Με μεγάλη επιτυχία πραγματοποιήθηκε σήμερα 17 Νοεμβρίου 2018, στο Ηράκλειο της Κρήτης, και συγκεκριμένα στον Πνευματικό Κέντρο της Ενορίας Γενεσίου της Θεοτόκου, της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης, Επιστημονική Ημερίδα με θέμα: «Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις – Σε αναζήτηση των ριζωμάτων της ταυτότητας και του πολιτισμου μας». Η Ημερίδα είχε τεθεί υπό την αιγίδα της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας και πραγματοποιήθηκε με την ευλογία της Α.Θ. Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου. Ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Χριστουπόλεως κ. Μακάριος εκπροσώπησε τη Μητέρα Εκκλησία και τον Οικουμενικό Πατριάρχη και ομίλησε με θέμα: «Το Οικουμενικό Πατριαρχείο: Κέντρο της Ρωμιοσύνης».
Ακολουθεί η εισήγηση του Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Χριστουπόλεως κ. Μακαρίου.
«Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο: Κέντρο τῆς Ρωμιοσύνης»[1]
Τοῦ Ἐπισκόπου Χριστουπόλεως Μακαρίου
Τό Πατριαρχεῖο εἶναι ἕνα μέρος πού δέν χάνεται στό ὅλο ἀλλά προσδιορίζει τό ὅλο.
Εἶναι ἰδιαίτερα σημαντικό στούς δύσκολους καιρούς πού ζοῦμε κάποιοι νά ἐπιχειροῦν νά καταθέσουν τήν ἄλλη φωνή. Ὅταν μάλιστα πρόκειται γιά διαχρονικές ἀξίες τοῦ Γένους μας, τότε ἐπιτελεῖται ἱερό χρέος ἐνώπιον τῆς ἱστορίας, ἐνώπιον ὅλων αὐτῶν πού ζοῦν μέσα στήν πνευματική καί ψυχική κρίση τοῦ παρόντος σέ ἡμέρες χαλεπές, «καθ᾽ ἅς διά τό πληθυνθῆναι τήν ἀνομίαν, ἐψύγη ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν»[2]. Πρόκειται γιά φωνή ἐγρηγόρσεως πρός ὅσους κατατρύχει ἡ ἐσωστρέφεια καί ἡ ἀνεστιότης τῶν χρόνων μας, πρός τόν σύγχρονο δηλαδή ἄνθρωπο, τόν ἐκπεσόντα στή λατρεία τοῦ βεβήλου, μέ σκοπό νά ὑπάρξει περισυλλογή, ἀνάνηψη καί ἐπιστροφή τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, ἡ ὁποία «εἴτε πίπτουσα καί ἱσταμένη, εἴτε περί τόν κόσμον ἐπτοημένη καί πρός τόν οὐρανόν πτερουμένη, διασώζει πάντοτε τήν σφραγίδα τοῦ Θεοῦ»[3].
Ἔτσι ἐκλαμβάνω τήν σημερινή ἐπιστημονική ἡμερίδα πού ἔχει γενικό θέμα: «Τή Ρωμιοσύνη μήν τήν κλαῖς – Σέ ἀναζήτηση τῶν ριζωμάτων τῆς ταυτότητας καί τοῦ πολιτισμοῦ μας», ὡς μιά μαρτυρία, δηλαδή, ἑλληνικῆς ρωμαίικης φωνῆς μέσα στίς πολλές φωνές καί τίς ἄναρθρες κραυγές τοῦ σύγχρονου «ἑλλαδισμοῦ» καί ἀσφαλῶς μέσα σέ αὐτό τό πλαίσιο θά προσπαθήσω νά ἀναπτύξω τό θέμα μου, πού ἔχει τίτλο: «Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο: Κέντρο τῆς Ρωμιοσύνης», ἐπιχειρώντας νά ἀποδείξω, σέ γενικές γραμμές, ὅτι τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἐξακολουθεῖ, παρά τό «δύστηνον» τῶν καιρῶν, νά ἔχει οἰκουμενικό ὀφθαλμό καί παλλομένη γιά ὅλο τόν κόσμο καρδία, ὑπενθυμίζοντάς μας ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ παγκοσμιοποίηση κι ἄλλο ἡ οἰκουμενικότητα. Ἄλλο εἶναι ἡ Ρωμιοσύνη κι ἄλλο εἶναι ὁ ἐθνοφυλετισμός καί ὁ «ἑλλαδισμός».
Σεβασμιώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Κρήτης κ. Εἰρηναῖε, σεπτέ ποιμενάρχα τῆς θεοσώστου αὐτῆς ἐπαρχίας τῆς Μητρός Ἐκκλησίας,
Σεβαστοί πατέρες,
Ἐντιμότατοι Ἄρχοντες,
Ἐλλογιμώτατοι κύριοι καθηγητές,
Ἐκλεκτοί παρόντες,
Ὁ ὅρος «Ρωμιοσύνη» ἐντοπίζεται γιά πρώτη φορά γραπτῶς στό «Τραγούδι τοῦ Δασκαλογιάννη» τό 1786, γεγονός πού ἔχει ἰδιαίτερη σημασία γιά τήν Κρήτη καί γιά μᾶς τούς Κρητικούς. Συγκεκριμένα διαβάζουμε στό στίχο 10 τοῦ ποιήματος ὅτι ὁ Δασκαλογιάννης: «μέ τήν καρδιά του ἤθελε τήν Κρήτη Ρωμιοσύνη», ἐνῶ στό στίχο 108 ὑπάρχει ἡ προτροπή: «τσή Ρωμιοσύνης τόν ὀχτρό οὕλοι νά πολεμοῦσι», καί ἀντίστοιχα στούς στίχους 980 καί 981 σημειώνεται ἡ διαπίστωση: «Μά δίχως νά τήν κάμουσι τήν Κρήτη Ρωμιοσύνη, νά τά ξεβγάλουν τά Σφακιά δέν ἦτο δικαιοσύνη»[4].
Ἐδῶ βέβαια θά πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι ἡ διακήρυξη τοῦ πνεύματος τοῦ Ἑλληνισμοῦ ὡς μιά προδρομική ἰδέα τῆς Ρωμιοσύνης, ἄρχισε ἀπό τόν Μέγα Ἀλέξανδρο στήν Ἰόππη τό 324 π.Χ., ὁ ὁποῖος μεταξύ ἄλλων σημείωσε: «δέν χωρίζω τούς ἀνθρώπους, ὅπως κάνουν οἱ στενόμυαλοι, σέ Ἕλληνες καί βαρβάρους. Δέν μ᾽ ἐνδιαφέρει ἡ καταγωγή τῶν πολιτῶν, οὔτε ἡ ράτσα πού γεννήθηκαν. Τούς καταμερίζω μόνο μέ ἕνα κριτήριο, τήν ἀρετή. Γιά μένα, κάθε καλός ξένος εἶναι Ἕλληνας καί κάθε κακός Ἕλληνας εἶναι χειρότερος ἀπό βάρβαρο»[5].
Ὁ ὅρος «Ρωμιοσύνη» ἐνσαρκώνει τήν συνείδηση, τά πιστεύω καί τίς ἀξίες τῶν προγόνων μας ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου μέχρι καί τίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰῶνα. Πρόκειται γιά συνδυασμό τῆς ἱστορικῆς, ἐθνικῆς καί πολιτισμικῆς μας ταυτότητας, στοιχείων συνυφασμένων μέ τή θρησκευτική πίστη καί τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Γι᾽ αὐτό δέν μπορεῖ νά ἐννοηθεῖ Ρωμιοσύνη δίχως τό ὀρθόδοξο βίωμα καί τήν Ὀρθοδοξία Ἐκκλησία[6].
Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀποτελοῦσε καί συνεχίζει νά ἀποτελεῖ τήν ἐνσάρκωση αὐτῆς τῆς ἰδέας. Γι᾽ αὐτό, ὁ ἑκάστοτε Πατριάρχης δέν εἶναι ἕνας ἐθνικιστής ἡγέτης ἀλλά ὁ Ἐθνάρχης τοῦ Γένους. Ἐξάλλου, ἡ πανορθόδοξη οἰκουμενική πολιτική τοῦ Πατριαρχείου δέν τοῦ ἐπέτρεψε ποτέ νά κάνει διακρίσεις μεταξύ τῶν ὀρθοδόξων ἐθνικῶν ὁμάδων τῆς δικαιοδοσίας του. Σύμφωνα μέ τό σύστημα Millet, πού εἶχε υἱοθετήσει ὁ ὀθωμανικός κρατικός μηχανισμός, ἤδη ἀπό τό 1454, ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι λαοί τῶν Βαλκανίων, τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης καί τῶν Ἀραβικῶν ἐπαρχιῶν τῆς αὐτοκρατορίας ἀνῆκαν στήν Ἑλληνορθόδοξη Κοινότητα (Millet-I Rum ἤ Rum Milleti), τῆς ὁποίας προΐστατο ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης, ὡς πνευματικός καί ἐθνικός ἀρχηγός της μέ τήν ὀνομασία Milletbasi = Ἐθνάρχης. Ἔτσι ὁ Πατριάρχης ἦταν ὑπεύθυνος ἐνώπιον τῆς Ὑψηλῆς Πύλης ὄχι μόνο γιά τίς ἐκκλησιαστικές ὑποθέσεις ἀλλά καί γιά τίς ἐκπαιδευτικές, πολιτισμικές καί κοινωνικές δραστηριότητες τοῦ Ρωμαίικου Γένους ἤ, κατά τό ὀθωμανικό, τοῦ Rum Milleti.
Ἡ διατάραξη αὐτῆς τῆς ἰσορροπίας προέκυψε ἀπό τά χρόνια τῆς ἐπαναστάσεως καί ἐντεύθεν, μετά τή δημιουργία τοῦ Ἑλληνικοῦ κράτους, μποροῦμε δέ νά ποῦμε ὅτι αὐτό ἦταν μιά ἐπιτυχία τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ καί τοῦ Διαφωτισμοῦ. Ἐγνώριζαν πολύ καλά οἱ ἰθύνοντες τῆς Δύσεως ὅτι τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί ὁ ἑκάστοτε Πατριάρχης τῆς Ρωμιοσύνης, μέ βάση τήν Ὀρθόδοξη πίστη, συνιστοῦν τό συνεκτικό κρίκο ἑνός λαοῦ καί μιᾶς ὑψηλῆς ἰδέας, ἑνός πολιτισμοῦ καί μιᾶς μεγάλης πνευματικῆς κληρονομιᾶς πού ἡ Εὐρώπη δέν διέθετε. Καί τελικά ἐπέτυχαν τεχνηέντως νά συρρικνώσουν αὐτό τό ὅραμα, ἄν λάβει κάποιος ὑπόψη του ὅτι ἡ ἰδέα πού εἰσαγόταν στήν Ἑλλάδα κατά τά χρόνια τῆς ἐπανάστασης τοῦ 1821 δέν ἦταν νά ἀπελευθερωθεῖ τό Ρωμαίικο Γένος πού θά διαφύλαττε τήν πολύτιμη παρακαταθήκη καί διαχρονική κληρονομική παράδοση ἑνός οἰκουμενικοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀλλά νά ἀπελυθερωθεῖ συγκεκριμένη γεωγραφική ἐδαφική περιοχή, γιά τή συγκρότηση ἑνός κρατιδίου, τό ὁποῖο θά μπορεῖ πλήρως νά υἱοθετήσει τήν προαναφερθεῖσα ἰδέα τοῦ Δυτικοῦ Διαφωτισμοῦ. «Ὅπερ καί ἐγένετο». Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ παρουσία τοῦ Ὄθωνα καί τοῦ Μάουερ στό πρῶτο Ἑλληνικό κράτος καί ἔτσι μπορεῖ νά ἐρμηνευθεῖ ἡ ἐπιβολή τοῦ αὐτοκεφάλου ἐκκλησιαστικοῦ καθεστῶτος σέ ἕνα λαό ὅμαιμο, στόν ὁποῖο οὐσιαστικά ἐπεβλήθηκε ἡ ἀπόσχιση ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.
Πολύ χαρακτηριστικά ὑπογραμμίζει αὐτό τό γεγονός ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης λέγοντας: «οἱ Ρωμιοί ἐπαναστάτησαν τό 1821, διά νά ξαναγίνει ἡ Ρωμιωσύνη κράτος μέ τόν ρωμαίικον πολιτισμόν της πού μέ ὑπερηφάνειαν καί κάθε θυσίαν εἶχον διαφυλάξει κατά τά σκληρά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, τῆς Φραγκοκρατίας καί τῆς Ἀραβοκρατίας». Καί ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός συμπληρώνει ὅτι τελικά «τά ἀποτελέσματα τῆς ἐπαναστάσεως ἐκτός τῶν θετικῶν πλευρῶν πού ὁπωσδήποτε ὑπῆρχαν, μποροῦν νά συνοψιστοῦν στά ἑξῆς: ἀσφυκτικό στρίμωγμα τοῦ Ἑλληνισμοῦ στά μικρά κρατικά σύνορα, ὑποχώρηση καί συρρίκνωση τοῦ οἰκουμενικοῦ ὁράματος τῆς Ἑλληνορθόδοξης Ρωμιωσύνης, ἀποδυνάμωση τοῦ Ρωμαίικου Κέντρου, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (τῆς Νέας Ρώμης, ἀπ᾽ ὅπου καί οἱ ὅροι: ρωμιωσύνη – ρωραίικος – ρωμιός) καί, τέλος, ἐξάρτηση ἀπό τίς Μεγάλες Δυνάμεις κάθε ἐποχῆς».
Ἡ Ἑλλάδα, βέβαια, νόμιζε ὅτι ἔλυσε τά προβλήματά της, διότι τελικῶς κατάφερε νά λάβει κρατική ὑπόσταση. Ἀλλά ἡ Ρωμιοσύνη, πού εἶναι ἡ γνήσια ἔκφραση τῆς Ἑλληνικότητας, ὅταν λαμβάνει φυλετική ἤ γεωγραφική διάσταση, παύει νά εἶναι μεγάλη ἰδέα, παύει νά γίνεται ἀλήθεια καί ζωή.
Σήμερα ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες χάσαμε τήν ἑλληνικότητά μας καί πολύ φοβούμαι ὅτι χάσαμε καί τήν ταυτότητά μας, διότι στραφήκαμε πρός ἄλλα κέντρα καί ἀλλότριους τρόπους ζωῆς. «Σέ αὐτή τή γεωγραφική καί κρατικοποιημένη Ἑλλάδα διδασκόμαστε τό Βυζάντιο, στά σχολεῖα καί στά Πανεπιστήμια, σάν μιά σειρά ἀπό χρονολογίες καί περιστατικά, ἀπώλειες καί ἐπανακτήσεις ἐδαφῶν ἤ καί ἀλληλοσφαγές αὐτοκρατόρων. Καί ἀγνοοῦμε τόν ἕνα καί μοναδικό ἄξονα τῆς ζωῆς του, πού εἶναι ἡ πρόσληψη τοῦ κόσμου καί ἡ μεταμόρφωσή του σέ Ἐκκλησία, ἡ ἱστορική σάρκωση τοῦ Χριστολογικοῦ δόγματος, ὁ ἱστορικός βίος τοῦ Βυζαντίου ἀρθρωμένος στίς ἑπτά σταθερές τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων»[7].
Τό πρόβλημα πού παρουσιάζεται σήμερα εἶναι ὅτι ἐμεῖς οἱ «ἑλλαδικοί» ἤ κατ᾽ ἄλλους ἐμεῖς οἱ «ἑλλαδίτες» ταυτίζουμε τόν «ἑλλαδισμό» μέ τόν «ἑλληνισμό» καί συνεπῶς ἀλλοιώνουμε σημαντικά τήν ἔννοια καί τήν σπουδαία ἀποστολή τῆς μεγάλης ἰδέας τῆς Ρωμιοσύνης. Πρέπει, ὅμως, νά κατανοήσουμε ὅτι ὁ «ἑλληνισμός» δέν μπορεῖ νά περικλειστεῖ καί νά ἐκφραστεῖ πλήρως ἀπό τόν «ἑλλαδισμό», ὅπως καί ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά ἐκτιμηθεῖ μέσα ἀπό μιά ἠθικιστική καί φυλετική – κρατική προοπτική[8].
Ξεχάσαμε ἐμεῖς οἱ Νεοέλληνες ὅτι ἡ διαφορά μας μέ τή Δύση, ἑστιάζεται στό πώς ἀντιλαμβανόμαστε τήν ἀλήθεια. Τό βλέπουμε στήν ἱστορία τοῦ Βυζαντίου καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἡ ἀλήθεια βιώνεται. Γνωρίζεται, ὅταν μετέχουμε σ᾽ αὐτήν. Προέρχεται ἀπό τήν γνώση τῆς ἐμπειρίας καί ἔχει ὡς βασικό καί ἀπαραίτητο στοιχεῖο της τήν ὑπέρβαση τοῦ «ἐγώ». Λέγει ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής «τά φαινόμενα πάντα δεῖται σταυροῦ» καί «τά νοούμενα πάντα χρῄζει ταφῆς»[9]. Ὑπ᾽ αὐτό τό πνεῦμα δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ἀλήθεια δίχως σταυρό, θυσία καί ὑπέρβαση. Ἔτσι ἡ Μεγάλη Ἱδέα τοῦ Ἑλληνισμοῦ ὡς Ρωμιοσύνη ὑπερβαίνει τά ὅρια τοῦ τόπου καί τοῦ χρόνου καί γίνεται αἰώνια καί ὑπερβατική ἀξία, πού δέν ἑρνηνεύεται μέ τή λογική. Γιά τόν κάθε Ρωμιό εἶναι ἀπολύτως ἀληθινό καί ἐφικτό νά ἀγαπᾶ ἀκόμη καί τόν ἐχθρό του, νά συμβιώνει μέ τόν Τούρκο, νά περιθάλπει τόν Ἑβραίο, νά φιλοξενεῖ τόν ἄγνωστο. Πρόκειται γιά μία κατάσταση ἐσωτερικοῦ μεγαλείου, κατά τό ὁποῖο, σύμφωνα μέ τό σταυρικό πρότυπο, κάποιος αὐτομειώνεται, αὐτοελαττώνεται, αὐτοταπεινώνεται καί αὐτοσταυρώνεται. Στή Δύση, ὅμως ἡ ἀλήθεια δέν εἶναι ἀποτέλεσμα ἐμπειρίας ἀλλά ἀντικείμενο διανοητικό καί γνωσιολογικό. Αὐτό, ἑπομένως, πού μᾶς χωρίζει (ἐννοῶ χωρίζει τό Βυζάντιο ἀπό τή Δύση) δέν εἶναι μόνο οἱ δογματικές διαφορές περί τῆς χριστιανικῆς ὀρθόδοξης ἀληθείας, ἀλλά, παράλληλα, καί ἕνας τελείως διαφορετικός τρόπος ζωῆς, πού παράγει ἕνα τελείως διαφορετικό πολιτισμό.
Οἱ Ἕλληνες σήμερα εἶναι «δεξιοί», «ἀριστεροί», «φιλελεύθεροι», «σοσιαλιστές», «κομμουνιστές», «ἀκρο-δεξιοί», «καπιταλιστές» ἤ «μαρξιστές», δηλαδή καταλήγουν νά προσδιορίζουν τόν ἑαυτό τους μέσω μιᾶς ἰδεολογίας, κυρίως ὅμως ἀπό τόν τρόπο διαβίωσής τους καί ἀπό τόν τρόπο πού χρησιμοποιοῦν γιά τήν ἀπόκτηση τοῦ χρήματος, γιά τήν αὔξηση τῆς κατανάλωσης, τῆς καλοπέρασης καί εὐημερίας. Σέ ὅλο αὐτό τό συνονθύλευμα προστίθεται καί ἡ σύγχρονη ἀγωνία τοῦ Νεοέλληνα μέ τό ἐξοντωτικό της ἄγχος νά αὐτοπροσδιοριστεῖ μέσα στό χώρο τῆς ἑνωμένης Εὐρώπης μέ μιά νέα δυναμική ταυτότητα. Ἀλλά αὐτό ἀρκιβῶς προέρχεται ἀπό το γεγονός ὅτι ἐγκατέλειψε τήν ἰδέα καί τό βίωμα τῆς Ρωμιοσύνης, πού εἶναι ἀρρηκτα συνδεδεμένο μέ τήν ἑλληνοχριστιανική μας παράδοση, ἀφοῦ δέν μποροῦμε νά νοήσουμε κάτι τό ἑλληνικό πού ταυτόχρονα νά μήν εἶναι καί χριστιανικό[10]. Ὁ οἰκονομικός παράγοντας γύρω ἀπό τόν ὁποῖο στρέφεται ὁ σύγχρονος Ἕλληνας τόν ἀποπροσανατολίζει ἀπό τήν ἰδέα τῆς Ρωμιοσύνης. Γι᾽ αὐτό ἀκόμη καί οἱ πιό εὐσεβεῖς σήμερα χριστιανοί δέν ἔχουν τή συναίσθηση ὅτι εἶναι Ρωμιοί, παρότι αὐτοπροσδιορίζονται ὡς πατριώτες καί ὀρθόδοξοι.
Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο εἶναι ἡ τελευταία ἱστορική καί ὁρατή σάρκωση αὐτῆς τῆς σταυρικῆς ὑπερβάσεως τοῦ ἑαυτοῦ μας πρός ὄφελος τῆς οἰκουμένης. Πρόκειται γιά μιά μεγαλεπήβολη καί ἀνεκτίμητη προσφορά. Ὅταν ὅλοι σήμερα ἔχουν τόσο ζωτική ἀνάγκη, ὅσο ἔχουν ἀνάγκη καί τό ψωμί, τό νά δικαιώνουν καθημερινά τόν ἑαυτό τους καί τήν ὑπαρξή τους μέ ἕνα τρόπο κτητικό, ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καταθέτει τήν δική της μαρτυρία καί τό δικό της τρόπο ζωῆς. Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀποτελεῖ τό σταυρικό θρίαμβο τῆς καθολικότητας.
Ὅταν ἡ Ἑλλάδα ἦταν γεωγραφικά καί κρατικά ἀνύπαρκτη, ἔδωσε τά πάντα: πολιτισμό, γλῶσσα, παιδεία, πίστη, τέχνες, ποιότητα ζωῆς. Σήμερα πού ἡ Ἑλλάδα ἔχει κρατική ὑπόσταση, ὅλα κινδυνεύουν καί ὅλα χάνονται. Καί δέν φταῖνε γι᾽ αὐτό οἱ σκοτεινές δυνάμεις ἤ οἱ ἐντολές τοῦ κέντρου τῶν Βρυξελλῶν, ἀλλά φταίει ἡ ἀλλαγή τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς μας. Υἱοθετήσαμε τόν πολιτισμό τῆς εὐζωΐας καί τῆς κατανάλωσης, πού δέν ταυτίζεται μέ τόν πολιτισμό τῆς Ρωμιοσύνης.
Σήμερα τό Πατριαρχεῖο εἶναι ἕνας τόπος στενός, φτωχικός καί πραγματικά σταυρωμένος. Ἀλλά πάντοτε ἔτσι ἦταν διότι αὐτό εἶναι τό πνεῦμα τῆς Ρωμιοσύνης. Ὁ Πατριάρχης εἶναι πατέρας καί ποιμένας. Δέν εἶναι πολιτικό πρόσωπο οὔτε ποτέ ἐζήλωσε τή δόξα καί τή δύναμη τῶν πολιτικῶν. Καί τό ταπεινό μας Φανάρι δέν ἐπεδίωξε ποτέ νά μοιάσει στά Βουλευτικά κτήρια ἤ στά μεγαλόπρεπα ἀνάκτορα τῶν Τσάρων. Ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος στόν ἐνθρονιστήριο λόγο του τόνισε τότε (2 Νοεμβρίου 1991) «…ὑπεύθυνον χρέος ἡγούμεθα ἵνα σαφῶς δηλώσωμεν ὅτι τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον παραμενεῖ καθαρῶς πνευματικός θεσμός καί καταλλαγῆς σύμβολον καί ἀστράτευτος δύναμις, τά τῆς Ἁγίας ἡμῶν Ὀρθοδόξου πίστεως ἀσκῶν καί τάς πανορθοδόξους δικαιοδοσίας αὐτοῦ διαφυλάσσων καί ἐνεργῶν, πάσης πολιτικῆς ἀπέχων καί μακράν τοῦ “καπνώδους τύφου τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας” τηρούμενος. Ἄλλωστε, ἡ ἀνθρωπίνη μόνον δύναμις ὡς καί πάντα τά ἀνθρώπινα οὐδέν εἶναι ἤ ματαιότης καί ψευδαίσθησις δυνάμεως»[11].
Ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος πού εἶναι ἀπεριόριστα συνετός, ἐνσαρκώνει ἐκεῖνα τά ὀρθόδοξα χαρίσματα, τά ὁποῖα, ἐνῶ φαίνεται νά εἶναι σήμερα παραγκωνισμένα, ἀποδεικνύονται παντοδύναμα. Τό Πατριαρχεῖο, παρά τή στενότητά του, σοῦ δίνει ὀξυγόνο καί ἀνασαίνεις μιά ἐκπληκτική εὐρύτητα ζωῆς. Μέσα στούς τέσσερις τοίχους ἔχεις τήν αἴσθηση ἑνός οἰκουμενικοῦ καί ἀπεριόριστου χῶρου. Ἔτσι, εἴτε τό θέλουμε εἴτε ὄχι, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀποκαλύπτει τήν ἀσύγχυτη ἕνωση τοῦ οὐρανοῦ μέ τή γῆ καί δίνει σάρκα στό δόγμα τῆς Χαλκηδόνας. Ὅσο τό φτωχικό καί πραγματικά ἐσταυρωμένο Φανάρι ἐξακολουθεῖ νά ζει στίς διαστάσεις τῆς Ἁγίας Σοφίας, ἐνσαρκώνοντας τήν Οἰκουμενικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς ὁλότητα ἀληθείας καί ζωῆς, οὔτε ὁ Τοῦρκος, οὔτε ὁ Μόσχοβος, οὔτε ἡ μυωπία τῶν «ἑλλαδιτῶν» θά μπορέσει νά τό μειώσει[12]. Κρατεῖ ἕνα μέτρο, μιά ἰσορροπημένη ἀπόσταση μεταξύ τοῦ «ἀπαθοῦς» καί τοῦ «ἄγαν περιπαθοῦς», θεωρώντας τό μέν πρῶτο ὡς ξένο πρός τήν ἀνθρώπινη φύση, τό δέ δεύτερο ὡς διαστρέβλωση τῆς ἐλευθερίας καί ἐπιλογή πού ὁδηγεῖ στό θάνατο καί στή φθορά[13].
Πολλοί εἶναι ἀσφαλῶς οἱ νοσταλγοί τῶν παλαιῶν ἐκείνων ἐποχῶν πού ἡ Πόλη τῆς Ρωμιοσύνης καί τό Οἰκουμενικό μας Πατριαρχεῖο ἔσφυζαν ἀπό ζωή Ρωμιῶν, πού ἦταν χιλιάδες. Βλέποντας μάλιστα καί τή σημερινή κατάσταση συρρικνώσεως, κάποιοι ἴσως θεωρήσουν ὅτι τό Πατριαρχεῖο στήν Κωνσταντινούπολη ἔχει ἡμερομηνία λήξεως. Ὡστόσο, δέν πρέπει νά ξεχνοῦμε τά στοιχεῖα τῆς ἱστορίας, τά ὁποῖα δηλώνουν ὅτι τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἦταν, εἶναι καί θά εἶναι τό κέντρο τῆς οἰκουμενικῆς Ρωμιοσύνης καί τῆς Ὀρθοδοξίας. Τό Πατριαρχεῖο εἶναι ἕνα μέρος πού δέν χάνεται στό ὅλο, ἀλλά προσδιορίζει τό ὅλο. Ἡ ζωή του μέσα στό χρόνο καί τήν ἱστορία εἶναι γεμάτη ἀπό περιπέτειες, ἐπιδρομές, πολέμους, ἐπεμβάσεις, χτυπήματα, ἀγνώμονες μαχαιριές καί συμφεροντολογικά θωπεύματα. Πότε ἀσθμαίνει, πότε ἐκπνέει, ἀλλά τελικῶς ἀναπνέει[14]. Μέσα σέ αὐτό τό πνεῦμα ἰσχύει γιά τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «ἔχομεν δέ τόν θησαυρόν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν, ἵνα ἡ ὑπερβολή τῆς δυνάμεως ᾖ τοῦ Θεοῦ καί μή ἐξ ἡμῶν, ἐν παντί θλιβόμενοι ἀλλ᾽ οὐ στενοχωρούμενοι, ἀπορούμενοι ἀλλ᾽ οὐκ ἐξαπορούμενοι, διωκόμενοι ἀλλ᾽ οὐκ ἐγκαταλειπόμενοι, καταβαλλόμενοι ἀλλ᾽ οὐκ ἀπολλύμενοι»[15].
Ἀναφερόμενοι, λοιπόν, στά παράδοξα τῆς ἱστορίας, ἄς ὑπομνήσουμε ἐν προκειμένῳ ὅτι, μετά τήν Ἅλωση τό 1453, λίγοι ἦταν οἱ χριστιανοί πού περιστοίχιζαν τόν τότε Πατριάρχη Γεννάδιο τόν Σχολάριο. Κατά τι περισσότεροι ἀπό αὐτούς πού κυκλώνουν σήμερα τόν Πατριάρχη Βαρθολομαῖο. Σύμφωνα μέ τίς Ὀθωμανικές Βακουφικές πηγές πού ἀνάγονται στό 1478, δηλαδή 25 χρόνια μετά τήν Ἅλωση, μέσα στά τείχη τῆς Πόλης εἶχαν μείνει μόνο 3151 ἑστίες Ρωμιῶν καί 592 στήν ἀντίπερα ὄχθη τοῦ Κερατείου Κόλπου, στό Γαλατᾶ. Ἐν τούτοις, μετά ἀπό λίγο ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἐπέτρεψε καί ἡ Βασιλεύουσα γέμισε ἀπό μυριάδες ὁμογενῶν καί ὁμαίμων ἀπό τήν Ἠπειρο, τήν Πελοπόννησο, τήν Μακεδονία, τήν Κρήτη, τή Χίο, τή Μυτιλήνη καί τή Θράκη, οἱ ὁποῖοι δίπλα στούς Ποντίους, τούς Ἰωνες καί τούς Καππαδόκες τῆς ἀνατολῆς «ρωμιοποιήθηκαν» καί μεγαλούργησαν[16]. Ἐξάλλου «τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο πέρασε ἀπό ὅλες τίς φάσεις τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ἀφοῦ ἄλλωστε εἶχε την ἕδρα του στήν πρωτεύουσά της. Ἔζησε τήν δοξασμένη ἀλλά καί τήν πονεμένη Ρωμιοσύνη, πέρασε ἀπό τήν δόξα τῆς Ρωμανίας – Βυζαντίου, ἀλλά καί τίς ταπεινώσεις της, δηλαδή τήν Φραγκοκρατία καί τήν Τουρκοκρατία. Πολλοί ἐχθροί τῆς Ρωμιοσύνης θά ἤθελαν νά πεθάνη τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ἀλλά αὐτό ζῆ καί δοξάζεται»[17].
Πολύ εὔστοχα σημειώνει ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Γέροντας Χαλκηδόνος Μελίτων τά ἑξῆς: «Αὐτό τό Φανάριον, εἶναί τι πλέον τῆς καθεστηκυίας ἕδρας ἐν τῇ Πόλει ταύτῃ τῆς Κεφαλῆς τῆς Ὀρθοδοξίας. Εἶναι μία ἔννοια. Συμβολίζει τήν ἱκανότητα τῆς ζωῆς νά ὑπερβαίνῃ τόν χαλασμόν, τήν δυνατότητα τῆς ἐπιβιώσεως ἐν τῇ συνυπάρξει. Τό Φανάριον εἶναι ἡ τέχνη τοῦ νά ἐξάγῃ τις ἐκ τῶν χειρίστων δεδομένων τό ἄριστον δυνατόν. Τό Φανάριον εἶναι φορεύς ὑψίστων ἀξιῶν. Εἶναι ὑπομονή. Εἶναι σιωπή. Εἶναι εὐγένεια. Ἡ εὐγένεια τῶν παλαιῶν. Ὄχι ναρκισισμός καί στατικότης. Φύλαξ τοῦ θησαυροῦ τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν πίστεως καί τῆς ἱερᾶς παραδόσεως τῆς Ἀνατολῆς, ἐπενδεδυμένης τάς ἄλλας παραδόσεις τοῦ Γένους, ὅμως φύλαξ ἐνεργός καί δυναμικός. Εἶναι ἡ πύλη τῆς Ἀνατολῆς, ἀνεῳγμένη πρός τήν Δύσιν. Εἶναι ὁ εὐαίσθητος δέκτης τῶν μηνυμάτων τῆς Δύσεως. Ἑρμηνευτής τῶν μεγάλων στροφῶν τοῦ βίου τοῦ κόσμου. Τό Φανάριον εἶναι μία Σχολή»[18].
Σεβασμιώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Κρήτης κ. Εἰρηναῖε,
Ἀγαπητοί ἀδελφοί καί φίλοι,
Στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ὅλα εἶναι ἁπλᾶ καί ἀνθρώπινα, ἐνῶ παράλληλα συνδυάζουν μιά μυσταγωγική ἀναστροφή. Βαδίζοντας κανείς ἔξω στόν πλακόστρωτο δρόμο τοῦ Πατριαρχείου, ἀναπολεῖ τήν αἰωνιότητα. Πόσοι πέρασαν ἀπό τό δρόμο τοῦτο, γιά νά ἀποτίσουν φόρο τιμῆς στόν Πατριάρχη τοῦ Ρωμαίικου Γένους! Εἰσερχόμενος στόν Πατριαρχικό Ναό αἰσθάνεται κανείς – γεμάτος χαρά καί συγκίνηση – ἔντονη τήν παρουσία τοῦ χρόνου. Τριγύρω ἀλλοεθνεῖς καί ἀλλόθρησκοι καί τό Πατριαρχεῖο ἕνα σῶμα πολύ μικρό. Μοιάζει, ὅμως, μέ τήν μικρή καρδιά πού κινεῖ τό μεγάλο σῶμα. Ἡ καρδιά τῆς Κωνσταντινούπολης εἶναι τό Πατριαρχεῖο. Αὐτό ἐκφράζει τήν ἱστορία, τήν παράδοση τοῦ Γένους μας, τήν παρουσία καί τόν τρόπο ὑπάρξεώς μας στήν Πόλη τοῦ Κωνσταντίνου. Κανείς δέν μπορεῖ νά φανταστεῖ τήν Κωνσταντινούπολη δίχως Πατριάρχη, δίχως τήν Ἁγιά Σοφιά καί τό μαρτυρικό Φανάριο.
Καί ἡ παρουσία τῶν βαθιά θρησκευομένων Τούρκων στήν Πόλη τῶν ὁνείρων μας καί τῶν στεναγμῶν μας, μᾶς ὁδηγεῖ στό συμπέρασμα ὅτι ἡ θρησκεία εἶναι ὅ,τι καλύτερο καί ὅ,τι χειρότερο κατέχει ὁ ἄνθρωπος. Ὄχι μόνο ὅ,τι καλύτερο ἀλλά καί ὅ,τι χειρότερο, ὅταν τό ψεῦδος τῆς θρησκευτικότητας μᾶς ἐπιβάλλει νά ἀπορρίπτουμε τόν ἄλλο καί νά μήν ζοῦμε στό φῶς τῆς ἀληθείας. Ἀλλά αὐτό τό περιβάλλον, τό ἀλλόθρησκο καί ἀλλογενές, δημιουργεῖ ἴσως τίς καλύτερες προϋποθέσεις, γιά νά φανεῖ καί νά ἀποδειχθεῖ αὐτό πού σήμερα δέν μπορεῖ νά ἀναδειχθεῖ ἐντός τῶν γεωγραφικῶν ὁρίων τῆς πατρίδας μας Ἑλλάδας: ὅτι ὁ Ἕλληνας Ρωμιός δέν μπορεῖ νά μήν εἶναι ὀρθόδοξος καί ὅτι τό κέντρο τῆς Οἰκουμενικῆς Ἑλληνικῆς Ρωμιοσύνης δέν μπορεῖ νά μήν εἶναι τό Οἰκουμενικό μας Πατριαρχεῖο.
Σᾶς εὐχαριστῶ.
[1] Εἰσήγηση σέ ἐπιστημονική Ἡμερίδα μέ γενικό θέμα: «Τή Ρωμιοσύνη μήν τήν κλαῖς – Σέ ἀναζήτηση τῶν ριζωμάτων τῆς ταυτότητας καί τοῦ πολιτισμοῦ μας», πού πραγματοποιήθηκε ὑπό τήν αἰγίδα τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας καί τήν εὐλογία τῆς Α.Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, στό Πνευματικό Κέντρο τῆς Ἐνορίας Γενεσίου Θεοτόκου Ἡρακλείου Κρήτης στίς 17 Νοεμβρίου 2018.
[2] Ματθ. 24, 12.
[3] Συμεών Μητροπολίτου Πριγκηποννήσων, «Πνευματικόν Τρίπτυχον», Ἐκδόσεις Δόμος, 1η Ἔκδοση, Ἀθήνα 1995, σελ. 269.
[4] Γεωργίου Μεταλληνοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου, «Ἑλληνορωμαίικά», Φιλογένεια Τόμος ΙΣΤ´, Τεῦχος 2, σελ. 6.
[5] Μωϋσέως Μοναχοῦ Ἁγιορείτου, «Καλή καί κακή ἀγωνία», Σειρά: Ἀθωνικά Ἄνθη 8, Ἐκδόσεις Τῆνος, 2η Ἔκδοση, 1998, σελ. 100.
[6] Ἰωάννου Δανδουλάκη, «Τί εἶναι Ρωμιοσύνη». Βλέπε ἱστοσελίδα Ὀρθόδοξη Ὁμάδα Δογματικῆς Ἔρευνας: www.oodegr.com
[7] Χρήστου Γιανναρά, «Τό Προνόμιο τῆς Ἀπελπισίας», Σημειώσεις γιά μιά κριτική ἀναμέτρηση μέ τό ἀδιέξοδο τοῦ δυτικοῦ ἤ καταναλωτικοῦ πολιτισμοῦ καί τήν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδοξίας, Ἐκδόσεις Γρηγόρη, 1η Ἔκδοση, Ἀθήνα 1973, σελ. 102.
[8] Ἱεροθέου, (Βλάχου) Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου, «Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί Ἐκκλησία Ἑλλάδος», Ἔκδοση Ἱερᾶς Μονής Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας), 1η Ἔκδοση 2002, σελ. 42.
[9] Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, «Περί θεολογίας καί τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Υἱοῦ Θεοῦ», P.G. Migne 90, 1108.
[10] Ἰωάννου Δανδουλάκη, «Τί εἶναι Ρωμιοσύνη», ὅπ. π.
[11] Ἀποστόλου (Δανιηλίδη), Μητροπολίτου Γέροντος Δέρκων, «Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος ὁ Α΄», Ἐκδόσεις «Τέρτιος», 1η Ἔκδοση, Κατερίνη 1992, σελ. 94-95.
[12] Χρήστου Γιανναρά, «Τό Προνόμιο τῆς Ἀπελπισίας», ὅπ. π., σελ. 105.
[13] Ἐμμανουήλ Δουνδουλάκη, Τό Μαρτυρικό Φανάρι… ἡ ἀκοίμητη συνείδηση τοῦ Γένους, Ἐκδόσεις Proforma Publications, 1η Ἔκδοση, Ἀθήνα 2018, σελ.17.
[14] Μακαρίου (Γρινιεζάκη) Ἐπισκόπου Χριστουπόλεως, Πατριαρχικόν Κοντάκιον, Ἐκδόσεις τό Παλίμψηστον, 1η Ἔκδοση, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 166.
[15] Β´ Κορ. 4, 7-10.
[16] Γεωργίου Τσέτση, Μεγάλου Πρωτοπρεσβυτέρου, «Πρός μιά Πολίτικη Ρωμιοσύνη – ἐν ἑτέρα μορφή», Ἐφημερίδα Ἀπογευματινή Κωνσταντινουπόλεως 21 Ἰουνίου 2011.
[17] Ἱεροθέου, (Βλάχου) Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου, «Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί Ἐκκλησία Ἑλλάδος», ὅπ. π., σελ. 60.
[18] Μελίτωνος (Χατζῆς) Μητροπολίτης Γέροντος Χαλκηδόνος, «Ὁμιλία ἐπί τῇ Θρονικῇ Ἑορτῇ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου», 30 Νοεμβρίου 1970, Βλεπέ: «Χαλκηδόνια, Μνήμη Μελίτωνος Χατζῆ Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος (1913-1989)», Ἔκδοσις Συνδέσμου τῶν ἐν Ἀθήναις Μεγαλοσχολιτῶν, Ἀθήνα 1999, σελ. 75.