Πρωτ. Μιχαήλ Βοσκοῦ
Ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι ἡ πρώτη ἡμέρα τοῦ ἔτους, ἡ Πρωτοχρονιά, εἶναι ἡ πρώτη τοῦμηνός Ἰανουαρίου. Λίγοι ὅμως γνωρίζουν ὅτι ἡ πρώτη ἡμέρα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦμας ἔτους, ἡ Ἐκκλησιαστική Πρωτοχρονιά, εἶναι ἡ πρώτη τοῦ μηνός Σεπτεμβρίου, ἡἈρχή τῆς Ἰνδίκτου, ὅπως ἀναφέρουν τά λειτουργικά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἡ λέξη Ἰνδικτιών (ἡ ὁποία προέρχεται ἀπό τή λατινική λέξη Indictio καί σημαίνειὁρισμός ἤ διάγγελμα) δηλώνει διάταγμα τῶν Ρωμαίων αὐτοκρατόρων, βάσει τοῦὁποίου ἐπεβάλλετο στούς ὑπηκόους τους ἡ κατ᾿ ἔτος πληρωμή γενικοῦ φόρου γιά τή συντήρηση τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ. Αὐτό τό διάταγμα ἀνανεωνόταν κάθε δεκαπέντε χρόνια, γιατί τόσα χρόνια διαρκοῦσε ἡ στρατιωτική θητεία τῶν Ρωμαίων πολιτῶν.Ἔτσι καί ἡ ἀρίθμηση τῶν ἐτῶν στήν Ἀρχαία Ρώμη γινόταν ἐπί τῇ βάσει τοῦ ἀριθμοῦτῆς Ἰνδικτιῶνος, πού σήμαινε περίοδο δεκαπέντε ἐτῶν (π.χ. δέκατο ἔτος τῆς δεκάτηςἸνδικτιῶνος). Οἱ Πατριάρχες τῆς Κωνσταντινουπόλεως παρέλαβαν καί χρησιμοποιοῦσαν τή λέξη Ἰνδικτιών καί στά δικά τους θεσπίσματα καί ἐγκυκλίους, χωρίς βέβαια νά ἀριθμοῦν καί τήν ἀκολουθία τῶν Ἰνδικτιώνων.
Ὁ μήνας Σεπτέμβριος εἶναι ὁ μήνας κατά τόν ὁποῖο, μετά τήν συγκομιδή τῶν καρπῶν, ἀρχίζει καί πάλι ἡ σπορά τῆς γῆς. Ἔτσι λογίζεται ὡς ἀρχή τοῦ νέου ἔτους, τοῦ νέου ἐνιαυτοῦ. Κατά τήν πρώτη αὐτοῦ τοῦ μηνός στήν Ἐκκλησία μας ψάλλεται ἡἈκολουθία τῆς Ἀρχῆς τῆς Ἰνδίκτου, πού εἶναι μιά μοναδικοῦ κάλλους Ἀκολουθία.Ἑορτάζοντας τήν Ἐκκλησιαστική Πρωτοχρονιά ζητοῦμε ἀπό τόν Δημιουργό τῆς κτίσεως, ὁ Ὁποῖος ἔθεσε “καιρούς καί χρόνους ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ”, νά εὐλογήσει “τόν στέφανον τοῦ ἐνιαυτοῦ τῆς χρηστότητός του”, νά φυλάττει ἐν εἰρήνῃ τά πλήθη τῶν Ὀρθοδόξων, νά καταβάλει τίς ποικίλες αἱρέσεις, νά μᾶς χαρίζει καιρούς καρποφόρους, εὐκρασίαν ἀέρων καὶ βροχάς ἐγκαίρους.
Ὑπάρχει ὅμως ἀκόμη ἕνα δεδομένο στήν Ἀκολουθία τῆς Ἀρχῆς τῆς Ἰνδίκτου, πού τήν καθιστᾶ πανηγυρικώτερη καί τῆς προσδίδει τόν χαρακτήρα Δεσποτικῆς ἑορτῆς. Σύμφωνα μέ τό Συναξάριο τῆς πρώτης τοῦ Σεπτεμβρίου, κατ᾿ αὐτήν τήν ἡμέρα εἰσῆλθε ὁ Κύριός μας στή Συναγωγή τῆς πατρίδας Του τῆς Ναζαρέτ καί ἔκανε τό πρῶτο Του κήρυγμα, στό ὁποῖο μίλησε γιά το σωτηριολογικό Του ἔργο. Τοῦ δόθηκε τό χειρόγραφο τοῦ Προφήτη Ἡσαΐα, ὅπως μᾶς διηγεῖται ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς (Λουκ. 4,16 κ.ἑ.), καί ἀφοῦ τό ξετύλιξε βρῆκε καί διάβασε τό σημεῖο ὅπου ἦταν γραμμένα τά λόγια: “Πνεῦμα Κυρίου ἐπ᾿ ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ με, εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖςἀπέσταλκέ με, ἰάσασθαι τούς συντετριμμένους τήν καρδίαν … κηρύξαι ἐνιαυτόν Κυρίου δεκτόν”. Ὕστερα τύλιξε τό χειρόγραφο, τό ἔδωσε στόν ὑπηρέτη τῆς Συναγωγῆς καί ἐξήγησε στό συγκεντρωμένο πλῆθος ὅτι ἡ προφητεία αὐτή βρῆκε τήν ἐκπλήρωσή της στό πρόσωπό Του. “Σήμερον πεπλήρωται ἡ γραφή αὕτη ἐν τοῖςὠσίν ὑμῶν”.
*********
Ἡ ἔννοια τοῦ χρόνου πάντοτε ἀσκοῦσε καί ἀσκεῖ στούς ἀνθρώπους μιά ἰδιαίτερη γοητεία· ἡ ἔννοια τοῦ χρόνου βέβαια, ὅπως οἱ ἄνθρωποι τοῦ παρόντος κόσμου τὴν κατανοοῦν, ὡς διαδοχή δηλαδή παρελθόντος, παρόντος καί μέλλοντος. Αὐτήν τή γοητεία τήν ζοῦμε κάθε χρόνο ὅταν φεύγει ὁ παλιός ὁ χρόνος καί ἔρχεται ὁ νέος· τήν ζήσαμε δὲ ἀκόμη ἐντονώτερα μέ τήν πρόσφατη ἀλλαγή τοῦ αἰώνα καί τῆς χιλιετίας. Γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς ὅμως ἄλλη εἶναι ἡ ἐκκλησιαστική ἔννοια τοῦ χρόνου.
Κατ᾿ ἀρχάς γιά μᾶς τούς Χριστιανούς ὁ χρόνος δέν εἶναι μιά ἔννοια ὑπερφυσική,ὅπως εἶναι γιά πολλούς ἀνθρώπους, ἀλλά εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Τριαδικός Θεός εἶναι ἔξω καί πάνω ἀπό τόν χρόνο, γι᾿ αὐτό καί ὀνομάζεται ἄχρονος καί ἀΐδιος. Δημιούργησε δέ τόν χρόνο, ὅταν δημιουργοῦσε τὸν κόσμο. Πρίν ἀπό τή δημιουργία τοῦ κόσμου δέν ὑπάρχει χρόνος, γιατί ὑπάρχει μόνο ὁ ἄκτιστος καί ἀδημιούργητος, ὁἄχρονος καί ἀΐδιος Θεός. Ὁ χρόνος εἶναι μιά κατηγορία τοῦ παρόντος κόσμου, πούἔχει ἀρχή, ἀλλά θά ἔχει καί τέλος, γιατί στήν αἰώνια Βασιλεία τῶν οὐρανῶν θά ξεπεραστεῖ ἡ ἔννοια τοῦ χρόνου, ὅπως κατανοεῖται ἀπό τούς ἀνθρώπους τοῦπαρόντος κόσμου.
Μετά τήν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων ὁ χρόνος ὑπηρετοῦσε τή φθορά καί τόν θάνατο, μέχρι τήν στιγμή πού εἰσῆλθε μέ τόν πιό ἐντυπωσιακό τρόπο στόν χρόνο ὁἄχρονος Θεός, μέχρι τήν στιγμή πού τό αἰώνιο εἰσέβαλε στήν Ἱστορία τοῦ κόσμου. Πότε ἔγινε αὐτή ἡ μεγάλη τομή στήν Ἱστορία τοῦ κόσμου; Ὅταν ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος κατεδέχθη νά γίνει ἄνθρωπος, νά συλληφθεῖ ἐκ Πνεύματος Ἁγίου στή μήτρα τῆς Παρθένου Μαρίας καί νά γεννηθεῖμέσα στά δεδομένα τοῦ δικοῦ μας κόσμου. Ἔκτοτε ὁ χρόνος παύει νά ὑπηρετεῖ πλέον τή φθορά καί τόν θάνατο, ἀλλά μεταμορφώνεται μέσα στή ζωή τοῦ ζῶντος Σώματος τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Μέσα στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας ὁ χρόνος δέν εἶναι πιά μιά σταθερή πορεία ἀπό τό παρελθόν πρός τό μέλλον, ἀλλά εἶναι ἕνα διαρκές παρόν, ὅπου συναντῶνται παρελθόν καί μέλλον. Ὅπως γιά τόν ἄχρονο καί ἀΐδιο Θεό δέν ὑπάρχει παρελθόν, παρόν καί μέλλον, γιατί “μία ἡμέρα παρά Κυρίῳ ὡς χίλια ἔτη, καί χίλια ἔτη ὡς ἡμέρα μία” (Β’ Πέτρ. 3,8), ἔτσι καί γιά τή ζωή τῆςἘκκλησίας δέν ὑπάρχει παρελθόν, παρόν καί μέλλον, ἀλλά μποροῦμε τόσο τὸπαρελθόν ὅσο καί τό μέλλον νά τά ζήσουμε στό παρόν.
Τά γεγονότα τοῦ παρελθόντος εἶναι διαρκῶς παρόντα στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτός δέ εἶναι καί ὁ λόγος πού ψάλλουμε «Σήμερον γεννᾶται ἐκ Παρθένου …» ἤ«Σήμερον κρεμμᾶται ἐπί ξύλου …», ὄχι γιατί ὁ Χριστός ξαναγεννιέται ἤξανασταυρώνεται, ἀλλά γιατί ἡ Γέννηση καί ἡ Σταύρωσή Του δέν εἶναι γεγονότα τοῦπαρελθόντος, ἀλλά γεγονότα διαχρονικά, γεγονότα πού τά ζοῦμε σήμερα ὅπως τάἔζησαν καί οἱ ἄνθρωποι τοῦ τότε. Κατά τόν διο τρόπο καί τά γεγονότα τοῦ μέλλοντος εἶναι διαρκῶς παρόντα στή ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Μέσα στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί κυρίως μέσα στή Θεία Λειτουργία ζοῦμε τήν ἀναμενομένη αἰώνια Βασιλεία τῶν οὐρανῶν ὡς παροῦσα.
Ὁ χρόνος εἶναι ἐντελῶς μεταμορφωμένος μέσα στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας κι αὐτὸν τόν μεταμορφωμένο χρόνο, αὐτήν τήν ὑπέρβαση τοῦ χρόνου ζοῦν οἱ Ἅγιοι τῆςἘκκλησίας μας μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ πού ἐνοικεῖ μέσα τους. Αὐτόν τόν μεταμορφωμένο χρόνο, αὐτήν τήν ὑπέρβαση τοῦ χρόνου καλούμαστε κι ἐμεῖς νά ζήσουμε στήν προσωπική μας ζωή, γιά νά μπορέσουμε νά ζήσουμε, ὅπως καί οἱἍγιοί μας, τήν ἀναμενομένη αἰώνια Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἤδη ἀπό αὐτήν τή ζωή.
(Δημοσιεύθηκε στό περιοδικό “Παράκληση. Περιοδική Ἔκδοση Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ”, τεῦχος 8 (2002), σ. 8-9)