(1858-1860, Α ΄ ΜΕΡΟΣ)
Aρχιμ. Αλεξίου Ιστρατόγλου Ανχη (ΣΙ)
Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Στις 25 Μαρτίου 1858, συναντούμε ένα έγγραφο που φέρει την υπογραφή του βασιλέως Όθωνα και αφορά την προαγωγή σε Ιερείς Α΄ Τάξεως τους μέχρι πρότινος Β΄ Τάξεως, Γεράσιμο Μπάρκο και Παναγιώτη Αντωνόπουλο. Οι δύο αυτοί Στρατιωτικοί Ιερείς υπηρετούσαν ο μεν πρώτος στο 1ο Τάγμα των Ακροβολιστών, ο δε δεύτερος στο 1ο Σύνταγμα Πεζικού. Και οι δύο αυτοί κληρικοί του Στρατού πήραν την προαγωγή αυτή, με πρόταση της Διοικήσεως που υπηρετούσαν και έχοντας τα κανονικά και τυπικά προσόντα τα οποία απαιτούνταν. Στη συνέχεια το Υπουργείο των Στρατιωτικών αφού το ενέκρινε το αίτημα αυτό, το προώθησε προς τον Βασιλέα, που είχε και την αρμοδιότητα για αυτά τα θέματα.
Το 3ο Σύνταγμα Πεζικού, στις 9 Ιανουαρίου 1858, αποστέλλει έγγραφο προς το Υπουργείο των Στρατιωτικών, στο οποίο κάνει μνεία των ευεργετημάτων των υπό του νόμου δοθέντων στους Αξιωματικούς και ζητά αυτά τα ευεργετήματα να επεκταθούν και στους Στρατιωτικούς Ιερείς, διότι και αυτοί έχουν τις ίδιες ανάγκες : «και τα αυτά δίκαια με τους λοιπούς αξιωματικούς του στρατού και ουδεμίαν άλλην εκ του επαγγέλματος των απολαβήν εκτός του ιερατικού μισθού έχουσιν».
Στο έγγραφο αυτό καταγράφεται και ομολογείται ξεκάθαρα ότι οι Στρατιωτικοί Ιερείς δεν αποτελούσαν μια ξεχωριστή κατηγορία μέσα στο Στρατό. Δεν ήταν πρόσωπα δεύτερης κατηγορίας. Είχαν και αυτοί τα ίδια δικαιώματα και παράλληλα τις ίδιες υποχρεώσεις, όπως οι λοιποί Αξιωματικοί που υπηρετούσαν στο Στρατό. Τα οποιαδήποτε ευεργετήματα τα οποία θα τους χορηγούνταν, όπως και άλλη φορά είχαμε τονίσει ,δεν θα τους τα προσέφεραν ως ελεημοσύνη, αλλά διότι τα δικαιούνταν.
Μέσα από το ανωτέρω έγγραφο διαπιστώνουμε παράλληλα, την ευαισθησία, το θάρρος, αλλά και την τόλμη, που είχαν κάποιοι Αξιωματικοί και δη ανώτεροι, όπως ο συντάκτης του εγγράφου αυτού, να διατυπώνουν την άποψή τους, αλλά να εκφράζουν και να ζητούν τα δίκαια αιτήματα αυτών που διοικούσαν. Η απάντηση του Υπουργείου ή καλύτερα η θέση του, επί του συγκεκριμένου θέματος μας δείχνει μια άλλη γραμμή την οποία ακολουθούσε. Όταν απαντούσε η απάντηση τις περισσότερες φορές ήταν αρνητική και έτσι δεν άφηνε περιθώρια να επανέλθει κάποιος επί του θέματος. Όταν δεν απαντούσε, όπως και στην συγκεκριμένη περίπτωση, το έγγραφο τίθετο στο αρχείο. Υπήρξαν περιπτώσεις που ο ενδιαφερόμενος τις περισσότερες φορές και όχι ο Σχηματισμός, επανερχόταν στο ίδιο θέμα με κάποια προσωπική αναφορά, αλλά και πάλι το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο, δηλαδή μια αρνητική απάντηση.
Στις 28 Φεβρουαρίου 1858, ο Ιερεύς Αθανάσιος Οικονόμου, ζητά από το Φρουραρχείο των Αθηνών, να προωθήσει την αναφορά του προς το Υπουργείο των Στρατιωτικών, προκειμένου να αναγνωρισθούν οι κατά του υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνα εκδουλεύσεις του, οι οποίες δεν είχαν περαστεί στο Γενικό Μητρώο των Αξιωματικών. Αυτό ήταν μια ενέργεια η οποία έπρεπε να είχε γίνει εξ’ αρχής με την πρόσληψή του στο στρατό και η οποία προφανώς δεν έγινε από κάποιο λάθος χειρισμό των υπευθύνων.
Αυτό που έχει σημασία είναι, ότι ο εν λόγω κληρικός ήταν ένα πρόσωπο το οποίο είχε αγωνισθεί στον καιρό του πολέμου. Η αναγνώριση της προσφοράς του, δεν εναπόκειτο σε ένα άψυχο και τυπικό έγγραφο, το οποίο θα έκανε η υπηρεσία. Η προσφορά και η συμβολή του στον αγώνα ήταν ουσιαστική και αναγνωρισμένη και ομολογούνταν από όλους εκείνους που αγωνίστηκαν μαζί του για τον ίδιο σκοπό, έχοντας τον ίδιο στόχο. Παράλληλα ο εν λόγω κληρικός, συνέχιζε να αγωνίζεται και στον καιρό της ειρήνης. Οι μάχες δεν είχαν τελειώσει για αυτόν.
Τώρα στον καιρό της ειρήνης, είχε να δώσει πνευματικές μάχες. Καλείτο να δίνει καθημερινά μέσα από την θέση την οποία κατείχε, μαρτυρία και ομολογία Χριστού. Καλείτο με ένα φρόνημα εξίσου αγωνιστικό και γεμάτο θάρρος, να πορεύεται μπροστά, δίνοντας το φως του Χριστού και την δυνατότητα σε όλους με σύμμαχο τον Κύριο της Δόξης, να προχωρούν μπροστά χωρίς να φοβούνται χωρίς να υπολογίζουν τα προβλήματα και τις δυσκολίες της καθημερινότητας, που πολλές φορές μας βγάζουν από τον προορισμό και την πνευματική μας πρόοδο και προκοπή.
Το Φρουραρχείο των Αθηνών, στις 5 Μαρτίου 1858, με έγγραφο του, αναφέρει προς το Υπουργείο, ότι ο Ιερέας τους ονόματι Αγαθάγγελος, ήταν φιλάσθενος, ηλικιωμένος και αδυνατούσε να εκτελεί τα καθήκοντά του στη Φρουρά. Ζητά την αντικατάστασή του με τον Ιερέα του 2ου Συντάγματος, κάνοντας μια αμοιβαία μετάθεση, ώστε ο Ιερέας Αγαθάγγελος πηγαίνοντας στο 2ο Σύνταγμα, να μπορεί να ανταποκρίνεται στα εκεί καθήκοντα, αφού ήταν πιο εύκολη η υπηρεσία την οποία θα εκτελούσε, χωρίς πολλές υποχρεώσεις και απαιτήσεις.
Η κίνηση αυτή του Φρουραρχείου δεν είχε σκοπό να μειώσει τον Αγαθάγγελο. Δεν ήθελε να τον βάλει στο περιθώριο ή να τον θέσει εκτός της ενεργούς υπηρεσίας. Το έγγραφο αυτό όπως το διαβάζουμε και όπως το ερμηνεύουμε, είχε σαν σκοπό με την αντικατάστασή του, να ελαφρώσει τον Ιερέα που εξαιτίας των προβλημάτων υγείας και του προχωρημένου της ηλικίας του, αδυνατούσε να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του, νοιώθοντας ενδεχομένως και ο ίδιος κάποιες φορές ότι η παρουσία του δημιουργούσε προβλήματα και έθετε εμπόδια στην ομαλή πορεία της θρησκευτικής διακονίας στη Φρουρά.
Η τοποθέτησή του σε έναν άλλο Σχηματισμό, με λιγότερες υποχρεώσεις και απαιτήσεις, έδιναν στον Ιερέα θάρρος και ελπίδα, να συνεχίζει να προσφέρει το κατά δύναμιν στο χώρο που αγάπησε και δόθηκε ψυχή τε και σώματι, ως ένας άξιος λειτουργός, που δεν υποχωρεί, δεν φεύγει, δεν το βάζει κάτω, αλλά μέχρι τέλος δίνει μάχες, προσφέροντας και την τελευταία σταγόνα του αίματός του για την Εκκλησία και την πατρίδα. Το Υπουργείο πάντως στο αίτημα αυτό, δεν έδωσε άμεσα κάποια απάντηση, θετική ή αρνητική.
Το Φρουραρχείο της Λαμίας, στις 26 Μαρτίου 1858, αναφέρει στο Υπουργείο ότι ο Ιερέας του 1ου Τάγματος του 9ου Συντάγματος, έφυγε και γι’ αυτό ζητούν να διοριστεί κάποιος άλλος κληρικός στη Φρουρά αυτή. Το Φρουραρχείο συνεχίζοντας στην αναφορά του, προτείνει εάν αυτό δεν είναι εφικτό δηλαδή ο διορισμός ενός νέου κληρικού, να τους επιτρέψουν να βρουν κάποιον άλλον κληρικό από την περιοχή, δίνοντάς του μια μικρή αντιμισθία για την παρασχόμενη διακονία του και έτσι να υπάρχει μια συνέχεια στην ποιμαντική διακονία της Φρουράς. Στο συγκεκριμένο αίτημα το Υπουργείο δεν απήντησε, αφού στο έγγραφο αυτό, δεν υπάρχει κάποιο σχόλιο ή κάποια σημείωση, που να δίνει έστω και προσωρινή λύση στο κενό που δημιουργήθηκε, με την αποχώρηση του Ιερέως.
Ο Ιερέας της Φρουράς της Κορίνθου, Δημήτριος Σακελαρίου, στις 6 Μαρτίου 1858, καταθέτει μία αναφορά προς το Φρουραρχείο, όπου παρακαλεί να την διαβιβάσει προς το Υπουργείο. Στην αναφορά αυτή, ο εν λόγω κληρικός ζητά αύξηση του μισθού του, διότι από έναν σεισμό που έγινε, καταστράφηκε ολοσχερώς το σπίτι του. Αναφέρει ότι εάν το Υπουργείο εγκρίνει την αύξηση του μισθού του, αυτό θα τον ανακουφίσει από τα έξοδα τα οποία έχει, εξαιτίας και της πολυαρίθμου οικογενείας του, αφού έχει πέντε παιδιά όπως αναγράφει.
Το Φρουραρχείο την εν λόγω αναφορά την προώθησε προς το Υπουργείο ως όφειλε, με την σημείωση όπως : « το Σεβαστόν Υπουργείον ίνα ευαρεστηθεί και ενεργήσει ότι δει». Πάντως το Υπουργείο δεν απέστειλε απάντηση επί του θέματος και έτσι ο Ιερέας προφανώς δεν έλαβε την αύξηση την οποία ζητούσε και το θέμα τέθηκε στο αρχείο.
Το τελευταίο έγγραφο το οποίο θα παρουσιάσουμε σήμερα, έχει ημερομηνία 29 Απριλίου 1858 και αποστέλλεται από τον Βασιλέα Όθωνα, προς τον Υπουργό των Στρατιωτικών. Στο Βασιλικό αυτό έγγραφο αναφέρεται, ότι κατόπιν προτάσεως του αρμοδίου Υπουργού, απολύεται από την στρατιωτική υπηρεσία ο Ιερέας Δημήτριος Κουμαριανός και τον διατάζει να προβεί στην έκδοση του αναλόγου διατάγματος της αποστρατείας του. Στην έρευνά μας μέχρι το σημείο αυτό, δεν συναντήσαμε κάποιο έγγραφο από τον Σχηματισμό που υπηρετούσε ο εν λόγω κληρικός, ούτε κάποιο έγγραφο από το Υπουργείο, που να ανέφερε για τον Ιερέα Κουμαριανό.
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τους λόγους που ο Υπουργός εισηγήθηκε στον Βασιλέα την έκδοση αυτής της απόφασης, γιατί δεν υπάρχει κάποια γραπτή μαρτυρία που να εξηγεί τους λόγους που ο μέχρι πρότινος Στρατιωτικός Ιερέας, έπρεπε να διαγραφεί από τις τάξεις του στρατού και προφανώς να επανέλθει σε κάποια Μητρόπολη που θα τον τοποθετούσε στη συνέχεια σε κάποια ενορία, προκειμένου να εκτελεί τα ιερατικά του καθήκοντα. Η έλλειψη στοιχείων και αποδείξεων, δεν μας αφήνουν περιθώρια και δεν πρέπει να κάνουμε υποθέσεις που δεν ανταποκρίνονται και δεν μας παρουσιάζουν την αλήθεια του θέματος.
Συνεχίζεται {90}
Γίνετε συνοδοιπόροι μας στην γνώση και την ενημέρωση. Στείλτε στο [email protected] άρθρα, φωτογραφίες, βίντεο ή κάτι που πιστεύετε ότι αξίζει να μοιραστείτε τόσο με εμάς όσο και με τους αναγνώστες μας.