Aρχιμ. Αλεξίου Ιστρατόγλου Ανχη(ΣΙ)
Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Κατά την περίοδο 1836 και εξής, υπάρχουν πάρα πολλά έγγραφα του Βασιλέα Όθωνα, που αφορούν διορισμούς και μεταθέσεις Στρατιωτικών Ιερέων, για την κάλυψη των αναγκών στο στράτευμα. Έτσι με έγγραφο της 14ης Απριλίου 1837, εγκρίνεται η μετάθεση του Ιερέα Ηλία Γερασίμου, από το Τάγμα Πυροβολικού, στο Φρουραρχείο Αθηνών, του Αρχιμ. Νικηφόρου Ρωμανίδη, από το 2ο Ελαφρό, προς το Τάγμα Πυροβολικού και του Ιερέα Ιωάννη Θιακάκη, από το 2ο της γραμμής στο 2ο ελαφρό Τάγμα, με τις ίδιες αποδοχές.
Επίσης υπάρχουν πολλά έγγραφα της περιόδου αυτής που είναι αναφορές των Στρατιωτικών Ιερέων, όπου ζητούν να τους χορηγηθεί κανονική άδεια για προσωπικούς λόγους, ορίζοντας πολλές φορές και τον αντικαταστάτη τους. Έτσι υπάρχει αίτηση αδείας του Ιερέως του στρατού, Ηλία Γερασίμου με ημερομηνία 28 Φεβρουαρίου 1837, προς την Διοίκηση του Β. Πυροβολικού, με την οποία αιτείται δεκαπενθήμερη άδεια για την Αθήνα. Σε άλλο έγγραφο της 1ης Μαΐου 1837, με το οποίο ο Ιερέας της Φρουράς Παλαμαδίου, Ιερομόναχος Μάξιμος, απευθυνόμενος στον Λοχαγό Φρούραρχο αυτού, αναφέρει ότι κατά την απουσία του αφήνει ꞉ «επίτροπον μου τον αιδεσιμώτατον κ. Βασίλειον Παπαδημητρακόπουλον τον οποίον θέλω παρουσιάσω τότε ότε μέλλω να αναχωρίσω, ν’ αναλάβη ταύτα τα χρέη».
Επίσης υπάρχουν αρκετά έγγραφα με αιτήσεις Ιερέων που ζητούν να προσληφθούν στο Βασιλικό Στρατό ως Ιερείς αυτού. Έτσι υπάρχει αναφορά προς το Φρουραρχείο Μεσολογγίου, με το οποίο ο Ιερέας Νικόλαος Χαλικιόπουλος, ζητά να προσληφθεί ως Ιερεύς και να διορισθεί ως τακτικός Ιερέας του Φρουραρχείου αυτού, αναφερόμενος στη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται αυτός και η οικογένεια του. Στη συνέχεια το Βασιλικό Φρουραρχείο Μεσολογγίου, με επιστολή του, την 17η Νοεμβρίου 1837, αποστέλλει στο Υπουργείο Στρατιωτικών την αναφορά του ανωτέρω Ιερέως.
Με επιστολή που έστειλε ο Ιερέας Γεώργιος Σακελλαρίου προς το Υπουργείο Στρατιωτικών, περιγράφει την κακή του οικονομική κατάσταση και ζητά να διοριστεί Ιερέας στο ελαφρό Πεζικό Τάγμα, γιατί ο εφημέριος αυτού Κ. Καμπώνης έπαυσε. Καταλαβαίνουμε από τα ανωτέρω, ότι υπήρχε ζήτηση στο να προσληφθεί κάποιος που επιθυμούσε στο Σώμα του στρατού ως Ιερέας αυτού, αλλά πρέπει να γνωρίζουμε ότι και αν κάποιος δεν ήταν συνεπείς στα καθήκοντά του, ζητείτο η απομάκρυνση και αντικατάστασή του, όπως στην περίπτωση του Ιερέως Ιωάννη Θειακάκη, ο οποίος μετά την άδεια του δεν επέστρεψε στη θέση του, δηλαδή στο 2ο Ελαφρό Πεζικό Τάγμα στο οποίο υπηρετούσε, παρά τις προειδοποιήσεις που του είχαν απευθύνει. Έτσι στις 23 Ιουνίου 1838, με έγγραφο του Όθωνα προς το Υπουργείο Στρατιωτικών, ο εν λόγω Ιερέας διαγράφεται. Στη συνέχεια με επιστολή του το 4ο τάγμα Πεζικού στο Ναύπλιο, με επιστολή του προς το Υπουργείο Στρατιωτικών, αναφέρει τη διαγραφή του Ιερέως Θειακάκη.
Βεβαίως υπάρχουν και έγγραφα με αποστρατείες, όπως της περίπτωσης του Ιερέα Ιακώβου Ρωθ, όπου με έγγραφο του Όθωνα της 25ης Σεπτεμβρίου 1838, προς το Υπουργείο Στρατιωτικών, γίνεται λόγος περί αφέσεως από την στρατιωτική υπηρεσία του εν λόγω Ιερέως, από το 3ο Τάγμα Πεζικού της Γραμμής, εκφράζοντας την ευαρέσκεια του Βασιλέως προς αυτόν. Σε άλλο έγγραφο του Βασιλέα Όθωνα με την ίδια ημερομηνία, δηλαδή 25 Σεπτεμβρίου 1838, δίνεται η εξουσία στον ιερέα της αυλής Άρνεθ, (προφανώς Καθολικό, αφού υπήρχαν και Καθολικοί Ιερείς) να εκτελεί τα χρέη του Ιερέα Ι. Ρωθ και να πληρώνεται από το Στρατιωτικό Ταμείο, με μηνιαίο επιμίσθιο 50 δραχμές.
Σε αυτό το σημείο θα αναφέρουμε και μία τελευταία περίπτωση αυτής της κατηγορίας που αναφέρουμε, όπου ο Βασιλέας Όθων με έγγραφό του, στις 2 Φεβρουαρίου 1838,αναφέρει τα εξής ꞉ «Εγκρίνομεν εις τον Στρατιωτικόν Ιερέα ιωάννη Βιοίνον την παρ’ αυτού ζητηθείσαν άφεσιν εκ του Ημετέρου Στρατού κατά τους ορισμούς της συνθήκης Στρατολογίας και εκφράζομεν εις αυτόν την Ημετέραν ευαρέσκειαν δια τας καλάς εκδουλέυσεις του».
Αυτή την περίοδο όμως που εξετάζουμε, υπάρχουν και έγγραφα της Ιεράς Συνόδου του Βασιλείου της Ελλάδας, όπου το ανώτατο εκκλησιαστικό όργανο, θέτει μεταξύ των άλλων και θέματα κανονικότητας των Ιερέων που υπηρετούν στο στράτευμα, με αποτέλεσμα να απαιτείται και η έγκρισή της, προκειμένου να καταλαμβάνουν τις ανάλογες θέσεις οι ενδιαφερόμενοι και φυσικά έχοντας και τα ανάλογα προσόντα. Υπήρξαν περιπτώσεις όπου η Ιερά Σύνοδος δεν γνωρίζει την ταυτότητα και την προέλευση δύο Ιερέων και ζητά από την Γραμματεία της Επικρατείας με έγγραφό Της, στις 18 Αυγούστου 1836, να την ενημερώσει σχετικά με τη δραστηριότητα των Ιερέων αυτών.
Αναφέρει λοιπόν η Ιερά Σύνοδος στο έγγραφό της, τα εξής σχετικά με τους Ιερείς Διακάκη και Αγαθάγγελο ꞉ «ως μη αναγνωρισθέντες από της αρμοδίας Εκκλησιαστικής αρχής, απαιτείται να εμφανισθώσιν ενώπιον της Ιεράς Συνόδου. Δια τούτον και μόνον τον λόγον ότι είναι παντελώς άγνωστοι και οφείλωσιν να παρουσιασθώσιν αυτοπροσώπος». Συνεχίζοντας την ανάγνωση του κειμένου, τονίζονται τα εξής ꞉ «Απαίτηση δι’ εξόδων ή εκμισθώσεως τότε μόνον ηδύναντο ούτοι να κάμνωσιν εάν ήσαν αναγνωρισμένοι και ως τοιούτοι εκαλούντο παρά της Ιεράς Συνόδου, αλλ’ οι ανωτέρω όχι μόνο δεν ανεγνωρίσθησαν ούτε εφημέριοι στρατιωτικοί αλλ’ είναι και παντελώς άγνωστοι εις την Ιεράν Σύνοδον».
Στο δεύτερο έγγραφο της Ιεράς Συνόδου, με ημερομηνία 13 Σεπτεμβρίου 1837, φαίνεται πιο ξεκάθαρη η τοποθέτηση της Εκκλησίας στο θέμα της κανονικότητας των Ιερέων που προσλαμβάνονται στο στράτευμα και ζητά από την κρατική εξουσία να έχει λόγο στην πρόσληψη αυτών. Στο έγγραφο αυτό, η Ιερά Σύνοδος γνωμοδοτεί για τον πρεσβύτερο Ζαχαρία Καμπάνη, τον οποίο παύει από τα καθήκοντα του, ως πρεσβυτέρου του στρατού και ζητά να προσληφθεί άλλος ꞉ «αφού ακουσθεί προηγουμένως η γνώμη της Ιεράς Συνόδου».
Νωρίτερα από το ανωτέρω έγγραφο, η Ιερά Σύνοδος είχε αποστείλει προς τη Γραμματεία των Στρατιωτικών άλλο, με ημερομηνία 13 Απριλίου 1837, όπου εκεί αναφέρει ότι δεν υπάρχουν για όλους τους Στρατιωτικούς Ιερείς τα απαραίτητα συνοδικά έγγραφα που αναφέρονται σε αυτούς και καλεί το αρμόδιο Υπουργείο και δη τη Γραμματεία αυτού, να αποστείλει τα αποδεικτικά τους έγγραφα, προκειμένου όπως καταλαβαίνουμε για να αποφανθεί περί της κανονικότητας αυτών, που υπηρετούν στο χώρο του στρατεύματος, για την αποφυγή προσώπων που θα ήταν ακατάλληλα να βρίσκονται σε έναν χώρο που επιθυμεί και ζητά να έχει μια υγιή παρουσία κληρικού, με Ορθόδοξο ήθος και ύφος και με ιεροπρέπεια τέτοια, που θα εμπνέει και θα καθοδηγεί στην κατά Θεό ζωή και πολιτεία.
Επομένως η Ιερά Σύνοδος μετά τις οδηγίες που είχε αποστείλει προς τους Ιερείς του στρατεύματος και είχαμε ασχοληθεί σε προηγούμενες αναφορές μας, βλέπουμε ότι κάνει πιο δυναμική την παρουσία της μέσα στο χώρο αυτό, προκειμένου να θωρακίσει και να προστατεύσει τους εντός αυτού του χώρου, από τους προβατόσχημους λύκους, που δεν χάνουν ευκαιρία να τρυπώσουν παντού και να σπείρουν τα δαιμόνια των αιρέσεων και των άλλων πληγών, που πληγώνουν το σώμα της Εκκλησίας.
Η Εκκλησία αναζητά και θέλει εργάτες, τίμιους, ευσυνείδητους, υπεύθυνους και σοβαρούς, που θα μπορούν να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και να αντιμετωπίσουν τις οποιεσδήποτε καταστάσεις και αν εμφανισθούν, με το όπλο του Σταυρού, με την πίστη, με το Ορθόδοξο φρόνημα, με την εμπιστοσύνη μας στο σχέδιο και στην οικονομία του Θεού, «που πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν». Οι Στρατιωτικοί Ιερείς, έχουν αποδείξει και αποδεικνύουν καθημερινά, μέσα από την εμμονή και την προσήλωση τους στο καθήκον και στην αποστολή τους, ότι δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα, όσες φουρτούνες και όσα προβλήματα και αν εμφανισθούν, γιατί μετά το Σταυρό, ακολουθεί η Ανάσταση. Και εμείς ως μέλη της Εκκλησίας, που είναι Εκκλησιά Αναστάσεως, ζούμε για αυτή την Ανάσταση και εργαζόμαστε καθημερινά, ώστε να μετατρέψουμε την φθηνή καθημερινότητα μας σε Ανάσταση και πρόοδο. Αυτό ενέπνευσαν τότε οι άξιοι κληρικοί μας μέσα στο χώρο του στρατεύματος, αυτό καλούμαστε να κάνουμε και εμείς σήμερα και κάθε ημέρα, στο χώρο της ποιμαντικής μας διακονίας και προσφοράς.
Συνεχίζεται {12}