Μητροπολίτου Αὐλῶνος ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
Χωρίς καμμιά ἀμφιβολία ἡ Πάτμος εἶναι τόπος ἱερός, ἀσφαλῶς μετά τά Ἱεροσόλυμα. Τόπος Θεοβάδιστος ὁ ἕνας, Θεοφάνειας ὁ ἄλλος. Γιατί, ἄραγε ἡ Πάτμος εἶναι ἱερός Τόπος; Τό γράφει καθαρά ὁ συγγραφέας τῆς Ἀποκάλυψης, πού δέν ἦταν ἕνα ἁπλό μέλος, ἀλλά ἀξιωματοῦχος τῆς Ἐκκλησίας.
«… Ἐγώ ὁ Ἰωάννης… βρέθηκα ἐξόριστος στό νησί τῆς Πάτμου, ἐπειδή κήρυττα τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀλήθεια πού ἔφερε στόν κόσμο ὁ Ἰησοῦς» (Ἀποκ. 1, 9). Εἶναι τόπος ἱερός γιατί ἐκεῖ γράφτηκε ἡ Ἀποκάλυψη.[1] Ἄλλος καθηγητής ὑπογραμμίζει πώς «ἡ Ἀποκάλυψη γράφτηκε πιθανότατα ἀπό σημειώσεις πού κράτησε ὁ συγγραφέας ὡς ἐξόριστος στήν Πάτμο, ἐνῶ τό ἔργο ὁλοκληρώθηκε, κατά τή μορφή τοὐλάχιστον στήν Ἔφεσο».[2]
Ὁ Στέργιος Σάκκος[3] ἔχει διαφορετική ἀπό τήν προηγούμενη ἄποψη. Ἡ συγγραφή ἔγινε στήν Πάτμο καί μάλιστα κατά τό διάστημα 69-70 μ.Χ., γιατί ὁ Ἰωάννης δέν γνώριζε ἀκόμη καλά τά ἑλληνικά. Ἡ ἐκκλησιαστική παράδοση ὡς συγγραφέα τῆς Ἀποκάλυψης ἀναγνωρίζει μόνο τόν ἀπόστολο Ἰωάννη, τόν γιό τοῦ Ζεβεδαίου.
Ἡ συγγραφική του δραστηριότητα ὀφείλεται σέ παρόρμηση τοῦ ἁγίου Πνεύματος, γίνεται ἐν Πνεύματι, περιλαμβάνει δέ καί τά τρία εἴδη συγγραφῆς πού συναντιοῦνται στή Βίβλο.
Ὁ Ἰωάννης γράφει ὡς ἱστορικός, ὡς αὐτόπτης καί αὐτήκοος τοῦ Ἰησοῦ (Εὐαγγέλιο), ὡς πνευματικός ποιμένας καί διδάσκαλος (Ἐπιστολές) καί ὡς προφήτης (Ἀποκάλυψη), πού εἶναι καί τό πρῶτο γραπτό του κείμενο πού προορίζεται ὄχι μόνο γιά τίς 7 Ἐκκλησίες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας πού εἶναι οἱ πρῶτοι παραλῆπτες τοῦ βιβλίου, ἀλλά γιά ὅλες τίς τοπικές ἐκκλησίες ὅλων τῶν αἰώνων, δηλαδή τήν οἰκουμενική Ἐκκλησία.
Στό σπήλαιο τῆς Πάτμου ὁ Ἰωάννης δέχεται τή θεία ἀποκάλυψη. Ὁ Θεός τόν μεταφέρει στήν πνευματική κατάσταση, «ἐν πνεύματι» (Ἀποκ. 1, 10). Εἶναι σαφές ὅτι εἶδε τά ἀποκαλυπτικά του ὁράματα στήν Πάτμο.[4] Ὁ καθηγητής Γεώργιος Πατρῶνος ὑπογραμμίζει πώς «οἱ εἰκόνες καί τά σύμβολα πού χρησιμοποιεῖ εὐρύτατα ὁ Ἰωάννης… δέν ἀποτελοῦν καρπό κάποιας ὁραματικῆς σύλληψης σέ στιγμές ἐκστατικές, ἀλλά ἐκφράζουν τό βασικό καί πλούσιο ἤδη ὑπάρχον ὑλικό…».[5]
Τήν Ἀποκάλυψη ὁ Ἰωάννης τήν ὁραματίσθηκε ἡμέρα Κυριακή καί ἡ ἐντολή πού ἔλαβε ἦταν: «… ὅ βλέπις γράψον εἰς βιβλίον καί πέμψον ταῖς ἑπτά ἐκκλησίαις…» (Ἀποκ. 1, 4). Ναί. Ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ πού ἔσχισε στά τρία τόν βράχο σέ ἔνδειξη τῆς Τριαδικότητάς Του ἑτοίμασε τόν Ἰώαννη νά δεχτεῖ καί νά γράψει καί δυσερμήνευτο μήνυμά Του. Πολλοί λένε πώς ἡ Ἀποκάλυψη εἶναι δύσκολη ὡς πρός τήν ἑρμηνεία της. Δέν ἀκριβολογοῦν ὅμως.
Τό ὅραμα τοῦ Ἰωάννη εἶναι πέρα ἀπό τόν ἀνθρώπινο λόγο. Εἶναι ἄρρητο μήνυμα καί σάν τέτοιο πού εἶναι ἀποκαλύπτεται μόνον στόν καθρέπτη τοῦ ἀνθρώπινου μυστηρίου. Καί γι’ αὐτό τό κείμενο, ὅπως καί γιά ἄλλα γεγονότα τῆς ἱερῆς ἱστορίας τοῦ λαοῦ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἡ ἱερή προσταγή εἶναι κατηγορηματική: «λῦσον τό ὑπόδημα ἐκ τῶν ποδῶν σου· ὁ γάρ τόπος, ἐν ὧ ἕστηκας, γῆ ἁγία ἐστίν» (Ἔξοδ. 3, 5).
Ἡ ἐξορία ἀφοροῦσε μόνο σέ ρωμαίους πολῖτες κατά τήν εὔστοχη παρατήρηση τοῦ καθηγητῆ Στέργιου Σάκκου. Σέ καμμιά περίπτωση δέν θά μποροῦσε νά ἐξορισθεῖ ἐκεῖ ἕνας ἄσημος σκλάβος, ἄν θά εἶχε ἔρθει σέ ρήξη μέ τή ρωμαϊκή ἐξουσία. Τό πιθανότερο ἦταν νά τόν ἐκτελέσουν καί ὄχι νά τόν ἐξορίσουν. Μία, λοιπόν ἑρμηνευτική πλάνη θεωρήθηκε ἱστορική πληροφορία καί ἀπό αὐτήν πλάσθηκε ἡ θεωρία ὅτι ὁ Ἰωάννης βρέθηκε ἐξόριστος στήν Πάτμο.[6]
Ὁ Ἰωάννης βρέθηκε στήν Πάτμο γιά «τόν λόγον καί τήν μαρτυρίαν Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Ἀποκ. 1, 9). Ἡ φράση αὐτή «μαρτυρία Ἰησοῦ Χριστοῦ» λέει πολλά. Ἐκφράζει πρῶτα ὅλο τό μυστήριο καί τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἀκόμα ἡ οὐσία τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ δηλώνει τό θάνατο καί τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.
Στό κεφάλαιο 1,10 τῆς Ἀποκάλυψης βλέπουμε τήν κλήση τοῦ εὐαγγελιστῆ-προφήτη πού εἶναι ἀνάλογη μέ τήν κλήση τῶν προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί συγκεκριμένα τοῦ Ἰεζεκιήλ. Ἀκολουθεῖ ἡ ἔκφραση τῆς κρίσεως τοῦ Θεοῦ γιά τήν Ἐκκλησία (7 λυχνίες), γιά τά ἔθνη καί τέλος φαίνεται καθαρά ἡ νέα ζωή, ὁ ἀναγεννημένος λαός τοῦ Θεοῦ.
Στό κεφάλαιο 1,12 «βλέπειν τήν φωνήν» εἶναι μιά παραδοξολογία τοῦ συγγραφέα πού φανερώνει τή διάσταση τῆς προφητείας. Στή συνέχεια 1,13 καί 1,18 τό κείμενο μιλάει γιά τόν Ἰησοῦ. Ἡ Βίβλος, ὅταν μιλάει γιά τόν Θεό, τόν ἀναφέρει μέ ὅρους ἱστορικούς καί ἔννοιες πάλι ἱστορικές, πάντως ὄχι φιλοσοφικές (ὤν, ὄντος, ὄν κλπ.). Ὁ ἱστορικός Ἰησοῦς εἶναι ἐκεῖνος πού σαρκώθηκε, σταυρώθηκε καί ἀναστήθηκε. Εἶναι «ὁ πρῶτος καί ὁ ἔσχατος» τῆς Ἀποκάλυψης.
Τό 2ο καί τό 3ο κεφάλαιο περιγράφει τά 7 ὁράματα πού τό καθένα ἀντιπροσωπεύει καί μία ἀπό τίς 7 Ἐκκλησίες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ὁ ἀριθμός εἶναι ἀντιπροσωπευτικός καί συμβολικός. Ὁ ἀριθμός 7 καί τά πολλαπλάσιά του εἶναι ἱερός γιά τούς Ἑβραίους. Ἄς δοῦμε στό ἑξῆς τί λέει γιά τήν καθεμιά τοπική Ἐκκλησία.
ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΕ ΕΦΕΣΟΥ (2, 1-7). Εἶναι ἐκκλησία πιστή. Τελευταῖα, ὅμως, τήν χαρακτηρίζει μία ψυχρότητα. Τρεῖς προστακτικές στή σειρά (μνημόνευε, μετανόησον, ποίησον) τήν ἀνακαλοῦν στήν πρώτη της θέση καί αἴγλη. Ὑπομένει τήν καταπίεση καί διέρχεται μεγάλη θλίψη. Στό 2,3 στή λέξη «ὄνομα» πρέπει νά δοῦμε ἕνα εἶδος μεσσιακοῦ στρατοῦ, σχετικό μέ τόν Ρωμαϊκό στρατό. Τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ τονίζεται ἐδῶ σέ ἀντίθεση μέ τό ὄνομα τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς ἄλλης παρατάξεως. Ἡ Ἔφεσος ἦταν τό κέντρο τῆς αὐτοκρατορικῆς λατρείας.
ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ (2, 8-11). Εἶναι Ἐκκλησία τῆς ἀρετῆς, τῆς ὑπομονῆς καί τῆς θλίψεως. Ἡ ἀρετή της θά δοκιμασθεῖ. Πάντως θά μείνει ἀμόλυντη. Ἦταν πιστή στούς Ρωμαίους. Τώρα πρέπει νά γίνει πιστή καί στόν Κύριο «ἄχρι θανάτου» (2, 10).
ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΓΑΜΟΥ (2, 12-17). Εἶναι Ἐκκλησία πίστεως, ἄν καί στήν περιφέρειά της βρίσκεται «ὁ θρόνος τοῦ σατανᾶ», τό περίφημο εἰδωλολατρικό ἱερό τοῦ Δία. Ἐκεῖ ὀργίαζε ἡ εἰδωλολατρία καί δή ἡ καισαρολατρεία. Ἀκόμη εἶχαν ἐκδηλωθεῖ, κρούσματα τῆς αἱρέσεως τοῦ νικολαϊτισμοῦ. Αὐτοί ἔτρωγαν εἰδωλόθυτα καί πόρνευαν.
ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΩΝ ΘΥΑΤΕΙΡΩΝ (2, 18-29). Εἶναι Ἐκκλησία πίστεως, ὑπομονῆς, ἀγάπης καί διακονίας. Πλήν, ὅμως, ἄφησε ἐλεύθερη τήν Ἰεζάβελ. ψευτοπροφήτισσα, πού προσπαθοῦσε νά παρασύρει μέ τή διδασκαλία της τούς χριστιανούς νά ἀποστατήσουν ἀπό τό Θεό καί νά τρῶνε εἰδωλόθυτα (κρέατα ἀπό ζῶα πού θυσιάζονταν στά εἴδωλα). Ἡ λέξη «πορνεῦσαι» (2, 21) δηλώνει τήν ἀνήθικη ζωή.
ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΑΡΔΕΩΝ (3, 1-6). Εἶναι Ἐκκλησία νεκρή. Ἰσχνή καί ἀποδυναμωμένη ἀπό τίς πολλές της ἁμαρτίες. «Οἶδά σου τά ἔργα, ὅτι ὄνομα ἔχεις, ὅτι ζεῖς καί νεκρός εἶ». Τό «ὄνομα» ἀναφέρεται μᾶλλον στή φήμη τῆς Ἐκκλησίας λόγῳ τῶν ἀρετῶν τῶν χριστιανῶν. Σέ ὅλες τίς Ἐκκλησίες, πού μέχρις ἐδῶ εἴδαμε, τά θετικά ἤ τά ἀρνητικά στοιχεῖα ἀναφέρονται στά πρόσωπα τῶν ἐπισκόπων τους, τά ὁποῖα ἡ Ἀποκάλυψη ὀνομάζει ἀγγέλους. Στή συγκεκριμένη τῶν Σάρδεων ἐκκλησία ὁ ἐπίσκοπός της ἦταν πνευματικά νεκρός. Ἀνύπαρκτος οὐσιαστικά.
ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑΣ (3, 7-13). Εἶναι Ἐκκλησία ἱεραποστολῆς. Μέ τήν ὑπομονή της θά ἀντισταθεῖ στόν πειρασμό τῆς κρίσεως πού πρόκειται νά ἔρθει τήν ὥρα τοῦ τελικοῦ πειρασμοῦ, πού θά ἀποτελέσει τή μεγάλη δοκιμασία γιά ὅλους τούς κατοίκους τῆς γῆς. Ἀλλά ποιός εἶναι αὐτός ὁ πειρασμός;
Πολλές φορές λέμε πώς ὁ κόσμος συνεχῶς πρόοδευε καί προοδεύει. Σταματᾶμε, ὅμως, τά τελευταῖα χρόνια, γιατί παρατηροῦμε ἕναν κλονισμό στήν πρόοδο, γενικά, σέ ὅλους τούς τομεῖς τῆς ἀνθρώπινης δραστηριότητας. Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἐδῶ μιλάει σάν Ἑβραῖος. Πρίν ἔρθει τό τελικό καλό, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὁ κόσμος θά περάσει ἀπό τή μεγαλύτερη κρίση. Δηλαδή, ὅλες οἱ δυνάμεις τοῦ Κακοῦ θά συσπειρωθοῦν ἐναντίον αὐτοῦ τοῦ Καλοῦ, χωρίς φυσικά νά πετύχουν κάτι ἐναντίον του. Γι’ αὐτό ἡ βασική προσευχή τοῦ χριστιανοῦ τελειώνει μέ τή φράση «ἀλλά ρῦσαι ἡμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ» (Ματθ. 6, 13).
ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΛΑΟΔΙΚΕΙΑΣ (3, 14-22). Ἐδῶ μιλάει ὁ ἀποκαλυφθείς Θεός πού ἔχει μπεῖ στήν ἱστορία τοῦ λαοῦ Του, «ὁ Ἀμήν» πού πάει νά πεῖ ὁ γνήσιος, ὁ ἀληθινός. Ἡ Λαοδικεία εἶναι ὁ τύπος τῆς χλιαρῆς Ἐκκλησίας πού προκαλεῖ τήν ἀηδία. Σάν πόλη φημιζόταν γιά τήν περίφημη ὀφθαλμολογική της σχολή, γι’ αὐτό πίσω ἀπό τή λέξη «κολλύριον» θά πρέπει νά ἐννοήσουμε τά δάκρυα τῆς μετάνοιας (Ἀποκ. 4, 18).
Σχολιάζοντας συμπερασματικά τά τρία πρῶτα κεφάλαια τῆς Ἀποκάλυψης δέν θά πρέπει, ἀσφαλῶς, νά μᾶς ξεφύγει ἡ ἔννοια, σάν βίωμα καί πράξη, τοῦ συμβιβασμοῦ. Ὁ χριστιανισμός δέν συμβιβάζεται οὔτε δέχεται κάτι πού εἶναι ξένο πρός τήν οὐσία του, δηλαδή τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Προτεραιότητα τής Ἐκκλησίας εἶναι «ὁ καινός οὐρανός» καί ἡ «καινή γῆ» (Ἀποκ. 21, 1), ἐνῶ ἡ δική μας ἀναγκαιότητα-προτεραιότητα δέν εἶναι παρά ἡ οἰκονομική καί ἡ κοινωνική.
Στόν ἄγγελο (ἐπίσκοπο) τῆς Ἐκκλησίας τῆς Φιλαδελφείας ὁ Ἰησοῦς παράγγειλε: «τηρήσω σε ἐκ τῆς ὥρας τοῦ πειρασμοῦ». Φαίνεται καθαρά ἐδῶ ἡ ἔναρξη τῆς κυριαρχίας τοῦ Κακοῦ, πού μέ πνευματικό ἐπικάλυμμα παρουσιάζεται σάν Καλό. Γι’ αὐτό ἐμφατικά τονίζει ὁ ἱερός συγγραφέας τό ρόλο τῆς Ἐκκλησίας πού δέν μπορεῖ νά εἶναι ἄλλος ἀπό Ἐκκλησία ἀντιστάσεως. Καί ἡ διακριτικότητα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἕνα ἄλλο σημαντικό σημεῖο τῆς προσοχῆς μας: «Δές με, στέκομαι μπροστά στήν πόρτα καί χτυπῶ. Ἄν κάποιος ἀκούσει τή φωνή μου καί μ’ ἀνοίξει τήν πόρτα, θά μπῶ στό σπίτι του καί θά δειπνήσω μαζί του, κι αὐτός μαζί μου» (Ἀποκ. 3, 20).
Αὐτά σέ γενικές γραμμές εἶναι τά διαχρονικά μηνύματα τῆς Ἀποκάλυψης. Μηνύματα μέ παλμούς ζωῆς, μέ πίστη, μέ ἐλπίδα. Καί ὅλα αὐτά ἀπό ἕνα τόσο μικρό, σκοτεινό καί ἀπόμερο σπήλαιο τῆς μεγάλης σέ παράδοση Πάτμου μας. Καί ἡ Πάτμος εἶναι … Ἑλλάδα!!! «Στῶμεν καλῶς»!!!
[1] Νικολάου Π. Βασιλειάδη, Ἀποκάλυψης τοῦ Ἰωάννου, Ἀθῆναι 20112, σ. 62. Βλ. Γεωργίου Π. Πατρώνου, Ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη, Ἀποστολική Διακονία 2009, σ. 44.
[2] Σάββας Ἀγουρίδης, Ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 34.
[3] Στέργιου Ν. Σάκκου, Ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη, τόμ. Α΄, σσ. 66, 67, 72, 73, 119, 130.
[4] Στέργιου Ν. Σάκκου, ὅ.π. σ. 95.
[5] Γεωργίου Π. Πατρώνου, ὅ.π. σ. 46.
[6] Στέργιου Ν. Σάκκου, ὅ.π., σ. 288.