Αρχιμ. Σωφρόνιος Γκουτζίνης
Δύο είναι τα κίνητρα της ανθρώπινης δράσης: η επιθυμία και η ανάγκη. Ο άνθρωπος ιεραρχεί τις επιδιώξεις του: προηγείται η ικανοποίηση των αναγκών και ακολουθεί η επιδίωξη ή και η πραγματοποίηση των επιθυμιών. Η τροφή, η ένδυση κ.α. αποτελούν βιολογικές ανάγκες απαραίτητες για την επιβίωση, ενώ ψυχικές ανάγκες όπως το χαμόγελο, το χάδι, κλπ. είναι εξίσου σημαντικές με τις βιολογικές. Η επιθυμία κινητοποιεί τις ανθρώπινες δυνάμεις προς την ικανοποίησή της. Η παρατεταμένη δε και ισχυρή επιθυμία ονομάζεται πόθος και συνέχει πλήρως τον άνθρωπο. Συχνά, ιδιαίτερα στο χώρο των τεχνών και της επιστήμης, ο πόθος για δημιουργικότητα και πρωτοπορία μπορεί να καταστείλει την ικανοποίηση ακόμη και βιολογικών αναγκών. Την αλήθεια αυτής της διαπίστωσης βεβαιώνει η μελέτη της βιογραφίας σημαντικών δημιουργών των τεχνών και των επιστημών.
Η ανάγκη υπαγορεύεται από τους βιολογικούς και φυσικούς περιορισμούς, η επιθυμία μπορεί να τους υπερβαίνει: Ο άνθρωπος αναδημιουργεί καλλιτεχνικά τον κόσμο, ενώ μέσω της τεχνολογίας και της τεχνοκρατίας μπορεί να κυριαρχεί πάνω σ’ αυτόν. Η ανάγκη έχει γεννήσει την τεχνική, η επιθυμία την καλλιτεχνική και πνευματική δημιουργία. Η ανάγκη ενέχει το στοιχείο της επιβολής και της ανελευθερίας. Επιβάλλεται από τα βιολογικά και φυσικά δεδομένα. Η σοφία του λαού μας προειδοποιεί: “Μην πέσεις στην ανάγκη του” λέμε για κάποιον άνθρωπο που είναι σκληρός και απάνθρωπος. Αλλά και η Εκκλησία δέεται ώστε να γλιτώσουμε από κάθε “ανάγκη”.
Η επιθυμία ρέπει προς την ελευθερία. Ζητά το απόλυτο. Είναι ακόρεστη και για αυτό πολλές φορές καταστρεπτική. Παρόλη όμως την καταστρεπτική της δύναμη, η επιθυμία αποτελεί το ιδιαίτερο εκείνο χαρακτηριστικό του ανθρώπου, χωρίς το οποίο αυτός παύει να υπάρχει ως πρόσωπο, και υφίσταται απλά ως βιολογική ύπαρξη.
Πώς όμως μπορούμε να αποδεχθούμε όλη εκείνη την ασκητική γραμματεία η οποία επιμένει να ταυτίζει την επιθυμία με τον εγωισμό; Το ερώτημα είναι θεμελιώδες για την ποιμαντική της εκκλησίας και για τη ζωή των πιστών που προσφεύγουν σε αυτήν. Φρονούμε ότι στο σημείο αυτό έχει εμφιλοχωρήσει μία μεγάλη παρεξήγηση, που έχει καταστρέψει ανθρώπινες ζωές. Οταν η ασκητική γραμματεία συνιστά την υπακοή ως οδό σωτηρίας, δεν επιθυμεί να καταργήσει την επιθυμητική δύναμη του ανθρώπου, αλλά να της αλλάξει τον προσανατολισμό. Η επιθυμητική δύναμη συνιστά δομικό στοιχείο της ανθρώπινης προσωπικότητας και η διαχείρισή της έχει κεφαλαιώδη σημασία για την ανθρώπινη ζωή. Αν στερήσουμε από τον άνθρωπο τη δύναμη αλλά και την ελευθερία να επιθυμεί, τότε δεν έχουμε έναν τέλειο, αλλά έναν ατελή άνθρωπο. Διακινδυνεύουμε να πούμε ότι έτσι έχουμε έναν ψυχικά ανάπηρο άνθρωπο, ο οποίος όχι μόνο δεν μπορεί να φτάσει στον σκοπό της ύπαρξής του, που δεν είναι άλλος από την πρόσληψη της Θείας ζωής, αλλά ούτε καν στην ανακάλυψη και ανάπτυξη των χαρισμάτων του.
Η εξουσία κάθε εποχής επεχείρησε να ελέγξει την ανθρώπινη επιθυμία, να την κατευθύνει ή ακόμη και να την καταργήσει. Σε παλαιότερες εποχές το έκανε ακόμη και με ακραία βία ενώ σήμερα, τουλάχιστον στον προηγμένο κόσμο, το επιχειρεί κυρίως μέσω της διαφήμισης. Είναι χαρακτηριστικός ο επίλογος μίας διαφήμισης πιστωτικής κάρτας: “Eπειδή οι επιθυμίες μας έγιναν ανάγκες” – ίσως δεν υπάρχει μεγαλύτερη ανελευθερία από αυτή. Ο ασφαλέστερος όμως τρόπος για τον έλεγχο της επιθυμίας είναι η ηθική της θρησκείας, η οποία προσπαθεί να ελέγξει και την παραμικρή λεπτομέρεια της ανθρώπινης ζωής.
Η Εκκλησία από την πλευρά της έρχεται να αποκαλύψει τον Θεό ως την κατ’ εξοχήν ανθρώπινη επιθυμία. Μάλιστα δεν είναι ο άνθρωπος που πρώτος επιθυμεί τον Θεό, αλλά ο Θεός που πρώτος επιθυμεί τη σχέση και την ένωσή του με τον άνθρωπο. Ο Χριστός, ως Σαρκωθείς Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού, έχει το φυσικό του θέλημα ως άνθρωπος, μπορεί να επιθυμεί και να ορέγεται και ταυτοχρόνως, ακριβώς επειδή είναι τέλειος άνθρωπος, έχει την ελευθερία να ταυτίζει, ακόμη και στην κρίσιμη εκείνη στιγμή της προσευχής της αγωνίας στον Γολγοθά, το φυσικό Του θέλημα με το θέλημα του Επουρανίου Πατρός. Οπότε αντιλαμβανόμαστε ότι η υπακοή του Χριστού στο θέλημα του Ουρανίου Πατρός, την οποία ο ίδιος μας παρέδωσε ως δρόμο προς τον Θεό διά της Κυριακής Προσευχής, είναι εφικτή ακριβώς επειδή υπάρχει η δύναμη της επιθυμίας. Δεν νοείται αληθινή και γνήσια υπακοή χωρίς τη δύναμη της επιθυμίας, η οποία έρχεται να ασπασθεί τις θείες εντολές με ελεύθερη βούληση. Το πώς η εκκλησιαστική ποιμαντική καταλήγει συχνά όχι στη μεταμόρφωση της επιθυμίας, αλλά στην κατάργησή της, είναι μία άλλη ιστορία που δεν θα μας απασχολήσει περισσότερο. Εκείνο που πρέπει εδώ να τονίσουμε είναι ότι η υπακοή προτείνεται ως ανακατεύθυνση της επιθυμίας, όχι πλέον με γνώμονα την ιδιοτέλεια, αλλά με γνώμονα την αγάπη, και μάλιστα την αγάπη για ένα πρόσωπο, το πρόσωπο του Χριστού.
Στην Π.Δ. σημειώνεται για τον προφήτη Δανιήλ ότι ήταν “ανήρ επιθυμιών”, είχε δηλαδή ακόρεστο πόθο για τον Θεό. Επίσης οι Μάρτυρες θυσίασαν τη ζωή τους: “ακορέστω διαθέσει ψυχής, Χριστόν ουκ αρνησάμενοι”, ενώ οι γυναίκες μάρτυρες είναι “Νύμφες Χριστού”, οι οποίες ψάλλουν: “Σε Νυμφίε μου ποθώ, και σε ζητούσα αθλώ”. Οι βίοι των Αγίων πείθουν και τον πλέον δύσπιστο, ότι ο Χριστός αποτελεί το πλήρωμα όλων των ανθρωπίνων ερώτων. Είναι ο πλέον αξιέραστος Εραστής, γιατί μας έχει αγαπήσει “εις τέλος” – ολοκληρωτικά. Στην Ευχή της Αναφοράς της Θείας Λειτουργίας του Μεγάλου Βασιλείου περιγράφεται όλο το σχέδιο της Οικονομίας της Θείας Αγάπης. Ο Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ επισημαίνει ότι η ολοτελής αγάπη του Χριστού για τον κόσμο λειτουργεί σαν μαγνήτης που μαγνητίζει την ανθρώπινη επιθυμία και κάνει τον άνθρωπο να ποθεί ολόψυχα τον Χριστό.
Στη γνωστή περικοπή της μελλούσης Κρίσεως ο Χριστός θέτει ως μέτρο κρίσεως την αγάπη προς τον Ιδιο, η οποία περνά μέσα από την αγάπη προς τον “πλησίον” – “αδελφό”. Είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε πως δεν ζητά λόγο από τους ανθρώπους γιατί δεν θεράπευσαν τους ασθενείς ή γιατί δεν απελευθέρωσαν τους φυλακισμένους, αλλά γιατί δεν συμπαραστάθηκαν στους ασθενείς και γιατί δεν επισκέφθηκαν τους φυλακισμένους. Δεν μας ζητά να καταφέρουμε κάτι υπεράνθρωπο, αλλά να πραγματοποιήσουμε στοιχειωδώς εκείνο το οποίο μπορούμε. Είναι Φιλάνθρωπος ακόμη κι όταν μας επιτιμά. Η φιλανθρωπία του Θεού αναμένει την ελεύθερη ανταπόκριση της δικής μας αγάπης, ώστε μέσα στην αγάπη αυτή να βρει “τόπο” και πληρότητα η δίψα της επιθυμίας μας , που μας καθιστά ανθρώπους.
Εφημερίδα «Κιβωτό της Ορθοδοξίας»