«Ἐν γάρ Χριστῷ Ἰησοῦ οὔτε περιτομή τις ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλά καινή κτίσις» (Γαλ. 6, 15)
Μητροπολίτου Αὐλῶνος ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
Πολλοί εἶναι ἐκεῖνοι πού ἀπό τήν πνευματική ἀνεπάρκεια τῶν χριστιανῶν καί τήν ἀναιμική τους πνευματική ζωή, κατηγοροῦν τόν χριστιανισμό καί τό Εὐαγγέλιο. Ἀλλοῦ, ὅμως, θά πρέπει νά ἀναζητήσουμε τήν ψυχική καχεξία τῶν πιστῶν. Ἕνας ἀπό τούς λόγους αὐτούς, ἴσως ὁ πιό βασικός, εἶναι ἡ ἄγνοια τῶν σκοπῶν τοῦ Εὐαγγελίου, ἤ ἡ ἐσφαλμένη τοποθέτηση ἀπέναντι στίς ἐπιδιώξεις τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ ἄνθρωπος σφάλλει, ὅταν ἔχει ὑποκειμενικές προτιμήσεις καί ἀξιώσεις ἀπό τήν Ἐκκλησία. Εὑρίσκεται μακριά ἀπό τήν ἀλήθεια καί τήν σωτηρία, ἐάν γενόμενος χριστιανός μέ τό ἅγιο Βάπτισμα, ἀποδέχεται μόνον τούς τύπους καί τά σύμβολα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ σημερινή διακήρυξη τοῦ Ἀποστόλου, ὅτι οὔτε ἡ περιτομή, οὔτε ἡ ἀκροβυστία ἔχουν καμμιά δύναμη σωτηρίας, εἶναι σημαντική. Τό γεγονός τῆς νέας πραγματικότητας, τῆς καινῆς κτίσεως, πού ἔφερε στόν κόσμο ὁ Θεάνθρωπος εἶναι ἐκεῖνο, πού συνιστᾶ τή λυτρωτική πραγματικότητα. Αὐτή ἡ μεταβολή εἶναι οὐσιαστική καί θεμελιώδης. Ἄς τήν ἐξετάσουμε.
1. Ὁ παλαιός κόσμος
Ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Θεανθρώπου εἶναι ἡ βάση καί ἡ ἀπαρχή τῆς καινῆς κτίσης. Ὅ,τι ὁ ἄνθρωπος ἀπέτυχε νά πραγματώσει στόν Παράδεισο, ἀναλαμβάνει νά πραγματοποιήσει καί νά χαρίσει στόν ἄνθρωπο ὁ Θεάνθρωπος. Ἡ πτώση τῶν Πρωτοπλάστων ἐδημιούργησε «τά ἀρχαῖα», τήν ἁμαρτωλή κατάσταση στήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη.
Ὁ στόχος τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπωλέσθη. Τό ὅραμα τοῦ Παραδείσου ἐχάθη. Καί ἡ εὐτυχία καί μακαριότητα τοῦ ἀνθρωπίνου ὄντος ἀντηλλάγη μέ τήν τραγικότητα καί τήν ἀγωνία. Ὁ παλαιός κόσμος διασώζεται ἐλπιδοφόρα στήν Π. Διαθήκη, ὅπου ὁ Θεός προετοιμάζει καί προειδοποιεῖ τόν ἐρχομό τῆς καινῆς κτίσης. Ἀλλά καί στήν Π. Διαθήκη τά σύμβολα καί οἱ τύποι μόνον δίδονται.
Ὁ κόσμος εὑρίσκεται στήν περίοδο τῆς ἀναμονῆς τῆς νέας πραγματικότητας, ἡ ὁποία εἰσέρχεται στόν χρόνο, στήν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου, μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου. Εἰσέρχεται ὄχι μόνον σάν κήρυγμα καί διδασκαλία καί θεωρία, ἀλλά, πρό πάντων, σάν οὐσιαστική μεταβολή «ἐν Προσώπῳ Ἰησοῦ».
2. Ἡ μεταβολή
Ἡ ἔλευση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀπαρχή τῆς καινῆς κτίσης. Ὅ,τι ὁ ἄνθρωπος κατέστρεψε, ἀναπλάθει καί ἀναδημιουργεῖ ἀπό τήν ἀρχή ὁ Θεάνθρωπος μέ τήν ἐνσάρκωσή Του καί τό ἔργο Του. Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖον ὁ Χριστός σώζει τόν ἄνθρωπο εἶναι ἐπαναστατικός! Δέν συνεχίζει μιά παλιά κατάσταση, ἀλλά προσλαμβάνει τήν ἀνθρώπινη φύση στή Θεανδρική Του ὑπόσταση καί τήν ἀναπλάθει ἀπό τά θεμέλιά της.
Τό νέο πού φέρνει ὁ Χριστός στόν ἄνθρωπο δέν εἶναι μιά θεωρία κηρύγματος, μιά νέα διδασκαλία, ἀλλά ἡ πραγματικότητα τῆς κοινωνίας, τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό στή σχέση τῆς ἀγάπης. Ἡ μεταβολή αὐτή εἶναι μοναδική. Διότι ὁ Κύριος ἦρθε, γιά νά στήσει «τήν σκηνήν αὐτοῦ μετά τῶν ἀνθρώπων». Νά ἐγκαθιδρύσει τήν Βασιλεία Του, πού εἶναι ἡ «καινή κτίσις» καί πού πραγματοποιεῖται μέσα στήν ἁγία Του Ἐκκλησία.
Ὁ οὐρανοβάμων Ἀπόστολος, ἔχοντας πλήρη συνείδηση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, γράφει στούς Κορινθίους: «Εἰ τις ἐν Χριστῷ καινή κτίσις· τά ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδού γέγονε καινά τά πάντα». Ἐκεῖνος, λέει ὁ θεῖος Παῦλος, πού εἶναι μέ τόν Χριστό, εἶναι μιά νέα δημιουργία. Ἐάν ἡ πρώτη Δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου εἶναι κάτι τό θαυμαστό, ἡ νέα δημιουργία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀπαρχή τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Τῆς Βασιλείας, πού μορφή καί εἰκόνα εἶναι ἡ Ἐκκλησία.
3. Ἡ Ἐκκλησία καινή κτίση
Ἡ καινή κτίση ἔχει θεμέλιό της τόν Χριστό. «Θεμέλιον ἄλλον οὐδείς δύναται θεῖναι, παρά τόν κείμενον, ὅς ἔστιν Ἰησοῦς Χριστός». Ἐπί τοῦ θεμελίου τοῦ Κυρίου ἑδράζεται ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία δέν εἶναι ὀργάνωση καί ἀνθρώπινο σύνολο, ἀλλά τό Μυστικό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Οἱ πιστοί, δεχόμενοι τό Βάπτισμα, ἀποβάλλουν «τόν παλαιόν ἄνθρωπον σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις». Ἐνδύονται τόν Χριστό καί ἀπαρτίζουν τήν καινή κτίση.
Ἡ νέα πραγματικότητα τῶν σχέσεων τοῦ ἀνθρώπου μετά τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἄμεσος ἐπικοινωνία ζωῆς καί ἀγάπης καί ἐλπίδας. Εἶναι ἡ νέα ζύμη, πού ἀναπλάθει τό ὅλο φύραμα τῆς οἰκουμένης μέ τή διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου, ἀλλά, κυρίως, μέ τή συμμετοχή στό ἀναστημένο Σῶμα τοῦ Κυρίου, πού προσφέρει τό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας.
Στήν Ἐκκλησία ὁ πιστός ἑνώνεται μέ τόν Νυμφίο Χριστό. Γίνεται συνδετημών τοῦ Κυρίου. «Ὁ Ὡραῖος κάλλει» ἀναγεννᾶ καί ἀναπλάθει τή νύμφη ψυχή, πού ἀπό τήν παροῦσα ζωή τῆς προσφέρει τή χαρά τῆς οὐράνιας Βασιλείας. Γιά τόν λόγο αὐτό εἶναι ἀνάγκη νά ξεκαθαρίσουμε τίς ἰδέες πού ἔχουμε σχετικά μέ τήν Ἐκκλησία. Στήν Ἐκκλησία δέν καταφεύγουμε, γιά νά κρύψουμε τίς πληγές μας στά δάκρυα μιᾶς κάποιας παρηγοριᾶς. Μπαίνουμε στήν Ἐκκλησία, γιά νά γίνουμε «καινή κτίσις». Γιά νά ἀναπλασθεῖ ἡ ὕπαρξή μας ριζικά, ἀπό τά θεμέλιά της.
Ἀσφαλῶς, οἱ τύποι ὑποβαστάζουν τήν οὐσία. Ὅ,τι ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἔχει θεσμοθετήσει, ἔχει κῦρος καί σημασία πολύτιμη. Ὁ πιστός θά ἀπονείμει τόν προσήκοντα σεβασμό πρός ὅλα αὐτά. Ἀλλά δέν θά ἐπαναπαυθεῖ «εἰς τήν περιτομήν καί τήν ἀκροβυστίαν», ὅπως παρατηρεῖ ὁ Παῦλος.
Ἡ πραγματικότητα τῆς καινῆς κτίσης παίζει τόν πρῶτο ρόλο στή ζωή μας. Κι’ αὐτή τήν ἀναγέννηση καλούμαστε νά ζοῦμε μέσα στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Τότε ἡ πνευματική ζωή τῶν πιστῶν σφύζει ἀπό ζωή καί ἀγάπη καί πίστη καί ἐλπίδα Θεοῦ. Τότε ἡ Ἐκκλησία λάμπει ἀπό τή Χάρη τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, πού προεικονίζει.




























