Τοῦ Σεβ/του Μητροπολίτου Αὐλῶνος ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Mr. Th.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΙΝ
Γαλ. 2, 16-20
Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΠΡΟΕΡΧΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΧΡΙΣΤΟ
«Ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ…» (Γαλ. 2, 20).
Λέγεται πώς ὁ ἄνθρωπος πού τρώει, κινεῖται, αἰσθάνεται, ἐργάζεται, ὅτι ζεῖ. Ἴσως νά ἔχει τήν ἰδέα πώς ζεῖ, ἐνῶ μπορεῖ νά εἶναι πνευματικά νεκρός. Φυσικό εἶναι, ἄν δέ ζεῖ πνευματική ζωή, νά εἶναι νεκρός. Γιά ἕνα τέτοιο ἄνθρωπο ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μιλάει μέ τά ἑξῆς λόγια: «Τό ὄνομά σου λέει πώς εἶσαι ζωντανός, μά στήν πραγματικότητα εἶσαι νεκρός» (Ἀποκ. 3, 1).
Στή σημερινή ἀποστολική περικοπή ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὑπογραμμίζει πώς «ἡ τωρινή σωματική μου ζωή εἶναι ζωή βασισμένη στήν πίστη μου στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ». Τί σημαίνει αὐτό; Ἁπλά, συσχετίζει τή ζωή του μέ τήν πίστη στό Χριστό, γιατί τά πρίν ἀπό τή μεταστροφή του χρόνια τά θεωρεῖ νεκρά. Μετά τό ὅραμα τῆς Δαμασκοῦ αἰσθάνεται, ὅτι ζεῖ ἀληθινά.
Ἡ ζωή τοῦ χριστιανοῦ στή γῆ καί ἡ αἰώνια ζωή του στόν οὐρανό ἔχουν βαθύτατη σχέση, γιατί ἡ αἰώνια ζωή εἶναι ὄχι μόνο ἡ συνέχεια, ἀλλά καί ἡ συνέπεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς του. Εἶναι δυνατό νά ἔχει αἰώνια ζωή ὁ ἄνθρωπος, ὅταν δέν ἔζησε στή γῆ πνευματική «ἐν Χριστῷ» ζωή; Εἶναι δυνατό, ἐκεῖνος πού δέν πιστεύει στό Χριστό, νά χαίρεται τά πνευματικά του κατορθώματα;
Ὁ Θεάνθρωπος γιά τόν ἑαυτό Του εἶπε: «Ἐγώ εἶμαι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή» (Ἰωάν. 14, 6), ἐνῶ ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἔγραψε: «Ὅποιος ἔχει τόν Υἱό, αὐτός μόνο ἔχει τή ζωή· ὅποιος δέν ἔχει τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, αὐτός δέν ἔχει οὔτε τή ζωή» (Α΄ Ἰωάν. 5, 12).
Ὅσο διαφέρει ὁ νεκρός ἀπό τόν ζωντανό, τόσο διαφέρει καί ὁ ψυχικά νεκρός ἀπό τόν ζῶντα «ἐν Χριστῷ» χριστιανό. Ὁ νεκρός σωματικά δέν αἰσθάνεται τίποτε, ἀλλά καί ὁ νεκρός ψυχικά δέν πιστεύει στό Θεό, δέν ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἔχει ψυχή καί ἄρα δέν ξέρει ποιός εἶναι ὁ προορισμός του. Στό σκοτάδι ὁ νεκρός, στό σκοτάδι καί ὁ ἄπιστος, πού δέ φωτίζεται ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἄπιστος εἶναι καί ψυχρός στήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον, ἀνάλγητος στή δυστυχία, ἄκαμπτος στίς παρακλήσεις καί πρόξενος ψυχρότητας στίς σχέσεις του μέ τούς ἄλλους. Τό μόνο ἐνδιαφέρον του εἶναι ὁ βόρβορος τῆς ὑλιστικῆς ζωῆς. Τό φῶς του ἔχει μεταβληθεῖ σέ σκοτάδι. Σκέψου, πόσο πυκνό θά ’ναι τό σκοτάδι στό ὁποῖο θά ζεῖ (Ματθ. 6, 23).
Ὁ τυφλός πνευματικά δέν εἶναι σέ θέση νά προστατέψει τόν ἑαυτό του καί ἡ ἠθική σήψη, τῆς ὁποίας ἡ δυσοσμία εἶναι ἀποπνυκτική, θά τόν συνοδεύει ἐφ’ ὅρου ζωῆς. Αὐτός πού ζεῖ πνευματικά φέρει ἔκδηλα τά σημάδια τῆς ζωῆς. Παίρνει δυνάμεις ἀπό τό Ποτήριο τῆς Ζωῆς, τόν Κύριό του Ἰησοῦ Χριστό.
Ἡ ζωή εἶναι ὡραία, ἀλλά δέν εἶναι στό χέρι τοῦ ἀνθρώπου νά ζήσει ὅσο θέλει. Ἀκόμα ὡραιότερη εἶναι ἡ πνευματική ζωή. Αὐτήν, ὅμως, μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά τήν καλλιεργήσει καί νά τήν παρατείνει στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Δέν εἶναι καλό ὁ ἄνθρωπος νά παραμένει στό σκοτάδι τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἄς πλησιάσει τόν Ἀρχηγό τῆς ζωῆς (Πράξ. 3, 15), γιά νά μπορεῖ νά ζήσει μιά νέα ζωή (Ρωμ. 6, 4).