του προηγουμένου της Ι. Μ. Μ. Μετεώρου, Αρχιμ. Αθανασίου Αναστασίου
Ἡ ἀποψινή ἐκδήλωση τοῦ συλλόγου «Μετεώρων Λιθόπολις» στό ξεκίνημα τοῦ νέου ἔτους, μᾶς δίδει τήν εὐκαιρία μιᾶς πολύτιμης πνευματικῆς συναντήσεως καί ἀναστροφῆς μέ ἀδελφούς ἐν Κυρίῳ ἀγαπητούς καί ἀληθινούς φίλους, πού μᾶς ἑνώνει ὁ κοινός μας πόθος γιά τήν σωτηρία μας, ἡ κοινή μας ἐπιθυμία καί προσπάθεια νά πλησιάσουμε τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, νά Τόν γνωρίσουμε ἀληθινά καί νά ἀποδεχθοῦμε τό θέλημά Του στήν ζωή μας.
Ἡ κοινή μας αὐτή πορεία καί προσπάθεια, ἀποκτᾶ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά στίς μέρες μας, καθώς ἡ πίστη καί ἡ παράδοσή μας βάλλονται πανταχόθεν καί ἐπιχειρεῖται ἡ ἄμεση καί βίαιη ἀπορθοδοξοποίηση τῆς πατρίδος μας καί τοῦ λαοῦ μας. Ἐπιχειρεῖται καί ἐνεργεῖται καθημερινά ἡ ἀποδυνάμωση κάθε θεσμοῦ, κάθε συνεκτικοῦ κυττάρου καί κάθε ὑγιοῦς συστατικοῦ τῆς κοινωνίας μας, τῆς ἱστορίας, τοῦ ἔθνους μας καί τῆς φυλῆς μας.
Γιά τόν λόγο αὐτό καί ἐπιλέξαμε ἀπόψε νά θέσουμε ὡς καθοδηγό μας στίς σκέψεις, πού θέλουμε νά μοιραστοῦμε μαζί σας, ἕναν ἀπό τούς πλέον χαρισματικούς καί βιωματικούς ἐκφραστές τῆς ἑλληνορθοδόξου παραδόσεώς μας, τόν κυρ-Φώτη τόν Κόντογλου, πού μέ τήν καυστική του πένα -ἐδῶ καί δεκαετίες- στιγμάτισε τήν ἀλλοτρίωση τῆς πατρίδος μας γράφοντας μέ διορατικότητα καί προφητικό λόγο, πού εἶναι ἀπόλυτα ἐπίκαιρος καί στίς μέρες μας.
Ἔγραφε χαρακτηριστικά:
«Λοιπόν, σήμερα βρισκόμαστε σὲ ἐλεεινὴ κατάσταση, κι ἂς μὴ τὸ λέμε, ζητώντας παρηγοριὰ στὴ φασαρία μιᾶς ψεύτικης ζωῆς. Ἡ ἀπιστία εἶναι θρονιασμένη μέσα στὴν καρδιά μας, καὶ γύρω της εἶναι τὰ παιδιά της, ἡ ἀπελπισία, ἡ πνευματικὴ νάρκη, ἡ ἀναισθησία, ὁ φόβος, ἡ ἀδιαφορία, ἡ ψευτοπαρηγοριά, ἡ μικρολογία, ἡ καχυποψία, τὸ συμφέρον, τὸ μῖσος, ἡ ἀσπλαχνία… Ποῦ νὰ βρεθεῖ κανένας νὰ πορεύεται στὴ ζωή του μ’ ἕναν ὑψηλὸν σκοπό, μὲ σταθερότητα καὶ ἐλπίδα! Σπάνιο πράγμα. Οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι ἔχουνε γίνει οἱ περισσότεροι κάποια πλάσματα ἄδεια ἀπὸ κάθε ζωντανὴ ἰδέα, ποὺ νὰ τοὺς κάνει νὰ ἀρμενίζουνε μέσα στὸ πέλαγος τῆς ζωῆς χαρούμενοι καὶ ζωηροί, σὰν τὸ καράβι ποὺ εἶναι φορτωμένο μὲ καλὸ φορτίο, καί, γεμάτο ἐλπίδα καὶ λαχτάρα, τραβᾶ κατὰ τὸ περιπόθητο λιμάνι, ἀνάμεσα σὲ ξέρες κι ἄγρια βραχόνησα»[1].
Ζοῦμε πραγματικά καί μέ τόν πιό ἔντονο τρόπο, ἕναν τεράστιο παραλογισμό, μία ἀνισορροπία, μία ἀντιστροφή καί μία διαστροφή τῶν πάντων. Καί δέν μιλοῦμε, βεβαίως, μόνον γιά τίς χριστιανικές ἀρχές καί ἀξίες, πού ὄχι μόνον καταπατοῦνται, ἀλλά καί συνειδητά καί συστηματικά ὑποβιβάζονται καί περιθωριοποιοῦνται. Μιλοῦμε ἀκόμη καί γι’ αὐτό τό ἴδιο τό αὐτονόητο, γιά τήν κοινή λογική, γιά τό ἀντικειμενικά ἰσχύον καί τό κοινῶς ἀποδεκτό. Γιά τά στοιχειώδη δηλαδή, πού ἀκόμη καί αὐτά καταρρίπτονται καί ἔχουν πάψει νά ἰσχύουν πλέον, καθώς βρισκόμαστε συνεχῶς ἀντιμέτωποι μέ τό ὀξύμωρο καί τό ἀντιφατικό.
Γι’ αὐτό καί φτάσαμε στό σημεῖο, ὅπου ἡ ἀρετή χλευάζεται ὡς ὀπισθοδρομική, ἐνῶ ἡ ἁμαρτία ἐπαινεῖται· ἡ ἠθική καταπατᾶται ὡς ἀναχρονιστική, ἐνῶ ἡ ἀνηθικότητα προβάλλεται ὡς πρόοδος· ἡ τιμιότητα ἀπορρίπτεται ὡς ἀναποτελεσματική, ἐνῶ ἡ παρανομία τείνει νά καταστεῖ κοινός τόπος. Φτάσαμε στό σημεῖο τό ἀφύσικο νά θεωρεῖται ὡς φυσιολογικό καί τό παραβατικό ὡς νόμιμο.
Φτάσαμε στό σημεῖο ἡ διατήρηση πατροπαράδοτων ἀρχῶν καί ἀξιῶν νά θεωρεῖται ὀπισθοδρόμηση καί συντήρηση· ἡ παραδοχή τοῦ φυσιολογικοῦ καί παραδεδομένου νά θεωρεῖται ρατσισμός· ἡ ἀγάπη γιά τήν πατρίδα καί ὁ ἁγνός πατριωτισμός νά θεωροῦνται ἐθνικισμός καί ἡ ὑπεράσπιση τῆς ἐθνικῆς μας ταυτότητας καί αὐτοσυνειδησίας νά θεωρεῖται φανατισμός, φασισμός καί μισαλλοδοξία.
Ὁ ὁδοστρωτήρας τοῦ δῆθεν ἐκσυγχρονισμοῦ καί τῆς προόδου ἰσοπεδώνει στό βίαιο πέρασμά του κάθε στοιχεῖο τῆς ἱστορικῆς ἀλήθειας, τῆς ἱστορικῆς μας μνήμης, τῆς ἐθνικῆς μας συνειδήσεως, τῆς ἐθνικῆς μας συνοχῆς, τῆς ἐθνικῆς μας παιδείας. Πρόκειται γιά μία συντονισμένη καί ἐνορχηστρωμένη προσπάθεια τῶν ἀρνητῶν τῆς πίστεως καί τῆς πατρίδος μας, τῶν ἀρνητῶν τῆς ἠθικῆς καί τῶν ἀξιῶν, πού τά τελευταῖα χρόνια ἔχει πλέον λάβει καί ἕναν ἐπίσημο χαρακτήρα, καθώς προβάλλεται μέ τόν πλέον πανηγυρικό τρόπο, ἀπό τήν συντεταγμένη πολιτεία· θεσμοθετεῖται μέ νόμους πού ψηφίζονται στό Ἑλληνικό Κοινοβούλιο ἀπό Ἕλληνες βουλευτές· καθιερώνεται μέ μία σειρά ἀπό μέτρα στήν παιδεία, στήν Ἐκκλησία, στήν δικαιοσύνη, στήν κοινωνία συνολικά.
Ἡ καθολική ἀπαξίωση τῶν παραδόσεων, ἡ ἐπιχείρηση τῆς ἐθνικῆς καί ἐθνολογικῆς μας μεταλλάξεως, ἡ ἐπιβολή τῆς πολυπολιτισμικότητας καί τοῦ συγκρητισμοῦ, ἡ ἀποχριστιανοποίηση τοῦ κράτους καί τῆς κοινωνίας μας, ἡ πρωτοφανής νομιμοποίηση τῶν ἠθικῶν παρεκτροπῶν, ἡ ὑποβάθμιση καί ἀλλοίωση τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν, ἡ σχεδιαζόμενη συνταγματική ἀναθεώρηση μέ σκοπό τόν ἐξοβελισμό τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν κοινωνία καί τήν πατρίδα μας καί ἡ θέσπιση μιᾶς σειρᾶς ἄλλων ἀντίχριστων καί ἀντιευαγγελικῶν νόμων, εἶναι ὅλα ὅσα ἔχουν ἐπιλεγεῖ, ὥστε νά ἀμβλυνθοῦν οἱ συνειδήσεις καί νά καμφθοῦν οἱ πνευματικές ἀντιστάσεις καί τά ἀντισώματα τοῦ λαοῦ μας.
Τά ἀντίθεα καί ἀνθελληνικά σχέδια πού ἐφαρμόζονται στίς μέρες μας εἶναι, βεβαίως, ἡ τραγική ἀπόληξη τῆς μακρᾶς, ἐπίμονης καί κατ’ ἐξακολούθηση ξενομανίας, πού κατατρώγει ἀνέκαθεν τούς Ἕλληνες. Εἶναι ἀπόληξη τῶν ἐπιλογῶν καί τῶν ἐπιβουλῶν ξένων κέντρων ἐξουσίας πού δροῦν ἐδῶ καί πολλές δεκαετίες μέσῳ τῶν ξενοκίνητων ἑλληνικῶν κυβερνήσεων.
Ὅπως δήλωσε τόσο ἀποκαλυπτικά ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός σέ πρόσφατη ραδιοφωνική συνέντευξή του:
«Ἀπό τήν ἵδρυση τοῦ Ἑλληνικοῦ κράτους (1830-32) καί μετά τό 1836, μέ τά πρωτόκολλα τῆς Εὐρώπης, ἔπαψε ὁ ἑλληνισμός νά λαμβάνει ἀποφάσεις γιά τόν ἑαυτό του μέσω τῶν κυβερνητῶν του. Ὁ μόνος ὀρθόδοξος καθ’ ὁλοκληρίαν κυβερνήτης ἦταν ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας. Ἀπό ἐκεῖ καί πέρα ἔχουμε πολιτικούς καί διανοουμένους πού ὑπηρετοῦν τήν Δύση καί τά δυτικά σχέδια. Δέν ἀπολυτοποιῶ. Δέν ἐκτείνομαι σ’ ὅλο τό χῶρο τῶν πολιτικῶν καί τῶν διανοουμένων, ἀλλά καί οἱ λίγοι ἐκεῖνοι ἀπό τίς δύο πλευρές πού θέλουν νά σκεφθοῦν καί ν’ ἀποφασίσουν ἑλληνικά, ἐλέγχονται ἀπό ξένα κέντρα».
Εἶναι, ὅμως, ἀλήθεια ὅτι στά κελεύσματα αὐτά τῶν ξένων ἔχουμε ἐνδώσει ἀσυγχώρητα καί ἐμεῖς οἱ ἴδιοι. Οἰκειοποιηθήκαμε ἀβασάνιστα τά νέα ἤθη, τίς ἀξίες, τά ἰδανικά, τίς συνήθειες καί τά πρότυπα πού μᾶς προέβαλαν. Ἐνδώσαμε ἀμαχητί στίς πιέσεις, τίς ἀπειλές, τούς πειθαναγκασμούς. Παγιδευτήκαμε ἀδιάκριτα στά ψευδοδιλήμματα τῆς εὐημερίας, τῆς ἀναπτύξεως, τῆς προόδου, τῆς ἀσφάλειας. Ἀποδεχτήκαμε αὐτάρεσκα τήν εὐμάρεια, τήν ἄνεση, τήν πολυτέλεια, τήν εὐδαιμονία καί τήν ἐπίπλαστη εὐτυχία πού μᾶς προσέφεραν. Χάσαμε τήν αἴσθηση τοῦ μέτρου στήν ζωή, στίς ἀπολαύσεις, στίς δραστηριότητες, στίς ἐκδηλώσεις, στίς ἐπιδιώξεις, στά κέρδη.
Ὅλα αὐτά τά φαινόμενα, ἄλλωστε, τῆς σήψεως καί τῆς διαφθορᾶς, τῆς ἀπαξιώσεως καί τοῦ ἐκμαυλισμοῦ, πού μᾶς κατακλύζουν, δέν γεννήθηκαν σήμερα, ξαφνικά καί ἀναίτια. Εἶναι ἀπότοκα τοῦ δικοῦ μας ἐγωισμοῦ, τῆς φιλαυτίας, τῆς ἀλαζονείας, τῆς νοησιαρχίας, τῆς αὐτάρκειας, τῆς φιλοχρηματίας, τοῦ καιροσκοπισμοῦ, τῆς ἄκρατης εὐδαιμονίας καί τῆς ἀπληστίας μας.
Στίς μέρες μας ἡ ἀπιστία, ἡ ἀντιθεΐα καί ἡ ἀποστασία, ὄχι μόνον ἔχουν γίνει κυρίαρχες, ἀλλά καί ἐπαινετές καί προβάλλονται ἀπροκάλυπτα ὡς πρότυπο γιά ὅλους. Πάντα ἐπίκαιρος ὁ κυρ-Φώτης ὁ Κόντογλου ἔγραφε πρίν δεκαετίες, σάν νά ζοῦσε στήν ἐποχή μας:
«Ἡ ἀπιστία ὑπῆρχε πάντα. Μὰ σήμερα, μὲ τὴν ἀποτρόπαια ματαιοδοξία ποὺ μᾶς τρώγει, τὴν ἐπιδείχνουμε σὰν νὰ μᾶς δίνει τὴ μεγαλύτερη ἀξία. Ὅποιος ἔχει πίστη στὸν Θεὸ καὶ στὴν ἀλήθεια ποὺ φανέρωσε, εἶναι καταφρονεμένος, σὰν στενόμυαλος κι᾿ ἀνόητος, καὶ τραβᾶ πάνω του ὅλα τὰ περιγελάσματα. Λογαριάζεται γιὰ “βλαμμένος” ἀπὸ τὸν πολὺν κόσμο, μάλιστα ἀπὸ τὸν κόσμο ποὺ ξέρει νὰ τὰ καταφέρνει στὴ ζωή, νὰ “πετυχαίνει”, νὰ βγάζει λεφτά, νὰ καλοπερνᾶ, νὰ μὴ δίνει πεντάρα γιὰ τίποτα, κατὰ τὸ ρητὸ ποὺ λέγει: “Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν”. Γιὰ τοῦτο, χρειάζεται νὰ ἔχει θάρρος καὶ νὰ περιφρονᾶ τὴν ἐκτίμηση τοῦ κόσμου καὶ τὸ ὑλικὸ συμφέρον του, ὅποιος λέγει πὼς ἔχει πίστη στὸν Θεό»[2].
Χρειαζόμαστε, λοιπόν, θάρρος, ἀφύπνιση, ἀντίσταση καί ἀντίδραση. Εἰδικά σήμερα πού βιώνουμε αὐτή τήν τόσο ὀδυνηρή προσωπική, οἰκογενειακή, κοινωνική καί ἐθνική πραγματικότητα, εἶναι ἐπιτακτική ἡ ἀνάγκη ἐπανατοποθετήσεως καί ἐπαναπροσδιορισμοῦ τῶν ἐπιλογῶν μας, τῶν ἀποφάσεών μας, τῶν προτεραιοτήτων μας, τῶν στόχων καί τῶν ἐπιδιώξεών μας.
Χρειαζόμαστε ἕνα ξέσπασμα, ἕνα πέταγμα, μία ρήξη, μία πραγματική ἐπανάσταση. Μία καθολική ρήξη καί μία γενναία ἐπανάσταση, ἐνάντια στήν ἠθική καί πνευματική κατάπτωση καί τήν σύγχρονη ἀποστασία πού μᾶς ἔχει κυριεύσει. Μία μετωπική σύγκρουση μέ τήν σύγχρονη ἀπαξία καί παρακμή· μία μετωπική σύγκρουση μέ ὅ,τι ἐξέθρεψε τήν σήψη καί τήν ἀποσύνθεση πού μᾶς κατακλύζει καί ἐπέφερε αὐτή τήν ὀλέθρια καί πρωτόγνωρη πολύπλευρη καί πολυποίκιλη κρίση, πού βιώνουμε στίς μέρες μας, μία κρίση πρωταρχικά πνευματική, ἠθική, κρίση ἀξιῶν, κρίση ταυτότητας, κρίση κοινωνική, ἐθνική καί οἰκονομική.
Κι αὐτό, γιατί τό τραγικότερο ὅλων θά ἦταν, ἀντί νά παλεύουμε νά βγοῦμε ἀπό αὐτή τήν «κόλαση» πού βρεθήκαμε, ἀντί νά ἀγωνιζόμαστε νά ξαναδοῦμε οὐρανό, νά παραμείνουμε ἐγκλωβισμένοι στήν ἰδέα τῶν τεχνητῶν παραδείσων πού χάσαμε καί νά συνεχίζουμε νά τούς ἀποζητοῦμε. Νά συνεχίσουμε, δηλαδή, νά ἀναζητοῦμε τήν εὐκαιριακή ἐπιτυχία, τήν ἐπίπλαστη εὐημερία, τήν ἐφήμερη ἱκανοποίηση, τόν εὔκολο καί ἄκοπο πλουτισμό καί τό γρήγορο καί τυχάρπαστο κέρδος.
Μιά μικρογραφία αὐτῆς τῆς ἀντιλήψεως παρατηρεῖ κανείς σέ μία μικρή μερίδα τῆς τοπικῆς μας κοινωνίας, πού προσπαθεῖ νά ἀλλοιώσει καί νά παραποιήσει τόν πνευματικό χαρακτήρα τῆς περιοχῆς μας καί τῶν Ἁγίων Μετεώρων. Εἶναι αὐτή ἡ μικρή μερίδα ἐλάχιστων ἀτόμων, πού ἀπαξιώνει τήν πίστη μας, τήν Ἐκκλησία μας, τόν μοναχισμό, ἀλλά καί κάθε φιλότιμη καί θετική προσπάθεια γιά τόν τόπο μας. Συκοφαντεῖ καί καθυβρίζει συστηματικά τούς μοναχούς καί τίς μοναχές, πού εἶναι οἱ φυσικοί κάτοικοι τῆς περιοχῆς τῶν Ἀγίων Μετεώρων καί οἱ Ἱερές Μονές ἀποτελοῦν ἀπό αἰῶνες τίς φυσικές τους κατοικίες. Καί ἔφτασε, ἐσχάτως, στό σημεῖο νά συκοφαντεῖ καί νά ὑβρίζει -μαζί μέ τούς ἄρχοντες καί διακεκριμένους πολιτες τοῦ τόπου- καί αὐτόν ἀκόμη τόν Σεπτό Ποιμενάρχη μας!
Καί ὅλα αὐτά μάλιστα, σέ μία περίοδο πού τό Μοναστικό Κέντρο τῶν Ἁγίων Μετεώρων προσφέρει καί συμβάλλει, περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη φορά, στήν αὔξηση τῆς ἐπισκεψιμότητος καί τῆς τουριστικῆς ἀναπτύξεως τῆς περιοχῆς καί ἔχει ὁδηγήσει στήν ὑπερπληρότητα στόν ξενοδοχειακό τομέα, στόν τομέα τῆς ἑστίασης, τῆς ψυχαγωγίας καί γενικά σέ ὅλους τούς τομεῖς τῆς οἰκονομικῆς καί ἐμπορικῆς δραστηριότητος. Καί σέ μία περίοδο πού ὁ νέος μας Ποιμενάρχης σχεδιάζει καί ὀργανώνει τήν ἀνασυγκρότηση τῆς ἱστορικῆς Μητροπόλεώς μας καί μία σειρά ἀπό δομές καί δραστηριότητες, πού ἐπίσης θά συμβάλουν στήν ἀνάπτυξη τῆς περιοχῆς.
Μᾶς ἔρχονται καί πάλι στό μυαλό τά λόγια τοῦ κυρ-Φώτη τοῦ Κόντογλου: «Τοῦτος ὁ κόσμος εἶναι ἀνάποδος. Ὅπως καὶ νὰ κάνεις, δὲν τὸν εὐχαριστᾶς. Οὔτε στὸν ἥλιο τὸν βρίσκεις, οὔτε στὸν ἴσκιο. Ὁ κάθε ἕνας λέγει τὸ κοντό του καὶ τὸ μακρύ του. Γιὰ ὅ,τι ἐνθουσιάζεται ὁ ἕνας, γιὰ τὸ ἴδιο στενοχωριέται ὁ ἄλλος. Ἄλλη φορὰ μπορεῖ οἱ ἄνθρωποι νὰ μὴν ἤτανε ὅλοι σύμφωνοι, μὰ γιὰ τοὺς πιὸ πολλοὺς τὸ καλὸ ἤτανε καλὸ καὶ τὸ κακό, κακό. Τώρα ὁ καθένας ἔχει σηκώσει μιὰ παντιέρα καὶ κάνει τὸν καπετὰν Ἕναν»[3].
Ὑπάρχουν πάντοτε κάποιοι ἐλάχιστοι πού ἐπιχειροῦν νά στήσουν τό δικό τους «καπετανάτο», καταρρακώνοντας θεσμούς, ἱστορία, παράδοση καί πρόσωπα καί προσπαθώντας μέ τίς ὀχλαγωγίες, τίς ὕβρεις καί τά ἀπρεπῆ συνθήματα νά ἐπιβάλουν τόν φόβο καί τήν τρομοκρατία καί ἐν τέλει τά δικά τους ἀτομικά συμφέροντα.
Εἶναι, ἄλλωστε, σύνηθες καί γενικευμένο τό φαινόμενο σέ ὅλη τήν πατρίδα μας, μιά δράκα ἀνθρώπων, μία ἐλάχιστη μειοψηφία, νά ἀναστατώνει καί νά ἐπιβαρύνει τήν ζωή τῆς συντριπτικῆς πλειοψηφίας τῶν πολιτῶν. Εἶναι οἱ γνωστοί ἄγνωστοι ἀναρχικοί, αὐτονομιστές, κουκουλοφόροι, ρουβίκωνες, τρομοκράτες πού σπᾶνε, καῖνε, καταστρέφουν τά πάντα. Ὅλοι αὐτοί πού ρημάζουν τόν πολιτισμό μας, τά σχολεῖα καί τά πανεπιστήμια, πού σκορπᾶνε τήν τυφλή βία καί τόν τρόμο στούς δρόμους καί τίς γειτονιές μας, πού δηλητηριάζουν τήν κουλτούρα μας, τά ἤθη μας, τήν κοινωνική καί οἰκογενειακή γαλήνη καί συνοχή. Πού θέλουν νά ξεθεμελιώσουν τίς ρίζες μας, νά ἀμαυρώσουν ὅποια ὀμορφιά ὑπάρχει στόν τόπο μας, νά μουτζουρώσουν ὅ,τι συνεχίζει νά ἀκτινοβολεῖ, νά σκοτώσουν ὅ,τι συνεχίζει νά ζωογονεῖ καί νά ἀνασταίνει πνευματικά, ὅ,τι μπορεῖ νά προσφέρει στήριξη, ἐλπίδα καί ἀγάπη στόν ἄνθρωπο. Γιατί, ὅλοι αὐτοί εἶναι σάν αὐτόν πού περιγράφει ὁ Κόντογλου λέγοντας, ὅτι «φοβᾶται νὰ ἀγαπήσει τὸν ἄλλον, ἡ καλοσύνη τοῦ φαίνεται σπατάλη κουτή, καὶ τρυπώνει σὰν ἀσπάλακας μέσα στὴν τρύπα του…. Κάθε δροσιὰ ἔχει καταξεραθεῖ μέσα του, ὅλα τὰ στοιχεῖα τῆς ζωῆς εἶναι πεθαμένα καὶ στὸν τόπο τους βρίσκονται τὰ στοιχεῖα τοῦ θανάτου, ὁ ἐγωισμός, ἡ ταραχὴ τῆς διάνοιας, ἡ περηφάνεια, ἡ πονηριά, ἡ ἀπιστία, ὁ φθόνος, κι ἀπάν’ ἀπ’ ὅλα ἡ ἀλλήθωρη ἀλεπού, ἡ ὑποκρισία. Αὐτὴ εἶναι ἡ νεκρὴ ψυχή, τό λημέρι τοῦ θανάτου του»[4].
Αὐτόν τόν πνευματικό θάνατο προσπαθοῦν νά ἐπιφέρουν βίαια καί στανικά σέ ἕναν ὁλόκληρο λαό ἐπικαλούμενοι μάλιστα τήν ἐλευθερία καί τό δικαίωμα στήν ἔκφραση. Ἡ ἐλευθερία εἶναι τό μεγαλειῶδες δῶρο τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, καθώς τόν ἔπλασε «κατ’ εἰκόνα» δική Του καί τοῦ χάρισε τό αὐτεξούσιο, πού οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας τό χαρακτηρίζουν ἰσόθεον. Καί ἔχει πράγματι τήν ἐλευθερία ὁ αὐτεξούσιος ἄνθρωπος νά ἀρνηθεῖ τά πάντα. Νά ἀρνηθεῖ τόν ἑαυτό του, τήν ἀξιοπρέπειά του, τήν πίστη του, τήν πατρίδα του, νά ἀρνηθεῖ ἀκόμη καί τόν ἴδιο τόν Θεό. Δέν μπορεῖ, ὅμως, νά ἐπιβάλει αὐτή τήν ἄρνηση καί στούς ἄλλους, καθώς ἡ ἐλευθερία τοῦ καθενός σταματᾶ ἐκεῖ πού ἀρχίζει ἡ ἐλευθερίοα τοῦ ἄλλου.
Ἀλλά ἄς ἀφήσουμε καί πάλι τόν κυρ-Φώτη τόν Κόντογλου μέ τόν ἀπαράμιλλο καί γλαφυρό του λόγο νά διεκτραγωδήσει –σάν νά ζοῦσε σήμερα– τήν κατάσταση πού ἐπικρατεῖ στήν πατρίδα μας μέσα ἀπό ἕνα ἔξοχο, εὔστοχο καί καυστικό κείμενό του:
«Ἡ ψευτιὰ καὶ ὁ πνευματικὸς ἐκφυλισμὸς ἁπλώνει μέρα μὲ τὴν ἡμέρα ἀπάνω στοὺς Ἕλληνες καὶ τοὺς παραμορφώνει. Ἕναν λαὸ ποὺ ξεχωρίζει ἀνάμεσα σ’ ὅλα τά ἔθνη καὶ ποὺ εἶναι γεμάτος πνευματικὴ ὑγεία, πᾶμε νὰ τὸν κάνουμε ἐμεῖς, οἱ λογῆς-λογῆς καλαμαράδες, κ’ οἱ ἄλλοι γραμματιζούμενοι, σαχλόν, χωρὶς πνευματικὸ νεῦρο, χωρὶς πνευματικὴ ἀνδροπρέπεια, χωρὶς χαρακτήρα. Οἱ διάφοροι φωστῆρες βαστᾶνε ἀπὸ μιὰ πατέντα στὰ χέρια, καὶ μέρα-νύχτα δουλεύουνε γιὰ νὰ “συγχρονίσουν” τὴν Ἑλλάδα, ἐνῶ στ’ ἀληθινὰ σκάβουνε τὸν λάκκο της. Ἄμυαλα νευρόσπαστα! Ποιὸν θὰ συγχρονίσετε; Αὐτὸ ποὺ λέτε ἐσεῖς “συγχρονισμὸ” καὶ “ἐξέλιξη” εἶναι μιὰ ἄθλια παραμόρφωση, σύμφωνα μ’ ἕνα βλακῶδες μοντέλο, ὁποὺ κάνανε οἱ σαρακοστιανοὶ καὶ κάλπικοι ἄνθρωποι, ποὺ τοὺς λέγει ἡ Γραφὴ “χλιαρούς”, δηλαδὴ σαχλούς, καὶ γιὰ τοὺς ὁποίους λέγει ὁ Θεός, ὅτι “μέλλει ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ, εἰ χλιαροὶ εἰσί, καὶ οὔτε ζεστοὶ οὔτε ψυχροὶ” (Ἀποκάλ. γ΄, 16).
Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ καλούπι θέλετε νὰ βάλετε τὸν λαό, κ’ ἔτσι νὰ χαθεῖ ἀπὸ πάνω του κάθε πρωτοτυπία, κάθε σημάδι ἀληθινῆς ζωῆς, κάθε χαρακτήρας. Αὐτὸ τὸ λέτε “συγχρονισμὸ” καὶ “ἐξέλιξη”! Ἀνόητοι κι ἀναίσθητοι! “Συγχρονισμένο” καὶ “ἐξελιγμένο” εἶναι ὅ,τι εἶναι ζωντανό, καὶ μοναχὰ ὅ,τι εἶναι πνευματικὰ πεθαμένο, ὅπως εἴσαστε ἐσεῖς, αὐτὸ δὲ μπορεῖ νὰ ’ναι οὔτε συγχρονισμένο οὔτε ἐξελιγμένο, ἀφοῦ δὲν εἶναι ζωντανό. Ὁ συγχρονισμὸς ὁ ἀληθινὸς εἶναι κάποια ἐνέργεια, ποὺ γίνεται μόνη της μέσα σὲ κάθε ζωντανὸ πλάσμα. Λοιπόν, ποιὰ Ἑλλάδα καὶ ποιὸν λαὸ θὰ “συγχρονίσετε”, ἀφοῦ ἡ Ἑλλάδα εἶναι ὁλοζώντανη κι ὁ λαός της εἶναι ἀείζωος; Θὰ ζωντανέψετε ἐσεῖς τὴ ζωή, ἐσεῖς οἱ πεθαμένοι καὶ θαμμένοι; Θαρρεῖτε, πὼς μὲ τὶς ὑστερικὲς φωνὲς καὶ μὲ τὶς θεατρικὲς σκηνοθεσίες φανερώνεται ἡ ζωή; Μά, ἴσια-ἴσια, ἐκεῖ ποὺ παίρνει τὴ θέση τῆς ζωῆς ἡ νεκρὴ καὶ ψεύτικη ἀπομίμησή της, δηλαδὴ τὸ εἴδωλό της, μὲ ἄλλα λόγια κάποια φτιαχτὴ σκηνοθεσία τῆς ζωῆς, ἐκεῖ βέβαια δὲν ὑπάρχει ἀληθινὰ ἡ Ζωή. Νά, αὐτὴ ἡ ἄψυχη σκηνοθεσία, αὐτὴ εἶναι ἡ “ἐξέλιξη” κι ὁ “συγχρονισμός” σας. Αὐτὸς εἶναι ὁ θάνατος τῆς ψυχῆς, γιατὶ ἡ ψευτιὰ εἶναι θάνατος κ’ ἡ ζωὴ ἀλήθεια. Γι’ αὐτὸ κ’ ἐσεῖς, μὲ ὅλες τὶς φωνὲς ποὺ βάζετε, καὶ μ’ ὅλες τὶς δραστηριότητες, καὶ μὲ ὅλα τά ὑστερικὰ ξετινάγματα, ἔχετε ἀπάνω σας τὴ μπόχα τοῦ θανάτου. Κι ἀντὶ νὰ πᾶτε κοντὰ στὸν λαό, ποὺ εἶναι πηγὴ ζωῆς, γιὰ νὰ πάρετε λίγη ζωὴ κι ἀλήθεια, ἐσεῖς θέλετε νὰ τὸν κάνετε ζωντανόν, ἐκεῖνον· ἐσεῖς οἱ πεθαμένοι νὰ ζωντανέψετε τὴ ζωή, οἱ ψεῦτες νὰ φανερώσετε τὴν ἀλήθεια, οἱ βρουκολάκοι νὰ δώσετε δύναμη καὶ νεῦρα στὸν ἀντρειωμένον!
Ὅποιος δὲν ζεῖ σύμφωνα μὲ τὸ φυσικό του φτιάξιμο καὶ μὲ τὰ φυσικὰ κτίσματα ποὺ ὑπάρχουνε γύρω του, αὐτὸς δὲν ἔχει ἀληθινὴ ζωὴ μέσα του, οὔτε φυσικὴ οὔτε πνευματική. Ὅπως ζοῦνε οἱ Ἕλληνες σήμερα, δὲν εἶναι ἡ ἀληθινὴ ζωή τους. Τὸ νοιώθουνε κ’ οἱ ἴδιοι, κι ἂς μὴν τὸ λένε. Λαχταρᾶνε νὰ βροῦνε τὸν ἑαυτό τους ποὺ τὸν ἔχουν χαμένον (ἐκτὸς ἀπὸ κάποιους, ποὺ θαρροῦνε πὼς ζωὴ εἶναι μοναχὰ τὸ φαγοπότι καὶ τὸ “κομφόρ”, δίχως κανέναν βαθὺν πόθο, χωρὶς κανέναν καϋμό). Καὶ κεῖνος, ἀκόμα, ποὺ δὲν ἔχει συναίσθηση τὶ εἶναι ἀληθινό, ἔρχεται στιγμὴ ποὺ καταλαβαίνει, πὼς ἡ ζωή του εἶναι ψεύτικη, πὼς δὲν ἔχει κανέναν ἀληθινὸ δεσμὸ οὔτε μὲ τὸν τόπο του, οὔτε μὲ τοὺς προγόνους του, οὔτε μὲ τὶς ντόπιες συνήθειες ποὺ βγήκανε ἀπὸ τὴν ἀγάπη κι ἀπὸ τὸν πόνο, καὶ πὼς εἶναι ὀρφανὸς καὶ ξένος μέσα στὸν ἴδιο τὸν τόπο του, σὰν τὸν ἄσωτο γιό, καὶ πώς, μὲ ὅλο ποὺ θαρρεῖ πὼς τρώγει καλὰ καὶ νόστιμα φαγητά, στ’ ἀληθινὰ μασᾶ ξυλοκέρατα, φερμένα ἀπὸ ξένους τόπους, ὁποὺ εἶναι ἀλλιώτικοι ἀπὸ τὸν δικό μας.
Πολλοὶ λένε, πὼς εἶμαι ἕνας φανατικός, ἕνας ζηλωτὴς ποὺ βρίσκεται “ἐκτός τῆς πραγματικότητος”, ἕνας μονομανής, ποὺ θέλει κάποια πράγματα ποὺ δὲν γίνουνται καὶ ποὺ τὰ παρακάνει καὶ τὰ παραλέγει. Ἔχουνε δίκιο νὰ λένε, πὼς εἶμαι φανατικὸς καὶ ζηλωτής. Μὰ ὅποιος εἶναι ζηλωτὴς ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὴν ἀλήθεια, εἶναι συγχωρημένος. Φωνάζω καὶ στεναχωριέμαι, γιατί ἡ φυλή μας χάνει τὰ ἀληθινὰ πράγματα καὶ παίρνει τὰ ψεύτικα, κ’ ἔτσι δὲν χαίρεται τὰ τόσα πνευματικὰ πλούτη ποὺ κληρονόμησε, καὶ δὲν θρέφεται ἀπὸ τὸ ἀντρειωμένο καὶ ζωογόνο ἑλληνικὸ γάλα, ποὺ ἔθρεψε κι ἀγρίμια ἀκόμα καὶ τά ’κανε ἀνθρώπους. Αὐτὸ τὸ γάλα δὲν εἶναι τῆς δικῆς μου μάνας, μὰ τῆς μάνας ὁλονῶν μας, ποὺ τ’ ἀρνηθήκανε ὅσοι σᾶς δίνουνε νὰ πιεῖτε ἀντὶ γιὰ γάλα τὸ φαρμάκι τῆς ψευτιᾶς ποὺ τὴ λένε “πρόοδο”, “ἐξέλιξη”, “κοσμοπολιτισμό”, “μοντερνισμὸ” κτλ. Ἐγὼ στενοχωριέμαι γιὰ σᾶς, ὄχι γιὰ μένα, γιατὶ ἐγὼ ἔχω αὐτὸ ποὺ δὲν ἔχετε, μὰ αὐτὸ δὲν εἶναι δικό μου μοναχά, ἀλλὰ δικό μας.
Λένε πὼς τὰ παραλέγω. Μακάρι νὰ τὰ παράλεγα κι ἂς ἔβγαινα γελασμένος. Μὰ βλέπω καθαρά, πὼς μέρα μὲ τὴ μέρα τὸ πνευματικὸ αἷμα φεύγει ἀπὸ τὴν ὄψη τῆς φυλῆς μας, τὸ βλέπω καὶ πικραίνουμαι, ὅπως βλέπει ἡ μάνα τὸ παιδί της ποὺ μαραζώνει. Τί παρακάνω καὶ τί παραλέγω; Δὲν βλέπετε πὼς παραπατᾶμε, σὰν ζαλισμένοι, καὶ δὲν ξέρουμε ποῦ πᾶμε; Ἡ ξενομανία μᾶς ἔδερνε πάντα, ἀφοῦ κι ὁ Παυσανίας γράφει: “Ἕλληνες ἀεὶ ἐν θαύματι τιθέασι τ’ ἀλλότρια ἢ τὰ οἰκεῖα”. (Οἱ Ἕλληνες πάντα μέ θαυμασμό ἀντίκρυζαν τά ξένα παρά τά δικά τους). Μὰ τώρα σὰν νὰ χάσαμε ὁλότελα τὰ φρένα μας, λὲς κ’ ἤπιαμε τὸ Τρελλὸ Νερό, ποὺ λέγει ἕνας μύθος ἀνατολίτικος, καὶ λέμε τὸ ψεύτικο ἀληθινό, τὸ νόστιμο ἄνοστο, τὸ μαῦρο ἄσπρο. Καὶ μὲ ὅλο ποὺ πάθαμε αὐτὴ τὴν ξενομανιακὴ τρέλλα, ὡστόσο, ἐπειδὴ ἀγαπᾶμε τὸν τόπο μας, τὸ αἷμα μας καὶ τὰ δικά μας, θέλουμε νὰ συμβιβάσουμε αὐτὴ τὴν ἀγάπη μας μὲ τὴν τρέλλα μας (δηλαδὴ μὲ τὴ ματαιοδοξία μας), καὶ πᾶμε σὰν τὸ καράβι ποὺ δὲν ἔχει τιμόνι, μὰ ποὺ θέλει σώνει καὶ καλὰ νὰ ἰσάρει ὅλα τα πανιά του, γιὰ νὰ τσακισθεῖ πιὸ γλήγορα ἀπάνω στὶς ξέρες!… Ἀγαπᾶμε τὴν Ἑλλάδα, πονᾶμε τὸν τόπο μας, δίνουμε γι’ αὐτὸν τὴ ζωή μας, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ σιχαινόμαστε τὰ δικά μας πράγματα, τὰ πράγματα τῆς Ἑλλάδας, εἴτε φυσικὰ εἶναι εἴτε τεχνητά, εἴτε συνήθειες, εἴτε τραγούδια, εἴτε ψαλμωδίες, εἴτε εἰκονίσματα, καὶ θέλουμε τὰ ξενοφερμένα. Εἴμαστε, λοιπόν, στὰ συγκαλά μας; Ρωτῶ νὰ μάθω.
Ἔχουμε τέτοιο φῶς, τέτοιον γαλανὸν οὐρανό, ποὺ τὸν καυχιόμαστε, καὶ μολαταῦτα βάζουμε μαῦρα γυαλιὰ σὰν νὰ ’χουμε πονόματο, καὶ καταδικάζουμε τὸν ἑαυτό μας νὰ βλέπουμε ὁλοένα συννεφιασμένο, σταχτὺν οὐρανό, τὰ δέντρα ἀντὶ πράσινα νὰ τὰ βλέπουμε καφετιά, τὴ γαλανὴ θάλασσα νὰ τὴ βλέπουμε θολὴ καὶ λερωμένη, μόνο καὶ μόνο γιατί τὰ μαῦρα τά γυαλιὰ εἶναι μοντέρνα.
Πάντα οἱ Ἕλληνες προτιμούσανε τὰ ξένα ἀπὸ τὰ δικά τους, τώρα ὅμως τὰ μισοῦνε κιόλας τὰ δικά τους, μισοῦνε κι ὅποιον τὰ ἀγαπᾶ καὶ τὰ κρατᾶ.
Ὅλοι αὐτοὶ ἔχουνε τὴν ἰδέα πὼς εἶναι οἱ κλειδοκράτορες “τῆς προόδου καὶ τῆς ζωῆς τοῦ ἔθνους”, ἐνῶ ἐμεῖς εἴμαστε “καθυστερημένοι”, στρείδια κολλημένα στὸ βράχο τῆς παράδοσης, “ἐχθροὶ τῆς προόδου”, “στοιχεῖα ἄχρηστα καὶ πεθαμένα γιὰ τὴν μεγάλην ἀποστολὴν τοῦ ἔθνους μας”…
Ἐμεῖς, ὅμως, δὲ θὰ χύσουμε τὸ λίγο νερὸ ποὺ εἶναι ἀκόμα φυλαγμένο μέσα στὴ στέρνα τῆς παράδοσης. Μὰ θὰ πίνουμε ἀπ’ αὐτὸ τὸ καλὸ νερό, καὶ θὰ καλοῦμε νὰ πιοῦνε κ’ οἱ ἄλλοι Ἕλληνες, ποὺ τοὺς ξεραίνει ὁ λίβας τῆς ξενομανίας. Νὰ πιοῦνε καὶ νὰ δροσισθοῦνε ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὴν πέτρα, ἀπὸ τὸ καλὸ καὶ τ’ ἀθάνατο νερό μας, ἀπὸ “τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν”»,[5]καταλήγει ὁ Φώτης Κόντογλου.
Αὐτό «τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν», ἀγαπητοί μας ἀδελφοί, εἶναι ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. Ὅσο εἴμαστε ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό, ὅσο προστρέχουμε στήν χάρη τῶν ἁγίων καί τῆς Παναγίας μας, ὁ Κύριος δέν θά ἐγκαταλείψει τήν πατρίδα μας, τήν πονεμένη μας Ἑλλάδα. Δέν θά τό ἐπιτρέψουν οἱ αἰώνιοι καί ἀκοίμητοι φρουροί της, οἱ ἅγιοί μας, οἱ ὁποῖοι ἀνοίγουν καί σήμερα διάπλατα τήν θερμή καί στοργική ἀγκαλιά τους καί σκεπάζουν τήν πατρίδα μας. Δέν εἶναι τυχαῖο πού κάθε πόλη ἤ χωριό τῆς ὀρθόδοξης πατρίδας μας ἔχει τόν ἅγιό του, ἔχει τίς θαυματουργές εἰκόνες, τά χαρυτόβρυτα ἅγια λείψανα, ἔχει τούς μάρτυρες καί τούς ἐθνομάρτυρές του. Δέν ὑπάρχει σημεῖο τῆς εὐλογημένης μας πατρίδος πού νά μήν ἔχει ποτισθεῖ ἀπό τά αἵματα τῶν μαρτύρων τῆς πίστεως καί τῆς πατρίδος ἤ τούς ἱδρῶτες τῶν ἀσκητικῶν κατορθωμάτων τῶν ὁσίων μας. Αὐτοί οἱ ἅγιοι ἀποτελοῦν τούς θεόκτιστους πύργους τῆς πίστεως, πού στερεωμένοι πάνω στό ἀρραγέστατο θεμέλιο, τό Θεάνθρωπο Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, περιφρουροῦν καί προστατεύουν τήν ἱερή μας γῆ, τήν Ἑλλάδα μας, ἀπό τίς ἐπιδρομές τῶν ὁρατῶν καί ἀοράτων ἐχθρῶν.
Δίπλα, ὅμως, σ’ αὐτούς τούς ἀτρόμητους καί ἀνίκητους φύλακες ὀφείλουμε νά σταθοῦμε ἐνεργά καί ὅλοι ἐμεῖς. Νά προσφέρουμε καί τήν δική μας συνέργεια καί νά εἴμαστε πάντοτε ἀγρυπνοῦντες, ἀγωνιστικοί, πρωτοπόροι, μαχητικοί καί δραστηριοποιημένοι.
Καί εἶναι παρήγορο τό γεγονός ὅτι ἀκόμη καί μέσα ἀπό αὐτή τήν τραγική κατάσταση τῶν ἡμερῶν μας, μέσα ἀπό τά σκοτεινά σύννεφα τοῦ ἐφησυχασμοῦ, τῆς εὐμάρειας, τῆς εὐδαιμονίας, τῆς ἄνεσης, τῆς εὐζωΐας καί τῆς αὐτάρκειας· μέσα ἀπό τά σκοτεινά σύννεφα τῆς λησμοσύνης, τῆς ἄρνησης καί τῆς ἀπαξίας, θερμαίνει ἀκόμη καί φωτοδοτεῖ ἡ ἡλιαχτίδα τῆς ἐλπίδας καί τῆς ἐπιστροφῆς.
Τό σύνθημα μᾶς τό δίνει καί πάλι ὁ κυρ-Φώτης ὁ Κόντογλου: «Ὅσοι ἀπομείναμε πιστοὶ στὴν παράδοση, ὅσοι δὲν ἀρνηθήκαμε τὸ γάλα ποὺ βυζάξαμε, ἀγωνιζόμαστε, ἄλλος ἐδῶ, ἄλλος ἐκεῖ, καταπάνω στὴν ψευτιά. Καταπάνω σ᾿ αὐτοὺς ποὺ θέλουνε τήν Ἑλλάδα ἕνα κουφάρι χωρὶς ψυχή, ἕνα λουλούδι χωρὶς μυρουδιά»[6].
Ἐπιβάλλεται, λοιπόν, ἀδελφοί, σθεναρή καί ἄκαμπτη ἀντίσταση σέ ὅλα τά ἐπίπεδα καί πρός κάθε κατεύθυνση. Ἀντίσταση στόν ἀφελληνισμό καί τήν παραχάραξη τῆς ἱστορίας μας, ἀντίσταση στήν περιθωριοποίηση καί τόν ὑποβιβασμό τῶν ἀρχῶν τῆς πίστεως καί τῆς πατρίδος μας, ἀντίσταση στήν ποδηγέτηση καί τόν ἔλεγχο τῶν ἐπιλογῶν καί τῆς συνειδήσεώς μας, ἀντίσταση στούς σχεδιασμούς καί τίς ἐπιβολές τῆς Νέας Τάξεως Πραγμάτων καί τῆς Νέας Ἐποχῆς καί τῶν ἐγχώριων ἐντολοδόχων τους.
Ἀντίσταση ὀργανωμένη καί ὄχι ἐπιφανειακή, πού θά στηρίζεται στόν προσωπικό μας ἁγιασμό καί τόν ἀναβαπτισμό μας, στά νάματα τῆς ἑλληνορθοδόξου παραδόσεώς μας. Ἀντίσταση ὀργανωμένη σέ προσωπικό, οἰκογενειακό, ἐπαγγελματικό καί κοινωνικό ἐπίπεδο.
Ἄς κάνουμε τά σπίτια μας κρυφά καί νέα σχολειά κι ἄς γαλουχήσουμε τά παιδιά μας μέ τίς παραδόσεις τοῦ γένους μας ὑποκαθιστώντας ἐμεῖς τήν πλημμελή σχολική ἐκπαίδευση πού τούς παρέχεται. Νά προβάλουμε στά παιδιά μας τά πρότυπα τῶν ἁγίων καί τῶν ἡρώων μας. Νά τούς διδάξουμε σωστά τήν γλώσσα μας καί τήν ἱστορία μας. Νά τούς ἐμπνεύσουμε τήν φιλοπατρία, τήν ἑλληνική λεβεντιά, τήν ἀνδρεία καί τό φιλότιμο, πού εἶναι τό κύριο γνώρισμα τῆς φυλῆς μας, τήν ἀγάπη, τήν συγχώρεση, τήν ταπείνωση, τήν ὀλιγάρκεια. Νά τούς ἐμπνεύσουμε τήν ἀξιοπρέπεια καί τόν σεβασμό στήν ἀλήθεια, τήν δικαιοσύνη, τήν δημοκρατία. Νά τούς ἐνεργοποιήσουμε καί νά τούς ὠθήσουμε στόν ἀγώνα, στήν ἀποφασιστικότητα, τήν θυσία γιά τήν πίστη καί τήν πατρίδα μας. Νά τούς ἐμπνεύσουμε τήν ἐπιθυμία ἀλλά καί τό αἴσθημα τῆς ὑπερηφάνειας γιά τήν ὑπηρέτηση τῆς στρατιωτικῆς τους θητείας. Νά τούς ἐμπνεύσουμε τήν ἀγάπη, τόν σεβασμό καί τήν πίστη στόν ἱερό θεσμό τῆς οἰκογένειας καί τό εὐλογημένο μυστήριο τοῦ γάμου.
Νά τούς διδάξουμε νά μήν θεοποιοῦν τήν λογική τους, στηριζόμενοι ἀποκλειστικά καί μόνο στίς ἀτομικές τους δυνάμεις καί δεξιότητες, ἀλλά νά ἀναγνωρίζουν ὅτι ὅλα αὐτά ἀποτελοῦν χαρίσματα καί δωρεές τοῦ Θεοῦ καί νά ζητοῦν τήν δική Του στήριξη καί εὐλογία στήν ζωή τους.
Νά τούς διδάξουμε τό ἀληθινό νόημα καί τόν σκοπό τῆς ζωῆς μας, πού εἶναι ὁ οὐρανός, ἡ πραγματική δηλαδή καί μόνιμη πατρίδα μας. Σέ αὐτή τήν πρόσκαιρη ζωή εἴμαστε, ἄλλωστε, ὁδίτες καί ἔνοικοι καί ὄχι μόνιμοι κάτοικοι τῆς γῆς. Γι’ αὐτό καί θά πρέπει νά πορευόμαστε ἐδῶ μέ τήν προοπτική τῆς αἰωνιότητος.
Ἀντίσταση, λοιπόν, παντί σθένει καί πάσῃ δυνάμει. Ἀντίσταση μέχρις ἐσχάτων. Ἀντίσταση μέ κάθε κόστος καί κάθε τίμημα.
Ἄς γνωρίζουν καλά ὅλοι ἐκεῖνοι, πού μισοῦνε τόν Χριστό μας, τόν Κύριό μας καί Θεό μας, τήν Παναγία μας, τούς ἁγίους μας, τήν Ἁγία Ἐκκλησία μας, τήν σοφή καί στοργική μητέρα μας, τόν ἑλληνορθόδοξο πολιτισμό μας, τήν Ἑλλάδα μας, ὅτι δέν φοβόμαστε καί δέν τρομοκρατούμαστε καί ὅτι θά εἴμαστε πάντοτε παρόντες καί ἐνεργοί -ὅποιο κι ἄν εἶναι τό κόστος- στήν προάσπιση τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεώς μας, τῆς παραδόσεώς μας, τῆς πατρίδος μας, τοῦ λαοῦ μας, ἀλλά καί τῆς τοπικῆς μας κοινωνίας καί φυσικά τοῦ ἱεροῦ μας χώρου τῶν Ἁγίων Μετεώρων. Καί θά εἴμαστε, βεβαίως, ὅπως πάντοτε, παρόντες καί ἐνεργοί καί μέ τήν ἀγάπη μας, τό ἐνδιαφέρον μας, τήν συγχώρεση καί τήν προσευχή μας. Σᾶς βεβαιώνω προσωπικά ὅτι τούς μνημονεύουμε στήν προσευχή μας ὅλους -ἐχθρούς καί φίλους- καί μάλιστα ὀνομαστικά καί εὐχόμαστε νά τούς χαρίζει ὁ Πανάγαθος Θεός μας κάθε εὐλογία στήν ζωή τους καί νά ἔχουν προσωπική, οἰκογενειακή καί ἐπαγγελματική πρόοδο καί προκοπή καί νά ὁδηγηθοῦν, αὐτοπροαίρετα καί μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, στήν μόνη λυτρωτική Ἀλήθεια, πού εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός μας.
Εὐχηθεῖτε, Σεβασμιώτατε, νά ἀρθοῦμε ὅλοι στό ὕψος τῶν περιστάσεων, ἄρχοντες καί ἀρχόμενοι, ποιμένες καί ποιμαινόμενοι καί νά ἀνταποκριθοῦμε στήν ἀνάγκη καί τήν κρισιμότητατῶν στιγμῶν πού διερχόμαστε, ὡς πρόσωπα, ὡς ὀρθόδοξοι χριστιανοί, ὡς πολίτες, ὡς λαός καί ὡς Ἔθνος.
Νά μήν ὑποστείλουμε τήν σημαία τοῦ ἀγώνα, νά μήν ἐγκαταλείψουμε τό πεδίο τῆς μάχης, νά μήν καμφθοῦμε ἀπό τίς δοκιμασίες, νά μήν ἐνδώσουμε στίς ἀπειλές καί τίς ἐπιβουλές. Νά σταθοῦμε ἀντάξιοι τῆς ἱστορίας καί τῆς παραδόσεώς μας.
Ἡ Οἰκουμενική Ὀρθόδοξη πίστη μας καί μέσῳ αὐτῆς ὁ οἰκουμενικός Ἑλληνικός πολιτισμός μας, ἡ πνευματική καί ἐθνική καταγωγή μας, ξεπερνοῦν κάθε κρίση, κάθε παγκοσμιοποίηση καί νέα Ἐποχή. Ἀποτελοῦν τή Μοναδική Ἐποχή στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας, πού εἶναι καί Παλαιά καίΝέα καί Μέλλουσα καί Παντοτινή, γιατί εἶναι ἡ Ἐποχή τῆς Ἀλήθειας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας.
Ἄς κρατήσουμε ζωντανή τήν ἐλπίδα στίς καρδιές μας, ἄς ἔχουμε ἀκλόνητη ἐμπιστοσύνη στόν γλυκύτατο Κύριό μας καί Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστό, ὁ Ὁποῖος ὅλα μπορεῖ νά τά διορθώσει καί νά τά ἀνατρέψει καί νά εἴμαστε σίγουροι ὅτι θά τά διορθώσει καί θά τά ἀνατρέψει.
Μπορεῖ ὁ διάβολος νά θεωρεῖται κοσμοκράτωρ τοῦ αἰῶνος τούτου, ἀλλά ὁ Χριστός μας εἶναι Παντοκράτωρ. Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός δέν θά νικήσει μόνον στό τέλος τοῦ κόσμου θριαμβευτικά, ἔνδοξα, ὁριστικά καί αἰώνια. Νικᾶ καί σήμερα καί κάθε μέρα και παντοτεινά τό κακό, ἐφ’ ὅσον μιά πύρινη καί ἐκ ταπεινῆς καρδίας προσευχή ἀνεβαίνει στό θρόνο τοῦ Ὑψίστου.
Παραμένοντας ἐν μετανοίᾳ, εἴμαστε μόνιμα μέ τόν Αἰώνιο Νικητή, τόν Χριστό μας. Δοξασμένο τό Ἅγιο Ὄνομά Του.
Ὁ κόσμος λέγει ὅτι ἡ ἐλπίδα πεθαίνει τελευταία.
Ἀδελφοί, ἡ δική μας Ἐλπίδα εἶναι ὁ Χριστός καί ἡ ἐλπίδα αὐτή δέν πεθαίνει ποτέ!
[1] Φ. Κόντογλου «Εὐλογημένο Καταφύγιο», Ἐκδόσεις «ΑΚΡΙΤΑΣ» 1990, Ρημαγμένες Ψυχές.
[2] Φ. Κόντογλου, «Τὰ Μυστικὰ Ἄνθη», Εκδόσεις “ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ”, Ἀθεΐα, τὸ καύχημα τῆς ἐποχῆς μας
[3] Φ. Κόντογλου «Εὐλογημένο Καταφύγιο», Ἐκδόσεις «ΑΚΡΙΤΑΣ» 1990, Δροσίσετε τήν ψυχή σας.
[4] Φ. Κόντογλου «Εὐλογημένο Καταφύγιο», Ἐκδόσεις «ΑΚΡΙΤΑΣ» 1990, Ἡ βλογημένη καλωσύνη.
[5] Φ. Κόντογλου «Εὐλογημένο Καταφύγιο», Ἐκδόσεις «ΑΚΡΙΤΑΣ» 1990, Τό τρελλό νερό.
[6] Φ. Κόντογλου , «Πονεμένη Ρωμιοσύνη», Ἐκδόσεις «Ἀστήρ», Παράδοση