Πρωτ. Βασιλείου Καλλιακμάνη, Καθηγητοῦ Τμήματος Θεολογίας Α.Π.Θ.
Πρίν τρία χρόνια σαν σήμερα 16 Μαΐου 2014, ἐξεδήμησε πρός Κύριον ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Ἐλασσῶνος κυρός Βασίλειος (1953-2014). Ἡ ἀνάμνηση τῆς στιβαρῆς του προσωπικότητας, τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ του φρονήματος, τοῦ ἀσκητικοῦ του ἤθους καί τῆς θεοφιλοῦς εἰκοσαετοῦς σχεδόν ποιμαντορίας του ὡς ἐπισκόπου ἀποτελοῦν πηγή ἔμπνευσης, παρηγορίας καί ἐλπίδας γιά ὅσους τόν γνώρισαν καί ἔζησαν κοντά του. Ὁ θάνατος, τό μεγάλο αὐτό μυστήριο, ἀλλά καί ὁ πανδαμάτωρ χρόνος δέν μποροῦν νά ἐπιβάλουν τή λήθη καί τή λησμοσύνη γιά τόν ἱερό ἄνδρα. Ἐξάλλου ὁμιλοῦν τά ἔργα του, τά ὁποῖα κληροδότησε στήν Ἐκκλησία, τόν ἄξιο διάδοχό του καί τούς ἱκανούς συνεργάτες του καθώς καί στά πνευματικά του τέκνα.
Τό ἱερό του σκήνωμα ἀναπαύεται στό κοιμητήριο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίας Τριάδος Σπαρμοῦ Ὀλύμπου, ὅπου οἱ πατέρες τῆς μονῆς διατηροῦν καντήλι ἄσβεστο καί μνημονεύουν καθημερινά γιά τήν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς του «ἐν χώρα ζώντων». Ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης γράφει, ὅτι ἡ ἀγάπη νικᾶ κι αὐτόν ἀκόμη τό θάνατο: «Ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι μεταβεβήκαμεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν, ὅτι ἀγαπῶμεν τούς ἀδελφούς· ὁ μή ἀγαπῶν τόν ἀδελφόν αὐτοῦ μένει ἐν τῶ θανάτῳ» (Α΄ Ιωάν. 3,14). Καί ἡ ἀγάπη αὐτή δέν ἀφορᾶ μόνο τούς ζῶντες ἀλλά καί τούς κεκοιμημένους. Γι’ αὐτό καί στήν Προσκομιδή τούς βγάζουμε μερίδα δίπλα στόν Χριστό, τήν Παναγία καί τούς ἁγίους καί τούς μνημονεύουμε καθημερινά στίς ἱερές ἀκολουθίες.
Ἄν ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι τό κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, καί τό «πνευματικό κέντρο τοῦ κόσμου», ὁ μακαριστός ἐπίσκοπος Βασίλειος λειτουργοῦσε τακτικότατα καί δέν ἄφηνε ἀλειτούργητους τούς ναούς καί τά ἀπόμερα ἐξωκκλήσια, μνημονεύοντας τό λαό τοῦ Θεοῦ τῆς Ἐπαρχίας του, ζώντας καί κεκοιμημένους. Ἡ ἀγάπη του γιά τή λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἦταν γνωστή ἀπό τά φοιτητικά μας χρόνια. Ἀγρυπνίες, τακτικές Θεῖες Λειτουργίες, ἑσπερινοί, ἀπόδειπνα ἦταν τά ἀγαπημένα του καταφύγια. Ἐνθυμοῦμαι ὅτι, τήν ἑπόμενη μέρα τῆς χειροτονίας του σέ Πρεσβύτερο, πού ἔγινε στόν Ἱερό Ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης ἀπό τόν μακαριστό Μητροπολίτη Ἐλασσῶνος Σεβαστιανό τήν Κυριακή τοῦ Τυφλοῦ τοῦ 1979, ἄρχισε τό Σαρανταλείτουργο πού τελοῦσε μέ ἰδιαίτερη λαχτάρα, προσοχή καί συγκίνηση στό Ναό τῆς Ὑπαπαντῆς, ὅπου εἶχε ὑπηρετήσει ὡς διάκονος. Ἀκόμη μοῦ ἔρχεται στό νοῦ, ἡ εὐκαιρία πού εἶχα χάρη σέ ἐκεῖνον τό Μάρτιο τοῦ 1976 νά ἐπισκεφθοῦμε μαζί στήν Καλύβη τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τόν ὅσιο Παΐσιο. Ἐπειδή τότε ὁ ὅσιος δέν ἦταν τόσο γνωστός, εἶχε χρόνο, καί μᾶς ἀφιέρωσε σχεδόν ἕνα πρωινό. Συγκλονιστική ἐμπειρία!
Ὁ μακαριστός Βασίλειος ἀγαποῦσε ἰδιαίτερα τό Ἅγιον Ὄρος καί τούς μοναχούς καί γνώριζε πολύ καλά τίς πνευματικές του φλέβες. Φιλομόναχος καί ἀσκητικός, ἀθόρυβος ἀλλά καί ἀποτελεσματικός, δραστήριος ἀλλά καί ἡσυχαστικός, ἀνυποχώρητος ἀλλά καί πατρικός συχνά ἀπόλυτος στίς θέσεις καί τίς ἀποφάσεις του τίμησε τούς ἀνθρώπους τῶν ἐνοριῶν πού διακόνησε εἴτε ὡς Ἱεροδιάκονος εἴτε ὡς Ἱερομόναχος. Ἄφησε μνήμη ἀγαθή ἀπό ὅπου πέρασε, ἀπό τόν Ἅγιο Βασίλειο Μετσόβου στήν Ἀθήνα μέχρι τόν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, τήν Ὑπαπαντή καί τόν Ἅγιο Θεράποντα Θεσσαλονίκης. Ὡς ἡγούμενος στήν Ἱερά Μονή Ἁγίας Θεοδώρας Θεσσαλονίκης καί προϊστάμενος τοῦ Ἁγίου Θεράποντος ἀνακαίνισε χώρους τῆς Μονῆς ἀλλά καί τοῦ ναοῦ, ὑπερβαίνοντας μέ τήν ἐπιμονή καί τήν ἀποφασιστικότητά του πλεῖστα ὅσα ἐμπόδια τῆς κρατικῆς γραφειοκρατίας.
Ὅμως, τό σημαντικότερο ἔργο ἐπιτελέσθηκε στή Μητρόπολη Ἐλασσῶνος. Ἐδῶ κλήθηκε καταρχήν ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος νά γίνει Σίμων Κυρηναῖος γιά τόν Γέροντα ἐπίσκοπο Σεβαστιανό, τόν ὁποῖο σεβάστηκε ἀπόλυτα, ὑπηρέτησε υἱικά καί σήκωσε τό βάρος τῶν γηρατειῶν του. Παράλληλα ἀνέπτυξε πλούσιο ποιμαντικό, κοινωνικό και ἀνακαινιστικό ἔργο. Ἐνῶ γιά πρώτη φορά λειτούργησαν στήν ἐπαρχία αὐτή ἐκκλησιαστικές παιδικές κατασκηνώσεις στόν Κοκκινοπηλό Ὀλύμπου, οἱ ὁποῖες σταμάτησαν τή λειτουργία τους, ὅταν ὁ χῶρος δόθηκε γιά τήν ἐγκατάσταση μεταναστῶν. Άλλά γιά τό ἔργο του ὡς μέλους τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί Μητροπολίτου Ἐλασσῶνος ἀναφέρθηκαν εὔστοχα ὅσοι μίλησαν κατά τήν Ἐξόδιο Ἀκολουθία του, ἀπό ὅπου σταχυολογοῦμε ὁρισμένα ἀποσπασμάτα.
«Διηκόνησε ἐνζήλως την Ἱερά Μητρόπολη Ἐλασσῶνος καί τήν Ἱερά Σύνοδο. Ὑπῆρξε διδάσκαλος καί οἰκονόμος, ποιμήν καί ὑπηρέτης τῶν ἀνθρώπων, ἔμπειρος πνευματικός πατήρ καί γνήσιος θεράπων. Πνευματικό κεφάλαιο ὄχι μόνο γιά τήν τοπική ἀλλά συνολικά γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Μεγάλη ὑπῆρξε ἡ συμβολή του στόν τομέα κεντρικῆς διοικήσεως. Συνέβαλε τά μέγιστα νά ὀρθοποδήσει καί νά μή ναυαγήσει ἡ Ἐκκλησία οἰκονομικά. Ἐπανέφερε τήν ἀσφάλεια μέ τίς ἐνέργειές του καί τήν ἐξισσοροπητική του παρουσία. Ὁ μακαριστός ἱεράρχης ἄφησε ἀνεξίτηλη τή σφραγίδα του στήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Εὔστροφος, ὀξύνους, μεστός καί ἀκέραιος ξεχωρίζει μετά τῶν ἐκλεκτῶν. Παίρνει ἀποφάσεις σέ καίρια ζητήματα. Πρωτοστατεῖ στις συνομιλίες τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν Πολιτεία. Ὁμιλεῖ ἀπό το βῆμα τῆς Βουλῆς ὡς ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας. Συμμετέχει σέ πολλές ἐκκλησιαστικές ἀποστολές στό ἐξωτερικό» ( Ἐπικήδειος Λόγος, Θεοφ. Ἐπισκόπου Διαυλείας κ. Γαβριήλ, Ἀρχιγραμματέως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, νῦν Μητροπολίτου Νέας Ἰωνίας καί Φιλαδελφείας, περ. Ἐκκλησία, Μάϊος 2014, σ. 320).
Εἶναι χαρακτηριστικό καί ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τόν Ἐπικήδειο λόγο τοῦ ἐπάξιου διαδόχου του Μητροπολίτου Ἐλασσῶνος κ. Χαρίτωνος: « Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας, μετά ἀπό δοκιμασία ἑνός καί πλέον ἔτους ἐπώδυνης ἀσθένειας, τήν ὁποία ὑπέμεινε μέ Ἰώβεια ὑπομονή καί καρτερία, «πορεύηται τήν μακαρίαν ὁδόν, ἵνα ἀναπαύσηται ἀπό τῶν κόπων αὐτοῦ». Καί μπορεῖ νά ἀνεχώρησε νωρίς, ἀλλά ἄφησε πίσω του ἔργο λαμπρό καί σπουδαῖο. Ἀφοῦ, ἀναδιοργάνωσε πλήρως τήν Ἱερά Μητρόπολη. Ἔκτισε, ἀναστήλωσε καί ἀνακαίνισε ναούς. Ἀνέδειξε τά χριστιανικά μνημεία της περιοχής καί στελέχωσε μέ εὐλογημένες ἀδελφότητες τά μοναστήρια. Ἔλεγε χαρακτηριστικά, ὅταν φρόντιζε γιά τήν ἀνόρθωση τῶν παραμελημένων ἱερῶν μονῶν: «Ἀς κάνουμε ἐμεῖς φωλιές καί τά πουλιά θά ἔλθουν!». Καί τό θαῦμα συντελοῦνταν, τά πουλιά ὄντως ἔρχονταν καί εὕρισκαν ἀνάπαυση στή σκέπη τοῦ ἐπισκόπου Βασιλείου. Ἐργαζόμενος νύκτα καί ἡμέρα φρόντιζε νά μή γίνεται βάρος σέ κανέναν, «πρός τό μή ἐπιβαρῆσαί τινα ἡμῶν» (Α΄Θεσ. 2,9) καί «ἵνα μή ἐγκοπήν τινα δώση τῶ Εὐαγγελίω τοῦ Χριστοῦ» (Α΄ Κορ. 9,12). Ζοῦσε γιά τόν Χριστό καί τήν Ἁγία του Ἐκκλησία. Ζοῦσε γιά τούς ἄλλους κι ὄχι γιά τόν ἑαυτό του. Ἀκόμη καί τόν σταυρό τῆς ἀσθένειας θέλησε νά τόν σηκώσει μόνος του. Ἐνῶ γνώριζε τά πάντα γι’ αὐτή, μᾶς παρηγοροῦσε, καθώς δέν ἤθελε νά λυπούμαστε».
Μέ ἐντυπωσίασε ἐπίσης ἡ μαρτυρία καί δήλωση τοῦ Δημάρχου Ἐλασσῶνος στά τοπικά Μ.Μ.Ε. κατά τήν ἡμέρα τῆς κοίμησής του: «Ὁ μητροπολίτης Βασίλειος διαφήμιζε τήν Ἐλασσόνα καί τήν ἔκανε γνωστή ὄχι μόνο σέ ὅλη τήν Ἑλλάδα ἀλλά καί τό ἐξωτερικό!».
Κλείνω τό σύντομο αὐτό ὀφειλετικό ἐπιμνημόσυνο ἀφιέρωμα στόν μακαριστό Μητροπολίτη Ἐλασσῶνος κυρό Βασίλειο, δοξάζοντας τό Θεό πού τόν γνώρισα ὡς Ἱεροδιάκονο, ὡς Ἱερομόναχο καί πνευματικό πατέρα ἀλλά καί ὡς ἐπίσκοπο μέ γνήσιο ἐκκλησιαστικό φρόνημα, ὁ ὁποῖος ἔλεγε σχετικά: «Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι δυνατόν νά διέλθη κρίσιν. Ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τήν αὐτοαλήθειαν καί ἡ ἀλήθεια οὐδέποτε διέρχεται κρίσιν. Κρίσιν διέρχονται οἱ τήν ἀλήθειαν στρεβλοῦντες καί ἀποφεύγοντες. Ἡ Ἐκκλησία στηρίζεται στόν Δομήτορά της!» (βλ. περ. Ἐκκλησία, Μάϊος 2014. σ. 321).
Βασιλείου τοῦ μακαριστοῦ ἐπισκόπου αἰωνία ἡ μνήμη!