IEΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ
ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ
ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ
(Ἡ ἑρμηνεία παρά τήν συντομία της καί τήν ἁπλότητά της εἶναι ἐπιστημονική)
Ἡ ἐργασία αὐτή προσφέρεται στούς ἀναγνῶστες σέ συνέχειες ἑκάστη Δευτέρα καί Παρασκευή διά ἐξεύρεση λαθῶν ἐκ μέρους τους καί ἐνημέρωσή μας πρός διόρθωση, πρίν ἀπό τήν τελική δημοσίευση τοῦ ἔργου.
IV. ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΙΩΣΗΦ (37,1-50,26)
Ὁ Ἰωσήφ καί οἱ ἀδελφοί του (37,1-11)
(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
Τά γεγονότα πού περιγράφονται στό κεφάλαιο ἐδῶ ἔλαβαν χώρα ἕντεκα περίπου χρόνια μετά τήν ἐπιστροφή τοῦ Ἰακώβ ἀπό τήν Χαρράν, ὅταν αὐτός θά ἦταν σέ ἡλικία 108 ἐτῶν (βλ. 30,25 καί 27,1). Στήν παράγραφό μας ἐδῶ βλέπουμε ὅτι οἱ υἱοί τοῦ Ἰακώβ ζηλοφθόνησαν τόν Ἰωσήφ γιά τίς ἑξῆς αἰτίες: (α) Ἀνέφερε στόν πατέρα Ἰακώβ κάποια κακή διαγωγή τους (στίχ. 2β κατά τό Ἑβρ.). (β) Γιατί ὁ Ἰακώβ ἀγαποῦσε αὐτόν περισσότερο ἀπό αὐτούς καί τό ἐξεδήλωσε μάλιστα αὐτό κάνοντάς του ἕνα ποικιλόχρωμο χιτώνα (στίχ. 3.4). Καί (γ) ζηλοφθόνησαν τόν Ἰωσήφ γιά τά ὄνειρα πού εἶδε καί μάλιστα τά ἀνακοίνωσε· ἐσήμαιναν δέ τά ὄνειρα αὐτά τήν μελλοντική ἀνάδειξή του, τήν ὑπεροχή του ἀπό ὅλη του τήν οἰκογένεια (στίχ. 5-8. 9-10). Ἀπό τά ἐδῶ ὄνειρα τοῦ Ἰωσήφ βλέπουμε ὅτι, ὅπως ὁ Θεός μιλοῦσε παλαιά στόν Ἀβραάμ, στόν Ἰσαάκ καί στόν Ἰακώβ, ἔτσι ἄρχισε νά μιλάει καί στόν πατριάρχη Ἰωσήφ ἀπό μικρό ἀκόμα, γιατί τόν βρῆκε ἀντάξιό τους. Ὁ Ἰωσήφ μισήθηκε ἀπό τά ἀδέλφια του λόγω τῆς ἀρετῆς του. Πραγματικά, ἡ τιμή τῆς ἀρετῆς προκαλεῖ ἔχθρα.
(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
37,1Κατοίκησε δέ ὁ Ἰακώβ στήν γῆ ὅπου εἶχε ζήσει ὁ πατέρας του σάν πάροικος, στήν γῆ Χαναάν.
2Ἡ ἱστορία τῆς οἰκογένειας τοῦ Ἰακώβ εἶναι ἡ ἑξῆς:
Ὁ Ἰωσήφ, νέος, σέ ἡλικία δέκα ἑπτά ἐτῶν, ποίμαινε τά πρόβατα τοῦ πατέρα του μέ τούς ἀδελφούς του, τούς υἱούς τῆς Βαλλᾶς καί τούς υἱούς τῆς Ζελφᾶς, τῶν γυναικῶν τοῦ πατέρα του· ἀνέφεραν ὅμως (οἱ ἀδελφοί) στόν πατέρα τους Ἰσραήλ μιά κακή συκοφαντία γιά τόν Ἰωσήφ.α
3Ὁ δέ Ἰακώββ ἀγαποῦσε τόν Ἰωσήφ περισσότερο ἀπό ὅλους τούς ἄλλους υἱούς του, γιατί ἦταν υἱός πού γεννήθηκε στήν γεροντική του ἡλικία· τοῦ ἔκανε μάλιστα ποικιλόχρωμο χιτώνα. 4Ὅταν εἶδαν οἱ ἀδελφοί του ὅτι ὁ πατέρας τους ἀγαπᾶ τόν Ἰωσήφ περισσότερο ἀπό ὅλους τούς υἱούς του, τόν μίσησαν καί δέν μποροῦσαν νά τοῦ ποῦν τίποτε τό φιλικό.
5Εἶδε δέ ὁ Ἰωσήφ ὄνειρο, τό ὁποῖο διηγήθηκε στούς ἀδελφούς του.γ 6Τούς εἶπε: «Ἀκοῦστε ὄνειρο πού εἶδα: 7Ἔβλεπα ὅτι ἐδένατε δεμάτια στό μέσον τοῦ χωραφιοῦ καί τό δικό μου δεμάτι σηκώθηκε καί στάθηκε ὄρθιο, ἐνῶ τά δικά σας δεμάτια περιστράφηκαν καί προσκύνησαν τό δικό μου δεμάτι». 8Τότε οἱ ἀδελφοί του τοῦ εἶπαν, «Μήπως θά γίνεις βασιλιάς μας ἤ μήπως θά μᾶς κυβερνήσεις;» Καί τόν μίσησαν ἀκόμα περισσότερο γιά τά ὄνειρά του καί τά λόγια του. 9Εἶδε δέ ὁ Ἰωσήφ καί ἄλλο ὄνειρο, τό ὁποῖο διηγήθηκε στόν πατέρα του καί τ’ ἀδέλφια του. Τούς εἶπε: «Νά, εἶδα καί ἄλλο ὄνειρο· (εἶδα) σάν νά μέ προσκυνοῦσαν ὁ ἥλιος καί ἡ σελήνη καί ἕντεκα ἀστέρια». 10δἈλλά ὁ πατέρας του τόν ἐπέπληξε καί τοῦ εἶπε: «Τί ὄνειρο εἶναι αὐτό πού εἶδες; Μήπως θά ἔρθουμε ἐγώ μέ τήν μητέρα σου και τ’ ἀδέλφια σου γιά νά σέ προσκυνήσουμε μέχρι τήν γῆ;». 11Καί οἱ ἀδελφοί του τόν φθόνησαν· ὁ πατέρας του ὅμως κρατοῦσε τόν λόγο του αὐτόν στήν μνήμη του.
α. Κατά τό Ἑβρ.: «Ἀνέφερε ὁ Ἰωσήφ στόν πατέρα τους περί τῆς κακῆς τους φήμης».
β. «Ἰσραήλ», λέει τό Ἑβρ.
γ. «Καί αὐτοί τόν ἐμίσησαν ἀκόμη περισσότερο», προσθέτει τό Ἑβρ.
δ. «Καί τό διηγήθηκε τό ὄνειρο στόν πατέρα του καί τούς ἀδελφούς του», λέγει στήν ἀρχή ὁ στίχ. κατά τό Ἑβρ.
(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)
37,2-50,26. Ὅλο τό τελευταῖο μέρος τῆς Γενέσεως, ἐκτός τῶν κεφ. 38 καί 49, εἶναι μία βιογραφία τοῦ Ἰωσήφ. Ἀντιθέτως πρός τά προηγούμενα, αὐτή ἡ ἱστορία ἐξελίσσεται χωρίς ὁρατή μεσολάβηση τοῦ Θεοῦ, χωρίς νέα ἀποκάλυψη, ἀλλά εἶναι ὁλόκληρη μία διδασκαλία, ἡ ὁποία ἐκφράζεται σαφῶς στό τέλος (50,20 καί ἤδη 45,5-8): Ἡ θεία Πρόνοια παίζει μέ τούς ἀνθρώπινους ὑπολογισμούς καί κάνει νά στραφοῦν σέ καλό τά κακά θελήματα τῶν ἀνθρώπων. Στήν ἱστορία μας δέν σώζεται μόνον ὁ Ἰωσήφ, ἀλλά τό ἔγκλημα τῶν ἀδελφῶν του γίνεται τό ὄργανο τοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ: Ὁ ἐρχομός τῶν υἱῶν τοῦ Ἰακώβ στήν Αἴγυπτο προετοιμάζει τήν γέννηση τοῦ ἐκλεκτοῦ λαοῦ. Πάντοτε ἡ ἴδια προοπτική τῆς σωτηρίας («τό νά σωθεῖ ἡ ζωή ἑνός λαοῦ πολυάριθμου», 50,20), πού διαφαίνεται σέ ὅλη τήν Π.Δ. καί καταλήγει διευρυνόμενη στήν Κ.Δ. Εἶναι ἕνα σχέδιο τῆς σωτηρίας, ὅπως ἀργότερα στήν Ἔξοδο. – Πολλά χαρακτηριστικά τῆς ἀφήγησης μαρτυροῦν γιά μία ὁρισμένη γνώση τῶν πραγμάτων καί συνηθειῶν τῆς ἀρχαίας Αἰγύπτου, ὅπως αὐτές πού μᾶς παρουσιάζουν τά αἰγυπτιακά κείμενα. Ἀλλά τά παράλληλα πού μπορεῖ κανείς νά χρονολογήσει ἀναφέρονται στήν ἐποχή ὅπου αὐτές οἱ παραδόσεις συντάχθηκαν, καί ὄχι σέ αὐτήν τήν ἐποχή τῆς καθόδου τῆς οἰκογενείας τοῦ Ἰακώβ στήν Αἴγυπτο, τήν ὁποία μπορεῖ κανείς περίπου νά τοποθετήσει στόν 17ο αἰ. π.Χ., στήν ἐποχή τῶν Ὑκσώς. 37,1 ἑξ. Ὁ στίχ. 2 (προέρχεται ἀπό μία Ἱερατική παράδοση παράλληλη στήν Γιαχβική παράδοση τῶν στίχ. 3-11) περιέχει τόν τύπο τόν χρησιμοποιούμενο συχνά γιά νά εἰσαγάγει ἕνα νέο τμῆμα t/dl]To («τωλεδώθ»), δηλ. «ἱστορία οἰκογενείας» (ἡ φανερή χρήση τοῦ ὅρου ἐδῶ σέ μία πιό εὐρεῖα ἔννοια ἀπό τήν «γενεαλογία» θά ἔδινε μία ἐπί πλέον σημασία στήν χρήση της εἰς 2,4α). Ὅ,τι ἀκολουθεῖ καλεῖται «γενέσεις» Ἰακώβ, ἄν καί τό κέντρο ὅλης τῆς διηγήσεως εἶναι ὁ Ἰωσήφ. Παρά ταῦτα, ἡ ἱστορία τῶν υἱῶν ἐννοεῖται ὡς ἡ ἱστορία τοῦ πατέρα, ὅσο αὐτός ζεῖ. Τό ὑπόλοιπο τοῦ στίχου περιέχει μιά κολοβωμένη διήγηση ἀπό τήν Ἱερατική πηγή σχετικά μέ τόν Ἰωσήφ. 37,3. Ἡ ἀγάπη τοῦ πατέρα ἐκφράστηκε στόν ἀγαπημένο του υἱό μέ τό δῶρο ἑνός εἰδικοῦ χιτώνα ὁρισμένου μάκρους, πού χαρακτηρίζεται ὡς βασιλικό ἔνδυμα (Β΄ Βασ. 13,18). Οἱ Ο΄ καί ἡ Βουλγάτα μετέφρασαν τήν δύσκολη ἑβραϊκή λέξη µySiP («πασσίμ») «ποικίλον». Ἡ ἔννοια δέν εἶναι βεβαία. Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἦταν ἕνα πριγκιπικό ἔνδυμα, βλ. Β΄ Βασ. 13,18. Σύμβολο τῆς εὔνοιας τοῦ πατρός, εὐκαιρία τοῦ μίσους τῶν ἀδελφῶν, αὐτός ὁ χιτών θά εἶναι ἕνα ἐκ τῶν στοιχείων τοῦ δράματος, στίχ. 23 καί 31-33. 37,5. Tά ὄνειρα, τά ὁποῖα καταλαμβάνουν ἕνα μεγάλο μέρος στήν ἱστορία τοῦ Ἰωσήφ (βλ. κεφ. 40-41), εἶναι προαισθήσεις, ὄχι πλέον θεῖες ἐμφανίσεις, ὅπως στά 20,3. 28,12 ἑξ. 31,11.24. Γ´ Βασ. 3,5. Πρβλ. Ἀριθμ. 12,6. Σ. Σειρ. 34 σχόλ. 37,7. Ἡ ἀναφορά στά δέματα τοῦ σιταριοῦ συμφωνεῖ μέ τά ἡμι-νομαδικά ἔθιμα. 37,10. Ἡ Ραχήλ ἔχει ἤδη πεθάνει κατά τό 35,19. Ἡ διήγηση πρέπει νά ἀκολουθήσει μία ἄλλη παράδοση, ἡ ὁποία τοποθετοῦσε ἀργότερα τόν θάνατο τῆς Ραχήλ καί τήν γέννηση τοῦ Βενιαμίν (βλ. στίχ. 3 καί 43,29).
Ὁ Ἰωσήφ πωλεῖται ἀπό τά ἀδέλφια του (37,12-36)
(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
Τά παιδιά τοῦ Ἰακώβ ἀπό τήν Χεβρών πῆγαν γιά τήν βοσκή τῶν ποιμνίων τους βορειότερα, στήν Συχέμ. Τό ὅτι πῆγαν βορειότερα αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ἐποχή κατά τήν ὁποία συνέβησαν τά ἱστορούμενα ἐδῶ γεγονότα ἦταν καλοκαίρι ἤ ἄνοιξη. Ἡ ξηρά ἐποχή στήν Παλαιστίνη ἄρχιζε τόν Ἀπρίλιο καί διαρκοῦσε μέχρι τόν Ὀκτώβριο (στίχ. 24). Ὁ πατέρας Ἰακώβ, μή γνωρίζοντας πόσο τά παιδιά του μισοῦσαν τόν ἀδελφό τους Ἰωσήφ, τόν ἔστειλε σ’ αὐτούς μόνο του, ἐκεῖ μακρυά ὅπου εὑρίσκοντο, τριῶν ἡμερῶν περίπου πορεία, γιά νά μάθει γιά τήν ὑγεία τους καί γιά τά ποίμνια (στίχ. 13-14). Τελικά ὁ Ἰωσήφ πῆγε ἀκόμη πιό μακρυά, στήν Δωθαείμ, γιατί περιπλανώμενος στήν κοιλάδα ἔμαθε ἀπό ἄγνωστο ὅτι τά ἀδέλφια του εἶχαν πορευθεῖ ἐκεῖ γιά τήν βοσκή τῶν ποιμνίων (στίχ. 15-17). Φθάνοντας δέ ὁ Ἰωσήφ στήν περιοχή αὐτή τόν ἀνεγνώρισαν ἀπό μακρυά τά ἀδέλφια του, ἀπό τό πολύχρωμο ἔνδυμά του καί ἀποφάσισαν νά τόν σκοτώσουν καί νά τόν ρίξουν σ’ ἕναν ἀπό τούς ὑπάρχοντες ἐκεῖ λάκκους – δεξαμενές καί νά ποῦν στόν πατέρα τους ὅτι τόν κατεβρόχθισε ἄγριο θηρίο (στίχ. 20)! Γιά ἀνθρώπους πού ἔσφαξαν, ὅπως εἴδαμε, τούς ἄνδρες ὁλοκλήρου πόλεως (βλ. 34,25-31), ὁ φόνος ἑνός μόνον προσώπου δέν ἐθεωρεῖτο βαρύ ἁμάρτημα. Καί δέν μποροῦσε βεβαίως νά τούς ἀναχαιτίσει κανείς στό φονικό τους σχέδιο, γιατί ὁ πατέρας τους ἦταν μακρυά τους, ἀλλά καί δέν ἐγνώριζε τήν τόση κακία τους κατά τοῦ ἀδελφοῦ τους. Ἡ ἱστορία πού σχεδίαζαν νά ποῦν στόν πατέρα τους, ὅτι τάχα τόν Ἰωσήφ τόν κατασπάραξε ἄγριο θηρίο, δέν θά ἦταν ἀπίθανη, γιατί ἡ Παλαιστίνη ἦταν μία ἄγρια χώρα κατά τήν δεύτερη χιλιετηρίδα καί περιεπλανῶντο σ’ αὐτήν λέοντες, ἄρκτοι καί ἄλλα ζῶα (Κριτ. 14,5. Α΄ Βασ. 17,35). Ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός, ὁ Ρουβήν, αἰσθάνθηκε τήν εὐθύνη του γιά τόν μικρότερο ἀδελφό καί ἀπεφάσισε, ὅσο ἦταν δυνατόν, νά τόν σώσει ἀπό τά ἄλλα ἀδέλφια του. Ἄν καί ὁ ἴδιος εἶχε διαπράξει βαρύ ἁμάρτημα (βλ. 35,22), ὅμως δέν εἶχε τόσο σκληρή καρδιά, ὅσο τά ἄλλα ἀδέλφια του. Θέλοντας, λοιπόν, ὁ Ρουβήν νά βοηθήσει τόν Ἰωσήφ πρότεινε νά τόν ρίξουν σέ ἕνα λάκκο, ἀλλά ὄχι νά τόν σκοτώσουν· καί τό εἶπε αὐτό, ἔχοντας ὡς καλό σκοπό νά τόν ἀνασύρει ἀργότερα κρυφά ἀπό τόν λάκκο καί νά τόν ἀποδώσει στόν πατέρα του (στίχ. 22). Ἡ πρόταση αὐτή τοῦ Ρουβήν ἔγινε δεκτή ἀπό τούς ἀδελφούς καί ἔτσι αὐτοί ἔρριξαν τόν Ἰωσήφ σέ ἕνα ἄνυδρο λάκκο, ἀφοῦ πρῶτα τοῦ ἀφαίρεσαν τόν ποικιλόχρωμο χιτώνα του, καί ἔπειτα κάθισαν νά φάγουν καί νά πιοῦν (στίχ. 24)! Ἔτσι καί οἱ Ἰουδαῖοι ἀφοῦ σταύρωσαν τόν Χριστό πῆγαν ἔπειτα ἥσυχοι νά φάγουν τό Πάσχα! Ἕνα καραβάνι φάνηκε νά ἔρχεται ἀπό Ἰσμαηλῖτες καί Μαδιανῖτες ἐμπόρους (στίχ. 25) καί αὐτό ἔδωσε ἀφορμή στόν Ἰούδα νά προτείνει στούς ἀδελφούς του νά βγάλουν τόν Ἰωσήφ ἀπό τόν λάκκο καί νά τόν πουλήσουν σ’ αὐτούς, κινούμενος καί αὐτός ἀπό καλό σκοπό, γιά νά μή γίνουν, τόσο ὠμά, φονιάδες τοῦ ἀδελφοῦ τους (στίχ. 26-27). Ἔτσι, λοιπόν, μέ τήν πρόταση τοῦ Ἰούδα ὁ Ἰωσήφ πουλήθηκε σ’ αὐτούς τούς περαστικούς ἐμπόρους γιά εἴκοσι χρυσά (ἤ ἀργυρά, ὅπως ἔχει τό Ἑβραϊκό) νομίσματα, στήν τιμή, δηλαδή, ἑνός δούλου (βλ. Λευιτ. 27,5). Ἡ πράξη τῶν ἀδελφῶν τοῦ Ἰωσήφ ἦταν τό ἔγκλημα κλοπῆς ἀδελφοῦ (βλ. Δευτ. 24,7. Α΄ Τιμ. 1,10). Ὅλη αὐτή ἡ ἐνέργεια τῆς πωλήσεως τοῦ Ἰωσήφ στούς Μαδιανῖτες ἔγινε ὅταν ἀπουσίαζε ὁ Ρουβήν, πού εἶχε ἄλλο, καλό σχέδιο γιά τόν Ἰωσήφ, ὅπως εἴπαμε, γι’ αὐτό καί ταράχθηκε καί πόνεσε πολύ ὅταν δέν εἶδε τόν Ἰωσήφ στόν λάκκο (στίχ. 29-30), γιατί σάν μεγαλύτερος τί θά ἔλεγε στόν γέρο πατέρα; Ὁ πατέρας θά ὑποψιαζόταν τόν Ρουβήν – ἐπειδή ἦταν ὁ μεγαλύτερος υἱός του – ὡς ἀρχηγό τῆς κακῆς συνωμοσίας (βλ. Γεν. 42,22). Ποῦ ἦταν ὁ Ρουβήν στόν καιρό τῆς διαπραγματεύσεως καί τῆς πωλήσεως τοῦ Ἰωσήφ; Ὑποθέτουν ὅτι, ἐνῶ οἱ ἄλλοι ἀδελφοί κάθισαν νά φάγουν, ὅπως εἴπαμε (βλ. στίχ. 25), αὐτός πῆγε νά ταΐσει τά ζῶα, πού θά ἦταν μακρυά καί πιθανόν παρέμεινε ἐκεῖ μακρυά, ὅσο τό δυνατόν περισσότερο, γιά νά εἶναι βέβαιος ὅτι οἱ ἀδελφοί του θά σηκώθηκαν ἀπό τό δεῖπνο. Ἔτσι ἔλπιζε ὅτι θά μπορεῖ νά πάει μόνος του στό λάκκο (δεξαμενή) γιά νά διασώσει τόν Ἰωσήφ καί νά τόν στείλει στό σπίτι, στόν πατέρα του. Ἄν καί ὁ Ρουβήν ἦταν ταραγμένος καί σέ ἀμηχανία τί νά πεῖ στόν πατέρα του, οἱ ἄσπλαγχνοι ἀδελφοί δέν εἶχαν καθόλου ἀγωνία γι’ αὐτό, ἀλλά συνέλαβαν ἕνα ψεύτικο σχέδιο γιά νά δικαιολογηθοῦν. Ἀλλά καί σάν ἔνοχοι δέν εἶχαν τήν τόλμη νά ἐκθέσουν οἱ ἴδιοι προσωπικά τό ψέμα στόν πατέρα τους. Γι’ αὐτό τοῦ ἔστειλαν στήν Χεβρών μέ ἄλλο πρόσωπο, πιθανόν μέ ἕνα δοῦλο, τόν χιτώνα τοῦ Ἰωσήφ αἱματηρό, παραγγέλνοντάς του ὅτι τόν βρῆκαν καί νά διαπιστώσει αὐτός μήπως εἶναι ὁ χιτώνας τοῦ παιδιοῦ του (στίχ. 31-32). Καί ὁ δυστυχής πατέρας ἐγνώρισε τόν χιτώνα τοῦ παιδιοῦ του καί συμπέρανε: «Θηρίο ἄγριο κατεσπέραξε τόν Ἰωσήφ» (στίχ. 34)!… Πιστεύσας, λοιπόν, ὁ γέροντας πατέρας τόν θάνατο τοῦ Ἰωσήφ μέ τήν ἀπόδειξη τοῦ χιτῶνος, πόνεσε πολύ, ἔκλαιε συνεχῶς γιά τόν ἀγαπημένο του Ἰωσήφ. Ὁ Ἰακώβ μπῆκε σέ ὀδυνηρή περίοδο πένθους καί θλίψεως κατά τά ἤθη τῆς τότε ἐποχῆς· κατά τά ἤθη αὐτά ὁ θλιβόμενος ἔσχιζε τά ἱμάτιά του καί φοροῦσε ἕνα «σάκκο» (στίχ. 34), πού ἦταν ἕνα τραχύ παχύ ἔνδυμα ἀπό τρίχες. Ὁ Ἰακώβ ἦταν ἀπαρηγόρητος γιά τόν χαμό τοῦ Ἰωσήφ. Ἤθελε νά πεθάνει. «Καταβήσομαι πρός τόν υἱόν μου πενθῶν εἰς ᾅδου», ἔλεγε (στίχ. 35). Καί ὅμως ὁ Ἰωσήφ ζοῦσε! Τώρα βρισκόταν στά χέρια ἑνός αὐλικοῦ τοῦ Φαραώ, τοῦ ἄρχοντος τῶν σωματοφυλάκων του, τοῦ Πετεφρῆ. Σ’ αὐτόν τόν πούλησαν οἱ Μαδιανῖτες, ἔμποροι (στίχ. 36). Τόν Πετεφρῆ τό κείμενό μας τόν καλεῖ «σπάδοντα» τοῦ Φαραώ (στίχ. 36), πού σημαίνει εὐνοῦχο τοῦ Φαραώ. Οἱ εὐνοῦχοι ἐχρησιμοποιοῦντο στήν ἀρχαιότητα γιά φύλακες τῶν χαρεμιῶν γυναικῶν, γιατί δέν ὑπῆρχε ἀπ’ αὐτούς κίνδυνος μοιχείας μέ γυναῖκες. Ἦταν γυναικοφρουροί. Οἱ εὐνοῦχοι χρησιμοποιοῦντο καί γιά ἐμπιστευτικές θέσεις καί ἀξιώματα. Ἔτσι ὁ Πετεφρῆς ἦταν καί «ἀρχιμάγειρος» τοῦ Φαραώ, δηλαδή, κάτι σάν ὑπουργός καί πρωθυπουργός. Στά χέρια αὐτοῦ βρισκόταν τώρα ὁ Ἰωσήφ. Πρέπει ὅμως νά ποῦμε ὅτι ὁ Πετεφρῆς ἦταν ἔγγαμος (βλ. 39,7 ἑξ.), γι’ αὐτό ἡ ἀντίστοιχη ἑβραϊκή λέξη «σαρίς», πού ἡ μετάφραση τῶν Ο΄ ἀπέδωσε μέ τό «σπάδων», ἔχει εὐρύτερη ἔννοια καί σημαίνει γενικά τόν αὐλικό.
(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
37,12Πῆγαν δέ οἱ ἀδελφοί του (τοῦ Ἰωσήφ) γιά νά βοσκήσουν τά ποίμνια τοῦ πατέρα τους στήν Συχέμ. 13Τότε ὁ Ἰσραήλ εἶπε στόν Ἰωσήφ: «Οἱ ἀδελφοί σου βόσκουν τά πρόβατα στήν Συχέμ· ἔλα νά σέ στείλω σ’ αὐτούς». Καί αὐτός ἀπάντησε: «Εἶμαι ἕτοιμος»!
14Τότε τοῦ εἶπε ὁ Ἰσραήλ: «Πήγαινε νά δεῖς ἄν εἶναι καλά οἱ ἀδελφοί σου καί τά ποίμνια καί φέρε μου εἴδηση». Καί τόν ἔστειλε ἀπό τήν κοιλάδα τῆς Χεβρών καί αὐτός ἔφτασε στήν Συχέμ.
15Καί ἐνῶ περιπλανιόταν στήν κοιλάδα τόν συνάντησε ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος τόν ρώτησε: «Τί ἀναζητᾶς;». 16«Ἀναζητῶ τούς ἀδελφούς μου», εἶπε αὐτός, «πές μου, παρακαλῶ, ποῦ βόσκουν;». 17Καί ὁ ἄνθρωπος τοῦ εἶπε: «Ἔφυγαν ἀπό ’δῶ, γιατί τούς ἄκουσα νά λένε: Ἄς πᾶμε στήν Δωθαείμ».ε Καί πῆγε ὁ Ἰωσήφ νά ἀναζητήσει τούς ἀδελφούς του καί τούς βρῆκε στήν Δωθαείμ.
18Αὐτοί τόν ἀναγνώρισαν ἀπό μακρυά πρίν νά τούς πλησιάσει καί συνωμότησαν ἐναντίον του νά τόν φονεύσουν. 19Καί εἶπαν μεταξύ τους: «Νά, ἔρχεται ἐκεῖνος ὁ ὀνειροπόλος·ζ 20ἐμπρός, λοιπόν, νά τόν φονεύσουμε καί νά τόν ρίξουμε σ’ ἕναν ἀπό τούς λάκκους καί νά ποῦμε ὅτι τόν καταβρόχθισε ἄγριο θηρίο. Τότε θά δοῦμε τί θ’ ἀπογίνουν τά ὄνειρά του».
21Ἀλλά ὅταν ἄκουσε αὐτό ὁ Ρουβήν θέλησε νά τόν ἐλευθερώσει ἀπό τά χέρια τους καί εἶπε: «Ἄς μήν τόν θανατώσουμε». 22«Μή χύσετε αἷμα», εἶπε σ’ αὐτούς ὁ Ρουβήν. «Ρίξτε τον σ’ ἕναν ἀπ’ αὐτούς τούς λάκκους, πού εἶναι στήν ἔρημο, καί μήν τόν φονεύσετε»· (τό εἶπε αὐτό) γιά νά τόν σώσει ἀπό τά χέρια τους καί νά τόν ἀποδώσει στόν πατέρα του. 23Ὅταν, λοιπόν, ἔφτασε ὁ Ἰωσήφ στούς ἀδελφούς του, τοῦ ἔβγαλαν τόν πολύχρωμο χιτώνα πού φοροῦσε 24καί, ἀφοῦ ἅρπαξαν τόν Ἰωσήφ, τόν ἔρριξαν στόν λάκκο. Ὁ λάκκος ἦταν κενός, δέν εἶχε νερό. 25Ἔπειτα κάθισαν νά φάγουν τό φαγητό τους.
Καί καθώς σήκωσαν τά μάτια τους, ἰδού! Εἶδαν νά ἔρχονται ἀπό τήν Γαλαάδ καραβάνι Ἰσμαηλιτῶν· καί οἱ καμῆλες τους ἦταν φορτωμένες μέ θυμιάματα καί ρητίνη καί στακτήη καί κατέβαιναν στήν Αἴγυπτο. 26Τότε ὁ Ἰούδας εἶπε στούς ἀδελφούς του: «Σέ τί θά μᾶς ὠφελήσει, ἄν φονεύσουμε τόν ἀδελφό μας καί κρύψουμε τό αἷμα του; 27Ἐλᾶτε νά τόν πουλήσουμε σ’ αὐτούς τούς Ἰσμαηλῖτες, καί ἄς μήν τόν θανατώσουμε μέ τά χέρια μας, γιατί εἶναι ἀδελφός μας καί δική μας σάρκα». Καί οἱ ἀδελφοί του συμφώνησαν.
28Διάβαιναν δέ οἱ Μαδιανῖτες ἔμποροι. Τότε (οἱ ἀδελφοί) ἀνέσυραν τόν Ἰωσήφ καί τόν ἔβγαλαν ἀπό τόν λάκκο καί τόν πούλησαν στούς Ἰσμαηλῖτες γιά εἴκοσι χρυσά νομίσματα.θ Καί αὐτοί ἔφεραν τόν Ἰωσήφ στήν Αἴγυπτο. 29Ἐπέστρεψε δέ ὁ Ρουβήν στόν λάκκο, ἀλλά δέν εἶδε τόν Ἰωσήφ σ’ αὐτόν. Τότε αὐτός ξέσχισε τά ροῦχα του 30καί ἐπέστρεψε στούς ἀδελφούς του καί εἶπε: «Τό παιδί δέν εἶναι ἐκεῖ! Τί νά κάνω ἐγώ τώρα;»
31Τότε πῆραν τόν χιτώνα τοῦ Ἰωσήφ καί ἀφοῦ ἔσφαξαν ἕνα ἐρίφιο ἀπό τίς αἶγες ἔβαψαν τόν χιτώνα στό αἷμα. 32Καί ἔστειλαν τόν χιτώνα τόν ποικιλόχρωμο καί τόν ἔφεραν στόν πατέρα τους παραγγέλλοντας: «Βρήκαμε αὐτό· ἐξέτασε ἄν εἶναι ὁ χιτώνας τοῦ παιδιοῦ σου ἤ ὄχι». 33Καί ἐκεῖνος τόν γνώρισε καί εἶπε: «Εἶναι ὁ χιτώνας τοῦ υἱοῦ μου! Τόν κατέφαγε ἄγριο θηρίο· τόν κατασπάραξε θηρίο». 34Τότε ὁ Ἰακώβ ξέσχισε τά ροῦχα του καί ντύθηκε μέ σάκκο καί πενθοῦσε τό παιδί του γιά πολύ καιρό. 35Καί συγκεντρώθηκαν ὅλοι οἱ υἱοί του καί οἱ θυγατέρες του γιά νά τόν παρηγορήσουν, ἀλλ’ αὐτός δέν δεχόταν παρηγοριά· καί ἔλεγε: «Θά κατεβῶ στό παιδί μου, στόν ἅδη, πενθώντας». Καί τόν θρηνοῦσε ὁ πατέρας του.
36Οἱ δέ Μαδιανῖτες πούλησαν τόν Ἰωσήφ στήν Αἴγυπτο, στόν Πετεφρῆ, τόν εὐνοῦχο τοῦ Φαραώ, τόν ἀρχιμάγειρο.ι
ε. «Δωθάν», λέει τό Ἑβρ. Ὁμοίως καί στήν συνέχεια.
ζ. «Ὁ κύριος τῶν ἐνυπνίων» λέει τό Ἑβρ. ἀντί τοῦ «ἐνυπνιαστής».
η. Τό Ἑβρ. λέει: «ἀρώματα καί βάλσαμο καί μύρο».
θ. Κατά τό Ἑβρ. «γιά εἴκοσι ἀργυρούς σίκλους».
ι. «Αὐλικό τοῦ Φαραώ, ἄρχοντα τῶν σωματοφυλάκων», λέγει τό Ἑβρ.
(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)
37,12-36. Ἐδῶ κανείς διακρίνει δύο πηγές συνδυασμένες, Ἐλωχιμική καί Γιαχβική. Κατά τήν πρώτη, οἱ υἱοί τοῦ «Ἰακώβ» θέλουν νά σκοτώσουν τόν Ἰωσήφ καί ὁ Ρουβήν πετυχαίνει νά τόν ρίξουν μόνο σέ μία δεξαμενή, ἀπό ὅπου ἐλπίζει νά τόν τραβήξουν· ἀλλά Μαδιανῖτες ἔμποροι περνοῦν ἐν ἀγνοίᾳ τῶν ἀδελφῶν, κλέβουν τόν Ἰωσήφ καί τόν κατεβάζουν στήν Αἴγυπτο. Κατά τήν δεύτερη, οἱ υἱοί τοῦ «Ἰσραήλ» θέλουν νά σκοτώσουν τόν Ἰωσήφ, ἀλλά ὁ Ἰούδας προτείνει σ᾽ αὐτούς νά πωλήσουν αὐτόν καλύτερα σέ ἕνα καραβάνι Ἰσμαηλιτῶν στή πορεία του γιά τήν Αἴγυπτο. Γιά τόν Ἰακώβ-Ἰσραήλ βλ. 32,29. 37,17. Ἡ Δωθαείμ τοποθετεῖται περίπου 12 μίλια βορειότερα τῆς Συχέμ. 37,25. Ἔγεμον θυμιαμάτων καί ρυτίνης καί στακτῆς. Ἀρώματα πού παρήγαγε ἡ Παλαιστίνη (43,11), πρό παντός ἡ περιοχή τῆς Γαλαάδ, ἀνατολικά τοῦ Ἰορδάνου (Ἰερ. 8,22), καί πού ἐξετιμῶντο στήν Αἴγυπτο, ἰδιαίτερα γιά ἰατρικές ἀνάγκες (Ἰερ. 26,11. Ἑβρ. 46,111) καί ταρίχευση μουμιῶν. 37,26. Γιά νά ἀποφύγει τό νά κράξει τό αἷμα τοῦ θύματος πρός τόν οὐρανό (4,10) ὁ δολοφόνος τό κάλυπτε μέ χῶμα (Ἰεζ. 24,7. Ἰώβ 16,18 σχόλ.). 37,28. Εἴκοσι χρυσῶν. Εἶναι ἡ μέση τιμή δούλου στήν παλαιά Μεσοποταμία· ἐπίσης εἶναι ἡ ἀξία τιμῆς ἑνός ἄρρενος ἀπό πέντε ἕως εἴκοσι ἐτῶν, κατά τό Λευιτ. 27,5. 37,34. Διέρρηξε Ἰακώβ… Τό σημεῖο αὐτό καί σέ ἄλλα μέρη τῆς Βίβλου εἶναι ἐκδήλωση θλίψεως καί μετανοίας, βλ. Β΄ Βασ. 3,13. Γ΄ Βασ. 21,27 κ.ἄ. 37,36. Πετεφρῆς. Ἑβρ. «Φωτιφάρ», μία συντετμημένη μορφή τοῦ «Πώτι φέρα» (βλ. 41,45.50) καί σημαίνει «ἐκεῖνος τόν ὁποῖο ἔδωσε ὁ (θεός ἥλιος) Re».