ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΕΠΤΟΥ ΣΚΗΝΟΥΣ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΘΙΩΤΙΔΟΣ ΚΥΡΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ (ΠΡΩΤΟΠΑΠΑ)
Ἐκφωνηθείς ὑπό τοῦ Ἀρχιγραμματέως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος Ἀρχιμ. Φιλοθέου Θεοχάρη στόν Μητροπολιτικό Ἱερό Ναό Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου Λαμίας
(Τρίτη 30 Ἰουλίου 2019)
«Ἑτοίμη ἡ καρδία μου, ὁ Θεός, ἑτοίμη ἡ καρδία μου, ᾄσομαι καί ψαλῶ ἐν τῇ δόξῃ μου» (Ψαλμ. 107, 1)
Μέ βαθειά συγκίνηση καί τήν κατ᾿ ἄνθρωπον ὀδύνη,
Μακαριώτατε Πάτερ καί Δέσποτα, σεπτέ Προκαθήμενε τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος,
Σεβασμιώτατε Μητροπολῖτα Δημητριάδος καί Ἀλμυροῦ κ. Ἰγνάτιε, Τοποτηρητά τῆς χηρευούσης Ἱερᾶς Μητροπόλεως Φθιώτιδος,
Σεβασμιώτατοι καί Θεοφιλέστατοι ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
Σεβαστοί Πατέρες,
Ἀξιότιμοι ἐκπρόσωποι τῶν πολιτικῶν, στρατιωτικῶν καί λοιπῶν Ἀρχῶν,
Πενθηφόρε καί φιλόχριστε λαέ τῆς Ἐκκλησίας,
ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος προπέμπει σήμερα ἕνα ἀπό τά διακεκριμένα καί ἄξια μέλη της, τόν ἀοίδιμο ἤδη Μητροπολίτη Φθιώτιδος κυρό Νικόλαο (Πρωτοπαπᾶ), ὁ ὁποῖος ἀπεδήμησε ἀπό τήν παροῦσα ζωή καί πορεύεται τήν ὄντως «μακαρίαν ὁδόν», ὅτι «ἡτοιμάσθη (αὐτῷ) τόπος ἀναπαύσεως».
Ἡ καρδία τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νικολάου σταμάτησε αἰφνιδίως νά κτυπᾶ τό ἀπόγευμα τοῦ περασμένου Σαββάτου, 27η τοῦ μηνός Ἰουλίου, μία μόλις ἡμέρα μετά τήν συμπλήρωση σαράντα ἕξι ἐτῶν, ἀπό τότε πού εἰσῆλθε στήν ἁγία Ἱερωσύνη. Αὐτός ὁ αἰφνιδιασμός ὑπενθυμίζει σέ ὅλους μας τόν προτρεπτικό Κυριακό λόγο «Γρηγορεῖτε οὖν ὅτι οὐκ εἴδατε τήν ἡμέραν οὐδέ τήν ὥραν ἐν ᾖ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται» (Ματθ. 25, 13), τόν ὁποῖον ὁ μακάριος Μητροπολίτης Νικόλαος εἶχε πιστεύσει καί διαρκῶς ἀγωνιζόταν νά εὑρίσκεται σέ ἐγρήγορση καί ἑτοιμότητα. Γι᾿ αὐτό καί ἡ ἀναχώρησή του ἀπό τήν παροῦσα ζωή παραπέμπει στόν πρῶτο στίχο τοῦ 107ου Ψαλμοῦ, μέ τόν ὁποῖον ἄρχισαν αὐτά τά πενιχρά λόγια: «Ἑτοίμη ἡ καρδία μου, ὁ Θεός, ἑτοίμη ἡ καρδία μου…».
«Σάν ἕτοιμος ἀπό καιρό, σάν θαρραλέος»[1], ὅπως θά λεγε κι ὁ Ἀλεξανδρινός ποιητής, ὁ ἀοίδιμος Μητροπολίτης Νικόλαος ἑτοίμαζε τόν ἑαυτό του γι᾿ αὐτή τήν ἁγία ἡμέρα καί ὥρα τῆς ἐξόδου ἀπό τήν παροῦσα ζωή καί τῆς εἰσόδου στήν ὄντως ζωή, τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Εἶχε πολλές φορές διαβάσει καί μέ θαυμαστό τρόπο εἶχε προσοικειωθεῖ τήν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ: «Δός μοι, υἱέ σήν καρδιάν» (Παροιμ. 23, 26). Ὁ Θεός ζητᾶ τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου γιά νά κατοικήσει σ᾿ αὐτή, γιά νά τήν καταστήσει θρόνο Του. Καί ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Νικόλαος γεμάτος ἀγάπη γιά τόν Χριστό, ἀφιερωμένος ἐξ᾿ ὁλοκλήρου σ᾿ Ἐκεῖνον καί τήν Ἐκκλησία Του, ἔζησε θεοφιλῶς καί θεαρέστως, ὥστε ἡ ζωή του νά ἀποτελεῖ μία ἀληθινή ἑτοιμασία τοῦ «θρόνου» τῆς καρδιᾶς του. Ὄντως, ἡ καρδιά τοῦ Δεσπότη ἦταν «ἕτοιμη» γιά νά γίνει «θρόνος» τοῦ Βασιλέως τῆς δόξης, ὁ Ὁποῖος, ὅπως μαρτυρεῖ μέ τόν ἀδιάψευστο λόγο Του: «τούς δοξάζοντάς με ἀντιδοξάσω» (Α΄ Βασ. 2, 30).
Ἐγεννήθη τό ἔτος 1948 στό χωριό Πλατειά Τήνου. Ὑπῆρξε γόνος εὐσεβῶν καί ἁπλῶν νησιωτῶν γονέων, οἱ ὁποῖοι μετέδωσαν στά τέκνα τους τήν ἀγάπη καί τήν πίστη πρός τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία του. Ἰδιαιτέρως ἡ καλή μητέρα του, ἀοίδιμος Μαρία, ἡ ὁποία μόλις πρό ἕξι μηνῶν προέδραμε τοῦ υἱοῦ της στή ζωή τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τόν ἐδίδαξε νά εὑρίσκεται στά «σκηνώματα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» μέ ἐπίκεντρο τό καύχημα τῆς Τήνου καί ἱερό σέβας τῶν πανελλήνων, τόν ἱερό Θεομητορικό Ναό τῆς Εὐαγγελιστρίας.
Γεμάτος ἔνθεο ζῆλο γιά τήν ἁγία Ἱερωσύνη ἀπό τήν παιδική του ἡλικία, ὁ τότε ἔφηβος Νικόλαος Πρωτοπαπᾶς κατέφυγε γιά σπουδές στή Ριζάρειο Ἐκκλησιαστική Σχολή, ἀποκτῶντας τήν ἰδιότητα τοῦ ἱεροσπουδαστοῦ σέ μιά ἐποχή, μάλιστα, πού ἡ ἰδιότης αὐτή συνοδευόταν ἀπό ἀξία καί ἦταν ἄξια μιμήσεως. Μετά τίς σπουδές του στή Ριζάρειο εἰσῆλθε μέ ἐξετάσεις καί στή Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, λαμβάνοντας τό πτυχίο μέ τό βαθμό «ἄριστα» τό ἔτος 1972.
Ἦταν συνδεδεμένος πνευματικά μέ τό συντοπίτη του, μακαριστό καί ἐν ὁσίοις ἀναπαυόμενο Μητροπολίτη Χαλκίδος κυρό Νικόλαο (Σελέντη), ὁ ὁποῖος τό ἑπόμενο ἔτος, τό 1973, τόν ἔκειρε Μοναχό στήν Ἱερά Μονή Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Πεντέλης, ἐνῶ ἀνήμερα τῆς πανηγύρεως τῆς Πολιούχου Χαλκίδος Ἁγίας Παρασκευῆς, στίς 26 Ἰουλίου 1973, μέ τή συμμαρτυρία τοῦ πνευματικοῦ του πατρός, τότε Ἀρχιμανδρίτου καί νῦν Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κ. Ἀνθίμου, τόν ἐχειροτόνησε Διάκονο καί γιά βραχύ διάστημα διηκόνησε στήν Ἱερά Μητρόπολη Χαλκίδος ὡς Ἀρχιδιάκονος καί Ἱεροκήρυξ.
Τό ἔτος 1975 ὁ τότε Μητροπολίτης τῆς γενετείρας του, μακαριστός Μητροπολίτης Σύρου καί Τήνου κυρός Δωρόθεος ὁ Α΄ (Στέκας) τόν προσέλαβε καί τόν ἐχειροτόνησε Πρεσβύτερο καί Ἀρχιμανδρίτη καί τοῦ ἀνέθεσε τήν ὑψηλή διακονία τοῦ Ἱεροκήρυκος τοῦ Πανελληνίου Ἱεροῦ Ἱδρύματος τῆς Εὐαγγελιστρίας, στό ὁποῖο καί ὑπηρέτησε ἐπί μία δεκαετία, ἕως τό ἔτος 1984, ἐνῶ διηκόνησε καί ὡς Καθηγητής τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς Τήνου ἐπί μία τετραετία, κατά τά ἔτη 1975 ἕως 1978.
Τό ἔτος 1984 μετεκλήθη στήν Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή Ἀθηνῶν, ὑπό τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυροῦ Σεραφείμ (Τίκα), ὁ ὁποῖος διέκρινε σημαντικές ἱκανότητες στόν τότε Ἀρχιμανδρίτη Νικόλαο καί τοῦ ἐμπιστεύθηκε ἐπιτελικές θέσεις στή διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Διετέλεσε Διευθυντής Ὑπηρεσιῶν τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας ἀπό τό 1984 ἕως τό 1996 καί Διευθυντής τοῦ Θεολογικοῦ Οἰκοτροφείου της, ὅπου μέ ἐπιμέλεια, ἀλλά καί πνεῦμα ἐλευθερίας καλλιέργησε τίς ἱερατικές κλίσεις πολλῶν ἐκ τῶν οἰκοτρόφων φοιτητῶν της θεολογίας.
Παράλληλα, διηκόνησε καί ὡς Προϊστάμενος καί Ἱεροκήρυξ τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Ἐλευθερίου Ἄρεως, καθώς καί Γενικός Διευθυντής τοῦ Ραδιοφωνικοῦ Σταθμοῦ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιά ἑπτά χρόνια, ἀπό τό ἔτος 1990 ἕως τῆς ἐκλογῆς του τό 1996, ἐνῶ ἀνεδείχθη δόκιμος καί ἱκανός συγγραφέας, ἀφοῦ ἐξέδωσε πολλές μελέτες θεομητορικοῦ, ἱστορικοῦ καί λογοτεχνικοῦ περιεχομένου καί δημοσίευσε πολλά ἄρθρα σέ ἐφημερίδες καί περιοδικά, ἀρθρώνοντας ἐκκλησιαστικό λόγο ἀληθείας, ἀγάπης καί δικαιοσύνης «ἐν ἁπλότητι, ἐν σπουδῇ, ἐν ἱλαρότητι… τῷ Κυρίῳ δουλεύων καί ταῖς χρείαις τῶν ἁγίων κοινωνῶν» (Ρωμ. 12, 8 καί 13).
Ὑπό τῆς σεπτῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐξελέγη τήν 1η Ὀκτωβρίου τοῦ ἔτους 1996, σέ ἡλικία 48 ἐτῶν, Μητροπολίτης τῆς ἱστορικῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Φθιώτιδος, εἰς διαδοχήν τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου κυροῦ Δαμασκηνοῦ (Παπαχρήστου) καί ἐχειροτονήθη Ἐπίσκοπος στόν Ἱερό Ναό πού διηκόνησε ὡς Ἱερεύς, τόν τοῦ Ἁγίου Ἐλευθερίου, τήν 6η Ὀκτωβρίου 1996.
Στήν πρωτεύουσα τῆς Ρούμελης, τήν ἱστορική Λαμία ἦλθε τήν 17η Νοεμβρίου 1996 καί ἐνθρονίστηκε στόν θρόνο τοῦ Καθεδρικοῦ αὐτοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ, κυρίως, ὅμως, στίς καρδιές τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας πού παροικεῖ στήν Φθιώτιδα, τοῦ ἱεροῦ Κλήρου, τῶν μοναχικῶν ταγμάτων καί τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ, τούς ὁποίους διηκόνησε μέ πίστη καί συνέπεια, ἐφαρμόζοντας πιστά, ὅπως ὁ ἴδιος ἔγραψε στούς «Ποιμαντικούς Βηματισμούς» του[2], τό τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «οὐχ ἑαυτούς κηρύσσομεν, ἀλλά Χριστόν Ἰησοῦν Κύριον, ἑαυτούς δέ δούλους ὑμῶν διά Ἰησοῦν» (Β΄ Κορ. 4, 5), ἔχοντας ὡς πόθο καί ἐπιδίωξή του «ἵνα ἡ ζωή τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ» (Β΄ Κορ. 4, 11).
Ἡ ποιμαντική του διακονία χαρακτηρίσθηκε ἀπό νεανική ἰκμάδα καί ἀγωνιστικό φρόνημα, ἀπό τό πρῶτο ἕως καί τό τελευταῖο ἔτος, τό εἰκοστό τρίτο, τῆς Ἀρχιερατείας του. Περιόδευσε πολλές φορές ὁλόκληρη τήν μεγάλη σέ ἔκταση Ἱερά Μητρόπολη Φθιώτιδος, μέχρι καί τά πλέον δυσπρόσιτα χωριά. Λειτούργησε ἀναρίθμητες φορές, διηκόνησε μέ ἀξιοζήλευτη σπουδή τό κήρυγμα καί τήν κατήχηση τοῦ λογικοῦ ποιμνίου του, ἀγωνίσθηκε γιά τήν ἀναζωπύρωση τοῦ χαρίσματος τῶν Κληρικῶν τούς ὁποίους βρῆκε στή Φθιώτιδα, ἐνῶ παράλληλα χειροτόνησε καί πολλούς νέους καί φερέλπιδες Κληρικούς. Ταυτοχρόνως, φρόντισε καί τίς ἀνάγκες τῶν μοναστικῶν ταγμάτων τῆς Ἐπαρχίας του, ἐνῶ κυριολεκτικά ἀναλώθηκε στήν διακονία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ τῆς κατά Φθιώτιδα Ἐκκλησίας, καλῶντας διαρκῶς τούς χριστιανούς του, ἀκόμη καί σέ μιά ἐποχή ἔντονης ἐκκοσμίκευσης ὅπως ἡ σημερινή, νά ζήσουν «σωφρόνως καί δικαίως καί εὐσεβῶς ἐν τῷ νῦν αἰῶνι» (Τίτ. 2, 12), τονίζοντας ὅτι «ἡ εὐσέβεια πρός πάντα ὠφέλιμός ἐστιν, ἐπαγγελίας ἔχουσα ζωῆς τῆς νῦν καί τῆς μελλούσης» (Α΄ Τιμ. 4, 8).
Ο μακαριστός Μητροπολίτης Νικόλαος πορεύθηκε μέ ἰσορροπία καί διάκριση, ἐργαζόμενος ἀκατάπαυστα πολλές ὧρες τῆς ἡμέρας καί τῆς νύκτας καί προσευχόμενος διαρκῶς γιά τή σωτηρία τή δική του καί τοῦ ποιμνίου του, ἐνῶ διηκόνησε τόν ὅλον ἄνθρωπο καί τίς ἀνάγκες του, ἐπιδεικνύοντας ἰδιαίτερη προσήλωση καί πρός τόν πάσχοντα ἀδελφό, ἐφαρμόζοντας μέ πιστότητα τήν ἀποστολική ἐντολή: «τῆς δέ εὐποιΐας καί κοινωνίας μή ἐπιλανθάνεσθε· τοιαύταις γάρ θυσίαις εὐαρεστεῖται ὁ Θεός» (Ἑβρ. 13, 16). Καί ἐπειδή ἦταν τίμιος στήν διαχείρισή του, προσέλκυσε πολλούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι τοῦ ἐμπιστεύθηκαν τίς προσφορές τους, τίς ὁποῖες εἶδαν νά ἀξιοποιοῦνται μέ τήν ἀνεγερση καί τήν καλή λειτουργία Κέντρων Νεότητος, Γηροκομείων, Κέντρων Ἀγάπης, Στεγῶν Κατακοίτων, Σχολῶν Βυζαντινῆς Μουσικῆς, Βιβλιοπωλείου, Κατασκηνώσεων καί πολλῶν ἀκόμη ἐκκλησιαστικῶν ἱδρυμάτων, πού ἀγκαλιάζουν κάθε πτυχή τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς καί ἀνάγκης.
Καί στά Συνοδικά καθήκοντα, ὅμως, ὁ μακάριος Μητροπολίτης δέν ὀλιγώρησε. Κατέθετε πάντοτε τήν μαρτυρία τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας του μέ παρεμβάσεις καίριες και λόγο ἑνωτικό, ὀρθοτομῶντας τήν ἀλήθεια σέ ἀνακύπτοντα ζητήματα περί τό δόγμα, τό ἐκκλησιαστικό ἦθος, τίς σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, τήν ἐκκλησιαστική ἐκπαίδευση, τήν ὁποία ἰδιαιτέρως ἀγαποῦσε καί ἐστενοχωρεῖτο ὅταν ἔβλεπε ὅτι δέν ἐκπληρώνει τόν σκοπό της, πού εἶναι ἡ μόρφωση τῶν μελλόντων ἱερᾶσθαι, ἀλλά καί τήν χριστιανική ἀγωγή τῆς νεότητος, τήν ὁποία μέ ἰδιαίτερο ζῆλο διηκόνησε ἐπί πολλά ἔτη, ὡς Πρόεδρος τῆς ὁμωνύμου Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς.
Ἐν ὀλίγοις, ὁ Φθιώτιδος Νικόλαος γνώριζε ποῖος εἶναι, Ποῖον διακονεῖ, ἀλλά καί Ποῖον εἰκονίζει καί γι᾿ αὐτό δέν δίσταζε στά ὅρια τῆς Ἐπισκοπῆς του, νά εἶναι ὁ Πρωτεύων σέ ὅλα: στή Θεία Εὐχαριστία, στά μυστήρια, στόν συντονισμό ὅλων τῶν διακονιῶν, στίς χαρές καί τίς λύπες τῶν ἀνθρώπων, σεβόμενος τήν ἐκκλησιαστική τάξη καί ζωή, ἑνοποιῶντας ὅλα τά ἐπί μέρους χαρίσματα, καλῶντας συνεχῶς σέ ἑνότητα καί ταυτόχρονα ἀποτελῶντας ὁ ἴδιος, ὡς εἰκόνα Χριστοῦ, τήν ὀρατή ἑνότητα τῆς κατά Φθιώτιδα Ἐκκλησίας. Καί ὅπως προσφυῶς ἔγραψε ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Γουμενίσσης κ. Δημήτριος: «ὁ Φθιώτιδος Νικόλαος ἐργάσθηκε καί ποτέ δέν ἔμεινε μόνος»[3], ὄντας ἀληθινός πατέρας ὄχι τοῦ ἑνός ἤ κάποιων, ἀλλά ὅλων. Γι᾿ αὐτό καί ὄντως «ἕτοιμη» ἦταν ἡ καρδία του καί ἡ ὕπαρξή του ὁλόκληρη γι᾿ αὐτή τήν ὥρα τῆς ἐξόδου του ἀπό τόν παρόντα βίο.
Ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμος, ἡ σεπτή χορεία τῶν ἁγίων Ἀρχιερέων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, οἱ εὐσεβεῖς καί φιλόχριστοι Ἄρχοντες, οἱ ὁποῖοι μέ λόγους ἐγκωμιαστικούς ἀναφέρθηκαν αὐτές τίς ἡμέρες στήν προσφορά τοῦ ἀειμνήστου Μητροπολίτου, ἀλλά καί ὁ εὐαγής ἱερός Κλῆρος καί ὁ πενθηφόρος λαός τοῦ Θεοῦ, τό σεπτόν Πλήρωμα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Φθιώτιδος, θερμότατα δεόμεθα αὐτή τήν ὥρα πρός τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, πού εἶναι ἡ Ἀνάσταση καί ἡ ζωή ὅλων μας, διά τῶν πρεσβειῶν τῆς Ὑπεραγίας τῆς Θεοτόκου τῆς Εὐαγγελίστριας, τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Ἀποστόλου καί Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ πολιούχου Λαμίας, τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Νικολάου Ἐπισκόπου Μύρων τῆς Λυκίας τοῦ θαυματουργοῦ, τοῦ Ὁσίου καί θεοφόρου πατρός ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ Ρώσσου τοῦ νέου Ὁμολογητοῦ, τόν ὁποῖον ἰδιαιτέρως εὐλαβεῖτο ὁ μεταστάς Ἀρχιερεύς, ἔχοντας ἀνεγείρει ἱερό Παρεκκλήσιο πρός τιμήν του στή γενέτειρά του, καί πάντων τῶν Φθιωτῶν Ἁγίων, νά ἀναπαύσει τό σεπτό σκήνωμα τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου κυροῦ Νικολάου καί νά τόν συναριθμήσει μεταξύ τῶν ἁγίων καί τῶν δικαίων Του, συμπαρεδρεύοντα στό Οὐράνιο Θυσιαστήριο.
Τοῦ πολυσεβάστου καί πολυκλαύστου Μητροπολίτου Φθιώτιδος κυροῦ Νικολάου, ἄς εἶναι ἡ μνήμη αἰωνία καί ἐμεῖς ὅλοι οἱ περιλειπόμενοι ἄς ἔχουμε τήν εὐχή του.
[1] Καβάφη, Π. Κωνσταντίνου, Ἀπολείπειν ὁ θεός Ἀντώνιον (Δώδεκα Μονόφυλλα – Πέμπτο Μονόφυλλο), ἐκδ. Νεφέλη, Ἀθήνα 2013.
[2] Νικολάου, Μητροπολίτου Φθιώτιδος, Ποιμαντικοί Βηματισμοί – 5 χρόνια, ἐκδ. Ἱερᾶς Μητροπόλεως Φθιώτιδος, Λαμία 2002, σελ. 7.
[3] Δημητρίου, Μητροπολίτου Γουμενίσσης, Ο νησιώτης Επίσκοπος μετανάστης της γης, στό https://www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/30638-o-nisiotis-episkopos-metanastis-tis-gis