Μ. Γ. Βαρβούνης, Καθηγητής Λαογραφίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης
Στα λαϊκά θρησκευτικά έθιμα του ελληνικού λαού η Μεγάλη Εβδομάδα θεωρείται από τις αγιότερες και πλέον σεβάσμιες χρονικές περιόδους του ετήσιου εορτολογικού κύκλου. Καταρχήν χαρακτηρίζεται από αυστηρή νηστεία, συνήθιζαν μάλιστα να τηρούν και «τριήμερο», δηλαδή κατά τις τρεις πρώτες μέρες, ως και την Μεγάλη Τετάρτη να μην τρώνε τίποτε, αλλά να πίνουν μόνο το βράδυ νερό. Στην Καστοριά μάλιστα πίστευαν ότι αυτό έπρεπε κατά κύριο λόγο να κάνουν τα ανύπαντρα κορίτσια, επειδή έτσι θα «έπιαναν περισσότερο» οι ευχές τους για να βρουν καλό σύντροφο. Κοινή ήταν η απαγόρευση μουσικών, διασκεδάσεων και οινοποσίας, ενώ στην Πάρο δεν έκρουαν ούτε τις καμπάνες των ναών, η δε ειδοποίηση των πιστών για την έναρξη των ακολουθιών γινόταν με ειδικό «κράχτη».
Σε άλλες περιοχές, όπως λ.χ. στη Λήμνο, η τήρηση εθιμικής αργίας ήταν τόσο αυστηρή ώστε διέλυαν και τον αργαλειό, για να τον ξαναστήσουν και να τον επαναλειτουργήσουν μετά την Διακαινήσιμο Εβδομάδα. Κοινά είναι μάλιστα, σε διάφορες ελληνικές περιοχές, παιδικά τραγουδάκια που αναφέρονται περιληπτικά στη θρησκευτική αξία κάθε ημέρας και στα κύρια γεγονότα που εορτάζονται σε αυτήν. Γενικότερα, η εβδομάδα αυτή ήταν – και σε μεγάλο βαθμό συνεχίζει να είναι – εθιμικά καθιερωμένος χρόνος μεγάλης περισυλλογής, εκκλησιασμού και εκτέλεσης θρησκευτικών καθηκόντων, όπως η εξομολόγηση, η μετάληψη και οι πάσης φύσεως ελεημοσύνες και αγαθοεργίες.
Ιδιαίτερα τιμούσαν την Μεγάλη Τετάρτη, καθώς πρόκειται για την ημέρα τέλεσης από την Εκκλησία της τελευταίας λειτουργίας των Προηγιασμένων Δώρων και του τελευταίου Μεγάλου Αποδείπνου, του γνωστού στον λαό ως «Δυνάμεο», από το χαρακτηριστικό τροπάριο «Κύριε των Δυνάμεων μεθ’ ημών γενού». Την ημέρα αυτή τελείται στους ναούς το Ευχέλαιο, είτε στα σπίτια, είτε στο ναό. Από το αλεύρι που χρησιμοποιείται στο μυστήριο και ευλογείται συνήθιζαν να ζυμώνουν πρόσφορο και να το πηγαίνουν στο ναό ή σε άλλες περιοχές όπως η Σπάρτη, να ζυμώνουν κουλούρα τελετουργική από την οποία έτρωγαν κάθε πρωί ένα μικρό κομμάτι, για ευλογία.
Στα Κοτύωρα του Πόντου πάλι, μαζί με το ευχέλαιο ο ιερέας ευλογούσε αβγά, αλεύρι και αλάτι. Τα αβγά αυτά τα έβαφαν κόκκινα την Μεγάλη Πέμπτη και μαζί με το αλεύρι και το αλάτι τα έβαζαν σε καλάθι σκεπασμένο με πανί και τα πήγαιναν στο ναό να «διαβαστούν», κατόπιν δε τα κατανάλωναν στο σπίτι τους, πιστεύοντας ότι έτσι μεταδίδεται η θεία ευλογία στο σπίτι και στους οικείους τους. Σε άλλες περιοχές ο νεωκόρος μάζευε από τα σπίτια της ενορίας μικρές ποσότητες από αλεύρι, το ζύμωνε χωρίς προζύμι και κατόπιν ο ιερέας, κατά τη διάρκεια του μυστηρίου του ευχελαίου, ακουμπούσε στο φύραμα τον σταυρό ευλογίας του ναού με το Τίμιο Ξύλο ή τυχόν υπάρχοντα άγια λείψανα και το φύραμα φούσκωνε, κατόπιν δε το μοίραζε στις ενορίτισσες, που το κρατούσαν για νέο προζύμι της χρονιάς. Σε ορισμένες περιοχές τελείται και η τελετή του Νιπτήρα, το απόγεμα. Πρόκειται για ένα είδος ιερού θεάτρου με ρίζες στα βυζαντινά χρόνια, που τελείται στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, στην αυλή του Ναού της Αναστάσεως, στη μονή της Πάτμου και με μοναστηριακή και αγιοταφίτικη επίδραση σε περιοχές όπως η Σάμος, και αποσπά λόγω του ιερού θεάματος που προσφέρει, την αμέριστη προσοχή και συμμετοχή των πιστών.
Από εθιμική άποψη, η Μεγάλη Πέμπτη αποτελεί μία από τις πλέον σημαντικές μέρες της Μεγάλης Εβδομάδας. Τότε ζύμωναν τις τελετουργικές κουλούρες της Λαμπρής, στη ζύμη των οποίων έβαζαν διάφορα μυρωδικά και ξηρούς καρπούς και τις οποίες έπλαθαν σε διάφορα σχήματα, με ένα κόκκινο αβγό πάνω τους και στολίδια από ζυμάρι. Μαζί κατασκεύαζαν και μικρά κουλούρια για τα παιδιά που είχαν σχήμα ανθρώπου, ενώ ιδιαίτερη σημασία έδιναν στο πρόσφορο που ζύμωναν την ημέρα αυτή, με ιδιαίτερες τελετουργικές οδηγίες και προφυλάξεις. Στη Ζάκυνθο μάλιστα τη ζύμη του πρόσφορου έπρεπε να ζυμώσουν επτά παρθένες κοπέλες. Επίσης, έβαφαν τα κόκκινα αβγά, γι’ αυτό και ονόμαζαν την ημέρα «Κόκκινη Πέφτη» ή «Κοκκινοπέφτη». Συνήθως η βαφή γινόταν με φυτικά χρώματα, ενώ στο πρώτο αβγό που έβαφαν απέδιδαν θαυμαστές ιδιότητες.
Μετά την βαφή σκέπαζαν τα κόκκινα αβγά για να μην φαίνεται το χρώμα τους ως το Πάσχα, ενώ σε ορισμένες περιοχές τα έστελναν μέσα σε καλάθι στο ναό για να λειτουργηθούν στην πρωινή λειτουργία ή στην ακολουθία των Παθών, ενίοτε δε, τα άφηναν κάτω από την αγία τράπεζα ή στο ιερό, ή στον δεσποτικό θρόνο ως και την Ανάσταση. Τα τσόφλια αυτών των «ευαγγελισμένων» αβγών τα θεωρούσαν γονιμικά και αποτρεπτικά των καταστρεπτικών καταιγίδων και του χαλαζιού, γι’ αυτό και τα έβαζαν στα δένδρα ή τα έθαβαν στα όρια των χωραφιών τους. Σε πολλές περιοχές ένα τέτοιο αβγό έβαζαν στο εικονοστάσι και θεωρούσαν ότι ήταν αποτρεπτικό των αποβολών των εγκύων γυναικών, το ονόμαζαν δε «κρατητήρα». Ιδιαίτερη δύναμη απέδιδαν και στα αβγά που γεννούσαν οι όρνιθες – και μάλιστα οι μαύρες – την Μεγάλη Πέμπτη, τα οποία πήγαιναν στο ναό και κατόπιν τα έθαβαν στα χωράφια τους ή τα κρατούσαν στο σπίτι ως ισχυρά αποτρεπτικά και “αντιβασκάνια” μέσα.
Στη Μεσημβρία έβαφαν στη βαφή των αβγών ένα πανί και το κρεμούσαν έξω από το σπίτι τους επί σαράντα ημέρες. Κόκκινα πανιά και υφάσματα κρεμούσαν από τα παράθυρα σε πολλές ελληνικές περιοχές (Κίος, Καστοριά, Σκόπελος της Θράκης κ.λπ.), κάπου δε τα έπαιρναν μέσα μόλις τα έβλεπε ο ήλιος, θεωρώντας ότι αποτελούν πανίσχυρα μαγικά μέσα για την ολοκλήρωση των επωδών. Παρομοίως φύλαγαν το “ύψωμα” και το αντίδωρο της λειτουργίας της Μεγάλης Πέμπτης, ενώ στη Δυτική Μακεδονία έφερναν στο ναό κουλούρια και τα μοίραζαν για τις ψυχές των νεκρών τους. Παρόμοιες νεκρολατρικές προσφορές συναντούμε και σε άλλους ελληνικούς τόπους, όπως στο Ελληνικό των Ιωαννίνων όπου πηγαίνουν στο ναό πρόσφορο και σιτάρι βρασμένο, πιστεύοντας ότι εκείνη τη μέρα βγαίνουν από τον Αδη οι ψυχές για να ξαναγυρίσουν εκεί την παραμονή της Πεντηκοστής.
Στην Κορώνη έκαναν ευχέλαιο στα σπίτια τη Μεγάλη Πέμπτη, ενώ αλλού όπως στη Λέσβο, πραγματοποιούν τα παιδιά αγερμούς στα σπίτια, με σταυρούς στολισμένους με μυρτιά ή με τα ομοιώματα του Ιούδα – στις Μέτρες της Θράκης – τα οποία θα κάψουν την επομένη, κατά την περιφορά του επιταφίου, τραγουδώντας τραγούδια και επωδές με αποτρεπτικό των εντόμων και των ποντικιών περιεχόμενο. Κατά την ακολουθία των παθών – τα «Δώδεκα Ευαγγέλια» – συνήθιζαν να φέρνουν στο ναό ψωμί, αλάτι, αβγά και νερό για να αγιαστούν.
Στη Ρόδο ανάβουν και υπερπηδούν τελετουργικά εθιμικές πυρές ενώ αγιάζουν υφάσματα, κλωστές, νερό κ.λπ. τοποθετώντας τα κάτω από το τρισκέλι όπου ο ιερέας τοποθετεί το ευαγγέλιο για να τα χρησιμοποιήσουν σε μαγικοθρησκευτικές ιάσεις ασθενειών, ανθρώπων και ζώων, καθώς είναι εντονότατη η πίστη στην ιαματική αξία και την ιερότητα της ημέρας. Αλλού, όπως στη Σάμο, πλάθουν από κερί δώδεκα σταυρούς, έναν για κάθε ευαγγελικό ανάγνωσμα, και τους τοποθετούν ως φυλακτά πίσω από τις πόρτες των σπιτιών τους. Επίσης τα κεριά που ανάβουν σε κάθε ευαγγέλιο τα κρατούν και τα ανάβουν σε περιπτώσεις κακοκαιριών πιστεύοντας ότι θα σταματήσουν, ή για την αποτροπή βλαπτικών εντόμων. Οι γυναίκες συνήθιζαν να ξενυχτούν τον Εσταυρωμένο στο ναό, στολίζοντας τον επιτάφιο και τραγουδώντας το «Μοιρολόγι της Παναγίας» όπου εξιστορούνται τα πάθη του Χριστού.
Πολλές είναι οι δεισιδαιμονίες και οι προλήψεις της ημέρας: δεν σκουπίζουν για να φύγουν τα μυρμήγκια (Γύθειο), πλένουν τα χοντρά υφάσματα για να μην τα πειράζει ο σκόρος (Ηπειρος) ή αντιθέτως δεν πλένουν ρούχα για να μην καταστραφούν τα σπαρτά (Θράκη), τρώνε μία φορά την ημέρα σε ανάμνηση του Μυστικού Δείπνου (Κυδωνιές), ενώ κατά την Μεγάλη Πέμπτη στέλνουν συνήθως και τα πασχαλινά δώρα (κρέας, τσουρέκια, αβγά, ζάχαρη, κουλούρια κ.λπ.) στα πεθερικά και τους αναδόχους τους.
Η Μεγάλη Παρασκευή ήταν ημέρα αργίας απόλυτης, θρησκευτικής κατάνυξης και γενικού εκκλησιασμού για τον ελληνικό λαό. Σε πολλές περιοχές της Πελοποννήσου τα παιδιά πραγματοποιούσαν αγερμό στα σπίτια του χωριού τραγουδώντας τα πάθη του Χριστού και παίρνοντας ως δώρα αβγά, κουλούρια ή χρήματα. Στη Λέσβο συνήθιζαν να επισκέπτονται εννέα ή δεκατρία ξωκλήσια, να ανάβουν τα καντήλια των εικονισμάτων και να θυμιάζουν. Γενικώς θεωρείται ημέρα αφιερωμένη στους νεκρούς, γι’ αυτό και επισκέπτονται τα κοιμητήρια, στολίζουν με λουλούδια και στέφανα τους τάφους των νεκρών και πραγματοποιούν τρισάγια σε αυτούς.
Κύρια λατρευτικά γεγονότα η αποκαθήλωση της πρωινής ακολουθίας και η περιφορά του επιταφίου κατά τον όρθρο του Μεγάλου Σαββάτου, που συνήθως τελείται το βράδυ της ημέρας αυτής. Σε ορισμένες περιοχές, όπως στη Ζάκυνθο, πραγματοποιείται και περιφορά του Εσταυρωμένου το μεσημέρι της Μεγάλης Παρασκευής. Συνηθίζουν τα παιδιά να περνούν τρείς φορές κάτω από τον επιτάφιο, ενώ κατά την επιστροφή από τη νυκτερινή λιτάνευση συνήθως τον κρατούν ψηλά πάνω από την είσοδο του ναού, για να περάσουν από κάτω όλοι οι πιστοί προς χάριν ευλογίας. Σε πολλές περιοχές το δικαίωμα κρατήματος του σταυρού, του επιταφίου κ.λπ. κατά την περιφορά, κατοχυρωνόταν μετά από σχετικό εθιμικό εκκλησιαστικό πλειστηριασμό. Σε χωριά των Σερρών έβγαζαν στα παράθυρα των σπιτιών, μαζί με τα κεριά και το θυμίαμα, και πιάτα με χλωρό κριθάρι ή φακή, όταν περνούσε από κάτω ο επιτάφιος, ενώ αλλού η κυκλική περιφορά πέρα από τα όρια του χωριού ή της ενορίας, περιλάμβανε και το κοιμητήριο όπου περνούσαν τον επιτάφιο πάνω από τους τάφους, διαβάζοντας τρισάγια.
Σε ναυτικές περιοχές συνήθιζαν όσοι τον κρατούσαν να μπαίνουν και μέσα στη θάλασσα, ώστε να ευλογηθεί και το θαλασσινό νερό που αποτελούσε τον κύριο επαγγελματικό πόρο για την εξασφάλιση των προς το ζην. Αλλού ανάβουν έξω από τις πόρτες εθιμικές πυρές και καίνε λιβάνι, στις Μέτρες της Θράκης δε, καίνε κατά την περιφορά και ομοίωμα του Ιούδα, μαζεύοντας τη στάχτη για να τη ρίξουν την επομένη στα μνήματα των νεκρών τους ή στα χωράφια τους, σε μία περίπτωση νεκρολατρικών, χθόνιων και εθιμικών λαϊκών θρησκευτικών και τελετουργικών πρακτικών.
Τα κεριά και τα λουλούδια του επιταφίου θεωρούνται αγιασμένα και ισχυρά για την θεραπεία νόσων και την αποτροπή του κακού: τα πρώτα τα καπνίζουν στο θυμιατό σε περίπτωση ασθενειών, ενώ τα δεύτερα τα ανάβουν τελετουργικά σε περιπτώσεις κακοκαιρίας και θυελλωδών ανέμων. Ακόμη και χώμα παίρνουν από τα μέρη που σταματά ο επιτάφιος για να αναπεμφθεί δέηση, συνήθως στα τρίστρατα, με την πίστη ότι αυτό αποδιώχνει θαυματουργικά τα βλαπτικά έντομα. Στην Ανατολική Κρήτη την ώρα που ο ιερέας διαβάζει το πρώτο ευαγγέλιο των Μεγάλων Ωρών, η παπαδιά μέσα στο ναό κάνει προζύμι το οποίο μοιράζει κατόπιν στις γυναίκες του χωριού. Η μέρα αποτελεί γενική νηστεία από λάδι, συνήθως δε τηρείται ξηροφαγία, ή παρασκευάζονται φαγητά ανάλαδα. Στη Σάμο παρασκευάζουν ειδικό άρτο, το «φτάζυμο» (επτάζυμο), ενώ συχνή είναι η τελετουργική κατανάλωση ξιδιού σε ανάμνηση του όξους που πότισαν τον Χριστό πάνω στον σταυρό.
Το Μεγάλο Σάββατο έχει επίσης μεγάλη εθιμική και θρησκευτική σημασία για τον ελληνικό λαό, καθώς θεωρείται και εορτάζεται ως προάγγελος της Ανάστασης. Κατά τον εσπερινό που τελείται το πρωί μαζί με την θεία λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, ο ιερέας σκορπίζει στο «Ανάστα ο Θεός» δαφνόφυλλα, τα οποία φυλάνε στα εικονοστάσια των σπιτιών ως «μύρα», ενώ την ίδια ώρα σπάνε πήλινα αγγεία και παράγουν τελετουργικά θορύβους με τους οποίους δηλώνουν τη χαρά της Αναστάσεως, κυρίως όμως αποτρέπουν το κακό κατά την κρίσιμη, διαβατήρια και οριακή εκείνη στιγμή, όπως ο λαός την αντιλαμβάνεται, στιγμή περάσματος από τον θάνατο στην ανάσταση, από τη φθορά στην αιωνιότητα, από τη νέκρωση του χειμώνα στη βλάστηση της άνοιξης και στην παραγωγή του καλοκαιριού.
Στη Μάδυτο άναβαν εθιμική πυρά στο προαύλιο του ναού, ενώ στην Κέρκυρα πετούν μεγάλα πήλινα δοχεία γεμάτα με νερό από τα παράθυρα στον δρόμο, παράγοντας μεγάλο κρότο. Στο Λασίθι συνήθιζαν να παρασκευάζουν νέα ζύμη και προζύμι με τα λουλούδια από τον επιτάφιο, ενώ σε άλλα μέρη ζύμωναν τις κουλούρες της Λαμπρής, μία μάλιστα κουλούρα με πέντε κόκκινα αβγά την κρεμούσαν στα εικονίσματα και την άφηναν εκεί μέχρι την Πρωτομαγιά, οπότε και την έτρωγαν. Το Μεγάλο Σάββατο συνήθως έσφαζαν το αρνί του πασχαλινού εορταστικού τραπεζιού, τον «λαμπριώτη» ή «πασκάτη» αμνό, με τις παλαιοδιαθηκικές καταβολές και την θυσιαστική τελετουργική πρακτική της σφαγής. Εστελναν επίσης δώρα πασχαλινά όπως αβγά, γλυκίσματα και κουλούρες στους αρραβωνιαστικούς, τους γονείς και τα πεθερικά τους, κατά περίπτωση.
Σε πολλές περιοχές επισκέπτονταν τους τάφους των νεκρών, τελούσαν τρισάγια και μοίραζαν κουλούρια και γλυκίσματα στη μνήμη τους, ενώ στην Κορώνη έβραζαν σιτάρι και το μοίραζαν με μία φέτα ψωμί, για την ανάπαυση των ψυχών των πεθαμένων τους. Το Μεγάλο Σάββατο τηρείται επίσης αυστηρή νηστεία από λάδι και ξηροφαγία, καθώς είναι το μοναδικό Σάββατο του χρόνου που η Εκκλησία επιβάλλει τη νηστεία του λαδιού «διά την θεόσωμον ταφήν του Κυρίου». Θεωρούν γενικά ότι ο θάνατος εκείνη την ημέρα είναι καλό σημάδι για την μεταθανάτια τύχη της ψυχής του νεκρού, ενώ στις Κυδωνιές πριν την Ανάσταση σήκωναν ακόμη και τις κλώσσες από τα αβγά, για να μην εργάζονται ούτε αυτές κατά την ιερή, κρίσιμη και οριακά διαβατήρια εκείνη στιγμή. Σε πολλές μάλιστα περιοχές δεν έλεγε ο ιερέας το «Χριστός Ανέστη» αν δεν συγκεντρώνονταν όλοι οι δυνάμενοι κάτοικοι στο ναό.
Η προσδοκία της πασχαλινής Ανάστασης είναι αυτή που κυριαρχεί και δίνει τον ουσιαστικό τόνο στα έθιμα της ημέρας αυτής.