δὲν προσέθεσε τίποτε ἰδικό του, ἀλλὰ συνέθεσε τὶς θεολογικὲς φωνὲς τῶν πατέρων πρὸς ρυθμὸν καὶ μέλος. Τὴν ὀρθοδοξία τοῦ ὕμνου ὑπερασπίζεται καὶ ὁ ἴδιος ὁ ᾿Ισίδωρος στὴν Διαθήκη του. ῾Η ἀντίθεση βέβαια τῶν ἀντιπαλαμικῶν, καὶ ἰδιαιτέρως τοῦ Γρηγορᾶ, κατὰ τοῦ ὕμνου ἦταν τόσο ἔντονη, ὥστε ὁ Καντακουζηνὸς ἐπείσθηκε νὰ διατάξει τὴν ἐξαφάνισή του καὶ τὴν ἐπαναφορὰ τῶν παλαιοτέρων ὕμνων· ἀλλὰ ἡ ἀπόφαση αὐτὴ δὲν ἐκτελέσθηκε τότε καὶ ὁ ὕμνος ἐψαλλόταν ἀκόμη τὸν καιρὸ ποὺ ὁ Φιλόθεος συνέταξε τὸν Βίο ᾿Ισιδώρου.
Μερικὲς ἀπὸ τὶς σωζόμενες πατριαρχικὲς πράξεις τοῦ Ἁγίου ᾿Ισιδώρου ἦσαν ἀξιόλογες γιὰ τὸν ἐκκλησιαστικὸ βίο. ᾿Ετόνωσε τὶς σχέσεις τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Ρωσίας μὲ τὸ Πατριαρχεῖο διὰ τῆς ἀπο-στολῆς αὐτοκρατορικῶν δώρων πρὸς τὸν ρῆγα Συμεών. ῾Η μονὴ ἁγίου Στεφάνου Μετεώρων ἱδρύθηκε ἐπὶ τῆς πατριαρχίας του. Μὲ ἄλλη πράξη του ἐδόθηκε τὸ δικαίωμα στοὺς ἐκκλησιαστικοὺς τι-τλούχους τῆς Θεσσαλονίκης νὰ φέρουν σταυροὺς στὰ σκιάδιά τους.
῾Ο Ἅγιος ᾿Ισίδωρος φαίνεται ὅτι παρέμεινε Πατριάρχης μέχρι τοῦ θανάτου του ποὺ συνέβηκε τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1350, λίγο μετὰ τὴν σύνταξη τῆς διαθήκης του, στὴν ὁποία φέρεται ἀκόμη ὑπὸ τὴν ἰδιότητά του αὐτήν. Λόγῳ ἀσθενείας ὅμως εἶχε ἐγκαταλείψει τὴ διοίκηση τῆς ᾿Εκκλησίας ἀπὸ τὸν Δεκέμβριο τοῦ προηγουμένου ἔτους. ῾Η Διαθήκη του εἶναι μνημεῖο εὐσεβείας, θεολογικῆς ἀκρίβει-ας, ἀλλὰ καὶ πηγὴ ἀξιολόγων ἱστορικῶν εἰδήσεων. ῾Ο συμπολίτης του διαπρεπὴς θεολόγος Ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας λίγο μετὰ τὸν θάνατό του συνέταξε ἐγκωμιαστικὸ ἐπίγραμμα, στὸ ὁποῖο ὁ ᾿Ισί-δωρος χαρακτηρίζεται ὡς θεοειδὴς ἥρωας, τοῦ ὁποίου ἡ ἐκδημία ἔφερε χαρὰ στοὺς οὐρανοὺς καὶ λύπη στοὺς ἀνθρώπους.
οὐ γὰρ ὁμοῖος ἔην ἄλλος μερόπων ἀνθρώπων».
῾Ο Ἅγιος ᾿Ισίδωρος μακαρίζεται καὶ στὸ Συνοδικὸ τῆς ᾿Ορθοδοξίας: «᾿Ισιδώρου τοῦ ἐν μακαρίᾳ τῇ λήξει γενομένου ἁγιωτάτου καὶ ἀοιδίμου πατριάρχου αἰωνία ἡ μνήμη».
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Βασιλείου, ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης.
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Γλυκύς ἀρχιεράτευσε στήν Θεσσαλονίκη κατά τά μέσα τοῦ 13ου αἰῶνος μ.Χ. Τό ὄνομά του συμπεριλαμβάνεται στό Συνοδικόν τῆς Θεσσαλονίκης, στό ὁποῖο ἀναγράφο-νται τά ὀνόματα τῶν Ἀρχιεπισκόπων τῆς Θεσσαλονίκης ἀπό τό ἔτος 770 ἕως τὸ 1453, πού μνημονεύονταν κατά τήν Θεία Λειτουρ-γία. Συγκεκριμένα, ἀναγράφεται στήν 49η θέση, μετά τά ὀνόματα τῶν Ἀρχιεπισκόπων Κωνσταντίνου Μεσοποταμίτη καί ᾿Ιωσήφ καί χαρακτηρίζεται «ὡς μοναχός». Αὐτός ὁ χαρακτηρισμός τοῦ Ἁγίου Βασιλείου προφανῶς δηλώνει τήν προέλευσή του ἀπό τίς τάξεις τῶν μοναχῶν. Μέ τό ἐπώνυμο «Γλυκύς» ἀποκαλεῖται σέ ἔγγραφο ἑνὸς ὀφφικιαλίου τῆς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, πού ἀναφέρεται σέ ἕνα ζήτημα ἰδιοκτησιακοῦ δικαίου. Τό ὄνομά του ἐπίσης ἐμφανί-ζεται σέ μία συνοδικὴ πράξη, χρονολογούμενη στίς 4 Μαΐου τοῦ 1250.
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Νικοδήμου τοῦ Νέου.Πληροφορίες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Νέου ἀντλοῦμε ἀπὸ τὸν βιογράφο του, τὸν Ἅγιο Φιλόθεο τὸν Κόκκινο, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ὁποῖος συνέταξε «῾Υπόμνημα εἰς τὸν ὅσιον πατέρα ἡμῶν Νικόδημον τὸν νέον, τὸν ἐν τῇ σεβασμίᾳ μονῇ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ τῇ τοῦ Φιλοκάλλους». Τὸ ἔργο εἶναι σύντομο σὲ ἔκταση διότι οἱ πληροφο-ρίες ποὺ εἶχε στὴ διάθεσή του ἦταν ἐλάχιστες, προφορικὲς διότι τὶς συνέλεξε ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ ἐζοῦσαν ἀκόμη καὶ γνώριζαν τὰ γεγο-νότα. ῾Ο ἰδιόρρυθμος βίος τοῦ ῾Οσίου, ὁ ὁποῖος συμπεριλαμβάνεται στοὺς «διὰ Χριστὸν σαλούς» Ἁγίους, προκάλεσε τὸ κοινὸ αἴσθημα τοῦ λαοῦ καὶ αὐτὸ ἦταν μία ἀκόμη αἰτία γιὰ τὶς λιγοστὲς πληροφο-ρίες ποὺ εἶχε στὴν διάθεσή του ὁ Φιλόθεος Κόκκινος. Τὸ ᾿Εγκώμιό του ἐγράφη πρὸς τὰ τέλη τοῦ πρώτου μισοῦ ἢ τὶς ἀρχὲς τοῦ δεύτερου μισοῦ τοῦ 14ου αἰ. Πιθανότατα αὐτὸ πρέπει νὰ συνέβη ὅταν ὁ Ἅγιος Φιλόθεος Κόκκινος ἦταν ἡγούμενος τῆς μονῆς Φιλοκάλλους, πρὶν τὸ 1346-1347, ὁπότε κατέστη ἡγούμενος τῆς μονῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους, καὶ ἴσως ἀκόμη πιὸ πρίν, διότι τὸ 1339 ὑπέγρα-ψε τὸν ῾Αγιορειτικὸ τόμο ὡς ἀρχιμανδρίτης. ῎Αλλο ἔργο γιὰ τὸν Ὅσιο Νικόδημο δὲν ἐσώθηκε ἢ εἶναι πολὺ πιθανὸν νὰ μὴν ἐγράφη ποτέ.
῾Η πρώτη δημοσίευση τοῦ ἐγκωμίου τοῦ ἁγίου Φιλοθέου Κοκκίνου ἔγινε τὸ 1911 ἀπὸ τὸν Μ. Γεδεών, ἐνῶ τὸ 1981 ὁ Δ. Τσάμης πραγματοποίησε κριτικὴ ἔκδοση τοῦ ῾Υπομνήματος ἀπὸ τοὺς Κώδι-κες 571 τῆς μονῆς ἁγίου Παντελεήμονος τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους τοῦ 16ου αἰ. καὶ τοῦ Κώδικα 374 τῆς μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου.
῾Ο Ὅσιος Νικόδημος ἐγεννήθηκε στὴν Βέροια καὶ καταγόταν ἀπὸ σπουδαία οἰκογένεια τῆς πόλης. Πρέπει νὰ ἐγεννήθηκε κατὰ τὸ β¢ ἥμισυ τοῦ 13ου αἰ. μὲ πιὸ πιθανὴ χρονολογία γεννήσεως τὸ διά-στημα μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1260 καὶ 1270. Στὸν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως βρισκόταν τότε ὁ αὐτοκράτορας ᾿Ανδρόνικος Β¢ ὁ Πα-λαιολόγος (1282-1328).
῾Η ἐπιθυμία του νὰ ἀκολουθήσει τὸν μοναχικὸ βίο γεννήθηκε μέσα του ἀπὸ πολὺ ἐνωρίς. Δὲν ἀναφέρεται ὡστόσο στὸ κείμενο τοῦ Βίου του ἀπὸ ποῦ ξεκίνησε τὴν μοναστική του ζωή. ῎Εχει ὑποστη-ριχθεῖ ὅτι ξεκίνησε ἀπὸ τὴν περίφημη Σκήτη τῆς Βεροίας στὸν ῾Αλιάκμονα ἢ καὶ ἀπὸ τὰ περίχωρα τῆς Θεσσαλονίκης ποὺ ἦταν κατάσπαρτα ἀπὸ μοναστήρια. ῾Ωστόσο, ἡ λιτὴ φράση τοῦ Βίου «…τὸν μονήρη βίον ὑπέρχεται καὶ τὴν ἐνεγκαμένην καταλιπών… τὴν ξένην εἵλετο..», μᾶς ὁδηγεῖ στὸ συμπέρασμα ὅτι μᾶλλον μετέβη κάπου πολὺ πιὸ μακριὰ ἀπὸ τὴν Βέροια καὶ ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη.
῾Ο Νικόδημος ἀκολούθησε τὸν ἀναχωρητικὸ βίο. Στὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του, ἀφοῦ προηγουμένως περιῆλθε πολλοὺς τόπους ὅπου ἄκμαζε ὁ μοναχισμὸς καὶ ἐζοῦσε ὡς ἐρημίτης, κατέληξε στὴν Θεσσαλονίκη. ᾿Εκεῖ ἐπεδίωξε νὰ εἰσέλθει σὲ κοινοβιακὴ μονή, τὴν μονὴ Φιλοκάλλους, ἡ ὁποία ἐγνώριζε μεγάλη ἄνθηση ἐκείνη τὴν περίοδο. ῾Η ἐν γένει συμπεριφορὰ τοῦ Ὁσίου Νικοδήμου, ὅμως, στάθηκε ἀφορμὴ νὰ σκανδαλισθοῦν οἱ πατέρες τῆς Μονῆς. Καὶ τοῦτο διότι συναναστρεφόταν μὲ πόρνες τῆς πόλεως, δίνοντας τὴν ἐντύ-πωση ὅτι ζοῦσε ἀσώτως. ῎Ετσι ἀρκετὲς φορὲς ὁ ἡγούμενος τῆς Μο-νῆς ἀναγκάσθηκε νὰ τὸν ἀφήσει ἐκτὸς τοῦ μοναστηριοῦ. ῾Ο ῞Οσιος ὅμως δεχόταν μὲ ὑπομονὴ ὅλες αὐτὲς τὶς ταλαιπωρίες.
῾Ο ἡγούμενος μὲ δική του πρωτοβουλία ἔστειλε τὸν Νικόδημο σὲ κάποιο μετόχι τῆς Μονῆς, στὰ προάστεια τῆς πόλεως, γιὰ νὰ ἀσχολεῖται ἐκεῖ μὲ τὴν φροντίδα τῶν κτημάτων. ῎Ετσι, θέλησε μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο νὰ κατευνάσει τὸ θόρυβο ποὺ προξενοῦσε ἡ συμπε-ριφορὰ τοῦ Νικοδήμου. ῾Ο Βίος τοῦ ῾Οσίου ἀναφέρει ὅτι καὶ ἐκεῖ ἐζοῦσε μὲ ἀπόλυτη ὀλιγάρκεια καὶ νηστεία, προσφέροντας ὅ,τι περίσσευε στοὺς πτωχοὺς ἢ σὲ πόρνες, ζητώντας ἀπὸ αὐτὲς νὰ μὴν ἐκδίδονται, ἀλλὰ νὰ συζητοῦν μαζί του.
῾Η στάση του ὅμως ἐξόργισε τοὺς προστάτες τῶν πορνῶν, οἱ ὁποῖοι τοῦ ἐπιτέθηκαν καὶ τὸν κατέσφαξαν. ῾Ο Νικόδημος αἱμόφυρ-τος ζήτησε νὰ τὸν μεταφέρουν στὴν Μονή του, ἀλλὰ ὁ ἡγούμενος ἀρνήθηκε νὰ ἐπιτρέψει τὴν εἴσοδό του στὸ μοναστήρι. Τελικά, ἀφοῦ μετέλαβε τῶν ἀχράντων μυστηρίων ἐκτὸς τῆς Μονῆς, ὁ Ὅσιος Νικό-δημος ἐξέπνευσε σὲ ἡλικία σαράντα περίπου ἐτῶν. ῾Η ταφή του δὲν ἔγινε ἐντὸς τῆς Μονῆς, ἀλλὰ κάπου κοντὰ σ᾿ αὐτή. ῾Ο Βίος ἀναφέρει ὅτι οἱ δολοφόνοι του ἔπεσαν στὰ χέρια Λατίνων, τῶν Καταλανῶν, οἱ ὁποῖοι κατὰ τὴν χρονικὴ περίοδο 1308-1309 ἔκαναν συχνὲς ἐπιδρομὲς στὴν περιοχὴ τῆς Θεσσαλονίκης, καὶ θανατώθηκαν. Μὲ βάση αὐτὸ τὸ χρονικὸ δεδομένο, ὁ θάνατος τοῦ Ὁσίου Νικοδήμου συνέβη λίγο πρὶν τὸ 1308 καὶ τὸ πιὸ πιθανὸ μεταξὺ τοῦ 1305 καὶ τοῦ 1307.
Στὸν χῶρο ὅπου ἐνταφιάσθηκε τὸ σκήνωμα τοῦ Ὁσίου Νικοδήμου εὑρέθηκαν μετὰ ἀπὸ μερικὰ χρόνια κάποιοι Θεσσαλονικεῖς, οἱ ὁποῖοι ἐντυπωσιάσθηκαν ἀπὸ τὴν εὐωδία ποὺ ἀνέδιδε. ῎Ετσι εὑ-ρέθηκε τὸ λείψανο τοῦ ῾Οσίου καὶ μάλιστα ἀναλλοίωτο καὶ ἀκέραι-ο. Τὸ γεγονὸς ἐμαθεύτηκε στὴν Θεσσαλονίκη καὶ ἔφθασε ὡς τὸν αὐ-τοκράτορα ᾿Ανδρόνικο Β¢ Παλαιολόγο. Ἐδόθηκε ἡ ἐντολὴ νὰ γίνει ἡ ἀνακομιδὴ τοῦ τιμίου λειψάνου, ἐνῶ μὲ παρέμβαση τοῦ ἴδιου τοῦ αὐτοκράτορος ξεκίνησε ἡ ἀνέγερση ἐκκλησίας πρὸς τιμὴν τοῦ Ὁσίου Νικοδήμου, ὅπου ἐτοποθετήθηκε τὸ λείψανό του. ῾Η ἀναφο-ρὰ στὸν αὐτοκράτορα εἶναι δικαιολογημένη, ἐὰν λάβουμε ὑπόψη, ὅτι ὁ τότε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νήφων Α¢ (1310-1314) ἦταν Βεροιώτης στὴν καταγωγὴ καὶ εἶχε ἀνεγείρει καὶ τὸν ναὸ τῶν ἁγίων ᾿Αποστόλων ἐντὸς τῆς πόλεως καὶ συνεπῶς ἐγνώριζε τὰ ὅσα συνέ-βαιναν στὴν Θεσσαλονίκη λόγω τῆς στενῆς σχέσεώς του μ᾿ αὐ-τή. ᾿Επίσης, ἡ σύζυγος τοῦ αὐτοκράτορος, Εἰρήνη, ποὺ ἔμενε συχνὰ στὴν Θεσσαλονίκη καὶ ἐνδιαφερόταν γιὰ τὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγ-ματα τῆς πόλεως, ἴσως στάθηκε ἡ αἰτία νὰ πληροφορηθεῖ ἀπὸ τόσο κοντὰ τὸ γεγονὸς ὁ ᾿Ανδρόνικος Β¢.῾Η ἐκκλησία πρὸς τιμὴν τοῦ Ὁσίου Νικοδήμου πρέπει νὰ ἐκτί-σθηκε λίγα χρόνια μετὰ τὴν κοίμησή του. Εἶναι σαφὲς ὅτι τόσο ὁ τάφος ὅσο καὶ ὁ ναὸς ποὺ στὴν συνέχεια ἐκτίσθηκε πρὸς τιμήν του εὑρίσκονταν ἔξω καὶ κοντὰ στὴν μονὴ Φιλοκάλλους, καὶ ὄχι ἐντὸς αὐτῆς. ῾Η μονὴ Φιλοκάλλους καὶ ἡ ἐκκλησία τοῦ Ὁσίου Νικοδήμου εὑρίσκονταν ἐκτὸς τῆς πόλεως, σὲ ἐξοχικὴ τοποθεσία, ἴσως κοντὰ στὰ τείχη, σὲ κάποια ἔξοδό της. Στὴν τελετὴ τῆς μετακομιδῆς τῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου Νικοδήμου παρευρέθηκε καὶ ὁ ἀρχιερέας τῆς πόλεως, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα δὲν καθίσταται γνωστὸ ἀπὸ τὸ ῾Υπόμνημα.
῾Ο Βίος τοῦ Ὁσίου Νικοδήμου κλείνει μὲ τὴν ἀναφορὰ κά-ποιων θαυμάτων ποὺ ἐπιτέλεσε ὁ ῞Οσιος σὲ πιστοὺς ποὺ προσῆλθαν γιὰ νὰ τὸν προσκυνήσουν καὶ νὰ θεραπευτοῦν.
῾Η μνήμη τοῦ Ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Νέου δὲν ἀναγράφεται σὲ κανένα ἀπὸ τὰ Συναξάρια, καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν ὑπάρχει ἡμερο-μηνία στὸ ἐκκλησιαστικὸ ἑορτολόγιο ἀφιερωμένη στὴ μνήμη του.
῾Η πρώτη γνωστὴ χρονολογημένη τοιχογραφία, ποὺ ἀπεικο-νίζει τὸν Ὅσιο Νικόδημο τὸν Νέο, βρίσκεται στὸ καθολικὸ τῆς ῾Ι. Μονῆς Χιλανδαρίου τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους. ῾Ο ῞Οσιος εἰκονίζεται ὡς τὴ μέση, φέρει τὸ μοναχικὸ σχῆμα, εἶναι ἀσκεπής, μὲ κοντὰ μαλλιά, ὀξὺ γένι, ὑψηλὸ μέτωπο καὶ εἶναι μεσήλικας. ῾Η ὕπαρξη τοῦ Ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Νέου στὴν θεματογραφία τῆς ἁγιογράφησης τοῦ καθολικοῦ τῆς Μονῆς δικαιολογεῖται ἀπόλυτα ἐὰν δεχθοῦμε ὅτι ὁ ἁγιογράφος ἦταν ἢ ὁ Καλλιέργης, γνωστὸς καὶ ἀπὸ τὶς ἁγιογραφήσεις του σὲ ναοὺς τῆς Βέροιας καὶ τῆς Θεσσαλονίκης, ἢ αὐτὸς ποὺ ἁγιογράφησε τὸν ἅγιο Νικόλαο τὸν ᾿Ορφανὸ στὴ Θεσσαλονίκη καὶ κατὰ συνέπεια γνώριζε γιὰ τὴν ὕπαρξη καὶ τὸ βίον τοῦ ῾Οσίου, καθὼς καὶ ἀπὸ τὴν στενὴ σχέση τῆς μονῆς Φιλοκάλλους μὲ τὴν μονὴ Χιλανδαρίου καὶ τοὺς Σέρβους αὐτοκράτορες.
† Τῆ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Νείλου τοῦ Καβάσιλα, ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης. ῾Ο Ἅγιος Νεῖλος ἦταν γόνος μιᾶς ἀπὸ τὶς πιὸ γνωστὲς ἀριστοκρατικὲς οἰκογένειες τῆς Θεσσαλονίκης, τῶν Καβασιλῶν. Ἐγεν-νήθηκε λίγο πρὶν τὸ 1300 καὶ τὸ βαπτιστικό του ὄνομα ἦταν Νικό-λαος. Γιὰ τοὺς γονεῖς του δὲν γνωρίζουμε κάτι συγκεκριμένο· μπο-ροῦμε ὅμως νὰ συμπεράνουμε ὅτι καταγόταν ἀπὸ μία οἰκογένεια μὲ βαθειὰ εὐσέβεια. Αὐτὴ ἡ οἰκογένεια ἔδωσε καὶ ἄλλους εὔχυμους καὶ ἁγιασμένους καρποὺς στὴν ᾿Εκκλησία. ῾Η ἀδελφή του ἐτελείωσε τὴ ζωή της στὴ μονὴ τῆς ἁγίας Θεοδώρας στὴν Θεσσαλονίκη. ῎Ισως δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ ἀνεψιὸς τοῦ ἁγίου Νείλου ἔλαβε τὸ βαπτιστικὸ ὄνομα τοῦ θείου του· πρόκειται γιὰ τὸν γνωστὸ θεολόγο καὶ διδά-σκαλο τοῦ ιδ΄ αἰώνα Ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα τὸν Χαμαετό.
᾿Απὸ τὴν νεανική του ἡλικία ἦταν ἐγκρατὴς καὶ ἀσκητικός. Εἶναι γνωστὴ ἡ μαρτυρία τοῦ Νικηφόρου Γρηγορᾶ γιὰ τὴν «διὰ βίου βαθεῖαν ἐγκράτειαν καὶ ἀκτημοσύνην» (Ρωμαϊκὴ ῾Ιστορία 22,4) ἀρετὲς ποὺ καλλιέργησε ἀπὸ μικρὸ παιδί. ᾿Απὸ νεαρὸς ἀκόμη καλλιέργησε τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀφάνεια, ἡ ὁποία τὸν ἐχαρα-κτήριζε σὲ ὅλη του τὴν ζωή. Μεγάλωσε σὲ μία ἐποχὴ ἀκμῆς τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων καὶ τῶν ἐπιστημῶν, ὅταν ἡ Θεσσαλονίκη ἦταν ἰδιαίτερα φημισμένη γιὰ τοὺς λογίους της. Πολλοὶ ρήτορες, φιλόσοφοι, γραμματικοὶ καὶ καλλιτέχνες συνέρρεαν στὴν πόλη. Ἐδιδάσκονταν ἡ φιλοσοφία, ἡ ρητορική, τὰ μαθηματικά, ἡ ἰατρική, ἡ νομική. Στὴν Θεσσαλονίκη ἐπίσης συνέρρεε καὶ πλῆθος μοναχῶν, καθὼς ἐκτὸς ἀπὸ τὸν μεγάλο ἀριθμὸ τῶν μοναστηριῶν ποὺ περι-έκλειε, ἀποτελοῦσε συγχρόνως καὶ πέρασμα πρὸς τὴν μοναστικὴ πολιτεία τοῦ ῎Αθωνα. ᾿Εκεῖ ἐδιδάχθηκε καὶ τὴν κορωνίδα τῶν ἐπι-στημῶν, τὴν θεολογία, ἀπὸ γνῶστες τόσο τῆς θεωρίας ὅσο καὶ τῆς πράξεως. ῎Ετσι λοιπὸν ὁ νεαρὸς Νικόλαος ἐμεγάλωσε μέσα σ᾿ ἕνα πλούσιο πνευματικὸ περιβάλλον, πλάϊ στὸν Θωμᾶ Μάγιστρο, τὸν Μάξιμο Πλανούδη, τὸν Δημήτριο Τρικλίνιο, τὸν Ματθαῖο Βλά-σταρη, τὸν Γρηγόριο Παλαμᾶ, τὸν Φιλόθεο Κόκκινο καὶ πλῆθος ἄλ-λων προσωπικοτήτων γνωστῶν καὶ ἀγνώστων.
Φαίνεται ὅτι ὁ νεαρὸς Νικόλαος εἶχε μεγάλη κλίση στὰ γράμ-ματα καὶ ἀγάπη πρὸς τοὺς νέους τῆς ἐποχῆς του, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀφιέ-ρωσε τὴν ζωή του στὸν διδασκαλικὸ στίβο. Τὸ ἐπάγγελμά του ἦταν καθηγητὴς τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων καὶ ἐπιστημῶν. Ἐδίδαξε ὄχι μόνο τὴν ρητορική, τὴν φιλοσοφία, τὴν ἀστρονομία καὶ τὶς ἄλλες ἐπιστῆμες, ἀλλὰ καὶ τὴν θεολογία, τόσο μὲ λόγους ὅσο καὶ μὲ ἔργα. ῏Ηταν ἕνα πνεῦμα εὐρὺ καὶ δυνατό. Συνδεόταν μὲ τὸν ᾿Ιωάννη Καλέκα ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ ἦταν ἀκόμη μητροπολίτης Θεσσαλονίκης καὶ πιθανῶς τὸν ἀκολούθησε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅταν ἐκλέχ-θηκε Πατριάρχης τὸ 1334. Συνδεόταν ἐπίσης μὲ τὸν Βαρλαὰμ καὶ εἶχε προσωπικὴ φιλία μὲ τὸν Γρηγορᾶ. ᾿Ανῆκε στὴν ἀφρόκρεμα τῆς δια-νόησης τῆς ἐποχῆς του. ῾Ωστόσο, ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα τῆς δοκιμασίας συ-νειδητὰ θυσίασε τὶς φιλίες του γιὰ χάρη τῆς ἀλήθειας.᾿Απὸ τὸ 1334 μέχρι τὸ 1339 ἐδίδαξε στὴν Κωνσταντινούπολη. Στὴν συνέχεια ἐπέστρεψε στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του καὶ τὸν ξανα-βρίσκουμε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1343. ῎Ισως αὐτὴ ἡ μετάβασή του στὴν Θεσσαλονίκη δὲν εἶναι ἄσχετη μὲ τὴν ἐπανάσταση τῶν Ζηλωτῶν ποὺ εἶχε ἐκδηλωθεῖ τὴν ἐποχὴ αὐτή. ᾿Απὸ τὸ 1343 μέχρι τὴν ἐκλογή του στὴν Μητρόπολη Θεσσαλονίκης τὸ 1361, παρέμεινε στὴν πρωτεύουσα ὡς καθηγητής, ἀσχολούμενος παράλληλα μὲ τὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα. Μεταξὺ τῶν πιὸ λαμπρῶν μαθητῶν του συγκαταλέγονται ὁ ἀνεψιός του Νικόλαος καὶ ὁ Δημήτριος Κυδώ-νης. ῾Ο ἀνεψιὸς Νικόλαος Καβάσιλας σὲ ἐπιστολὴ πρὸς τὸν πατέρα του μαρτυρεῖ τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν θεῖο του καὶ τὰ γράμματα, ἡ ὁποία τὸν ἀνάγκασε νὰ ξενητευθεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη σὲ ἡλι-κία 15 ἐτῶν. ῾Ο σύνδεσμος θείου καὶ ἀνεψιοῦ συνεχίσθηκε καὶ ἀρ-γότερα. ῞Οταν ὁ νεαρὸς Νικόλαος ὡς φοιτητὴς ἔγραψε ἕνα ἐγκώμιο στὸν Ἅγιο Δημήτριο καὶ κατηγορήθηκε γιατὶ παρομοίασε τὸν ἅγιο Δημήτριο μὲ τὸν ἅγιο ᾿Ιωάννη τὸν Βαπτιστή, τότε ὁ Νεῖλος τοῦ ἔστει-λε ἐπιστολὴ ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη ὅπου εὑρισκόταν (1341) γιὰ νὰ τὸν ὑπερασπισθεῖ καὶ νὰ τὸν ἐνθαρρύνει. ῾Η ἀγάπη, ἐκτίμηση καὶ εὐγνωμοσύνη τοῦ ἀνεψιοῦ καὶ μαθητοῦ Νικολάου πρὸς τὸν θεῖο του διατηρήθηκε καὶ μετὰ τὴν ἐκδημία τοῦ τελευταίου, ὅταν ἀνέλαβε προσωπικὰ τὴν ἔκδοση καὶ διάδοση σὲ ἀξιοθαύμαστο ἀριθμὸ χειρο-γράφων (σώζονται περίπου 20 τοῦ ιδ¢ αἰώνα) τῶν συγγραμμάτων τοῦ θείου του Νείλου. Τοῦτο γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὴν «Προθεωρία», ἕνα ἔργο εἰσαγωγικὸ στὰ ἔργα τοῦ Νείλου ποὺ ἔγραψε ὁ Νικόλαος (ἐκδ. P.G. 149, 677-680 καὶ Δημητρακόπουλος ᾿Ανδρ., ᾿Ορθόδοξος ῾Ελλάς, σσ. 78-80).
Γιὰ τὴν προσωπικότητα τοῦ Νείλου Καβάσιλα μαρτυρεῖ καὶ ὁ ἄλλος του μαθητὴς καὶ ἀργότερα ἀντίπαλός του Δημήτριος Κυδώ-νης: «ἦταν ἕνας ἄνδρας ἀληθινὰ πολὺ διαφορετικὸς ἀπὸ ἐμᾆς τοὺς ὑπολοίπους· στὴ σοφία δὲν ὑπῆρχε δεύτερος καὶ τὸ ἦθος του ἦταν ἀντάξιο μὲ τὴ φιλοσοφία καὶ ἔχαιρε, ὅπως ἦταν φυσικό, γενικῆς ἐκτιμήσεως καὶ ἀναγνωρίσεως. ῏Ηταν ἄνθρωπος ἀγάπης καὶ ἡ δι-δασκαλία του συνδυαζόταν μὲ τὴ φιλία καὶ τὸ σεβασμό. ᾿Αγαποῦσε τὴν ἡσυχία καὶ μὲ σύνεση ἀπέφευγε ὅσο μποροῦσε τὶς ἔριδες καὶ τὴν ταραχή, συμβουλεύοντας: «ὁρᾷς δὲ καὶ αὐτὸς ὡς οὐκ ἀσφαλὲς εἴη πρὸς βασιλέας καὶ πατριάρχας καὶ δῆμον ἐρίζειν» (Δ. Κυδώνη, ᾿Απολογία, ἔκδ. Mercati, Notizie, σσ. 390-392). Καὶ ἀλλοῦ ὁ ἴδιος τὸν χαρακτηρίζει: «φίλον τε ἐμόν… καὶ διδάσκαλον» (Vat. gr. 614, φ. 110).
῾Ο Νεῖλος Καβάσιλας ἦταν μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες προσωπι-κότητες τῆς ἐποχῆς του, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὶς πιὸ ἀφανεῖς καὶ κρυμμε-νες. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι σὲ περιόδους ταραχῶν καὶ ἀντιπαρα-θέσεων ἔχαιρε γενικῆς ἐκτιμήσεως καὶ ἀναγνωρίσεως ὄχι μόνο γιὰ τὴν κατὰ κόσμο σοφία του ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ ἐκκλησιαστικό του ἦθος καὶ τὴν θεολογική του κατάρτιση. ῾Ορισμένες μικρὲς λεπτομέρειες ποὺ συναντοῦμε διάσπαρτες, ἂν ἀνασυντεθοῦν θὰ μπορέσουν ἴσως νὰ μᾶς δώσουν μία μικρὴ εἰκόνα περὶ τῆς προσωπικότητας καὶ ἁγιότητας τοῦ ἱεροῦ πατρός. Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1342, ὅταν ἡ ἡσυ-χαστικὴ διαμάχη εἶχε ἤδη ἐνταθεῖ, ὁ Νεῖλος (τότε ἀκόμη Νικόλαος) ἔγινε ἀποδέκτης δύο ἐπιστολῶν, προερχομένων ἀπὸ τὶς ἀντιμαχό-μενες παρατάξεις. Εἶναι γνωστὸ τὸ σύγγραμμα τοῦ Δαβὶδ Δισυπά-του «Περὶ τῶν τοῦ Βαρλαὰμ καὶ ᾿Ακινδύνου βλασφημιῶν ἀποστα-λεὶς πρὸς τὸν Καβάσιλαν κῦριν Νικόλαον», καθὼς καὶ ἡ ἀνάλογη ἐπιστολὴ τοῦ ᾿Ακινδύνου. Στὰ κείμενα αὐτὰ ὁ Καβάσιλας παρου-σιάζεται ὡς ἕνας ἄνθρωπος μὲ εὐρεία φήμη, κῦρος καὶ ἐπιρροὴ ἐντὸς τῶν ἐκκλησιαστικῶν κύκλων, ἀναγνωρίζεται ἡ μεγάλη μόρφω-ση καὶ ἰδιοφυΐα του, γι᾿ αὐτὸ καὶ καλεῖται νὰ λάβει θέση πρὸς ὑπεράσπιση τῆς ἀλήθειας.
῾Ο Νεῖλος Καβάσιλας στὴν ἡσυχαστικὴ ἔριδα δὲν ἔμεινε ἀμέ-τοχος. Πῆρε ἐνεργὰ τὸ μέρος τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ συνεργάσθηκε μὲ τὸν Ἅγιο Φιλόθεο Κόκκινο γιὰ τὴν σύνταξη τοῦ Τόμου τοῦ 1351. Συγκεκριμένα, ἀπὸ αὐτόγραφες σημειώσεις τοῦ Νείλου φαίνεται ὅτι συμμετεῖχε στὴν σύνταξη ἑνὸς ἀνθολογίου περὶ θείας οὐσίας καὶ ἐνεργείας. ᾿Εξάλλου τὸ ἔργο του «Λόγος σύντομος πρὸς τὴν κακῶς ἐκλαμβανομένην φωνὴν παρὰ τῶν αἱρετικῶν ἀκινδυνιανῶν τοῦ θείου Γρηγορίου λέγοντος τοῦ Νύσσης: ῾῾ἄκτιστον δὲ πλὴν τῆς θείας φύσεως οὐδέν᾿᾿ καὶ ὅτι οὐχ ἡ τοῦ Θεοῦ φύσις ἄκτιστος μόνη, ἀλλὰ σὺν αὐτῇ καὶ τὰ φυσικὰ αὐτοῦ ἰδιώματα», ἐντάσσεται στὸ ἴδιο πλαίσιο τῶν ἐργασιῶν τῆς συνόδου τοῦ 1351.
Μετὰ τὴν Σύνοδο τοῦ 1351 καὶ τὸν θρίαμβο τῆς θεολογίας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁ Νικηφόρος Γρηγορᾶς εὑρέθηκε ἔγκλειστος στὴν μονὴ τῆς Χώρας. Τότε ἀρκετοὶ ἦταν αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι προσπάθησαν νὰ τὸν μεταπείσουν νὰ δεχθεῖ τὶς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου. Τὸ Πατριαρχεῖο ἀναζήτησε ἕνα καταρτισμένο θεολό-γο μὲ κῦρος καὶ εὐρύτερη ἀποδοχή, ὁ ὁποῖος θὰ μποροῦσε νὰ βγά-λει τὸν Γρηγορᾶ ἀπὸ τὴν δεινὴ θέση στὴν ὁποία εἶχε περιέλθει. Τότε λοιπὸν ὁ αὐτοκράτορας ᾿Ιωάννης Καντακουζηνὸς καὶ ὁ Πατριάρχης Κάλλιστος ἐπέλεξαν καὶ ἔστειλαν τὸν Νεῖλο Καβάσιλα. ᾿Απὸ τὰ περιγραφόμενα στὴν ῾Ιστορία τοῦ Γρηγορᾶ φαίνεται ὅτι ὁ συνομι-λητὴς ἦταν φίλος του ἀπὸ παλιὰ καὶ εἶχε ἰδιαίτερα μεγάλο κῦρος καὶ ἐπιρροή· μάλιστα ὁ Γρηγορᾶς ἔδωσε τόσο μεγάλη σημασία στὴν μεταξύ τους συνομιλία, ὥστε τῆς ἀφιέρωσε δύο βιβλία τῆς ῾Ιστορίας του. ῾Ο Γρηγορᾶς θρηνεῖ γιατὶ καὶ ὁ φίλος του «παρασύρθηκε» ἀπὸ τὴν διδασκαλία τοῦ Παλαμᾶ. Συγκεκριμένα, ἀναφερόμενος σὲ αὐ-τοὺς ποὺ προσχώρησαν στὴν διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Πα-λαμᾶ ἀναφέρει γιὰ τὸν ἅγιο Νεῖλο τὰ ἑξῆς: «Τούτων εἷς μοι καὶ ὁ καλὸς ἐγεγόνει Καβάσιλας, τῶν φίλων ὁ βέλτιστος, πρᾆγμα πρὶν γενέσθαι μηδ᾿ εἰς ἐνθύμησιν ἧκον· ὃ καὶ σφόδρα τοι κομιδῆ τεθαύ-μακα καὶ θαυμάζων οὐ παύομαι, πρός τε τὸ βαθὺ γῆρας ἀποβλέπων τ᾿ ἀνδρὸς καὶ τὴν διὰ βίου βαθεῖαν ἐγκράτειαν καὶ ἀκτημοσύνην». Εἶναι ἐπίσης χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ Γρηγορᾶς δὲν ἀναφέρει τὸ μικρὸ ὄνομα τοῦ Καβάσιλα· ἦταν φαίνεται ἀρκετὰ γνωστὸς γιὰ τὸ θεο-λογικό του κῦρος ὥστε νὰ μὴν χρειασθεῖ νὰ τὸ ἀναφέρει. ῾Ο Νεῖλος λοιπὸν ἐργάσθηκε δραστήρια, ἂν καὶ ἀφανῶς, γιὰ τὴν ἑδραίωση τῶν ἀποφάσεων τῆς Συνόδου τοῦ 1351.
Σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στὴν κατοπινὴ τύχη τοῦ Γρηγορᾶ φαίνεται ὅτι ὁ Νεῖλος ἔπαιξε ἀποφασιστικὸ ρόλο στὴν καταδίκη του. Μπροστὰ στὴν ὑπεράσπιση τῆς Ὀρθοδοξίας δὲν ὑπελόγισε προσωπικὲς φιλίες ὅσο ἀγαθὲς καὶ βαθειὲς καὶ ἂν ἦταν. ᾿Εναντίον τοῦ Γρηγορᾶ ἔγραψε 2 ἔργα. Τὸ πρῶτο μὲ τίτλο «Κατὰ τῶν τοῦ Γρηγορᾶ ληρημμάτων» γράφτηκε μετὰ τὴν συζήτηση τοῦ Γρηγορᾶ μὲ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ στὰ ἀνάκτορα τὸ 1355 (ἐκδόθηκε ὡς ἔργο τοῦ ἀνεψιοῦ του Νικολάου). ῾Ο Γρηγορᾶς ἔγραψε ἐπιστολὲς πρὸς τοὺς Θεσσαλονικεῖς κατηγορώντας τὸν ἐπίσκοπό τους καὶ ὁ Νεῖλος, ὡς λαϊκὸς ἀκόμη, μὲ τὸ ὄνομα Νικόλαος, τοῦ ἀπάντησε, βρίσκοντας τὴν εὐκαιρία νὰ ἐκφράσει καὶ δημοσίως τὴν ἀγάπη καὶ τὸν θαυμασμό του πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ. ᾿Απὸ τὸ ἴδιο ἐξάλλου ἔργο φαίνεται ἡ προσωπική τους φιλία ποὺ διατηροῦσαν ἀπὸ παλαιά. Τὸ δεύτερο ἔργο τοῦ Νείλου κατὰ τοῦ Γρηγορᾶ εἶναι τὸ «Πρὸς τὸν φιλόσοφον Γρηγορᾶν ἀντίγραμμα», τὸ ὁποῖο ἔγραψε πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, ἴσως κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἀρχιερατείας του στὴ Θεσσαλονίκη, κατόπιν ἐντολῆς τῆς Συνόδου. Μὲ αὐτὸ τὸ ἔργο συν-δέεται καὶ ἡ καταδίκη τοῦ Γρηγορᾶ στὴν Θεσσαλονίκη, καθὼς καὶ τὸ κείμενο τοῦ ἀναθεματισμοῦ, τὸ ὁποῖο ἐγράφη πιθανῶς ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Καβάσιλα.
῾Η φήμη τοῦ Νείλου ἦταν τόσο μεγάλη ὥστε τὸ 1353, μετὰ τὴν παραίτηση τοῦ Πατριάρχη Καλλίστου Α΄, προτάθηκε στὸ τριπρό-σωπο γιὰ τὴν πλήρωση τῆς ἕδρας τοῦ Πατριάρχου μαζὶ μὲ τὸν Φιλόθεο Κόκκινο, μητροπολίτη ῾Ηρακλείας, καὶ τὸν Μακάριο Χρυ-σοκέφαλο, μητροπολίτη Φιλαδελφείας· καὶ οἱ τρεῖς προτεινόμενοι ἦταν ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες ἐκκλησιαστικὲς φυσιογνωμίες τῆς ἐποχῆς τους. Μάλιστα τὸ γεγονὸς ὅτι ἦταν «ἔτι ἰδιώτης», δηλαδὴ λαϊκός, ὅταν ἀκόμη ὀνομαζόταν Νικόλαος, μαρτυρεῖ τὸ μεγάλο κῦρος καὶ τὴν γενικὴ ἐκτίμηση ποὺ ἔχαιρε.
Ἡ βίαιη στροφὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς πολιτικῆς μετὰ τὴν ἄνο-δο στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο τοῦ ᾿Ιωάννου Ε΄ Παλαιολόγου καὶ ἡ λατινικὴ προπαγάνδα στὴν Κωνσταντινούπολη συνετέλεσαν ὥστε νὰ καταπιασθεῖ μὲ τὸ πρόβλημα τῶν σχέσεων τῶν δύο ᾿Εκκλησιῶν «τῆς τε παλαιᾶς καὶ νέας ῾Ρώμης» καὶ συγκεκριμένα μὲ τὸ θέμα τοῦ πρωτείου τοῦ Πάπα καὶ τὴν προσθήκη στὸ σύμβολο τῆς Πίστεως περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ (Filioque). Εἶναι πιθανὸ ὅτι συμμετεῖχε στὶς συζητήσεις στὴν Κωνσταντι-νούπολη ποὺ ἔγιναν μὲ ἀφορμὴ τὶς ἐπισκέψεις τοῦ λατίνου ἀρχιε-πισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Παύλου τὸ 1355 καὶ τοῦ ἐπισκό-που Πάττης Πέτρου-Θωμᾶ τὸ 1357. Φαίνεται ἐπίσης ὅτι ἐνδιαφέρ-θηκε γιὰ τὴν θεολογία τῶν λατίνων, καὶ ἦταν ἀπὸ τοὺς πρώτους ποὺ ἐνδιαφέρθηκαν γιὰ τὰ ἔργα τοῦ Θωμᾶ ᾿Ακινάτη, τὰ ὁποῖα με-ταφράσθηκαν ἀργότερα ἀπὸ τὸ μαθητή του Δημήτριο Κυδώνη.
Στὶς 14 Νοεμβρίου τοῦ ἔτους 1359 ἐκοιμήθηκε ὁ ἀπὸ ζῶν ἀκόμη τιμώμενος ὡς Ἅγιος, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γρηγόριος Παλαμᾶς. Ποιός θὰ ἦταν ἄξιος νὰ διαδεχθεῖ στὸ θρόνο τὸν μέγιστο ἐκεῖνο Ἱεράρχη; Τὸ ὅτι τελικὰ ἐπελέγη ὁ Νεῖλος, παρὰ τὸ προχω-ρημένο τῆς ἡλικίας του καὶ τὸ ἀσθενὲς τῆς ὑγείας του, καὶ τὸ γεγο-νὸς ὅτι ἦταν λαϊκός, μαρτυρεῖ πολλά. Καὶ ἐνδεικτικὸ τῆς μεγάλης του ταπεινώσεως εἶναι ὅτι δὲν μπόρεσε νὰ πάει στὴν Θεσσαλονίκη ὡς μητροπολίτης παρὰ μόνο μετὰ τὴν παρέλευση δύο ἐτῶν ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ Γρηγορίου. ῾Η ἀρχιερατεία του ἦταν σύντομη· μόλις ἑνάμιση χρόνο ἔμεινε στὴν Θεσσαλονίκη, διότι στὶς ἀρχὲς τοῦ 1363 (ἴσως τὸ Μάρτιο) ἀπέθανε. ῾Ως ἀρχιεπίσκοπος τῆς πόλεως ἐπελήφθη τοῦ θέματος τῆς καταδίκης τοῦ Γρηγορᾶ, τὴν ὁποία καὶ ἐπραγμα-τοποίησε.
Οἱ σύγχρονες μαρτυρίες γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ Νείλου εἶναι ἀρκετὲς καὶ σημαντικές. Τὸ Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας τὸν μνημο-νεύει εὐφήμως μετὰ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο μὲ τρόπο ποὺ νὰ μὴν ἀφήνει καμμία ἀμφιβολία: «Νείλου τοῦ ἁγιωτάτου ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, τοῦ λόγοις ἅμα καὶ ἔργοις καὶ θείοις συγγράμμασιν ἀγωνισαμένου ὑπὲρ τῆς ᾿Εκκλησίας Χριστοῦ καὶ τὴν τοῦ Βαρλαὰμ καὶ ᾿Ακινδύνου κενοφωνίαν θεοσόφοις λόγοις καὶ ἀποδείξεσιν ἀναντιρρήτοις καταισχύναντός τε καὶ διελέγξαντος, αἰωνία ἡ μνή-μη» (ἔκδ. Gouillard, ΤΜ 2 [1967] 89).
Ὡστόσο ὑπάρχουν καὶ ἄλλες μαρτυρίες, μικρότερης ἴσως σπου-δαιότητας, ἀλλὰ σημαντικὲς γιὰ νὰ ἀναφερθοῦν. Στὸν βατικανὸ Κώδικα 1365, στὸ φ. 384n σὲ ἕνα ἔργο γεωμετρίας, ὑπάρχει ἡ ἑξῆς σημείωση γραμμένη ἀπὸ χέρι σύγχρονο τοῦ Νείλου, λίγο μετὰ τὸν θάνατό του: «ἡ παροῦσα προσθήκη μεταγενέστερον ἐγράφη· ποίημα δ᾿ ἐστι τοῦ μακαριωτάτου μητροπολίτου Θεσσαλονίκης ἐκείνου κυροῦ Νείλου τοῦ Καβάσιλα σοφίᾳ διενεγκόντος τοὺς κατ᾿ αὐτὸν ἅπαντας οὐ τῇ ῾Ελληνικῇ λέγω μόνον ἀλλὰ καὶ τῇ πολλῷ κρείτονι τῇ διὰ τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν τοῦ Σωτῆρος». ῾Ο Νεῖλος ὑπῆρξε ὄχι μόνο πρότυπο τῆς θύραθεν σοφίας, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο πρότυπο καὶ ζωντανὸ κήρυγμα ἐφαρμογῆς στὴν ζωή του τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. ῾Η ἁγιότητα τοῦ Νείλου μαρτυρεῖται καὶ ἀπὸ τὴν χειρό-γραφη παράδοση τῶν ἔργων του. Π.χ.: «Τοῦ ἁγίου πατρὸς ἡμῶν Νεί-λου τοῦ Θεσσαλονίκης, λόγος σύντομος..»”. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ συγκεκριμένος τίτλος εὑρίσκεται σὲ χειρόγραφα τοῦ 14ου αἰῶνος, λίγα μόλις χρόνια μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου.Τέλος, παραθέτουμε τὸ ἐπιτύμβιο ἐπίγραμμα ποὺ συνέταξε ὁ ἀφοσιωμένος σ᾿ αὐτὸν ἀνεψιός του Νικόλαος Καβάσιλας:
εὐσεβέες, βοόωσί τε ἣν ποθέοντες ἀοιδήν.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Γαβριήλ, ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης.Ὁ Ἅγιος Γαβριήλ ἐγεννήθηκε στήν Θεσσαλονίκη περί τό ἔτος 1345 ἀπό εὐσεβεῖς καί ἐνάρετους γονεῖς. Ὁ πατέρας του μάλιστα ἦταν ἱερέας. Πολύ ἐνωρίς ὁ Ἅγιος ἐτέθηκε ὑπό τήν καθοδήγηση τοῦ Μακαρίου Χούμνου, ὁ ὁποῖος κατά τήν διάρκεια τῆς ἀρχιερατείας τοῦ Νείλου Καβάσιλα καί τοῦ Ἀντωνίου εἶχε καταστεῖ πνευματικός καθοδηγητής τῆς πόλεως καί εἶχε συγκεντρώσει γύρω του πολλούς νέους ἀφιερωμένους στήν διακονία τῆς ᾿Εκκλησίας, χάριν τῶν ὁποί-ων ἵδρυσε, περί τό 1365, τήν Νέα Μονή. Ὅταν ὁ Χοῦμνος ἐχρειά-σθηκε νά μεταβεῖ στήν Κωνσταντινούπολη, ἄφησε τήν εὐθύνη τῆς ἀποπερατώσεως τῆς μονῆς αὐτῆς στόν Γαβριήλ, πού ἦταν ἀκόμη νε-ώτατος.
Τό ἔτος 1383 ὁ Γαβριήλ μετέβη στήν Κωνσταντινούπολη. ῏Ηταν ἡ ἐποχή τῆς ἐνάρξεως τῆς πολιορκίας τῆς Θεσσαλονίκης ἀπό τούς Τούρκους καί οἱ πνευματικοί ἡγέτες ἀνήσυχοι μετέβαιναν ἐδῶ καί ἐκεῖ γιά ἀναζήτηση βοηθείας. Στήν Κωνσταντινούπολη ὁ Γαβριήλ ἀνέλαβε τήν ἡγουμενία τῆς Μονῆς τῆς Χώρας καί τήν ἐποπτεία ὅ-λων τῶν μοναστικῶν ἱδρυμάτων τῆς Πόλης. Ἰδιαιτέρως τόν ἐκτι-μοῦσε ὁ συναυτοκράτορας Μανουὴλ Β΄ ὁ Παλαιολόγος (1391-1425 μ.Χ.), πού τόν εἶχε γνωρίσει καλά κατά τήν διάρκεια τῆς μακρᾶς κυ-βερνητικῆς του θητείας στήν Θεσσαλονίκη, καί τοῦ ἐζητοῦσε τήν γνώμη γιά τά θεολογικά του δοκίμια.
Τό ἔτος 1389, ὁ Ἅγιος Γαβριήλ ἐξελέγη Μητροπολίτης Χαλκη-δόνος, θεωρητικά βέβαια, διότι ἡ Χαλκηδόνα κατεχόταν ἀπό τούς Τούρκους καί τό ποίμνιό της εἶχε διασκορπισθεῖ στήν Κωνσταντινούπολη καὶ ἄλλα μέρη. Τό ἔτος 1393 ἀπεστάλη μαζί μέ τόν Ἐπί-σκοπο Βεροίας Δανιὴλ ὡς ἔξαρχος στό Ἅγιον ῎Ορος, ὅπου προετοί-μασε τήν σύνταξη τοῦ Τυπικοῦ ᾿Αντωνίου. Τό ἔτος 1397 ἐπέστρεψε στήν γενέτειρά του, πού ἦταν τουρκοκρατούμενη πλέον, ἐνῶ ὁ Μη-τροπολίτης ᾿Ισίδωρος ἦταν ἑτοιμοθάνατος. Μέ πρόταση τοῦ ᾿Ισιδώ-ρου καί ἀπόφασή τοῦ Πατριαρχείου ἐκλέχθηκε μετά τόν θάνατό του κατά τό ἴδιο ἔτος διάδοχός του. ῾Ο πατριαρχικὸς ἔξαρχος στήν Θεσσαλονίκη Ναθαναήλ, ποὺ εἶχε διεκδικήσει γιά τόν ἑαυτό του τήν ἕδρα, τοῦ ἐδημιούργησε προβλήματα.
Ὁ Ἅγιος Γαβριήλ ἀρχιεράτευσε μέχρι τῆς κοιμήσεώς του, πού συνέβη τό ἔτος 1416.
Στό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας ἀναφέρεται σχετικά γιά τόν Ἅγιο Γαβριήλ:
«Γαβριήλ τοῦ ἐν μακαρίᾳ τῇ λήξει γενομένου ἁγιωτάτου ἀρχι-επισκόπου Θεσσαλονίκης, τοῦ σχεδόν ἐκ βρέφους τῷ Θεῷ ἀνατε-θειμένου κἄν τῇ μοναδικῇ πολιτείᾳ τά πρῶτα σχόντος, κἀντεῦθεν ὡς ἀρετῆς ἔπαθλον τήν προστασίαν τῆς πόλεως ταύτης ἀναδεξα-μένου, πολλοῖς τε ἔργοις καί ταῖς πρός τό θεῖον δεήσεσι ταύτην τη-ρήσαντος, καί πρός τοῖς ἄλλοις οἷς εἶχε πνευματικοῖς χαρίσμασι, πραότητι καί ἀγάπῃ κεκοσμημένου, καί τήν πατρικήν εὔνοιαν ἀεί πρός τά πνευματικά τέκνα ἐνδεικνυμένου, αἰωνία ἡ μνήμη».
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων Ὁσιομαρτύρων ΙΣΤ΄ Λαυριωτῶν, τῶν μαρτυρικῶς τελειωθέντων ἐν Θεσσαλονίκῃ.
Μοναδικὴ μνεία τοῦ μαρτυρίου τῶν 16 Ὁσιομαρτύρων πατέ-ρων τῆς μονῆς Μ. Λαύρας στὴν Θεσσαλονίκη, μετὰ τὴν ἔκρηξη τῆς ἐπαναστάσεως τοῦ 1821, ὑπάρχει σὲ ἐνθύμηση τοῦ Κώδικα 123 τῆς μονῆς Κασταμονίτου, ποὺ γράφτηκε τὸ 1845. Σύμφωνα μὲ αὐτήν, «τώρα ἐσχάτως, κατὰ τοὺς χιλίους ὀκτακοσίους εἴκοσι χρόνους, 1820, ἐπὶ Ἀπτοὺλ Ρωποὺτ ἡγεμόνος, εἰς τὴν ἐπανάστασιν τῆς ῾Ελ-λάδος,… ἐμαρτύρησαν καὶ εἰς τὴν Θεσσαλονίκην δεκαέξι, 16, τὸν ἀριθμὸν προεστῶτες τῆς Μεγ. Λαύρας, ἡγούμενοι καὶ προηγούμενοι».
Τὸ μαρτύριο τῶν δεκαέξι Λαυριωτῶν Ὁσιομαρτύρων ἐντάσσεται στὰ ἴδια ἱστορικὰ πλαίσια ποὺ περιγράφει ὁ Δοσίθεος Κωνσταμονίτης στὸ γνωστὸ ῾Υπόμνημά του καὶ ἑπομένως θὰ πρέπει νὰ χρο-νολογηθεῖ μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1821/2.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!