Ἄφησε τὴν χώρα τῶν ἀχαρίστων Γεργεσηνῶν ὁ Κύριος καὶ μέσῳ τῆς λίμνης Γενησαρὲτ ἦλθε στὴν Καπερναούμ. Τρεῖς εἶναι, ἀδελφοί μου, οἱ πόλεις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Ἡ Βηθλεὲμ στὴν ὁποία γεννήθηκε ὡς ἄνθρωπος. Ἡ Ναζαρὲτ στὴν ὁποία ἀνατράφηκε καὶ ἀνδρώθηκε, καὶ ἡ Καπερναοὺμ ἡ παραθαλλασία καὶ ὡραία, «ἡ ἰδία πόλις», ἡ ἀγαπητή Του.
Ἡ Ἱερουσαλὴμ ὡς προφητοκτόνος καὶ θεοκτόνος δὲν λογίζεται ὡς πόλη τοῦ Ἰησοῦ. Ἦλθε στὴν Καπερναοὺμ «καὶ ἠκούσθη ὅτι εἰς οἶκόν ἐστι· καὶ εὐθέως συνήχθησαν πολλοὶ….καὶ ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον». Παντοῦ δίδασκε ὁ Κύριος. Καὶ στὶς συναγωγὲς καὶ στὶς πεδιάδες καὶ στοὺς δρόμους καὶ στὶς βάρκες καὶ στὶς πλατεῖες καὶ σὲ σπίτια ἰδιωτῶν.
Ἕνα τέτοιο σπίτι χρησιμοποιεῖ σήμερα στὴν Καπερναοὺμ γιὰ ὁμιλητικὸ βῆμα. Πολὺς λαὸς συγκεντρώθηκε, τὸ σπίτι γέμισε ἀσφυκτικά. Ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους καταφθάνουν καὶ τέσσερεις ἄνθρωποι ποὺ σηκώνουν στὰ χέρια τους ἕνα παραλυτικό. Τὸ πλῆθος ὅμως τῶν ἀκροατῶν δὲν τοὺς ἀφήνει νὰ πλησιάσουν, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ δὲν ἀποθαρρύνονται καὶ προκειμένου νὰ πλησιάσουν τὸν «ἰατρὸ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων» ξεσκέπασαν ἕνα μέρος τῆς στέγης καὶ μὲ προσοχή, σιγά-σιγά, κατέβασαν μὲ σχοινιὰ τὸ ξυλοκρέβατο τοῦ ἀσθενοῦς. Τὸ θαῦμα ἔγινε.
Θαυματουργεῖ καὶ σήμερα ὁ Κύριος καὶ θεραπεύει ἀσθένεια ἀνίατη καὶ ἀθεράπευτη. Θεραπεύει ἀρρώστια σώματος καὶ ἀσθένεια ψυχῆς. Ὁ παραλυτικὸς στάθηκε στὰ πόδια του. Ἡ πίστη του βραβεύτηκε. Ἡ εὐτυχία πλημμύρισε τὴν καρδιά του. Ὁ λαὸς θαύμασε καὶ ἐδόξασε τὸ Θεό. Μὰ πιὸ πολὺ ἀπ᾿ ὅλους τὴν χαρὰ τοῦ παραλυτικοῦ τὴν μοιράστηκαν οἱ τέσσερεις συνοδοί, γιατί δώσανε κόπο καὶ πήρανε χαρά. Κουράστηκαν τὰ χέρια ἀλλὰ ἀνακουφίστηκε ἡ ψυχή τους μὲ τὴν ἴαση. Τὴν γιατρειὰ τοῦ παραλύτου.
Δὲν ξέρουμε, δὲν ἔχουμε καμμία πληροφορία ποιοὶ ἦταν οἱ τέσσερεις αὐτοὶ ἄνδρες. Μποροῦμε ὅμως νὰ συμπεράνουμε πὼς ἦταν φίλοι ἢ γνωστοὶ τοῦ παραλυτικοῦ. Ὅποιοι ὅμως καὶ ἂν ἦταν, ἡ πράξη τους ἦταν τόσο ὑπέροχη. Ἦταν πράξη ἀγάπης καὶ συμπόνιας. Ἦταν ψυχικὴ ἐκδήλωση ἀνωτέρου πνεύματος. Ἦταν ἀληθινοὶ φίλοι, γιατί ἔμειναν πιστοὶ στὸν καιρὸ τῆς δοκιμασίας καὶ τῆς δυστυχίας τοῦ φίλου τους.
Δὲν εἶναι μικρὸ πρᾶγμα νὰ ξέρη κανεὶς νὰ συμπονᾶ. Νὰ πονᾶ στὸν πόνο τοῦ ἄλλου καὶ νὰ λυπᾶται στὴν λύπη του. Νὰ θλίβεται στὴ θλίψη του καὶ νὰ ἀνησυχῆ στὴν ἀνησυχία του. Νὰ ἐφαρμόζη τὴν ὑπόδειξη τοῦ ἀποστόλου Παύλου «κλαίειν μετὰ κλαιόντων» (Ρωμ. 12-15). Ἡ συμπόνια δὲν εἶναι μία ἁπλῆ ἀρετὴ ἀλλὰ μία ἀπέραντη θαυμαστὴ κατάσταση, μ᾿ ἕνα ἐξαίσιο χριστιανικὸ μεγαλεῖο. Συμπόνια σημαίνει: ἀγάπη, καλωσύνη, βοήθεια, ἐξυπηρέτηση, αὐταπάρνηση, κατανόηση, θυσία, καλὴ καρδιά. Εἶναι αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ λείπει σὲ μεγάλο βαθμὸ στὴν σύγχρονη ἐποχή, ἐποχὴ τοῦ ἀτομισμοῦ καὶ τῆς ἀδιαφορίας.
Δὲν ἐνδιαφέρονται οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι γιὰ τὸν συνάνθρωπό τους. Δὲν εἶναι καὶ τόσο πρόθυμοι νὰ ρίξουν μία ματιὰ ἀγάπης καὶ φιλανθρωπίας στοὺς πονεμένους καὶ τσακισμένους ἀπὸ τὰ βάσανα τῆς ζωῆς. Δὲν ἔμαθαν τὴν ἀγάπη, γιατὶ δὲν γνώρισαν τὸν Χριστὸ καὶ δὲν ἔμαθαν τίποτα γιὰ τὸν Χριστό, γιατὶ δὲν γνώρισαν τὴν ἀγάπη. Μόνο ὅσοι ξέρουν ν᾿ ἀγαποῦν μποροῦν ν᾿ ἀνακουφίζουν τὸν πονεμένο.
Ὅμως ὅποιος θέλει νὰ μάθη τί εἶναι ἀγάπη πρέπει νὰ ὁδηγήση τὰ βήματά του στὸ βράχο τοῦ Γολγοθᾶ καὶ νὰ σκύψη εὐλαβικὰ κάτω ἀπὸ τὸν ματωμένο σταυρὸ τοῦ Κυρίου. Ἀλήθεια, ἀδελφοί μου, πόσο συμπονοῦσε Ἐκεῖνος τὸν λαό Του. Πόσες φορὲς δὲν μᾶς φανέρωσαν οἱ ἱεροὶ Εὐαγγελιστὲς τὴν συμπόνια τοῦ Ἰησοῦ.
Ὅταν οἱ χιλιάδες τοῦ λαοῦ πεινοῦν, ἀφοῦ τρεῖς ὁλόκληρες μέρες τὸν ἀκοῦν νὰ διδάσκη, ἐκείνους λέει στοὺς μαθητές Του. «Σπλαγχνίζομαι ἐπὶ τὸν ὄχλον ὅτι … οὐκ ἔχουσι τί φάγωσι» (Ματθ.15-52). Ὅταν ἀντίκρυζε ἀρρώστους ἡ συμπόνια Του μεγάλωνε. Κάποτε εἶδε «πολὺν ὄχλον καὶ εὐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτοῖς καὶ ἐθεράπευσε τοὺς ἀρρώστους αὐτῶν» (Ματθ. 14-14). Ἄλλοτε πάλι ὅταν ἀντίκρισε τὸ θέαμα τοῦ δυστυχισμένου λεπροῦ, «σπλαχνισθείς, ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἥψατο αὐτοῦ» (Μάρκ. 1-41).
Ἐπιβλέπει ἐπὶ τὴν θέλησιν τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν μάλιστα ὁ ἄνθρωπος πράξη ὅσα μπορεῖ, τότε ὁ Θεὸς τοῦ παρέχει καὶ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καὶ τὴν ὑγεία τοῦ σώματος καὶ ἐπιχορηγεῖ τὰ ἐπίγεια καὶ οὐράνια ἀγαθά.
Ἀγαπητοί μου, ἡ συμπόνια δὲν εἶναι ἐλεημοσύνη. Εἶναι κάτι παραπάνω. Εἶναι δόσιμο τῆς καρδιᾶς στὴν ὑπηρεσία τῆς ἀγάπης. Εἶναι ἱερὴ προσφορά. Εἶναι καλωσύνη καὶ εὐγένεια ψυχῆς. Εἶναι συμπάθεια, συναίσθημα ἅγιο ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἔμπρακτη ἀγάπη. Ἡ καλωσύνη καὶ ἡ συμπόνια εἶναι παιδιὰ τῆς ἀγάπης. Ὀμορφαίνουν τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Δὲν κοστίζουν τίποτα καὶ ὅμως προσφέρουν τόσα πολλά.
Σήμερα ὅμως, ἀδελφοί, Κυριακὴ Β’ Νηστειῶν, ἡ Ἐκκλησία μας καθόρισε νὰ ἑορτάζεται καὶ ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Καὶ ἡ γιορτή του αὐτὴ ἀποτελεῖ συνέχεια τῆς Κυριακῆς της Ὀρθοδοξίας, ἀφοῦ ὁ ἅγιος Γρηγόριος, Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ὡς ἄξιο τέκνο τῆς Ἐκκλησίας συνετέλεσε στὸ θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας κατὰ τὸν 14ο αἰῶνα καὶ μὲ τὴν διδασκαλία του περιχαράκωσε τὸν ἀληθινὸ χαρακτῆρα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ τὴν σωτηριώδη σημασία της γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Κάνει λοιπὸν ὁ ἑορταζόμενος ἅγιος μία διαφορετικὴ προσέγγιση καὶ ἑρμηνεία τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς ποὺ ἀκούσαμε. Λέγει λοιπὸν ὁ ἅγιος Γρηγόριος γιὰ τὸ θαῦμα στὸ σπίτι τῆς Καπερναούμ· ὅλοι ἄκουγαν τὸν Χριστό. Δὲν τὸν ὑπάκουσαν ὅμως ὅλοι. Ὅλοι εἴμαστε φιλήκοοι καὶ φιλοθεάμονες, ὄχι ὅμως καὶ φιλάρετοι. Ὅλοι ἐπιθυμοῦμε νὰ μάθουμε τὰ σωτήρια καὶ ἀκοῦμε εὐχάριστα τὴν ἱερὴ διδασκαλία καὶ μάλιστα «φιλοκρινοῦμεν τοὺς λόγους», ἀλλὰ καμμία προσπάθεια δὲν κάνουμε νὰ καρποφορήση μέσα μας ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἀκοῦμε ἀναλύσεις πατερικῶν κειμένων, μιλᾶμε θεολογικά, ἀλλὰ δυσκολευόμαστε νὰ τηρήσουμε τὶς ἐντολὲς καὶ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ.
Ὁ παραλυτικὸς «αἰρόμενος ὑπὸ τεσσάρων» ἔφθασε στὸ σπίτι ποὺ δίδασκε ὁ Χριστός. Οἱ συνοδοί του «ἀπεστέγασαν τὴν στέγην» καὶ κατέβασαν τὸν παραλυτικὸ μπροστὰ στὸν Χριστό. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος προσαρμόζει αὐτὴ τὴν πράξη στὴν θεραπεία τῆς παράλυτης ψυχῆς. Καθένας ποὺ πρόσκειται στὶς ἡδονὲς εἶναι παράλυτος στὴν ψυχὴ καὶ βρίσκεται καθηλωμένος στὸ κρεβάτι τῆς ἡδυπάθειας καὶ σαρκικῆς μολύνσεως. Ἡ ψυχὴ εἶναι παράλυτη καὶ καθηλωμένη σ᾿ ἕνα σῶμα ποὺ ὑπηρετεῖ τὶς ἡδονές.
Χρειάζεται καὶ πρέπει νὰ ἐπιστρέψη στὸ Χριστὸ αὐτὴ ἡ ψυχὴ γιὰ νὰ θεραπευθῆ. Σ᾿ αὐτὴ τὴν ἐπιστροφὴ θὰ βοηθήσουν τέσσερεις παράγοντες: «ἡ οἰκεία κατάγνωσις», δηλαδὴ ἡ αὐτομεμψία, «ἡ ἐξαγόρευση τῶν προημαρτημένων», δηλαδὴ ἡ ἐξομολόγηση, «ἡ ὑπόσχεσις ἀποχῆς τῶν κακῶν», δηλαδὴ ὑπόσχεση γιὰ διόρθωση καὶ «ἡ δέησις πρὸς Θεόν», δηλάδη ἡ προσευχή. Μένει ὅμως «ν᾿ ἀποστεγάσουμε τὴν στέγη», τὴν ὀροφή. Καὶ ὀροφὴ εἶναι τὸ λογιστικὸ μέρος τῆς ψυχῆς ποὺ εἶναι φορτωμένο ἀπὸ ὑλικὰ προερχόμενα ἀπὸ τὰ γήϊνα πάθη καὶ χωρίζουν τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὸν Χριστό. Ἀνάγκη λοιπὸν νὰ καθαρισθῆ ὁ λογισμός μας, γιατὶ τότε ὁ παράλυτος νοῦς θὰ ἀκούση τὴν γλυκύτατη λέξη «τέκνον» καὶ θὰ λάβη ἄφεση ἁμαρτιῶν, θὰ ἀναστηθῆ καὶ θὰ ζῆ τὴν ὄντως ζωή, τὴν ἐν Χριστῷ ζωή.
Ἀρχιμ. Ν. Κ.